Πάντα μου αρέσει να σταματάω στους πάγκους με τα ζαρζαβατικά που συνήθως βρίσκονται στην άκρη κάποιου χωραφιού στους επαρχιακούς δρόμους. Η ιδέα ότι τα λαχανικά και οι καρποί που είναι αραδιασμένοι προς πώληση κόπηκαν λίγα μέτρα παραδίπλα ή, ακόμα καλύτερα, λίγη ώρα πριν τα κάνει ακόμα πιο νόστιμα στο μυαλό μου. Και συνήθως είναι…
Για παράδειγμα, καμία σχέση οι ντομάτες με αυτές που έχουν κοπεί πράσινες, μπαίνουν αμέσως στα ψυγεία των κοντέινερ και διασχίζουν χιλιόμετρα μέχρι να βρεθούν στα ράφια κάποιου σούπερ-μάρκετ, πώς να κάνουμε!
Στον δρόμο προς τη Βόρεια Εύβοια συναντάς πολλούς τέτοιους πάγκους, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Όμως αυτός στον οποίο σταματήσαμε αυτήν τη φορά έχει κάτι το διαφορετικό.
Καταρχάς, έχει όνομα και, δεύτερον, έχει προϊόντα που έχουν καλλιεργηθεί φυσικά, χωρίς χημικά και ραντίσματα. Διαβάζω σε μια χειροποίητη επιγραφή: «Αγρόκτημα Φυσικής Καλλιέργειας “Το Κανδήλι”». Κι αυτή δεν είναι η μόνη επιγραφή. Με μια πρώτη ματιά μετράω τουλάχιστον οκτώ. «Μην ντρέπεστε, χτυπήστε το κουδούνι!», «Don’t be shy», «Εάν δεν είμαι μέσα στο κτήμα, θα βρίσκομαι στο διπλανό», «Προϊόντα συνείδησης», «Ζυμαρικά παραγωγής μας με αλεύρι ολικής άλεσης σε πετρόμυλο», «Γιδοτύρι ημέρας» κι άλλα τέτοια.
Πάνω στον πάγκο κατακόκκινες ντομάτες, μπάμιες, φασολάκια, πιπεριές, αντζούρια, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, αυγά, βαζάκια με μαρμελάδες, τουρσιά και χυλοπίτες. Ο άνθρωπος που στέκεται πίσω από τον πάγκο είναι χαμογελαστός ‒το χαμόγελο φτάνει μέχρι τ’ αυτιά‒ και νεότατος, κι ας έχει γκριζαρισμένα μαλλιά. Συστήνεται, «Γιώργος», και προτείνει αμέσως να μας ξεναγήσει στο αγρόκτημά του, που βρίσκεται πίσω από τον φράχτη.
Ξέρω ότι θα ακουστεί παιδικό, αλλά νιώθω σαν να έχω τραβήξει μια κουρτίνα και ακολουθώ τον Λευκό Κούνελο στην κουνελότρυπα και από κει σε μια όλο και πιο μαγική «Χώρα των Θαυμάτων»!
Χωράφια περιποιημένα που «σκάνε» από τα φυτά και τους καρπούς τους και γύρω-γύρω άγρια βλάστηση. Δέντρα και άφθονα βότανα και λουλούδια. Ένα πολύχρωμο κοτέτσι, κάτι όμορφα κατσικάκια και αρνάκια, γουρουνάκια, σκυλιά να τρέχουν δεξιά κι αριστερά και νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να κουβαλάνε καφάσια, να σκαλίζουν το χώμα, να γελάνε και να παίζουν με το λάστιχο, καταβρέχοντας το ένα το άλλο.
Ο Γιώργος μας λέει ότι μεγάλωσε στη Χαλκίδα και, ενώ σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, κάποια χρόνια δούλεψε ως σερβιτόρος σε διάφορα μπαρ και φαγάδικα, μέχρι να διοριστεί αναπληρωτής καθηγητής Ηλεκτρολογίας σε ΕΠΑΛ.
Η σχέση του με τη φύση και το χωριό ρίζωσε μέσα του μάλλον τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του, όπως λέει ο ίδιος. «Τότε ήταν που ζούσα ακόμα στη Θεσσαλονίκη και κάθε καλοκαίρι το περνούσαμε οικογενειακώς στο χωριό των γονιών της μητέρας μου, το Προκόπι Ευβοίας».
Ο μπαρμπα-Σταύρος και η κυρα-Θαλασσινή είχαν επί εξήντα χρόνια ένα παραδοσιακό καφεζαχαροπλαστείο φημισμένο για το ρυζόγαλο, το γαλακτομπούρεκο και τον ελληνικό καφέ του, όλα χειροποίητα. Ο παππούς ήταν επί του ρυζόγαλου και του καφέ και η γιαγιά Θαλασσώ επί του γαλακτομπούρεκου και των λοιπών γλυκισμάτων.
«Εκεί, ο παππούς μου, όντως πολύ εργατικός και παστρικός, Μικρασιάτης από την Καππαδοκία, με μύησε από πολύ μικρό στον μαγευτικό κόσμο των αισθήσεων, των γεύσεων και των αρωμάτων.
»Στη μυρωδιά της γαϊδούρας, του φρεσκοκομμένου ξύλου, της φουφούς, της κουτσουλιάς, της κατσικίλας, του φρεσκοσφαγμένου κοτόπουλου, του καλοκαιρινού περιβολιού το απόγευμα μετά το πότισμα, της φρεσκοκομμένης ντομάτας και της εξαίσιας μικρασιατικής κουζίνας. Όμως το μεγαλύτερο μάθημα που μου έδωσε είναι ότι κατάλαβα το νόημα της ιστορίας με τα τρία γουρουνάκια του γνωστού παραμυθιού.
»Επίσης, το μαγικό δάσος στο οποίο χανόμουνα μικρός μού ψιθύρισε ένα μεγάλο μυστικό στο αυτί, το οποίο μου αποκαλύφθηκε μετά από τριάντα χρόνια, δηλαδή όταν ξεκίνησα το κτήμα».
Η Libelouland, η όμορφη φίλη του, μοιάζει να είναι και η ίδια ένα στοιχείο της φύσης έτσι όπως την παρακολουθούμε να κινείται αέρινα μέσα στα μποστάνια. «Είναι το πνεύμα της, η νεράιδα του δάσους και η ψυχή του αγροκτήματος. Πιστεύω ότι τελικά έφτιαξα το αγρόκτημα γι’ αυτήν, χωρίς βέβαια να την γνωρίζω όταν ξεκίνησα» μας λέει κοιτώντας την όλο γλύκα στα μάτια, καθώς έρχεται κι εκείνη να μας συνοδεύσει για λίγο στη βόλτα.
Μια μέρα πριν από δύο χρόνια προσγειώθηκε καταμεσής του κτήματος και αγάπησε το μέρος ευθύς εξαρχής πάρα πολύ. «Αυτό που γίνεται εδώ την εκφράζει ολοκληρωτικά. Έδωσε μία με το μαγικό της ραβδί και άρχισε να μεταμορφώνει το αγρόκτημα, έφτιαξε και τη φωλιά της. Γενικά, με έχει πάει πολύ μπροστά. Είναι η μούσα μου, που λένε και οι καλλιτέχνες» λέει ο Γιώργος κι εμείς τον ακολουθούμε αποχαυνωμένοι από τη διήγηση και τις μαγικές εικόνες αυτού του θεσπέσιου Κήπου της Εδέμ που έχουν φτιάξει παρέα.
Η Libelouland βρέθηκε κι εκείνη κατά λάθος εγκλωβισμένη στα γρανάζια του ελληνικού Δημοσίου. Μέχρι που άνοιξε τα τσαλαπατημένα φτερά της και πέταξε μακριά, πίσω, εκεί απ’ όπου είχε έρθει. «Θέλω να τονίσω ότι δεν βρεθήκαμε ξαφνικά να κάνουμε τους αγρότες. Είναι πολύ απλό, εμείς ήμασταν πάντα αυτό που είμαστε, απλώς δεν μπορούσαμε να το δούμε. Αυτό το βλέπεις μόνο όταν η ζωή σε οδηγήσει εκεί. Εσύ, το μόνο που έχεις να κάνεις, αν έχεις δυνατό ένστικτο, είναι να ακολουθήσεις το μονοπάτι» λέει η ίδια.
Στον Γιώργο, πάντως, την έμπνευση να ασχοληθεί με τη γη του την έδωσε το Πελίτι, η γνωστή εναλλακτική κοινότητα ανταλλαγής παραδοσιακών σπόρων. Οι άνθρωποί του και η όλη του φιλοσοφία ήταν από τα σημάδια που τον οδήγησαν στο μονοπάτι του αγροκτήματος.
«Μέσα στο Πελίτι γνώρισα τους πιο αγνούς και όμορφους ανθρώπους, όπως ο συγχωρεμένος Γιώργος Κηπουρός, ένας από τους καλύτερους καλλιεργητές στην Ελλάδα. Μια μέρα, όταν του εξέφρασα την επιθυμία μου να παρατήσω το Δημόσιο και να φτιάξω ένα αγρόκτημα, μου είπε: «Ούτε να το σκεφτείς, παιδί μου, κάτσε εκεί που είσαι». Το να ακούς από έναν τέτοιο άνθρωπο αυτά τα λόγια θα ήταν μεγάλη απογοήτευση. Ε, το πιστεύεις; Για μένα αυτό ήταν η καλύτερη συμβουλή! Τότε κατάλαβα ότι μπορώ να τολμήσω, ότι το θέλω πολύ.
»Εγώ δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι η ζωή και η εργασία στην πόλη, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί, είναι το κίνητρο για να τα παρατήσει κάποιος και να πάει να ζήσει στη φύση. Αυτά είναι αυταπάτες. Άμα ήταν έτσι, τουλάχιστον οι μισοί θα είχαν πάρει τα βουνά. Από άλλη βάση ξεκινάς με τη θέση “θα ήθελα” και από άλλη με τη θέση “ξέρω τι θέλω και θα το κάνω”.
»Επίσης, ένα άλλο από τα πολλά σημάδια που φώτισαν τον δρόμο προς το μονοπάτι μου ήταν όταν, έξι χρόνια πριν ξεκινήσω το κτήμα, η ανάγκη μου για δουλειά με οδήγησε για κάποιους μήνες στη διαχείριση ενός αγροτουριστικού παραδοσιακού ξενώνα στην Αρκαδία, χωρίς να έχω ιδέα από αυτά. Ο ιδιοκτήτης του, την πρώτη μέρα που πήγα, μου εξήγησε κάποια βασικά πράγματα, μου έδωσε τα κλειδιά και την άλλη μέρα έφυγε.
Είναι σαν να σε ρίχνουν στη μάχη χωρίς εκπαίδευση κι εσύ να πρέπει να επιβιώσεις. Εκεί, με οδηγό το ένστικτό μου και τα βιώματα από τον παππού στο χωριό, αγάπησα αυτήν τη δουλειά, η οποία είναι πολύ κοντά σε αυτό που κάνω τώρα και με βοήθησε στις μετέπειτα αποφάσεις μου. Θέλω να ευχαριστήσω τον ιδιοκτήτη γι’ αυτήν τη σπρωξιά και είμαι ευγνώμων που μου εμπιστεύτηκε την όλη διαχείριση καθώς και για το γεγονός ότι μου άφησε ελεύθερο το πεδίο για τη λήψη πρωτοβουλιών».
Τους ζητάω να μου περιγράψουν τη ζωή στο αγρόκτημα. «Ένα αγρόκτημα δεν περιγράφεται. Το αγρόκτημα το ζεις, το οσφραίνεσαι, το αναπνέεις, ζεις μαζί του, γίνεσαι μέρος του. Μετά από δύο βδομάδες διαμονής και εργασίας σε ένα τέτοιο μέρος μπορείς να νιώσεις τι είναι, να νιώσεις τη ζωή που πάλλεται εντός σου και γύρω σου. Αυτά τα πράγματα είναι βίωμα, δεν στριμώχνονται σε λέξεις».
Όποιος θέλει περιγραφές, πάντως, μπορεί να διαβάσει το ημερολόγιο του αγροκτήματος που ενημερώνει συχνά-πυκνά η Libelouland στη σελίδα τους στο facebook, όπως είδα λίγες μέρες αργότερα, όταν είχα επιστρέψει πλέον στην Αθήνα.
Γεωγραφικά βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Κανδήλι της Βόρειας Εύβοιας, μόλις τρία χιλιόμετρα από το χωριό Προκόπι, που πολλοί γνωρίζουν από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου, και αποτελείται από έξι ξεχωριστά κομμάτια γης σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους, τα οποία τα έχουν έξι διαφορετικοί ιδιοκτήτες.
«Θέλω να τους ευχαριστήσω πολύ που μου τα παραχώρησαν και έχει μεταμορφωθεί το μέρος σε έναν μικρό καλλιεργητικό παράδεισο» λέει ο Γιώργος και μας χαμογελά.
Οι μέθοδοι καλλιέργειας που χρησιμοποιούν βασίζονται στη σύνθεση διαφόρων οικολογικών μεθόδων καλλιέργειας όπως είναι οι εξής: Fukuoka, Permaculture, βιολογική γεωργία, βιοδυναμική γεωργία, γεωργία με ενεργούς μικροοργανισμούς. Μου εξηγούν κι άλλα σχετικά με τη φυσική λίπανση και φυτοπροστασία αλλά και τους παλιούς σπόρους που χρησιμοποιούν.
«Πολλές φόρες σκέφτομαι πώς ξεκίνησα και ώρες-ώρες απορώ με το πείσμα μου. Στην αρχή ήμουν με 1,5 στρέμμα-ζούγκλα (το μικρό κτήμα του παππού), ένα πριόνι χειρός κι ένα κλαδευτήρι, το οποίο την πρώτη κιόλας μέρα το πάτησα και έκανα τρία ράμματα στη φτέρνα. Επίσης, είχα ένα παλιό Nissan Sunny-κούρσα, ένα βουλγαρικό τρέιλερ του ’50 και μια σκηνή του κάμπινγκ».
Χρήματα δεν είχε στην άκρη. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ό,τι λεφτά πέφτανε στα χέρια του τα έριχνε στο κτήμα. «Δεν θα μιλήσω για το πόσο δύσκολα ήταν αυτά τα χρόνια. Είναι προσωπικά δεδομένα και υπόκεινται σε αγροτικά βασανιστήρια. Ο “κακός λύκος” με έριξε πολλές φορές κάτω μέχρι να καταφέρω να σταθώ όρθιος.
»Αρχικά έμεινα στη σκηνή μου, έπειτα σε μια πρόχειρη παράγκα με νάιλον, μετά σε τροχόσπιτο, ώσπου να έρθει η Libelouland στη ζωή μου και να αναβαθμίσει τη διαμονή μου σε ένα σούπερ λουξ, χειροποίητο, ανακυκλωμένο σπίτι που έφτιαξε η ίδια, γιατί ήμουν ικανός να μένω ακόμα στο τροχόσπιτο... το αγαπούσα βλέπεις το άτιμο! Το σπιτάκι, πάντως, είναι όλα τα λεφτά. Είχα όμως ‒και ακόμη έχω‒ την πολύτιμη βοήθεια και στήριξη, πρακτική και ψυχολογική, από την οικογένειά μου. Το πατρικό μου σπίτι στη Χαλκίδα ήταν το κέντρο επιχειρήσεων, εκεί πήγαινα (όταν είχα βενζίνη για να πάω) για ένα πιάτο ζεστό φρεσκομαγειρεμένο φαΐ και φρεσκοπλυμένα σεντόνια. Ήταν η εφεδρεία μου. Μεροκαματιάρηδες γονείς μεν, ελληνική οικογένεια δε. Ξέρετε...».
Η μεγαλύτερη δυσκολία, πάντως, του να τρέχεις ένα αγρόκτημα και να καλλιεργείς με τη μέθοδο της φυσικής καλλιέργειας είναι οι εργατοώρες, λένε και οι δύο.
«Πρόσεξε, όχι ο χρόνος, γιατί χρόνος δεν υπάρχει στο αγρόκτημα. Εδώ ο χρόνος είναι άχρονος. Είναι κάτι το ενιαίο που το βιώνεις τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι έχουμε μάθει στην πόλη. Δεν μετριέται σε μέρες, ώρες και λεπτά αλλά σε βιώματα. Σε εργασίες που ολοκληρώθηκαν, σε φεγγάρια που πέρασαν, σε καιρικές αλλαγές, σε κύκλους εποχών, σε κατσικάκια που γεννήθηκαν, σε αρρώστιες που χτύπησαν, ακόμη και σε θανάτους που μας βρήκαν. Για παράδειγμα, η μέρα που χάσαμε τον Πειρατή μας, το ατίθασο και γεμάτο νεύρο λευκό κοκόνι μας με το μαύρο μάτι, που είχε αρμοδιότητες φύλαξης κοτετσιών, γενικός επιθεωρητής που λένε, είναι ορόσημο για μας».
«Πώς αποφασίσατε να βάλετε και ζώα στο κτήμα;» τους ρωτάω καθώς χαζεύουμε έναν πανέμορφο τράγο με μακρύ τρίχωμα που αρχίζει να τρέχει προς το μέρος μας με το που μας βλέπει.
«Αγρόκτημα χωρίς ζώα για μένα είναι σαν γλυκό χωρίς ζάχαρη» λέει ο Γιώργος καλαμπουρίζοντας. «Ειδικά όταν έχεις κατσίκια που όλη την ημέρα ξερογλείφονται κοιτώντας τα περιβόλια και περιμένουν πότε θα ξεχάσεις καμιά πόρτα ανοιχτή να κάνουν ντου. Ιδού και τα φαγωμένα καρπούζια» μας λέει και μας δείχνει κάτι υπολείμματα που άφησαν ο Θεμιστοκλής και το χαρέμι του, αφού ξετίναξαν την προηγούμενη μέρα ένα μποστανάκι με εβδομήντα καρπούζια.
«Αυτόν εδώ τον τράγο τον λέμε Θεμιστοκλή και έχει φρύδια σαν του Καραμανλή. Πρόκειται για έναν καθαρόαιμο συνδυασμό ράτσας Μούρθια και Δαμασκού. Τον πήραμε για να μπει νέο αίμα στο κοπάδι. Ζει μαζί με τις γυναίκες του, την Κική, την Εσπρέσο (κόρη της Κικής), τη Μέδουσα, την Τάιγκερ, τη Σνόουμπολ, την Καρδούλα, μια κατσικάδα αβάπτιστη και μόλις πρόσφατα μας χαρίσανε ένα άσπρο τραγάκι, τον Λάμπη, που βιάζεται να γίνει ο Πάνας. Ξέρεις, ο γνωστός».
Λίγο πιο κάτω μας συστήνει και μια τροφαντή γουρούνα, τη Μόλι. « Ζει μαζί με τον εραστή της ‒ μαύροι χοίροι, παρακαλώ, αρχαία ελληνική ράτσα. Η Μόλι είναι έγκυος και αναμένουμε σύντομα τα γουρουνάκια της. Επίσης, έχουμε κότες: άλλες με τσουλούφια, άλλες με σοσόνια, άλλες με βούλες και πουά, άλλες με κάλτσες μακριές, διάφορες ράτσες, άλλες κατάμαυρες σε συνδυασμό με πειραιώτικο κόκκινο ‒ αυτές είναι αναρχο-κομμουνίστριες και συχνά-πυκνά έχουμε εξεγέρσεις στο κοτέτσι. Την τελευταία φορά οι άτιμες οργανώσανε πορεία διαμαρτυρίας σε όλο το κτήμα με αίτημα καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Έτσι είναι ο καλοταϊσμένος λαός. Άμα τον καλομάθεις ‒εμείς τις ταΐζουμε, εκτός από φρέσκο χορταράκι, πλούσια βιολογική τροφή από την Biogreco‒, ζητά όλο και περισσότερα. Αναγκαστήκαμε, λοιπόν, λόγω των συνθηκών, να τους παρέχουμε κοντάρια για ακροβατικά, ένα χαρούμενο πολύχρωμο κοτέτσι, καθώς και πισίνα άμμου για σπα και καθαρισμό φτερών. Ονόματα δεν τους έχουμε γιατί είναι αδύνατο να θυμόμαστε ενενήντα διαφορετικά.
Από σκυλιά, έχουμε τον Μάγκα, τη Θέμιδα και τον Σάνι, καθώς και το πνεύμα του αείμνηστου Πειρατή που εξακολουθεί να επισκέπτεται ενίοτε το κτήμα και να μας φέρνει την αέναη ενέργεια και ενεργητικότητά του. Επίσης, τελευταία έχουμε και τρεις γάτες. Τον Σκρόφη, που από ελεεινός, βρομιάρης και αδέσποτος, χάρη στη φροντίδα και στην αγάπη των εθελοντών μας, κυρίως της Yev και της Karen, έγινε ένας γουργουριστός, λαμπερός σπιτόγατος, και άλλες δύο που παραείναι αλανιάρες για να έχουν ονόματα».
Ο Γιώργος και η Libelouland μας έχουν παρασύρει για τα καλά με τις ιστορίες τους και λίγο πριν δύσει ο ήλιος βολτάρουμε στα «διαμερίσματα» των εθελοντών. Πρόκειται για τα παιδιά που είχαμε δει λίγο νωρίτερα, τα οποία έρχονται απ’ όλο τον κόσμο μέσω του site «Work Away» για να ζήσουν και να εργαστούν στο κτήμα.
«Είναι ό,τι καλύτερο μας έχει συμβεί» μας λένε με ένα στόμα. «Είναι η οικογένειά μας, η μικρή μας κοινότητα. Έρχονται απ’ όλο τον κόσμο και μας βοηθάνε. Ως τώρα είχαμε εθελοντές από Χιλή, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία, Καναδά, ΗΠΑ, Ισραήλ, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Σερβία, Ιαπωνία, Ταϊβάν, Λετονία, Εσθονία, Αγγλία, Σουηδία, Ελβετία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ρωσία, Κίνα, Δανία, Ουγγαρία και Τουρκία. Πολλές φορές γινόμαστε πολύ καλή ομάδα και σκοράρουμε με μπρόκολα, λάχανα, ντομάτες και φασολάκια».
«Αυτά τα παιδιά μάς διδάσκουν πολλά, έχουν εξαιρετικό ήθος και καταπληκτική παιδεία. Τα αγαπάμε πολύ. Εγώ τα εκπαιδεύω όχι μόνο στη βιολογική γεωργία αλλά και στις δεξιότητες, ενώ η Libelouland τους κάνει ψυχανάλυση κι έχει αναλάβει την ψυχαγωγία τους. Τους δείχνει, επίσης, την καλή πλευρά της ελληνικής κουλτούρας. Την κακή, άσε, καλύτερα να μην την ξέρουν. Δουλεύουμε πολύ σκληρά και συγχρόνως περνάμε και πολύ καλά. Οι περισσότεροι από αυτούς φεύγουν με μισή καρδιά που λέμε. Πολλές φόρες ξανάρχονται. Τους μαθαίνουμε να αγαπούν την εργασία, την παραδοσιακή ελληνική ζωή στη φύση και την παραγωγή της τροφής βέβαια, με κάποια παραλλαγή της παράδοσης που συνδυάζει σύγχρονα στοιχεία. Με λίγα λόγια, είναι τα παιδιά μας απ’ όλο τον πλανήτη.
Πολλά τα περιστατικά έχουμε να πούμε κι άμα ξεκινήσουμε δεν σταματάμε εύκολα! Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό συνέβη όταν ένας Καναδός, από τις πιο αστείες φυσιογνωμίες που έχω δει, ψηλός, λιγνός, ξανθός, μακρυμάλλης, είχε πάρει την κιθάρα του και προσπαθούσε να παίξει και να τραγουδήσει στα κατσίκια όταν τα βόσκαγε. Αυτός έπαιζε και τα κατσίκια δεν εκτιμούσαν πολύ τη μουσική του και φεύγανε. Αυτός περπάταγε κι έπαιζε, αυτά ξανά κατά πέρα. Ε, στο τέλος κατάφερε να τα διώξει πέρα για πέρα. Μετά αναγκάστηκα να τον δέσω ( για πλάκα) στη μέση του κτήματος, όπως είχα δει να κάνουν στον “Αστερίξ” με τον Κακοφωνίξ».
«Να πω ότι σ’ εμάς οι εθελοντές που έχουν δίψα για μάθηση ανταμείβονται με το παραπάνω σε γνώσεις, λήψη πρωτοβουλιών, γεύσεις, γλέντια, εκδρομές και ενσωμάτωση στην παραδοσιακή ζωή. Έτσι, οι περισσότεροι νιώθουν το κτήμα, τα ζώα και τα φυτά σαν δικά τους, αφού έχουν βάλει ψυχή, μεράκι, αγάπη και φροντίδα. Πόσες φόρες λαμβάνουμε μηνύματα, αφού έχουν επιστρέψει στις χώρες τους, που ρωτούν πώς πάει ο κήπος τους, τι κάνουν οι κατσίκες και οι κότες τους. Τις περισσότερες κατσίκες τις βάφτισαν η Yev με την Karen, οι οποίες όχι μόνο άρμεγαν καθημερινά, φρόντιζαν τα ζώα και καθάριζαν τον στάβλο αλλά έμαθαν να φτιάχνουν το καλύτερο τυρί και κυρίως να εκπαιδεύουν και να τιθασεύουν τα αναρχικά κατσίκια μας! Έχουμε τον κήπο της Hannah και της Nana. Το κοτέτσι το ζωγράφισαν η Lilly και η Rachel. Το αγρόκτημα το κράτησαν εξ ολοκλήρου πέρσι η Vega και ο Aske. Η Emma και ο Nick φτιάξανε εκατοντάδες βάζα με σάλτσα και μαρμελάδα. Ο Tom και ο Mikkel βοήθησαν στις ξυλοκατασκευές και στις βαριές εργασίες των χτισιμάτων. Είναι τόσο πολλά που είναι αδύνατο να τα μνημονεύσουμε όλα εδώ. Απλώς τους ευχαριστούμε όλους από καρδιάς» συμπληρώνει η Libelouland.
Εκτός από εθελοντές, στο κτήμα έρχονται και νέοι από σχολές οργανικής καλλιέργειας για να κάνουν την πρακτική τους. «Αυτοί μένουν μαζί μας από 2 ως 6 μήνες και, όπως είναι αναμενόμενο, δενόμαστε περισσότερο μαζί τους».
Αναρωτιέμαι αν είναι όλα τόσο ρόδινα όσο μας τα περιγράφουν ή αν υπήρξαν στιγμές αμφισβήτησης για τον δρόμο που έχουν επιλέξει. «Έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, τώρα όχι τόσο. Αυτό που μας κάνει να συνεχίζουμε είναι ότι το μονοπάτι είναι μονόδρομος, πανέμορφο, γεμάτο δέντρα, οξυγόνο και αηδόνια. Το μεγαλύτερό μας κέρδος δε από όλο αυτό είναι η ψυχική μας υγεία» λένε.
Φεύγοντας, δεν ξέρουμε πώς να τους ευχαριστήσουμε γι’ αυτήν τη συγκλονιστική εμπειρία που μας χάρισαν. Νομίζω ότι δεν έχω γνωρίσει τόσο ευτυχισμένους ανθρώπους όσο αυτοί οι δύο και συγκινούμαι ειλικρινά κάθε φορά που τους φέρνω στο μυαλό μου.
Αν καμιά φορά σας βγάλει ο δρόμος προς το Προκόπι Ευβοίας, κάντε μια στάση στον πάγκο του Κτήματος Κανδήλι. Τα προϊόντα τους είναι εκπληκτικά, πεντανόστιμα και εντελώς αγνά. Είναι, όπως λένε οι ίδιοι, «προϊόντα συνείδησης».
Ακολουθεί μία από τις αναρτήσεις του Ημερολογίου του Αγροκτήματος της Libelouland
Έμα-Λίζα Μαρία-Λουίζα Λουκρητία, η νέα μας συγκάτοικος!
Το έχουμε πει κι άλλη φορά: στη φύση δεν είμαστε ποτέ μόνοι. Κάθε στιγμή της καθημερινότητάς σου, ένα ή περισσότερα πλάσματα της φύσης θα σε συντροφεύουν άλλοτε από απόσταση άλλοτε (σχεδόν) εξ επαφής. Το πρωί σε καλημερίζουν τα κελαηδήματα των αναρίθμητων πουλιών που ζουν κι αυτά στο αγρόκτημα και τη γύρω περιοχή, το μεσημέρι σε χαλαρώνουν τα κουδούνια των κοπαδιών που γυρνάνε στους στάβλους τους και το βράδυ σε νανουρίζει η συναρπαστική συναυλία των βατραχιών. Ανάμεσα σε όλα αυτά, έχεις διάφορες στενές ή στενότερες επαφές και ενίοτε συναναστροφές τρίτου τύπου.
Έχουμε πει ήδη για τη σκιουρίνα που γέννησε τα μικρά της μέσα στο συρτάρι μας με τα εσώρουχα (αφού, βέβαια, κατέστρεψε μασουλώντας ένα μαγιό κι ένα σουτιέν), για το αλογάκι της Παναγίας που έτρωγε χυλοπίτες απ’ το πιάτο μας και για τον βάτραχο, τον Φροξ, που βρήκε καταφύγιο στο αγρόκτημά μας και μας έκανε κήρυγμα κατά των χημικών λιπασμάτων και ψεκασμών!
Σήμερα, λοιπόν, μπαίνοντας στο σπίτι, ανακάλυψα μια συγκάτοικο που φαίνεται να μένει πολύ καιρό μαζί μας. Ο λόγος για την υπέροχη κυρία που ποζάρει με χάρη στον φακό. Διάλεξε, δε, ασορτί μαξιλάρι να αράξει την αρίδα της, λες και ήξερε ότι την περιμένουν τα φλας της δημοσιότητας.
Καταπράσινη, σαν σμαράγδι, καθόταν άνετη λες και βρισκόταν στον καναπέ του σπιτιού της. Κι έτσι ακριβώς ήταν, γιατί όταν βαρέθηκε, το βάλε προς τη γωνιά του τοίχου που στάζει συνήθως, αρνούμενη να βγει εκτός σπιτιού. Ελπίζω μόνο να μην τη βρω στο μαξιλάρι μου καμιά ώρα και της πατήσω την ουρά.
Το μόνο που με ανησυχεί είναι πώς θα επιβιώσει εδώ μέσα, αν και έχουμε μπόλικες αράχνες, μύγες και λοιπούς μεζέδες που θα της ανοίξουν την όρεξη για τα κυρίως πιάτα εκεί έξω στο κτήμα.
Προ ολίγου καθόταν απέναντί μου και με παρατηρούσε καθώς έτρωγα, ενώ, μετά από λίγο, βρέθηκε σε χρόνο αστρονομικό πάνω στην πλάτη της πολυθρόνας να ρεμβάζει έξω από το παράθυρο. Τα βράδια λουφάζει κάτω από το πάτωμα και ακούμε, «κλαπ, κλαπ» την ουρά της όταν κινείται.
Τα πρωινά βγαίνει να λιαστεί και να μας καλημερίσει.