Αμμόχωστος, ένα έρημο τοπίο. Η φθορά του χρόνου έχει αφήσει πίσω της εγκαταλειμμένα κτίρια, ξενοδοχεία και σπίτια. Σαράντα έξι χρόνια και η πόλη αυτή παραμένει ακόμη μια πόλη-φάντασμα. Η Αμμόχωστος πριν από την τουρκική εισβολή αριθμούσε περίπου 40.000 κατοίκους και ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του νησιού.
Εδώ και τέσσερις δεκαετίες, συγκεκριμένα από τις 14 Αυγούστου του 1974, οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοί της έχουν εκδιωχθεί. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης παραμένει κλειστό και ερημωμένο, με τον κατοχικό στρατό να μην επιτρέπει την επιστροφή των νόμιμων κατοίκων του, παρά τα σχετικά ψηφίσματα και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.
«Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος γέμισε ρωγμές και στα πεζοδρόμια βλάστησαν θάμνοι. Σήμερα ‒Σεπτέμβριος 1977‒, τα τραπεζάκια όπου σερβίρεται το πρόγευμα είναι εκεί, η μπουγάδα απλωμένη στα σχοινιά και οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες αναμμένοι», έγραφε ο Σουηδός δημοσιογράφος Γιαν Όλοφ Μπένγκστον το 1977, όταν επισκέφθηκε το λιμάνι της Αμμοχώστου.
Ξέρετε, έχει έρθει η στιγμή να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το μέλλον και να προετοιμάσουμε τα παιδιά μας σωστά αυτήν τη φορά. Το «Δεν Ξεχνώ» απέτυχε, γιατί δεν μπορείς να ξεχάσεις κάτι που δεν ξέρεις.
Πριν από λίγες μέρες, άνοιξε το σημείο διέλευσης, μέσω της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, προς την παραλία των Βαρωσίων κι έτσι η Αμμόχωστος βρέθηκε ξανά στο πεδίο της διπλωματικής αντιπαράθεσης.
Η παράνομη απόφαση της Τουρκίας να ανοίξει την παραλία των Βαρωσίων θεωρείται μια μονομερής ενέργεια που αντιβαίνει στο Διεθνές Δίκαιο και παραβιάζει τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Έτσι, η σκληρή πραγματικότητα της διαίρεσης επανήλθε στην επικαιρότητα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα μπαράζ αντιδράσεων αλλά και κύματα οργής και αγανάκτησης στους κατοίκους της Αμμοχώστου, οι οποίοι κάποτε ζούσαν εκεί.
Η Άννα Μαραγκού, διακεκριμένη αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης, έλκει την καταγωγή της από την Αμμόχωστο και γνωρίζει όσο λίγοι τον πολιτισμό και την ιστορία της Κύπρου. Στη συνέντευξη που ακολουθεί σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις, επιστρέφει στα παιδικά της χρόνια, μιλά για την επίσκεψη της στους δρόμους της Αμμοχώστου και εξηγεί τι είναι αυτό που διακυβεύεται αυτή την Κυριακή με τις εκλογές στα κατεχόμενα.
— Ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις που κάνατε μετά την παράνομη απόφαση της Τουρκίας να ανοίξει την παραλία των Βαρωσίων;
Αυτές οι ώρες είναι τρομερά δύσκολες για κάθε Βαρωσιώτη. Το άνοιγμα της Αμμοχώστου είναι μια δίοδος στη ζωή και στην καθημερινότητα μας. Οι δικές μου πονεμένες σκέψεις κουβαλούν μια ιστορία 46 ετών. Από την Αμμόχωστο έφυγα όταν ήμουν είκοσι ετών και τώρα έχω διαβεί ήδη την τρίτη ηλικία. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι 46 χρόνια δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο παρά μόνο να περιμένουμε. Κάθε μέρα αναμένουμε.
Από μόνη της αυτή η πόλη έχει μια ιδιαίτερη σημασία, αφού είναι η μόνη που δεν έχει εποικιστεί και προστατεύεται από τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Σύμφωνα με αυτά, η διαχείριση των Βαρωσίων έχει παραχωρηθεί στα Ηνωμένα Έθνη, με σκοπό να γίνει επανεγκατάσταση των κατοίκων τους ‒οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί‒ και μόνο. Τώρα, τι είδους προστασία είναι αυτή, είναι μια άλλη συζήτηση.
— Τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να είναι πρόσφυγας στην ίδια του την πατρίδα;
Είναι μια θλιβερή πραγματικότητα. Επειδή στη ζωή μου έχω μάθει να είμαι μάστορας του εαυτού μου και δεν ήμουν ποτέ ενταγμένη σε κανέναν κομματικό μηχανισμό, πιστεύω ότι είμαστε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Βλέπουμε μια Κύπρο που σφαδάζει κάτω από την μπότα του Ερντογάν.
Από την άλλη πλευρά, ενυπάρχει μια ελπίδα που διακρίνεται στο πρόσωπο του νυν Προέδρου των Τουρκοκυπρίων στα Κατεχόμενα, Μουσταφά Ακιντζί, ο οποίος ήταν δήμαρχος Λευκωσίας. Ένας άνθρωπος μετριοπαθής, που στέκεται απέναντι στις πρόστυχες κινήσεις του Τούρκου Προέδρου, ο οποίος δεν δίστασε να ανοίξει το παραλιακό μέτωπο των Βαρωσίων.
— Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο απώτερος στόχος του Ταγίπ Ερντογάν;
Προσωπικά, θεωρώ ότι ο στόχος του είναι να διασαλευτεί η ενότητα και να τιναχτεί στον αέρα κάθε προσπάθεια διαλόγου με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στη διχοτόμηση της Κύπρου. Γι' αυτό και ήταν μια κίνηση στήριξης του δικού του υποψηφίου στις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής, Ερσίν Τατάρ. Ωστόσο, είναι κάτι που όλοι απευχόμαστε. Δεν μου αρέσουν οι γεωγραφικοί διαχωρισμοί. Η Κύπρος είναι μία, ένας ο πολιτισμός της, όπως και ο λαός της.
Κρίνω, πάντως, ότι αυτή η κίνηση του Ερντογάν θα ταρακουνήσει την κυπριακή κοινωνία. Φοβάμαι ότι οι εκλογές αυτές είναι το τελευταίο μας χαρτί, αφού, στην περίπτωση που κερδίσει ο εκλεκτός του Ερντογάν, οι διαπραγματεύσεις θα λάβουν επίσημα τέλος. Συνεπώς, αν δεν βγει ο Ακιντζί, η διχοτόμηση του τόπου μου θα είναι πραγματικότητα.
— Υπάρχουν ευθύνες και από την ελληνοκυπριακή πλευρά;
Σαφώς. Και ελπίζω μια μέρα να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι, αλλά δεν είναι της παρούσης η αναζήτηση των ευθυνών. Πλέον, στην «ελεύθερη» Κύπρο μια δεύτερη γενιά προσφύγων μεγαλώνει στον τόπο της. Και, ταυτόχρονα, συμπεριφερόμαστε ως ένα ανέμελο κράτος που περιμένει τους επενδυτές και κερδοσκοπεί με τις χρυσές βίζες. Υπάρχει τεράστια αδράνεια εκ μέρους της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Μια ανημποριά, όπως λέει ο Σεφέρης, να αντιδράσουμε, να φωνάξουμε.
Η Κύπρος περνά μια δύσκολη φάση ως προς την επιβίωσή της. Αναρωτιέμαι πώς τόλμησαν να αφήσουν μια πόλη έρμαιο, εγκαταλελειμμένη! Από τη μια η μισή Κύπρος να βλέπει το ένα κομμάτι της να γίνεται πεντάστερα ξενοδοχεία και η άλλη πλευρά να σωριάζεται; Πού έχει καταντήσει αυτός ο τόπος; Νιώθω μεγάλη ντροπή.
Ευτυχώς, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις μάς δίνουν μια ανάσα, μια ελπίδα, επειδή οι περισσότεροι τοποθετούνται υπέρ της επανένωσης, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Τάσσονται υπέρ της έναρξης μιας κανονικής ζωής, με απώτερο σκοπό να απαλλαγούμε επιτέλους από την μπότα του Αττίλα.
— Θεωρείτε ότι το «Δεν Ξεχνώ» έχει αποτύχει;
Εντελώς. Ξέρετε, έχει έρθει η στιγμή να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το μέλλον και να προετοιμάσουμε τα παιδιά μας σωστά αυτήν τη φορά. Το «Δεν Ξεχνώ» απέτυχε, γιατί δεν μπορείς να ξεχάσεις κάτι που δεν ξέρεις. Στη γραμματική λέγεται σχήμα πρωθύστερο. Όπως εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω την κινέζικη λογοτεχνία, επειδή δεν τη γνωρίζω. Προφανώς και δεν υποστηρίζω τις εθνικιστικές προσεγγίσεις. Αλλά είναι γεγονός ότι μεγαλώσαμε μια γενιά σε διαφορετικό περιβάλλον, η οποία νομίζει ότι η Κύπρος ξεκινά από τα προάστια της Λευκωσίας και καταλήγει στην Πάφο.
— Τι θυμάστε περισσότερο από τα παιδικά σας χρόνια στην Αμμόχωστο;
Η Αμμόχωστος της νιότης μου, της εφηβείας μου, ήταν μια πόλη μαγική. Θυμάμαι τα καλοκαίρια που ξεκινούσαμε με τις παρέες μας από το σπίτι. Όλη την ημέρα ήμασταν έξω και κανείς δεν ανησυχούσε για το πού βρισκόμασταν. Κολυμπούσαμε ατελείωτες ώρες και αργά το απόγευμα, όταν πια είχαμε πεινάσει αρκετά, επιστρέφαμε. Μάλιστα, η μητέρα μου έβαζε στη βεράντα του σπιτιού μας έναν δίσκο με σάντουιτς, προκειμένου να μας δελεάσει να γυρίσουμε.
Μην ξεχνάτε ότι αναφερόμαστε σε μια εποχή που ήταν τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Η Αμμόχωστος είχε μια πνευματικότητα, ήταν πρωτοπόρα. Το Βαρώσι έφερε τον τουρισμό. Άνθησαν οι εμπορικές συναλλαγές, υπήρχε μια εξωστρέφεια. Ήταν η αφρόκρεμα των τεχνών, εκεί όπου συναντούσες όλη την πνευματική ελίτ. Και, φυσικά, το αποτύπωμα της Ιστορίας ήταν πανταχού παρόν. Έβλεπες μπροστά σου τις ραψωδίες της Οδύσσειας και της Ιλιάδας.
Η Αμμόχωστος την περίοδο εκείνη ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη, όταν η Λευκωσία ήταν ακόμη ένα χωριό. Αυτή ήταν η νιότη μας και, πιστέψτε με, νιώθω πολύ τυχερή που την έζησα. Χάρη στην Αμμόχωστο κατάφερα να γίνω αυτό που είμαι σήμερα.
— Τι συναισθήματα σας δημιουργούνται, περπατώντας ξανά στους δρόμους της Αμμοχώστου;
Δεν πήγα τις προηγούμενες μέρες, επειδή την επισκέφθηκε πάρα πολύς κόσμος. Προτίμησα να πάω και να τη δω βυθισμένη στην απόλυτη σιωπή. Νιώθεις μια απίστευτη ταραχή. Περπάτησα στη ζωή μου, στους οικείους δρόμους και στάθηκα στη βλάστηση που αναπλήρωσε την ανθρώπινη παρουσία. Η Αμμόχωστός ήταν πάντα κήποι και πορτοκαλιές. Η Κύπρος είναι το στέμμα και το ακριβότερο πετράδι της παραμένει η Αμμόχωστος.
Από τις εκδόσεις Το Ροδακιό κυκλοφορούν τα βιβλία της Άννας Μαραγκού: Περπατώντας στην άκρη της γης μας και Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού - 31 ιστορίες για τη Λευκωσία μια για κάθε μέρα του μήνα
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια