Γιατί βρίζουμε τους πάντες και τα πάντα στα social media;
Η νέα επιθετικότητα στο Facebook είναι η πανδημία της εποχής
Aπο την Χριστίνα Γαλανοπούλου

Γιατί βρίζουμε τους πάντες και τα πάντα στα social media; Γιατί είμαστε τόσο έτοιμοι, πρόθυμοι, σχεδόν εκπαιδευμένοι να σχολιάσουμε αρνητικά το παραμικρό στο Facebook, στο Twitter, το Instagram, το YouTube, οπουδήποτε επιτρέπεται ο ανοιχτός διάλογος που καταλήγει σε σφαγή δια των λέξεων;

Το ότι το commenting, ειδικά στο (ελληνικό) Facebook βρίσκεται σε πολύ άγριο μονοπάτι έγινε απόλυτα σαφές στα τέλη Ιουνίου του 2015, παραμονές του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου. Σε μέρες διχαστικές και μπροστά σε μια δύσκολη απόφαση, τα ξεσπάσματα οργής, όχι μόνο στα official pages ενημερωτικών ιστοσελίδων, αλλά επί προσωπικού, από τοίχο σε τοίχο, μεταξύ φίλων, γνωστών και συγγενών, τα περίμενες, τα μάντευες πριν καν σημειωθούν, κάποτε τα αιτιολογούσες ·  μοιραία θεωρήθηκε τότε η κατρακύλα, δεδομένη η παρεκτροπή, απλώς, η έκταση και η εξέλιξη του φαινομένου δεν ήταν εύκολο να προβλεφθεί.

Όμως, εκεί ακριβώς, στις προσωπικές σελίδες χρηστών στα social, φαινόταν πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα και εκεί ήταν που η αγριότητα, η έλλειψη ανεκτικότητας, η νέα επιθετικότητα που εκδηλωνόταν – και εκδηλώνεται – κάτω από κάθε αναρτημένη προτίμηση, αναδύεται σε όλο το ακατέργαστο μεγαλείο της. Το δημοψήφισμα μας άφησε προίκα και κουσούρι, λοιπόν, τον θυμό και το άλλοθι στη διαδικτυακή χυδαιότητα; Όχι. Απλώς υπογράμμισε και τα δύο.

Πίσω από το υπεραπλουστευτικό επιχείρημα που λέει ότι αφού αποφάσισες να ποστάρεις κάτι – από το πιο απλό μέχρι το πιο δύσκολο στην προσέγγιση – (άρα) πρέπει να υποστείς και τις συνέπειες, ανοίγουν οι μεγαλύτερες και συνήθως οι πιο ντροπιαστικές συζητήσεις, στις οποίες οικειοθελώς διολισθαίνουν και οι σοβαρότεροι των σοβαρών.  (Αντιλαμβάνεται κανείς τι συμβαίνει με όσους δεν έχουν συναίσθηση του μέσου και του δημόσιου λόγου που αυτό εκπροσωπεί). Όλα, τα πάντα, μπορούν να γίνουν αντικείμενο όχι απλώς χλεύης, παρενόχλησης, αντιπαράθεσης, αλλά πραγματικού σφαγείου, με προεκτάσεις και συνέπειες, που οδηγούνται από το άυλο και διαδικτυακό ολοταχώς στην χειροπιαστή καθημερινότητα. Ένας καφές, μια βόλτα, ένα ανέκδοτο – από τα πιο ανώδυνα πράγματα – μέχρι μία πολιτική άποψη, μία γνώμη, μια κριτική μπορούν να ανοίξουν τις πύλες του υπονόμου. Πόσω μάλλον, αν μία λάθος, υπερβολική ή περίεργα διατυπωμένη τοποθέτηση αναρτηθεί αφιλτράριστα, ανοιχτά και δημόσια.

Τα τελευταία χρόνια, αυτό ειδικά, έχει μετατραπεί σε αγαπημένη μέθοδο αυτοκαταστροφής γνωστών προσωπικοτήτων που μόνοι τους παραδόθηκαν στο ανηλεές commenting, πρακτικά ανοίγοντας μία πόρτα στο διαδικτυακό σύμπαν που δεν κλείνει με τίποτα και πίσω της βρίσκονται τα χειρότερα, με πρώτο και καλύτερο τον διασυρμό.

Ας μείνουμε, όμως, στα σχετικώς ανώδυνα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι σπρώχνει κάποιον – το ερώτημα δεν αφορά τα trolls και τους μισθοφόρους σχολιαστές, αλλά απλούς πολίτες, φαινομενικά σκεπτόμενους, αν ρίξει κανείς μια ματιά στον τοίχο τους – να εκφράζονται ακραία, συχνά χυδαία στα social media;

«Στις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες οι πολίτες νιώθουν ότι βρίσκονται σε κενό εμπιστοσύνης και κενό εξουσίας. Δεν υπάρχει κάποιο πλαίσιο εξουσίας να αντιπαρατεθούν στο Διαδίκτυο, οπότε μαίνεται ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων, που επιτάθηκε στα χρόνια της κρίσης. Μετά είναι και η αίσθηση της ατιμωρησίας στην Ελλάδα. Απειλείς, σπιλώνεις, διαβάλλεις και αυτό δεν έχει κόστος. Σ’ αυτό, βέβαια, φταίνε και όσοι υπέστησαν επιθέσεις και δεν αντέδρασαν νομικά», επισημαίνει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.  

Ο ίδιος θέτει και την ανησυχητική παράμετρο της υποχώρησης του αισθήματος ντροπής, αυτού του παλιού – αλλά συχνά σωτήριου – «μας βλέπουν», που απ’ ό,τι προκύπτει (μας) οχύρωνε από τυχόν παρεκτροπές.

«Το ιδιωτικό και το δημόσιο δεν είναι πλέον διακριτά γι’ αυτό και έχει υποχωρήσει η ευγένεια», σημειώνει. «Έχει απολύτως εξαφανιστεί η αγωνία μπροστά στον έλεγχο του τρίτου βλέμματος».

Δεν υπάρχει ντροπή, λοιπόν, όχι με την ηθικοπλαστική, σεμνοτυφική σημασία της, αλλά μ’ εκείνη τη σημασία που κρατά τις ζωές και τις επαφές μας σ’ ένα αξιοπρεπές σημείο. Δεν φοβόμαστε ότι θα μας κόψουν την καλημέρα, ότι θα χαλάσουμε δεσμούς και επειδή ποτέ δεν τους είχαμε πραγματικά, αλλά κι αν τους είχαμε, δεν ήταν και τόσο ισχυροί: το πέρασμα τους από τον τρίφτη των social media τους συνέθλιψε οριστικά.

Κι ας μην ξεχνάμε, όπως ο κ. Παναγιωτόπουλος επισημαίνει και το φαινόμενο της διπλής αντιστροφής που απαντάται στα social media: της απόστασης που φτιάχνει εγγύτητα (και γι’ αυτό κάποιοι αισθάνονται τρομακτική άνεση με έναν καθ’ όλα ξένο) και της εγγύτητας που φτιάχνει απόσταση (γι’ αυτό και μόλις οι ίδιοι συναντηθούν πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον που τα… λένε στο Facebook παγώνουν).  

 

 

Αναγκαστικό moderation, τότε; Η εμπειρία του Δημήτρη, ο οποίος εργάζεται ως social media co-ordinator σε έναν από τους μεγαλύτερους τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας είναι διδακτική.

«Πριν από περίπου 1,5 χρόνο, η πολιτική μας ήταν να μη σβήνουμε τα σχόλια των ανθρώπων, εκτός κι αν ήταν απολύτως υβριστικά εναντίον δημοσιογράφων ή στελεχών του σταθμού. Κάτι τέτοιο, αυτή η κάπως χαλαρή πολιτική εγκαταλείφθηκε από το δημοψήφισμα και μετά. Χωρίς παρεξήγηση και από αυτό που έζησα, νομίζω ότι τότε, κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιήθηκε η χρήση της λέξης “ψόφος”. “Ψόφος”, όχι στ’ αστεία, αλλά κυριολεκτικά, ως κατάρα. Αυτό με προβλημάτισε σοβαρά. Δεν εύχεσαι καρκίνο απευθείας στον ρεπόρτερ που μετέδωσε μία είδηση, δεν επιτίθεσαι με απερίγραπτους χαρακτηρισμούς στη δημοσιογράφο που δεν έδωσε το ρεπορτάζ όπως ήθελες», λέει.

«Το αμέσως επόμενο στάδιο ήταν το block – report – delete. Πιστεύω ότι εκεί απέκτησα ειδικότητα στο να διακρίνω επί τόπου ποιο προφίλ στο Facebook ήταν troll ή μισθοφορικό, χωρίς δεύτερη σκέψη. Το εντυπωσιακό ήταν ότι αναρτούσες δελτίο ειδήσεων ή απόσπασμα από ρεπορτάζ και μέσα σε λιγότερο από 2 λεπτά κάτω από την ανάρτηση κολυμπούσαν από 200 έως 500 σχόλια, στο μεγαλύτερο μέρος τους υβριστικά. Από ένα σημείο και μετά δεν είχε κανένα νόημα να κόψεις κάποιον. Ξεπηδούσαν άλλοι 100 στη θέση του».

Από τη συγκεκριμένη θέση και έχοντας σπουδές στο on line marketing, ο Δημήτρης έχει βιώσει τις 3 τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα και παρ’ όλα αυτά δεν είναι σίγουρος, αν τελικά αυτά τα μνημεία ύβρεων στα social media πρέπει να απαλείφονται.

«Από τη μία θίγονται υπολήψεις ή βλέπεις ευθύτατες απειλές σε συγκεκριμένα δημόσια πρόσωπα. Από την άλλη, όμως, ταπεινή μου άποψη; Θεωρώ ότι όλο αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτης τάξεως digital αρχείο για το ποιοι πραγματικά είμαστε, όταν έχουμε σιγουριά ότι δεν θα αναλάβουμε τις ευθύνες των όσων γράφουμε. Όμως, μετά έχεις να παλέψεις και με το φαινόμενο της αναπαραγωγής των σχολίων που αφήνεις: από τοίχο σε τοίχο, από μέσο σε μέσο, από site σε site: ένα τεράστιο, απάλευτο bullying αφήνεις, όχι μερικά σχόλια».

Από την πλευρά του και βάσει εμπειρίας, ο George Carey Simos, Head of Communications του WeRSM.com και digital strategist με έδρα το Λονδίνο, οι ακρότητες αντιμετωπίζονται με ψυχραιμία. Και διάλογο.

«Αν και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, ο administrator πρέπει να δημιουργεί ένα υγιές περιβάλλον ανταλλαγής απόψεων γύρω από κάποιο θέμα, κάποια εταιρεία, ή κάποιο brand. Προφανώς, ο καθένας έχει το δικαίωμα να προβάλλει τη γνώμη του, αλλά ο administrator ως εκπρόσωπος μιας εταιρείας ή ενός brand πρέπει να μπορεί να αξιολογεί πότε μια γνώμη είναι “τοξική” για το σύνολο, αναληθής, κλπ».

Ο κ. Simos εμφανίζεται πάντως, μάλλον απαισιόδοξος για την «εκπαίδευση» των χρηστών σε διαδικτυακές συμπεριφορές. «Προφανώς δεν εννοώ να σβήνονται σχόλια που δεν συμφωνούν με κάτι, αλλά πρέπει πάντα να υπάρχουν κανόνες σε μια συζήτηση και να τηρούνται. Ο administrator πρέπει να τους επιβάλει με δίκαιο τρόπο, ζητώντας να μην επαναλαμβάνονται κλπ. Οι πιο ακραίες συμπεριφορές που παρατηρούνται στα social media - εξύβριση, bullying, ρατσισμός, προβολή σεξουαλικού περιεχομένου, πρέπει να περιορίζονται με πιο extreme τρόπο – πχ. σβήσιμο σχολίων, block και report χρηστών, κλπ. Οι συμπεριφορές δυστυχώς δεν “εκπαιδεύονται”… Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν οι συμπεριφορές αυτές και μπορούν να αντιμετωπιστούν με δύο τρόπους – τον άριστα εκπαιδευμένο administrator και τους όρους χρήσης ενός οποιουδήποτε διαδικτυακού περιβάλλοντος».

Δεκτό, αλλά γιατί κάποιος, ο οποίος στον τοίχο του εμφανίζεται να διαβάζει ότι πιο ευγενές, να έχει τελειώσει το τάδε πανεπιστήμιο και να συνεννοείται κόσμια με τους βασικούς φίλους, δεν έχει κανένα πρόβλημα να λερώσει τον τοίχο ενός άλλου; Εδώ οι απόψεις των ειδικών συναντιούνται.  

«Υπάρχουν αρκετοί λόγοι, αλλά ένας είναι θεωρώ ο πιο σημαντικός. Ενώ τα social media υπάρχουν για να μας “συνδέουν με άλλους”, έχουν επίσης την τάση να κάνουν ακριβώς το αντίθετο – δηλαδή να μας “αποσυνδέουν” και να μας απομονώνουν. Πολύ ψυχολόγοι εξηγούν ότι το φαινόμενο της επιθετικότητας στα social media μοιάζει με την επιθετικότητα που δείχνουν μερικοί οδηγοί σε άλλους, στο δρόμο. Ένας άνθρωπος που φέρεται ώριμα και ήρεμα στην καθημερινότητά του μπορεί να γίνει κάποιος άλλος πίσω από το τιμόνι. Αυτό είναι και ο ορισμός του road rage. Οι οδηγοί χάνουν τον έλεγχο και πετάνε βωμολοχίες και προσβολές χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι επειδή όταν απομονωθεί κάποιος στο όχημά του, δεν αισθάνεται το ίδιο συνδεδεμένος στους άλλους οδηγούς γύρω του–  μπορεί να θυμώσει πολύ πιο εύκολα και να γίνει πολύ πιο επιθετικός. Στα social media, είμαστε ακόμη πιο απομονωμένοι από τους άλλους, παρά το γεγονός ότι τα χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε και να δημιουργούμε συνδέσεις με άλλους. Έτσι, πολλοί έχουν περισσότερο θάρρος να πουν (ή να γράψουν) πράγματα που κανονικά δεν θα έλεγαν ή θα έγραφαν…».

Όπως τονίζει, υπάρχει και η αίσθηση ότι τα social media αντιμετωπίζονται σαν πεδία ελεύθερης έκφρασης.  Αυτό, λέει, σε συνδυασμό με το ότι ο κόσμος αισθάνεται αδύναμος να αλλάξει όλα τα αρνητικά που του συμβαίνουν δημιουργεί την τέλεια συνταγή, για το πώς βγαίνει το – κατά το κοινώς λεγόμενο – άχτι.

«Αρνητικά / ρατσιστικά / σεξιστικά σχόλια σε… 3,2,1», είναι η χιουμοριστική παρέμβαση κάποιων, κάτω από ένα post που μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις. Είναι ένα σχόλιο που σχεδόν αποδέχεται αυτό που (μας) συμβαίνει κάθε φορά που κάποιος αποφασίζει να σπάσει τα όρια και να γράψει κάτι εξαιρετικά κακοπροαίρετο. Είναι η αντίδραση σ’ αυτό που έχουμε – όλοι μας σχεδόν – συνηθίσει, αλλά ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε, χωρίς επιστημονικές προσεγγίσεις: ότι ένα κομμάτι του κοινωνικού ιστού είναι ή βαθιά κακοφορμισμένο, χωρίς καμία συναίσθηση και ψυχή του μηνύματος, για την ακρίβεια του καρκινώματος που θα αφήσει σ' ένα timeline, στην πλατφόρμα σχολίων ενός site, στο official page ενός celebrity.

Ή στην καλύτερη περίπτωση, αν όχι κακοφορμισμένο, τότε σοβαρά αγράμματο στη διαδικτυακή επικοινωνία.  Αλλά αν αυτό είναι το καλό σενάριο, τότε βρισκόμαστε ακόμη στις παιδικές ασθένειες και η ενηλικίωση αργεί.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Scroll to top icon