Πέρσι, η Γερμανίδα φωτογράφος Julia Sellmann έκανε ένα ταξίδι στην απομακρυσμένη περιοχή Krasnoyarsk -στα βάθη της Σιβηρίας- για να επισκεφτεί μια θρησκευτική κοινότητα που είχε ακούσει ότι ζει εκεί, αποκομμένη από τον κόσμο. Η θρησκευτική σέχτα που ονομάζεται Ecopolis Tiberkul ή Εκκλησία της Τελευταίας Διαθήκης είναι δημιούργημα ενός πρώην αστυνομικού και αυτοδίδακτου ζωγράφου, του Sergej Torop ή Βησσαρίωνα, που ένα πρωί ξύπνησε σίγουρος ότι είναι μετενσάρκωση του Ιησού Χριστού. Η πιο πρόσφατη. Άρχισε να γράφει την Τελευταία Διαθήκη, δηλαδή τη συνέχεια της Καινής Διαθήκης (που ήταν η συνέχεια της Παλαιάς) και η οποία είναι ένας αχταρμάς από τις θεμελιώδεις αρχές διαφόρων θρησκειών.
Το 1994 –κι ενώ είναι ολοκληρώσει τη Διαθήκη- ίδρυσε τη δικιά του εκκλησία, σε μια εποχή που κατέρρεε η πρώην Σοβιετική Ένωση και στη νέα Ρωσία άρχισαν να εμφανίζονται οι θρησκευτικές σέχτες η μία μετά την άλλη. Σήμερα η Εκκλησία της Τελευταίας Διαθήκης έχει 4.000 μέλη που είναι πρόθυμα να χτίσουν μια νέα ουτοπία. Τα μέλη της ζουν κοντά στη λίμνη Tiberkul, 300 μίλια από τα δυτικά σύνορα της Σιβηρίας, σε μια περιοχή με 40 χωριά που συνδέονται με τον έξω κόσμο μόνο με λασπόδρομους. Τα πιο μορφωμένα μέλη της κοινότητας έφτασαν εκεί από κάθε μέρος του κόσμου -αφού πούλησαν ό,τι είχαν στην πατρίδα τους- για να ζήσουν απλοϊκά, σε παλαιομοδίτικα ξύλινα σπίτια, δίπλα στον νέο-προφήτη τους.
Τα μέλη της Ecopolis αναζητούν την αρμονία στη φύση. Καλλιεργούν τη γη χωρίς τη χρήση μοντέρνας τεχνολογίας, ακολουθώντας τις οδηγίες της Τελευταίας Διαθήκης και ζουν εντελώς μινιμαλιστικά, χωρίς χρήματα, τρώγοντας μόνο ό,τι παράγουν τα χωράφια που καλλιεργούν. Οι άντρες κόβουν ξύλα, φτιάχνουν σπίτια και φτυαρίζουν το χιόνι και οι γυναίκες φροντίζουν τα παιδιά και το σπίτι. Εκτός από τη βιολογική οικογένεια υπάρχει και η «ενοποιημένη», ομάδες δηλαδή ανθρώπων που ζουν σύμφωνα με το όραμα του Βησσαρίωνα, σαν αδέρφια. Οι αψιμαχίες και οι έριδες λύνονται στις καθημερινές «οικογενειακές συναντήσεις» και όλοι μαζί, μονιασμένοι, προετοιμάζονται για την μεγάλη πλημμύρα που πλησιάζει οσονούπω.
Όταν έρθει, -ισχυρίζεται ο Βησσαρίωνας- θα σωθούν μόνο αυτοί που ανήκουν στη σέχτα του. Οι επιζώντες θα βγουν από τη Γη της Επαγγελίας (την περιοχή της σέχτας) και θα αναγεννήσουν τον πληθυσμό της γης.
Η φωτογράφος που βρέθηκε εκεί για να μελετήσει τη ζωή τους στην κοινότητα τα βρήκε σκούρα στην αρχή. «Τις πρώτες μέρες δεν μπορούσα να φωτογραφίσω τίποτα» λέει «γιατί η κοινότητα δεν αποδεχόταν την παρουσία μου στην ‘Γη της Επαγγελίας’. Έλεγαν ότι η κάμερα εξέπεμπε αρνητική ενέργεια και προκαλούσε βαθιά σύγχιση στο σώμα τους. Όσο περνούσαν οι μέρες, όμως, και αντιλαμβάνονταν ότι είχα πάει εκεί αποφασισμένη να τους γνωρίσω καλύτερα, άρχισαν να ανοίγονται, δειλά και επιφυλακτικά και -όσο με συνήθιζαν- όλο και πιο χαλαρά. Χρειάστηκαν δύο εβδομάδες για να βγάλω το πρώτο πορτρέτο.
Αυτό που ανακάλυψα από την εμπειρία μου με την κοινότητα είναι ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στο θρησκευτικό γκρουπ συγκρίνουν τη διαδικασία της συμμετοχής σε αυτό με την παραζάλη του έρωτα. Στην αρχή μου φάνηκε μια περίεργη σύγκριση, αλλά αποδείχτηκε πολύ ακριβής -και το κατάλαβα στις 18 Αυγούστου, την ημέρα που γιορτάζουν το Φεστιβάλ των Καλών Φρούτων, μία από τις κορυφαίες εκδηλώσεις τους. Το φεστιβάλ γίνεται στην Πλίνθο της Αυγής όπου ο Βησσαρίωνας επέλεξε να ζήσει με 50 από τους ακολούθους του. Μετά από προετοιμασία (και προσδοκία) εβδομάδων ξυπνήσαμε νωρίς το πρωί και αφού οδηγήσαμε για κάποια ώρα σε λασπωμένους δρόμους, συνεχίσαμε με τα πόδια μια εξουθενωτική πορεία τριών ωρών. Στον Πλίνθο της Αυγής δεν φτάνει αυτοκίνητο. Όσο περπατούσαμε αναρωτιόμουν πώς στο καλό άντεχαν οι ηλικιωμένοι να περπατούν αδιαμαρτύρητα, αλλά κοιτάζοντας γύρω μου έβλεπα ανθρώπους μέσα στην καλή χαρά. Το βράδυ, μετά από ατελείωτες προσευχές και χορό, ο Βησσαρίων εμφανίστηκε μεγαλοπρεπώς στη σκηνή, κατευθύνθηκε αργά σε έναν ξύλινο θρόνο που σκέπαζε μια πολύχρωμη ομπρέλα και είπε «Ήδη ξέρετε πολλά!». Μια πρόταση, τρεις λέξεις, έσκασε ένα χαμόγελο και μετά… έφυγε.
Εγώ έμεινα με την απογοήτευση, αλλά το πλήθος ήταν γεμάτο χαρά και ευγνωμοσύνη. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι αυτό που είχα διαβάσει περί ερωτικής κατάστασης πρέπει να ήταν αληθινό.
Μετά από έξι εβδομάδες μέσα στην κοινότητα μου φαινόταν αδιανόητο πώς 4.000 άτομα είχαν αφοσιώσει τις ζωές τους σε κάποιον που σχεδόν δεν γνώριζαν. Υπήρχαν ιεραρχικές δομές, κανόνες και εθιμοτυπικά που ούτε καταλάβαινα ούτε και μου άρεσαν, αλλά ο σκοπός του κάθε πιστού είναι να ζήσει μια ζωή ευτυχισμένη βασισμένη στην αγάπη και τον σεβασμό. Αυτό έβλεπα εκεί και δεν μπορούσα να μην το εκτιμήσω.
Πολλοί άνθρωποι που ήταν μέλη της σέχτας είχαν υποστεί μεγάλες κατραπακιές στη ζωή τους πριν καταφύγουν εκεί, χτυπήματα της μοίρας όπως τραγικές απώλειες αγαπημένων ανθρώπων ή σοβαρές αρρώστιες. Μέσα από την πίστη όμως είχαν μάθει όχι μόνο να αποδεχτούν τη μοίρα τους, αλλά και να είναι ευγνώμονες για όσα πέρασαν. Η κοινότητα καλλιεργούσε μια εντυπωσιακή κουλτούρα θετικότητας. Και μπορεί να ζούσαν τη ζωή όπως το υπαγόρευε ο Βησσαρίωνας, αλλά οι άνθρωποι φαίνονταν χαρούμενοι και το ίδιο ήταν και η ατμόσφαιρα στην κοινότητα».