Κάθε φορά που σκεφτόμουν ότι θα έρθει η στιγμή που η μάνα μου δεν θα υπάρχει ή θα πάθει κάτι τρελαινόμουν. Μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι είμαι ένα μαμμόθρεφτο ή ότι δεν έχω απογαλακτιστεί. Ακόμα κι έτσι να είναι, δεν θα το άλλαζα με κάτι λιγότερο.
Ήταν αρκετές οι χαρές και ακόμα πιο πολλά τα ζόρια που έχω να θυμάμαι από όταν ήμουν μικρό παιδί. Ήταν αυτά τα ζόρια που με έδεσαν τόσο μαζί της. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι το ίδιο ίσχυε και για εκείνη. Οι γέφυρες που μας ένωναν αποδείχτηκαν πολύ δυνατές. Ποτέ δεν χρειάστηκε να πούμε πολλά μεταξύ μας. Δεν ήμασταν φίλοι. Ήταν η μαμά μου. Ήταν η μάνα μου κι εγώ ήμουνα το παιδί της. Τα ενδιάμεσα, ένας ωκεανός από αγάπη.
Αυτά μέχρι εκείνη τη μέρα, πριν έναν χρόνο, που μέσα σε λίγα λεπτά γράφτηκε το πρώτο κεφάλαιο μιας πορείας φθίνουσας. Από εκεί κι ύστερα τίποτα δεν έμεινε ίδιο.
Υπήρξε μια τυπική Ελληνίδα μάνα. Παλαιάς κοπής. Δίχως προσωπικές φιλοδοξίες. Δεν γνώρισε τον μεγάλο κόσμο έξω από το σπίτι της, δεν συνδέθηκε με άλλους πέρα από τους συγγενείς της. Η ζωή της όλη, ήταν ο άντρας της και τα παιδιά της. Γεννήθηκε πριν τον πόλεμο, ήταν παιδί στην Κατοχή. Παντρεύτηκε όταν ήταν είκοσι χρονών και μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια έγινε μάνα τεσσάρων παιδιών.
Μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν πιστή, ταπεινή, αφοσιωμένη, υπομονετική και δεν μας απόπαιρνε ποτέ. Δεν ήταν όμως όλα πάντα ρόδινα μέσα στο σπίτι. Δεν έλειψαν ούτε οι δυσκολίες, ούτε τα δράματα. Περάσαμε πολλά, μέχρι που εκείνη έφτασε στην όγδοη δεκαετία της ζωής της κι εμείς τα παιδιά της γίναμε μεσήλικες. Ήταν καλά στην υγεία της. Γερή. Είχε καλή κράση και δεν παραπονιόταν ποτέ για τίποτα. Όλοι όσοι μιλούσαν μαζί της είχαν να λένε για τις αντοχές και τη μνήμη της. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και ζούσε μόνη. Ώσπου…
Είχα πάει να την δω, όπως σχεδόν κάθε Κυριακή, για να φάμε μαζί και να της κάνω παρέα αφού μετά τον θάνατο του πατέρα, οι επισκέψεις των κοντινών συγγενών, οι οικογενειακές συναθροίσεις και τα τραπεζώματα, είχαν σχεδόν σταματήσει. Η μάνα μου, που μια ζωή μας φρόντιζε και μας περιποιόταν, δεν είχε πλέον κανέναν που να την έχει ανάγκη. Εκτός από εμένα. Τα αδέρφια μου έκαναν τις δικές τους οικογένεις.
Με το που άνοιξα την πόρτα και μπήκα, κατάλαβα ότι κάτι κακό συμβαίνει. Αυτή τη φορά δεν μου μίλησε μόλις άκουσε τα κλειδιά κι η τηλεόραση ήταν βουβή. Προχώρησα προς την κρεβατοκάμαρά της. Την είδα καθισμένη στο πάτωμα, ακουμπισμένη στην ράχη του κρεβατιού. Έκλαιγε. Από την μύτη της έτρεχε αίμα. "Μην ανησυχείς, δεν είναι τίποτα", είπε. Κι ας έκλαιγε. Έτσι ήταν πάντα. Δεν ήθελε να μας επιβαρύνει. "Αρκετά προβλήματα έχει ο καθένας σας" συνήθιζε να μας λέει.
Την έπιασα από τις μασχάλες, την σήκωσα και την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, η διάγνωση. Είχε πέσει κατά τη διάρκεια της νύχτας και είχε μείνει έτσι για πολλές ώρες επειδή δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί. Είναι κάτι που συμβαίνει στους ηλικιωμένους, μου είπαν.
Από τότε όποτε πήγαινα να την δω, την έβρισκα ξαπλωμένη, με κολλημένο το αυτί της σε ένα τρανζίστορ. Ήταν αχτένιστη κι απεριποίητη. Μου κακοφαινόταν. Δεν την είχα συνηθίσει έτσι. Πρόσεχε πάντα την εμφάνισή της.
Την δεύτερη φορά που έπεσε ήμουν σχεδόν δίπλα της. Είχα μετακομίσει προσωρινά μαζί της μέχρι να βρεθεί μια λύση. Η μάνα μου δεν έπρεπε πια να μένει μόνη. Μεσημέρι ήταν. Άκουσα τον γδούπο από την κουζίνα. Έτρεξα. Ήταν με το πρόσωπο της στο πάτωμα. Δεν μιλούσε, δεν κουνιόταν. Μια μικρή λίμνη από αίμα είχε σχηματιστεί γύρω από το κεφάλι της. Την σήκωσα. Τα μάτια της κοιτούσαν το κενό. Δεν με αναγνώρισε. Δεν είχε συναίσθηση πού βρισκόταν. Της έδωσα να πιει νερό. Πίστεψα ότι ήταν υπό την επήρεια του σοκ και περίμενα να συνέλθει. Όμως αυτό δεν έγινε. Δεν συνήλθε ποτέ εντελώς η μάνα μου από την ημέρα εκείνη.
Τα φάρμακα που της έδωσε ο γιατρός την βοηθούν να είναι ήσυχη. Η επικοινωνία μας όμως περιορίστηκε δραματικά αν και συνεχίζει να μας αναγνωρίζει. Δεν θυμάται τίποτα από όσα έγιναν πρόσφατα. Ούτε ρωτάει κάτι. Μιλά ελάχιστα. Κάποιες φορές, λες και γίνεται ένα μικρό θαύμα, επανέρχεται. Μου ζητά να της κρατήσω το χέρι. Της το κρατώ. Μου λέει ότι είμαι ζεστός και να κοιταχτώ μήπως και έχω πυρετό. Άλλοτε με κοιτά επίμονα στα μάτια."Είσαι εσύ;" ρωτάει "Ναι, εγώ είμαι μάνα". Κι αφού έχει βεβαιωθεί, μου ζητά να της κάνω το χατίρι να μην στενοχωρηθώ όταν θα φύγει. Επειδή ξέρει ότι είμαι ευαίσθητος, λέει. Επειδή ξέρει ότι την αγαπώ.
Κάθομαι ή ξαπλώνω πλάι της. Την ταΐζω, της χαϊδεύω το μέτωπο, τα μαλλιά της, της δίνω να πιει νερό. Μερικές φορές, καταφέρνω να την κάνω να γελάσει. Καθαρίζοντας το πατάρι με την αδερφή μου βρήκαμε παραπεταμένα τα στέφανα του γάμου της με τον πατέρα μου. Κιτρινισμένα σε ένα κουτί με τζάμι. Της τα έδειξα. "Να τα πάρω;" Ρώτησα, "Να τα πάρεις" μου είπε. "Αμάν, γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Άστα εδώ που είναι. Τι τα θες;" πετάχτηκε η αδερφή μου. Δεν τα πήρα. Τα άφησα.
Μέχρι το 2050, ο αριθμός των ανοϊκών εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 130 εκατομμύρια. Κάθε τρία δευτερόλεπτα καταγράφεται ένα νέο περιστατικό άνοιας ανά τον κόσμο. Στην χώρα μας υπολογίζονται περί τις 200.000. Θεραπεία δεν υπάρχει. Δεν πρόκειται να καλυτερέψει η μάνα μου. Αυτό ήταν. Πάει. Δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι.
Προσπάθησα μέσα από άρθρα και ρωτώντας γιατρούς να καταλάβω πώς αισθάνεται. Δεν τα κατάφερα. Έχω την αδερφή μου. Μοιράζομαι μαζί της την φροντίδα για τα πρακτικά και όσο γίνεται και τον πόνο. Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι, άλλα εντάξει.
Τα άλλα δυο αδέρφια μου έχουν σταματήσει να την επισκέπτονται. Σπάνια τηλεφωνούν. Το ίδιο και τα εγγόνια της. Λένε ότι δεν αντέχουν να την βλέπουν έτσι.