Χαμουτζήδες και καρντάσια, βόρειοι και νότιοι, θα σε πατήσω χάμω, ταξιτζή άνοιξέ με από πίσω, μπαόκια και γαύροι, αιώνιοι «αντίπαλοι» αλλά και με μια αιώνια ζήλεια των μεν για τους δε (και τούμπαλιν) και μια αγάπη που δεν τολμούν ποτέ να παραδεχτούν. Αυτές είναι μερικές από τις διαφορές που κάνουν τις δυο πόλεις, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, μοναδικές και ακαταμάχητες. Στα comment προσθέστε κι άλλες ελεύθερα.
Ξεκινώ λέγοντας ότι δεν είμαι ούτε από Αθήνα, ούτε από Θεσσαλονίκη. Καστοριανός είμαι, άρα η αμεροληψία μου είναι εγγυημένη. Έχω, όμως, ζήσει και στις δύο πόλεις και έχω να πω με βεβαιότητα πως τις έχω αγαπήσει το ίδιο και τις δύο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ομορφιά της Άνω Πόλης, τη θέα από τη μονή Βλατάδων, τις βόλτες στο Γεντί Κουλέ, την απόκοσμη υπόγεια αυλή του Ιωάννη του Προδρόμου, τις νύχτες στην προβλήτα δίπλα από το Μουσείο Κινηματογράφου, τους κρυμμένους θησαυρούς -όπως το μοντερνιστικό εκκλησάκι του ’73 μέσα στο λιμάνι, τον ταρσανά κάτω από τα ΙΚΕΑ-, την ατέλειωτη αντήχηση μέσα στη Ροτόντα, τη θέα από τα Κάστρα. Όπως δε θα ξεχάσω και τις ομορφιές της Αθήνας.
Και οι δύο πόλεις, μου πρόσφεραν υπέροχες στιγμές: Τα γλέντια στο Μπούρου-Μπούρου στην Επτάλοφο (κολλητά με το παλιό Μεταγωγών), τα σπασμένα ποτήρια στις Φλόγες στο Παύλου Μελά, τα δεκάδες άδεια κουτάκια μπύρας φερμένα απ’ έξω, κρυμμένα πίσω από τον πυροσβεστήρα στον Τρυποκάρυδο μη τα δει το αφεντικό, τα με-απαίσιο-ήχο-αλλά-πάντα-πετυχημένα live στο Βιολογικό, οι ήρεμες, αργές βόλτες στη Νέα Παραλία, το άραγμα στην Αγία Αικατερίνη με το μυρωδάτο δεντρολίβανο να ξεπετιέται από τεράστια πήλινα πιθάρια, τα βραδάκια στη μαρίνα της Αρετσούς με θάλασσα-λάδι και απόλυτη ησυχία.
Είμαι χωρισμένος στα δύο. Βρίσκομαι σε δίλημμα -εντελώς ανήμπορος να διαλέξω μία από τις δυο πόλεις. Γι’ αυτό, θα επιχειρήσω το παρακάτω συγκριτικό τεστ κι ας νικήσει η καλύτερη:
Η Θεσσαλονίκη είναι το μικρό αδερφάκι που θα του χώσουν στα κρυφά ένα δεύτερο φλουρί στο κομμάτι της βασιλόπιτάς του για να νομίσει ότι κέρδισε και να μην ξεσηκώσει τον τόπο με κλάματα. «Συμβασιλεύουσα» στο Βυζάντιο, «συμπρωτεύουσα» τώρα, «μαμά έχω κι εγώ φλουρί!». Μου πήρε χρόνια ολόκληρα να συνειδητοποιήσω ότι το Μιλάνο δεν είναι η συμπρωτεύουσα της Ιταλίας, ούτε η Μπαρτσελόνα η συμπρωτεύουσα της Ισπανίας, όπως και ότι το Μπέρμινχαμ δεν είναι βέβαια η συμβασιλεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας.
Από την άλλη, η Αθήνα θυμίζει τη μεγαλύτερη κόρη που έχει γίνει πια κοτζάμ γαϊδούρα ίσα μ’ εκεί πάνω, αλλά συνεχίζει και πιάνεται με τη μικρή για το ποια έρχεται πρώτη.
Η Θεσσαλονίκη -όπως όλοι ξέρουμε από τα παλιά κι αγαπημένα Σπορ του Βορρά- έχει να παλέψει -εις μάτην- με το παντοδύναμο, δολοπλόκο, εκδικητικό και ανελέητο Αθηναϊκό Κατεστημένο. Η Αθήνα, από την άλλη, δεν έχει τέτοιες καλές δικαιολογίες: Όταν σας πάει κάτι στραβά, φταίτε εσείς και μόνο εσείς -και παίρνετε κι εμάς τους υπόλοιπους στο λαιμό σας.
Η Αθήνα έχει φοίνικες. Η Σαλονίκη έχει Φοίνικα. Στο Φοίνικα βρίσκεται ο Μπέμπης. Ο Μπέμπης κάθε Δεκαπενταύγουστο γεμίζει πλαστικά τραπέζια και καρέκλες την πλατεία και γίνεται το σώσε με τα live γύφτικα να αντηχούν χαλαρά μέχρι τη Θέρμη. Κάποια χρονιά, πρέπει να ήταν το 2005, μια Αθηναία γνωστή που βρισκόταν Σαλονίκη παράκουσε και νόμισε ότι παίζει ο Περίδης αντί για τον Παρίδη και μας συνόδευσε όλο ενθουσιασμό (και ντύσιμο Αθηναίας σε διακοπές). Ακόμα προσπαθεί να συνέλθει. Συμπτωματικώς, εκεί ήταν επίσης και η πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα γλέντι να σταματά μετά από παρέμβαση της αστυνομίας.
Η δεξίωση του γάμου στην Αθήνα (ή με Αθηναία-ο) θα είναι μία πρώτης τάξης ευκαιρία για τις οικογένειες και τους φίλους να γιορτάσουν για την κοινή ζωή που ξεκινά, για τις προοπτικές που υπάρχουν, για το φωτεινό μέλλον. Το γλέντι του γάμου στη Θεσσαλονίκη είναι μία πρώτης τάξης ευκαιρία για να γιορταστούν τα χρόνια που μόλις τελειώσανε, τα ξενύχτια που όμοια τους δε θα υπάρξουν ξανά, το λαμπερό παρελθόν. Είναι το είδος του γλεντιού που θα ρίχναμε όλοι μας αν μαθαίναμε ότι ο πλανήτης πρόκειται να καταστραφεί αύριο κατά τις 11 το πρωί.
Σε γλέντι γάμου σε άδειο οικόπεδο στην Παλιά Λαχαναγορά, είδα για δεύτερη φορά στη ζωή μου γλέντι να σταματά μετά από παρέμβαση της αστυνομίας.
Α ς ρίξουμε μια ματιά στις τοπικές αλυσίδες σουπερμάρκετ. Τα καταστήματά τους βρίσκονται διάσπαρτα παντού και η παρουσία τους χαρακτηρίζει και -ως ένα βαθμό- ορίζει οπτικά την κάθε πόλη.
Ο Σκλαβενίτης μου αρέσει. Χαρούμενη, δυναμική χρωματική παλέτα και γεωμετρικό λογότυπο. Είναι κάτι που ταιριάζει πολύ με τον μοντερνισμό της Αθήνας -που εδώ που τα λέμε, αν υπάρχει μία πόλη που εμπεριέχει τον μοντερνισμό εγγενώς, αυτή είναι η Αθήνα -ασχέτως αν, τα τελευταία 2.300 χρόνια δεν της φαίνεται και πολύ. (Ο Σκλαβενίτης, παρεμπιπτόντως, έχει κι ένα έτοιμο παστίτσιο που μυρίζει απίστευτα ωραία).
Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στο Μασούτη. Ο Μασούτης, λοιπόν, έχει ένα λογότυπο που καταφέρνει και συνδυάζει:
1) την ελληνική σημαία, 2) ένα πορτοφόλι και 3) ένα πεντόευρο.
Η Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια μας έχει δώσει Αντώνη Καρδαμίλη. Κώστα Σαφέτη. Δημήτρη Παρίδη. Νίκο Αγγελόπουλο: Fusion από δημοτικά, γύφτικα και αστικά λαϊκά, με κλαρίνο, βιολί, αρμόνιο, φωνές με δημοτικά σπασίματα, γύφτικο feeeling και λαϊκό, στιβαρό βιμπράτο. Ρυθμοί που ισορροπούν ανάμεσα στο Συρτό και το Τσιφτετέλι, με κολλητικά grooves. Η σύγχρονη εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού με το delay βασιλιά.
Η Αθήνα, από την άλλη, ίσως και λόγω ισχυρότερης παράδοσης αλλά και πίστας, έχει κολλήσει στο μπουζούκι. Κι αυτό συμβαίνει σε τέτοιο σημείο που μέχρι κι ο Σαφέτης αναγκάζεται να βάζει μπουζούκι στην ορχήστρα όταν έρχεται εκεί.
Οι τεκνάδες της Αθήνας πίνουν κόκα, είναι κοινωνικοί και έχουν απαλές φτέρνες κουραρισμένες μ’ ελαφρόπετρα. Οι τεκνάδες της Σαλονίκης περιπλανιούνται σα χαμένοι στα χωράφια με ακουστικά στ’ αυτιά και γρατζουνισμένα γυαλιά ηλίου (δεν είναι chemtrails, είναι οι γρατζουνιές στους φακούς).
Οι πάνκηδες στην Αθήνα είναι κοινωνικά συνειδητοποιημένοι, προσφέρουν αλληλεγγύη. Οι πάνκηδες της Σαλονίκης είναι τόσο χύμα, που χρειάζονται αλληλεγγύη.
Αθήνα: Ο Caveman ο Joe. Φράση-κλειδί: «Suck my cock and buy me a beer»
Θεσσαλονίκη: Ο Γιάννης ο Πόντιος. Φράση-κλειδί: «Θέλεις λεφτά / θέλω λεφτά / η σκέψη ν’ αποκτήσω / με κάνει να χτυπήσω»
Το μετράω για διπλό αυτό.
Τα πρεζάκια στην Αθήνα είναι μέταλλα και ρόκερς, κακοί και μαλλιάδες, urban φρικιά. Τα πρεζάκια στη Σαλονίκη είναι λαϊκοί, σκυλάδες και ευσεβείς χριστιανοί. Κουβαλάνε εικονίτσες και κάνουν το σταυρό τους όταν το 19 περνάει μπροστά από εκκλησία. Ορκίζονται κι επικαλούνται την Παναγιά για βοήθεια στα δύσκολα, σε φάση που αν η Παναγιά χρεωνόταν έστω και τα μισές φορές που έβαλε το χέρι της για να γίνει κάποιος σ’ αυτή την πόλη, δεν την έσωζε ούτε ο πεθερός της.
Η Αθήνα έχει την καντίνα στη Μαβίλη. Η Σαλονίκη έχει Μαύρο στα δυτικά, και την Καντίνα-χωρίς-όνομα-δίπλα-από-το-Κονέ στη στροφή για Σίνδο. Για το Μαύρο έχουν ήδη γραφεί αρκετά. Για την μπαγκέτα 50 εκατοστών γεμάτη πανσέτες τίγκα στο αλατοπίπερο και τη ρίγανη όμως της Καντίνας-χωρίς-όνομα, όσα και να γραφούν δε θα είναι ποτέ αρκετά. Η παραγωγικότητα στις γύρω επιχειρήσεις γονατίζει μετά το μεσημεριανό break. Όταν δούλευα στην περιοχή, το αφεντικό μου, ένας παρατηρητικός κι οξυδερκής άνθρωπος, μας επέβαλε πλαφόν μίας (1) μπαγκέτας ανά άτομο «γιατί αλλιώς σας παίρνει ο ύπνος σα μοσχάρια». Σαλονίκη, ουάν πόιντ.
Έχοντας στο μυαλό μου τον Πρασά και τον πάνω-από-μισό-κιλό γύρο του, ξεκίνησα να γράψω για το πώς η Σαλονίκη κερδίζει κατά κράτος σε ό,τι αφορά την υπερβολή στο φαγητό.
Μετά όμως θυμήθηκα ότι στο Βόλο σερβίρουν γύρο όπου στη θέση της πίτας βάζουν πίτσα (με απ’ όλα). Μπροστά σε αυτό, οι υπόλοιπες πόλεις σωπαίνουν με σεβασμό.
Αθήνα: Ο Caveman ο Joe. Φράση-κλειδί: «Suck my cock and buy me a beer»
Θεσσαλονίκη: Ο Γιάννης ο Πόντιος. Φράση-κλειδί: «Θέλεις λεφτά / θέλω λεφτά / η σκέψη ν’ αποκτήσω / με κάνει να χτυπήσω»
Το μετράω για διπλό αυτό.
Νομίζω πως έχουμε μία ξεκάθαρη νίκη: Η Θεσσαλονίκη είναι περισσότερο γκρινιάρα, πιο κακομαθημένη, τα γλέντια και οι μαζώξεις εκεί είναι πιο θορυβώδη, το λαϊκό πιο αυθεντικό, οι τεκνάδες πιο καμένοι, οι πάνκηδες πιο χύμα, οι traνsgressive είναι ενοχλητικά traνsgressive, τα πρεζάκια είναι ορίτζιναλ, το βρώμικο είναι υπνωτικά βρώμικο. Η Θεσσαλονίκη στην ουσία είναι το απόσταγμα, το essential oil, που αν το αραιώσουμε σε νερό, μας δίνει την Αθήνα. Πράγμα που κάνει τη Θεσσαλονίκη να μοιάζει ώρες-ώρες too much, ενώ από την άλλη η Αθήνα μπορεί να μοιάζει πολύ νερωμένη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως Σαλονίκη είναι το eau de parfum και η Αθήνα το eau de cologne.
Γιώργος Φωτόπουλος