Ο Γίγαντας
'Ετσι τον είχαμε βγάλει. Κι έτσι ήταν. Τον τελευταίο καιρό, πριν εξαφανιστεί τελείως από την περιοχή, στρατοπέδευε στο Ζάππειο, πίσω από το άγαλμα του Καραϊσκάκη. Τη νύχτα, άπλωνε στο χορτάρι ό,τι του χρειαζόταν για να κοιμηθεί, και το πρωϊ πλενόταν από μία βρύση του κήπου. 'Ηταν αυτάρκης, δεν ήθελε γείτονες, ούτε παρέες. 'Αλλα ήταν ένας χαρούμενος γίγαντας. Απαντούσε πάντα με ένα ωραίο χαμόγελο όταν τον χαιρετούσες, κι ας μη σε ήξερε, κι ας μη σε θυμόταν. 'Ηταν αγαπητός στο Παγκράτι. Συνήθως, ξεκινούσε τη μέρα του βάζοντας όλη του την κυκλώπεια δύναμη για ν' ανέβει την Ερατοσθένους, σπρώχνοντας κάτι σαν βουνό -το σπίτι του- πάνω σε ένα καρότσι από σούπερμαρκετ. Πήγαινε έτσι μέχρι τον Βασιλόπουλο, απέναντι από το Πτι Παλαί, άραζε εκεί και με το σούρουπο έπαιρνε πάλι τον συσύφειο δρόμο της επιστροφής. Τον είχα δει πιο παλιά και στο Σύνταγμα, πάντα με το θηριώδες καρότσι, την εποχή των Αγανακτισμένων. Φώναζε κι αυτός, όχι συνθήματα μα κάτι δικά του λόγια, και το χαιρόταν. Χειρονομούσε επίσης, άνοιγε τα τεράστια χέρια του, ανακάτευε τον αέρα, από μακριά έβλεπες έναν κινητό ανεμόμυλο. Εύλογα, η ξαφνική του απουσία άφησε ένα κενό στη γειτονιά. Πέρασαν μήνες, μπορεί και χρόνος και από τους μόνιμους κατοίκους του Ζαππείου η μόνη σταθερή ήταν πια η αριστοκρατική 'Εστερ που περιμένει χρόνια πολλά με γεμάτες τσάντες Hermès και συλλογή ολόκληρη από καπέλα τους αγγλόφωνους εξωγήινους να έρθουν να την πάρουν. Σιγά σιγά ξεχάστηκε ο Γίγαντας. Ποιός να φανταζόταν, όμως, ότι εξαφανίστηκε επειδή ήθελε απλά να αλλάξει τον αέρα του (εντός Σέγκεν). Μία ανοιξιάτικη μέρα, βρίσκομαι στην piazzale Roma, στη Βενετία, και ακούω μία γνώριμη φασαρία. Και φυσικά ήταν ο Γίγαντας. Κρατούσε δύο άδεια πλαστικά μουκάλια και τα κοπάναγε πάνω σε ένα στύλο, φωνάζοντας και τραγουδώντας συγχρόνως. Απόρησα που δεν είδα κάποιο καρότσι εκεί τριγύρω και τον ρώτησα τι απέγινε το βιός του. "Α, δεν μ' άφησαν να το πάρω, νόμιζαν ότι είχα διαμάντια μέσα κρυμμένα". Ευτυχώς, δεν βρήκαν τις μαγικές του μπότες.