Αυτός, ο πολύ μεγάλος τραγουδιστής Γιώργος Μαρίνος
Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1939 ένας από τους σημαντικότερους showmen της Ελλάδας
ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΩΝΤΑ ΤΡΟΥΣΑ
Ως παιδί της επαρχίας, αλλά όχι και… οικογενείας, δεν είχα τη δυνατότητα να δω τον Γιώργο Μαρίνο από κοντά στην πολύ μεγάλη του ακμή, στη Μέδουσα των seventies. Έμενε το ραδιόφωνο βασικά, λίγο ο κινηματογράφος, βεβαίως η τηλεόραση τής εποχής, που απαθανάτιζε έστω και συμβολικά τα ιλιγγιώδη σώου του, και ακόμη τα τζουκμπόξ, που δεν έλειπαν από τη διασκέδασή μας.
«Τα παιδιά οικογενείας της επαρχίας δεν φλερτάρουν ποτέ δημοσία δεν φλερτάρουν ποτέ στην πλατεία» (από τραγούδι του Γιώργου Μαρίνου, σε μουσική Νίκου Δανίκα και στίχους Παύλου Μάτεσι)
Από το ραδιόφωνο λοιπόν είχα πρωτακούσει ένα τραγούδι με τον Γιώργο Μαρίνο, τότε, παιδί, και κόλλησα. Και με το τραγούδι και με τον Μαρίνο. Καιρό πριν στρίψει στο πλατώ τού πικάπ μου η «Οδός Ονείρων», χρόνια πριν τις μεγάλες του επιτυχίες στα τέλη του ’70 («Κάνε μου λιγάκι μμμ...», «Τράβα μου μία φωτογραφία»), που μας τις έκαναν κατάπλασμα οι πληρωμένες εκπομπές των εταιρειών στο κρατικό ραδιόφωνο, εγώ είχα πάθει με το «Ήπια τα χείλη σου και χάνομαι», που ακουγόταν παντού στη γειτονιά – από τα ραδιόφωνα (κρατικά-πειρατικά) και φυσικά από τα τζουκμπόξ.
Ήταν ένα σαρανταπεντάρι σε κόκκινη ετικέτα Polydor, που το έβαζα ξανά και ξανά στα μηχανήματα. Φράγκο στην αρχή, δίφραγκο λίγο αργότερα, αλλά πάντως αυτό – πάντα. Εννοώ την πρώτη πλευρά, το «Ήπια τα χείλη σου και χάνομαι» και όχι την τούμπα («Να πεθάνω με το ταίρι μου»).
Το τραγούδι αυτό είχε κυκλοφορήσει το 1971, ήταν γραμμένο από τον Άκη Πάνου –τότε δεν τα ήξερα αυτά– και ήταν «αέρας». Τα λόγια, η μουσική, η ενορχήστρωση, η ερμηνεία τού Γιώργου Μαρίνου, όλα. Ένα ελαφρολαϊκό άσμα που αμέσως σε μάγκωνε – αυτό το ελαφρολαϊκό των early seventies εννοώ, που όλοι όπου σταθούν κι όπου βρεθούν το κατακρίνουν κι ας είχε δώσει (και) αριστουργήματα.
«Μαρμάρωσε θεέ μου το σύμπαν εδώ/ μαρμάρωσε εμένα κι εκείνη/ εκεί που γιορτάζει ο έρωτας μη/ μη σβήσει αυτή η στιγμή».
Ερμηνεία, τώρα, όχι αστεία! Ο Άκης Πάνου, δεν μπορεί… ήξερε. Αλλιώς πώς; Μόνον ο Γιώργος Μαρίνος θα μπορούσε να πει έτσι όπως είπε αυτό το συγκεκριμένο άσμα, με τέτοιο βαθύ, σαγηνευτικό και συγχρόνως απογειωτικό τρόπο. Σε λιώνει. Ιδίως εκείνο το… «κάτι γεννιέται, το αισθάνομαι», που μηδενίζει το χρόνο και σε ενώνει με το άπειρο…
Η καλλιτεχνική διαδρομή του Γιώργου Μαρίνου ξεκινά το 1959, όταν μπαίνει στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δύο χρόνια αργότερα κάνει το θεατρικό-τραγουδιστικό ντεμπούτο του στην επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου «Ώπα-Ώπα», στην οποία ακούγονταν τραγούδια από το «Αρχιπέλαγος» του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 1962, όπως όλοι γνωρίζουμε, συμμετέχει στην «Οδό Ονείρων» (Αλέξης Σολομός, Μάνος Χατζιδάκις, Νίκου Γκάτσος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μίνως Αργυράκης, Μανόλης Καστρινός, Δημήτρης Χορν… μια Εθνική). Ο Γιώργος Μαρίνος τραγουδά «Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά/ κάθε δρόμος έχει μια καρδιά για τα παιδιά…» και αναστατώνει τους πάντες.
Μετά κάποιο κενό… στρατός γαρ, κατόπιν το θέατρο (με τους θιάσους της Έλλης Λαμπέτη και του Δημήτρη Χορν), αλλά κυρίως οι μπουάτ του Νέου Κύματος (η Κατακόμβη στην αρχή, τα περίφημα Ταβάνια αργότερα) που τον βοήθησαν να καλλιεργήσει τις πολλές και ποικίλες ιδέες του, καιρό πριν αυτές πάρουν τη μορφή που πήραν στη Μέδουσα.
Λίγο τραγούδι, κάποια αστεία, οι πρώτες παρλάτες – πρόζα δηλαδή, που τότε μπορεί να μην ήταν κάτι εντελώς ασύνηθες στο χώρο των μπουάτ (ο Γιάννης Αργύρης, ο Δημήτρης Γέρος και άλλοι έκαναν, επίσης, ένα μικρό είδος σώου), αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν εκείνο που, για τον Γιώργο Μαρίνο, θα έκανε την πιο μεγάλη διαφορά. Ένα φυσικό ταλέντο, θέλω να πω, δεν μπορεί παρά να είχε το προβάδισμα…
Εκεί, εκείνα τα χρόνια, ο Μαρίνος γνωρίζει τον Γιάννη Σπανό, ένα συνθέτη των μπουάτ (και του Νέου Κύματος) που θα του δώσει λίγα αλλά ωραία τραγούδια να πει, φέρνοντάς τον κοντά σ’ ένα είδος ερωτικής μπαλάντας, που κόλλαγε εντελώς και στη φωνή και στην ερμηνευτική περσόνα του. «Το Χριστινάκι», «Φρέρε Ζακ», «Ζήτησα απ’ τον άνεμο», «Πέτρινος δρόμος», «Μη μου μιλάς γι’ αγάπη» (από την ταινία «Όμορφες Μέρες» του Κώστα Ασημακόπουλου) κ.λπ. ήταν κομμάτια που αναδείκνυαν την πειθώ ενός νέου τραγουδιστή, που λίγο καιρό αργότερα θα άφηνε εποχή.
Ο Γιώργος Μαρίνος ποτέ δεν είδε το τραγούδι σαν κάτι πρώτο –θα πρέπει να το πούμε αυτό– ώστε να του αφιερωθεί αποκλειστικά. Ήταν ένα μέσο, μέσα σε όλα τ’ άλλα (βασικά την πρόζα, την μίμηση και το χορό), που βοηθούσε στο χτίσιμο τής καλλιτεχνικής οντότητάς του και, απ’ αυτήν την άποψη, ήταν το τραγούδι εκείνο που έχασε (έναν ασυναγώνιστο ερμηνευτή του) και όχι ο Μαρίνος αναγκαστικά.
Ήδη από το 1970 και την εποχή του Ρήγα (μπουάτ) αρχίζει αυτή ακριβώς η περσόνα τού Μαρίνου να αποκτά πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό μαρτυρά το πρώτο long play του, το «Μια Ζωντανή Παρουσίαση» [Polydor], στο οποίο κάνουν την εμφάνισή τους δύο από τους πλέον βασικούς συνεργάτες του τα επόμενα χρόνια. Ο συνθέτης Νίκος Δανίκας και ο στιχουργός Παύλος Μάτεσις. Αν και οι δυο τους υπογράφουν μόνον τις «Μικρές αρτίστες» –ένα τραγούδι χαρακτηριστικό της ευτράπελης, αλλά με κοινωνικό περιεχόμενο τραγουδοποιίας τους– στην πράξη έχουν κι άλλα τραγούδια σ’ εκείνο το LP, που περιείχε και επιτυχίες (τη «Στέλλα» π.χ.). Και αναφέρομαι, βασικά στην «Κοντέσσα Εστέλλα ντε Στριντένη» και στην «Μαργαρίτα τη Γκωτιέ» (αμφότερα σε στίχους Μάτεσι), που προοιώνιζαν το κλίμα των τραγουδιών της Μέδουσας. Εδώ, ξεχωρίζει, επίσης «Ο ηθοποιός» (Μάνος Χατζιδάκις – Δημήτρης Χορν) σε μιαν ερμηνεία που μπορεί να παίρνει γραμμή από την αξεπέραστη πρωτότυπη, παρουσιάζει όμως το δικό της δράμα.
Επίσης το 1970, τόσο νωρίς, καταγράφεται και η πρώτη συνεργασία τού Γιώργου Μαρίνου με την Κατιάνα Μπαλανίκα – ένα από τα σημαίνοντα καλλιτεχνικά ζευγάρια εκείνων των χρόνων, που, όπως λένε οι μαρτυρίες δηλαδή, έγραψε ιστορία και στο πάλκο.
Οι δυο τους τραγουδούν το 1970 «Το Δεσποινάκι» (Χατζιδάκις-Γκάτσος), ως άλλοι Μπιθικώτσης-Βουγιουκλάκη, σ’ ένα ακόμη δισκάκι της Polydor, ενώ την επόμενη χρονιά (1971) κυκλοφορεί το LP τους «Σκηνές και Εικόνες» [Polydor], με τους Γιώργο Μαρίνο και Κατιάνα Μαπαλανίκα να τραγουδούν συνθέσεις του Νίκου Δανίκα, σε στίχους διαφόρων (Παύλος Μάτεσις, Κωστούλα Μητροπούλου, Σέβη Τηλιακού…). Το άλμπουμ δεν περπάτησε –αν και περιείχε καλά τραγούδια, όπως «Η συνάντησις» με τον Μαρίνο ή «Η επαρχία» με την Μπαλανίκα– και σήμερα είναι δυσεύρετο.
Τη σεζόν 1971-72 ο Γιώργος Μαρίνος εξακολουθεί να τραγουδά στην μπουάτ Ρήγας στην Πλάκα, ενώ το 1973 εγκαθίσταται στη Μέδουσα – πάντα εκεί στου Μακρυγιάννη (Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Μακρή 2). Στην πρώτη σεζόν δίπλα του η Κατιάνα Μπαλανίκα βεβαίως, και ακόμη η Αλέκα Μαβίλη.
Το 1974 δεσπόζουν οι δύο δίσκοι του με τον Μίμη Πλέσσα. Κατ’ αρχάς η συμμετοχή του στο LP «Λουκιανού Νεκρικοί Διάλογοι» [Philips] με στίχους του Κώστα Βίρβου (το «Ήτανε δυο εφοπλιστές/ ο Μοίριχος κι ο Αριστεύς» ήταν από τις επιτυχίες – τραγουδούν ο Γιώργος Μαρίνος με την Κατιάνα Μπαλανίκα) κι έπειτα το άλμπουμ «Παράσταση» [Polydor]. Κι εδώ Μαρίνος και Μπαλανίκα σε πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια, που σήμερα ελάχιστοι τα θυμούνται. Έξοχο το «Φίλε μη φεύγεις» σε στίχους Ανδρέα Αγγελάκη (ο μεγάλος στιχουργός του ελληνικού ροκ και από τους ανθρώπους που κίνησαν το ΑΚΟΕ, το περιοδικό ΑΜΦΙ κ.λπ.).
Ο Γιώργος Μαρίνος πιάνει σιγά-σιγά κορυφή. Το όνομά του ακούγεται παντού… και κάπως έτσι τον βλέπουμε να πρωταγωνιστεί και σε μια ταινία, το «Ο-κέυ φίλε» του Μάριου Ρετσίλα, με μουσικές του Νίκου Ιγνατιάδη, που είναι γυρισμένη στη Νέα Υόρκη. Ορίστε το στόρι όπως το δίνει το retromaniax:
«Ο νεαρός τραγουδιστής Γιώργος Δαμάσκος (Γιώργος Μαρίνος) μεταναστεύει από την Ελλάδα στην Αμερική, με σκοπό να μείνει εκεί για πάντα. Όταν συνειδητοποιεί ότι ο μακρινός του ξάδερφος Νικ Πάπας (Γιάννης Κατράνης), που τον προσκάλεσε, σκοπεύει να τον εμπλέξει στο εμπόριο ναρκωτικών, αρνείται να γίνει βαποράκι και ακολουθεί τον δικό του δρόμο. Η Βίκυ (Κάτια Δανδουλάκη), μια ελληνίδα φοιτήτρια που συναντά, του συμπαραστέκεται, κι αυτός για να πετύχει δέχεται ταπεινώσεις, αλλάζει επαγγέλματα, κρύβεται από τις Αρχές, επειδή δεν έχει πράσινη κάρτα. Με τη βοήθεια της Μις Κόπλαν (Γωγώ Ατζολετάκη) γνωρίζει τον μάνατζερ Τεντ Μπάρας (Βασίλης Μητσάκης), που γίνεται ατζέντης του με ληστρικούς όρους. Όταν φτάνει στην κορυφή, μαζί με το χρήμα και τη δόξα, εκτός από την εκμετάλλευση του Μπάρας, έρχονται και οι απειλές της Μαφίας».
Την ταινία αξίζει να τη δείτε κάποιο βραδάκι. Υπάρχει στο YouTube. Νομίζω πως δεν θα πετάξετε το χρόνο σας. Ο Γιώργος Μαρίνος παίζει…
Με το που έρχεται η Μεταπολίτευση το πράγμα θ’ αρχίσει να παίρνει κι άλλες διαστάσεις, καθώς τόσο στη δισκογραφία όσο και στο σώου, τού πάντα σε εγρήγορση αρτίστα, θα εισέλθουν και οι διάφορες αντιχουντικές αναφορές – άσματα, σκετς και παρλάτες, που τα είχε ανάγκη ο κόσμος. Μερικά από ’κείνα τα τραγούδια («Μαθήματα δικτατορίας άνευ διδασκάλου», «Είμαι καλός κομμουνιστής», «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» κ.λπ.) τα είχαν γράψει οι Γιώργος Κριμιζάκης-Γιάννης Κακουλίδης και ακούγονταν ιδιαιτέρως στη Μέδουσα, ενώ κάποια απ’ αυτά αποτυπώθηκαν και στη δισκογραφία (στο LP «Η Αγωγή του Πολίτου» στη Lyra).
Τότε (1975) ηχογραφείται κι ένα τραγούδι, σ’ ένα δισκάκι 45 στροφών, που έμελε να αποτελέσει κάτι σαν «ταυτότητα» για τον Γιώργο Μαρίνο. Ήταν το «Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα» [Lyra] σε μουσική Νίκου Δανίκα και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Το τραγούδι είχε γραφτεί ειδικά για ’κείνον («Κουβέντες στην τύχη για κάποιο Μαρίνο/ που κάνει τον κλόουν και τον θεατρίνο/ και πάλι τραγούδια μαζί με φιλιά/ στους δρόμους, στα πάρκα, σε κάποια σκαλιά») και θ’ αποτελέσει, για χρόνια, ένα από τα στάνταρντ των προγραμμάτων του. Δεν χρειάζεται να πω πως η ερμηνεία του Μαρίνου είναι ανεπανάληπτη, με φοβερά ανεβοκατεβάσματα της φωνής, που βοηθούν στην απόδοση του κλίματος. Συγκριτικά μόνο στο ροκ ενός άλλου μεγάλου, του Alex Harvey (“Next”, “Delilah”…), θα μπορούσες ν’ ακούσεις κάτι ανάλογο την ίδιαν εποχή.
Σε μια συνέντευξή του στο ΦΑΝΤΑΖΙΟ (#369, 16/3/1976), στην Όλγα Μπακομάρου, ο Γιώργος Μαρίνος τοποθετείται εν σχέσει με το κλίμα της Μεταπολίτευσης και λέει ενδιαφέροντα πράγματα:
«Είναι φυσικό να μην απευθύνομαι σ’ ένα κοινό νέων 18 ετών. Πιο παληά ίσως να απευθυνόμουν στους νέους της γενιάς μου, να τους αφορούσαν αυτά που τραγουδούσα. Αλλά μεγαλώνω μαζί με τη γενιά μου. Όσο για τους φοιτητές, τους σημερινούς φοιτητές, άρχισαν να καταλαβαίνουν την εις βάρος τους κοροϊδία. Το ότι ωρισμένοι τραγουδάνε τάχα από… ιδανικό τα ιδανικά τους, ενώ στην πραγματικότητα εκμεταλλεύονται τη δίψα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη, δημοκρατία. Αλλά είναι παρήγορο που άρχισαν να τους καταλαβαίνουν οι νέοι. Κι αυτό το αποδεικνύει η αποχή τους από πολλά απ’ αυτά τα δήθεν μαγαζιά. Φυσικά, μερικά πράγματα είναι και θέμα μόδας. Τρέχουν τώρα λόγου χάρη στα “αντάρτικα”, γιατί είναι κάτι καινούργιο. Δεν είναι σίγουρο ότι θα πηγαίνουν εκεί με ενθουσιασμό σε δύο ή σε πέντε χρόνια. Όλα αυτά είναι φαινόμενα παροδικά. Οι νέοι έχουν αυτούς τους ενθουσιασμούς, όσο δεν είναι εξαρτημένοι από το αστικό περιβάλλον. Όταν μπουν μέσα σ’ αυτό, εγκλωβίζονται στο σύστημα και απορροφώνται. Εκτός, βέβαια, από ωρισμένους ρομαντικούς, ωραίους και αξιοζήλευτους, που διατηρούνται πάντα αγνοί και ενθουσιώδεις».
Το 1976 ο Γιώργος Μαρίνος συνεχίζει να διαπρέπει στη Μέδουσα έχοντας δίπλα του τη Μαρίνα, τον Βλάσση Μπονάτσο, τον Τάκη Αντωνιάδη κ.ά. –δείτε την απίθανη «Μουσική Βραδυά…» του Γιώργου Παπαστεφάνου για να πάθετε–, ενώ κυκλοφορεί κι έναν από τους ωραιότερους δίσκους τής καριέρας του τις «Ροζ Προκηρύξεις» [Lyra]. Η μουσική είναι πάντα του Νίκου Δανίκα και οι στίχοι του Παύλου Μάτεσι. Απ’ αυτό το άλμπουμ ξεχωρίζουν τα τραγούδια: «Η Πλάκα (Οι θεατρίνοι)», «Χωρίς ελπίδες στο ζαχαροπλαστείο», «Acropolis by night (Η Ασπασία)», «Παιδιά της επαρχίας», «Η γη είναι σφαίρα»… δεν είναι λίγα. Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Μάτεσις γράφει πάντα καυστικούς στίχους, ενώ ο Μαρίνος βρίσκεται στην κορυφή τόσο σαν φωνή, όσο και σαν θεατράλε ερμηνεία. Μοναδικός!
Καθώς οδεύουμε προς τα τέλη των seventies ο Γιώργος Μαρίνος αλλάζει και πάλι εταιρεία. Μετά την Polydor και την Lyra σειρά τώρα έχει η MINOS. Η εποχή δεν είναι ό,τι καλύτερο μουσικά. Η φτηνή disco κυριαρχεί παντού και η… μπότα σκάει και στο LP «Γιώργος Μαρίνος» τού 1979. Το χαριτωμένο «Κάνε μου λιγάκι μμμ…» τής Νινής Ζαχά ακούστηκε πολύ, όμως δεν ακούστηκαν και τόσο οι παρλάτες τού Μάτεσι (που περνάει γενεές δεκατέσσερις την διεθνή πολιτική κατάσταση της εποχής), το «Ερημονήσι Μύκονος» ή το «Σαββατόβραδο στο τραίνο» (των Κατσαρού-Πυθαγόρα), ίσως το ωραιότερο του δίσκου.
Στο τέλος του 1980 κυκλοφορεί ένα άλμπουμ, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ορόσημο για τον Γιώργο Μαρίνο. Υπό την έννοια πως το LP «15 Χρόνια Παράσταση» [MINOS] θα λειτουργεί, πάντα, ως ένα δισκογραφικό βιογραφικό του. Ο Μαρίνος ηχογραφείται ζωντανά στη Μέδουσα, αποτυπώνοντας μέτρο-μέτρο την καριέρα του. Από τη γέννησή του, τις γνωριμίες του με τον Χατζιδάκι, την Λαμπέτη και τον Χορν, μέχρι και τις τελευταίες (για τότε) επιτυχίες του. Μάλιστα σχολιάζει με το δικό του ευτράπελο τρόπο εκείνο το τραγούδι που τον έφερε πιο κοντά στον κόσμο – ενδεικτικό, αν θέλετε, και του γεγονότος πως ως τραγουδιστής δεν είχε εισπράξει, ούτε εισέπραξε ποτέ, μια πιο τρανή ανταμοιβή…
«Φτάνουμε στην περσινή χρονιά (1979). Είπα ένα τραγούδι της Νινής Ζαχά που μ’ έκανε γνωστό στον πολύ κόσμο. Φαίνεται ότι στο πλατύ κοινό δεν χρειαζόταν παρά να κάνω λιγάκι… μμμμ».
Τούτο δείχνει, πως κατά βάθος, ο Μαρίνος γούσταρε τον ρόλο του τραγουδιστή. Ήθελε, δηλαδή, τα τραγούδια του να φτάνουν στο στόμα τού κόσμου, παρότι αυτό δεν συνέβη όπως θα έπρεπε μέσα στα χρόνια. Ίσως δεν πίστεψαν και οι εταιρείες στο ερμηνευτικό ταλέντο του, ίσως και ο ίδιος δεν το κυνήγησε, όπως προείπαμε, όσο και όπως θα μπορούσε. Η προσήλωσή του στο θέαμα, στο σώου, στην πίστα, θέλω να πω, δεν άφηνε χρονικά και λοιπά περιθώρια για κάτι άλλο.
Παρά ταύτα δίσκοι του εξακολουθούσε να βγαίνουν, χωρίς όμως να γνωρίζουν την έξτρα επιτυχία. Να θυμηθούμε κατά πρώτον το «Ό,τι Ανεβαίνει… Κατεβαίνει» [MINOS, 1982], που περιείχε το καλό τραγούδι του Γιάννη Πάριου «Σ’ αγαπώ μα δε σε θέλω» (έχω την αίσθηση πως ο Μαρίνος άλλαξε-επηρέασε τον τρόπο που τραγούδησε ο Πάριος από τα μέσα του ’80 και μετά, αλλά αυτό είναι προσωπικό συμπέρασμα), όπως και την «Κουκουρουκουκού Σουπίτσα» (των Ν. Δανίκα - Γ. Ξανθούλη), που ακούστηκε περισσότερο.
Από ’κείνη την περίοδο και το «Μόνον Άντρες» [MINOS, 1983], με τις συνθέσεις του Σταμάτη Κραουνάκη. Ούτε αυτός ο δίσκος όμως «πήγε», παρότι περιείχε και πάλι καλά τραγούδια, όπως το «Ξενοδοχείον ‘Κέκρωψ’» σε στίχους Γ. Ευσταθίου, που μάλλον ήταν και το ωραιότερο – κι ένα από τα ωραιότερα ελληνικά με γκέι περιεχόμενο, που έχω ποτέ ακούσει.
Κραουνάκης και Μαρίνος συνεργάζονται πιο στενά στη Μέδουσα, κι από ’κει προκύπτει το άλμπουμ «Στον Αστερισμό της Μέδουσας» [CBS, 1984]. Το πρόγραμμα τα «σπάει» όπως λέμε, τα «χώνει», ενώ δείχνει παράλληλα και την ικανότητα τού Μαρίνου να οικειοποιείται, με σωστό τρόπο, την εκφραστική ελευθερία της εποχής, μιλώντας για όλα (όχι για όλους). Κείμενα: Γιάννης Ξανθούλης, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου.
«Πέρασ’ ο καιρός/ παιχνίδι αλλιώτικο που χάθηκε στο φως/ τα μεσημέρια μίλα μου. Μ’ όλες τις φωνές/ ποτέ δεν έμαθα τι σ’ έκανε να κλαις/ βγαίνει η βαρκούλα.(…) Ήλιος και βροχή/ χιλιάδες όνειρα παντρεύονται οι φτωχοί/ κι εγώ σε χάνω μίλα μου/ κι άκου τι θα πω/ ψηλά τα χέρια γιατί τόσο σ’ αγαπώ/ και μένω αταξίδευτος(…) Τι με κοιτάζεις μ’ αυτά τα μάτια/ αυτό που ζήσαμε σκοτάδι και μας πνίγει/ εσύ μια κούκλα στα σκαλοπάτια/ κι εγώ τρενάκι που δεν πρόκειται να φύγει».
Μαρίνος, Κραουνάκης και Νικολακοπούλου θα βρεθούν ξανά, δισκογραφικώς, στις αρχές του ’90 με το διπλό LP «Αυτός, ο Γιώργος» [Σείριος, 1991]. Παλιά και καινούρια τραγούδια που λένε πολλά και υπονοούν ακόμη περισσότερα («Μάθημα ελληνικής ιστορίας», «Ανατολικά της Εδέμ»).
Ουσιαστικά, ο τελευταίος μεγάλος στούντιο δίσκος του Γιώργου Μαρίνου είναι «Ο Παίκτης» [Symphony, 1993] με τις μουσικές του Στάμου Σέμση και τους στίχους του Γιώργου Θεοφανόπουλου. Εδώ ακούς, για ακόμη μια φορά, εξαιρετικά κομμάτια, όπως το «Φίλοι μου παιδιά», το προφητικό “Ali Kerim Bei”, μα ακόμη και το «Μια νύχτα στο Βοτανικό» με την απρόσμενη δισκογραφική επανεμφάνιση του Δημήτρη Χορν.
Φτάνουμε στο τέλος…
Αν και περιορίσαμε το θέμα μας εστιάζοντας περισσότερο στην κάπως… underrated δισκογραφία του Γιώργου Μαρίνου είναι αλήθεια πως αφήσαμε πράγματα απ’ έξω, αφού δεν είναι δυνατόν να γραφτούν και να σχολιαστούν τα πάντα σ’ ένα κείμενο (π.χ. τα πανσπάνια δισκάκια στη μικρή εταιρεία Ζυγός το 1967, η ιστορία του «Έλα σε μένα» των Χατζιδάκι-Γκάτσου, οι συμμετοχές του σε δίσκους άλλων κ.λπ.).
Τα τελευταία χρόνια ο Γιώργος Μαρίνος έχει αποσυρθεί. Όλοι το γνωρίζουν αυτό, αλλά λίγοι μαθαίνουν νέα του. Εμείς του ευχόμαστε να είναι πάντα γερός και χαρούμενος, όπου κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκεται. Κι αν κάποτε αποφασίσει… έστω να ξανατραγουδήσει εμείς θα είμαστε εδώ, για να τον ακούσουμε με την ίδια λαχτάρα. Όπως παλιά. Όπως πάντα.
Δεν είναι υπερβολή, αλλά… κρεμόμασταν και θα κρεμόμαστε απ’ τα χείλη του.