Βρισκόμαστε στη φάση που συνταξιοδοτούνται οι πρώτοι ζηλωτές της νεότερης πολιτικής ορθότητας και όμως το ερώτημα παραμένει αναπάντητο και διχαστικό: η ελευθερία της έκφρασης κέρδισε ή έχασε από τη χρήση του πολιτικά ορθού λόγου;
Πρόκειται για παράξενη εκκρεμότητα. Από τη στιγμή που η κύρια επιδίωξη του πολιτικά ορθού λόγου είναι να μη δυσαρεστεί, να μην προσβάλλει και να μη θυμώνει κανέναν αλλά και γενικότερα να μην υποθάλπει εναντιότητες, θα έπρεπε να δαφνοστεφανώνεται διαμιάς.
Ενώ, όμως, είναι τόσο καλοπροαίρετος και γλυκούλης, κατηγορείται συνεχώς ότι παράγει μια γλώσσα ξύλινη στην υπηρεσία της αυταρέσκειας και του κομφορμισμού.
Για όλα αυτά φταίει η φύση του πολιτικά ορθού λόγου που δεν είναι αγνή ούτε πηγαία από την ψυχή και αυθόρμητη. Αντιθέτως, είναι μια υπερσχεδιασμένη διανοητική κατασκευή, ένα «ψυχρό εργαλείο» χρήσιμο για πολιτικούς και λοιπές ανάλογες ιδιότητες, μεταξύ των οποίων και οι δημοσιογράφοι, που στοχεύουν στην όσο το δυνατόν δυνατή θετική απήχηση του κοινού στο οποίο απευθύνονται μέσω «γλύκανσης» των διατυπώσεών τους.
Η διαδικασία είναι ότι το σημαίνον αλλάζει, αλλά το σημαινόμενο παραμένει το ίδιο. Αυτό, από την πρώτη κιόλας στιγμή, κάνει τον αποδέκτη αυτού του λόγου καχύποπτο, επειδή συλλαμβάνει την οσμή της υποκρισίας. Βλέπει το «καμουφλάζ των αληθινών σκέψεων» που, ενώ είναι σαφώς πιο κομψό, δεν αρκεί για να διαλύσει την εντύπωση πως ούτε τα σύκα λέγονται σύκα, ούτε η σκάφη, σκάφη.
Κι όμως, προτού αρχίσει να περιφρονείται, η πολιτική ορθότητα στον λόγο αναγνωριζόταν ως μετωνυμία της ηρωικής διπλωματικής ευθύτητας.
Από τη στιγμή που η κύρια επιδίωξη του πολιτικά ορθού λόγου είναι να μη δυσαρεστεί, να μην προσβάλλει και να μη θυμώνει κανέναν αλλά και γενικότερα να μην υποθάλπει εναντιότητες, θα έπρεπε να δαφνοστεφανώνεται διαμιάς.
Κι ακόμα παλιότερα, στη ρητορική των Αρχαίων (την οποία ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε υψηλή τέχνη), ο πολιτικά ορθός λόγος ήταν οι περιφράσεις που θεωρούνταν (και είναι) γοητευτικές και συναρπαστικές.
Βέβαια, από τότε ήταν σαφές ότι η περίφραση διάνοιγε και τον δρόμο προς τον ευφημισμό, ο οποίος είναι ένα σχήμα λόγου κάπως πιο «τεταμένο», που καταφέρνει μεν να μειώσει στο ελάχιστο την εμφάνιση ενός δυσάρεστου νοήματος, χωρίς όμως να κινείται απαραίτητα από αγνές προθέσεις.
Οι περιφράσεις και οι ευφημισμοί γνώρισαν μεγάλες δόξες και σε κάπως πιο πρόσφατους, περασμένους αιώνες, όπως είναι ο 17ος και ακόμα περισσότερο ο 18ος − τότε που στη δυτική Ευρώπη ήταν πολύ αναπτυγμένες η γαλαντομία, η ακραία σχεδόν εκλέπτυνση των τρόπων, η τέχνη της σαγήνης με πνευματώδεις φιλοφρονήσεις και κολακείες.
Η διαφορά είναι ότι τότε οι σοφιστικέ διατυπώσεις και τα περιφραστικά υποκατάστατα λέξεων δεν συσκότιζαν τα νοήματα αλλά τα υπερφώτιζαν.
Επιπλέον, και αυτό ίσως να είναι ακόμα πιο σημαντική ειδοποιός διαφορά, εκείνος ο λόγος υποκινούνταν από έναν αγνό και πηγαίο αυθορμητισμό και είχε τη δύναμη της επιθυμίας που μας οδηγεί προς τον άλλον. Ενώ ο πολιτικά ορθός λόγος καταπνίγει κάθε ίχνος αυθορμητισμού και προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση σε αυτόν που τον εκφέρει απ’ ό,τι σ’ εκείνον που τον ακούει. Επιπλέον, επειδή τρέφει κυρίως τον ναρκισσισμό, δεν προάγει την συνάντηση με τον άλλον.
Παρά το ότι ο σύγχρονος πολιτικά ορθός λόγος θεωρείται αμερικανική επινόηση, στην πραγματικότητα κατάγεται από μαρξιστικούς κύκλους της Γαλλίας. Ο Μισέλ Φουκό, για παράδειγμα, απέδιδε πολιτική ορθότητα στην πολιτική σκέψη με γνώμονα το αν αυτή διέθετε επιστημονική βαρύτητα.
Επειδή ακριβώς προερχόταν από το λεκτικό περιβάλλον των Γάλλων μαρξιστών, οι Αμερικανοί υιοθέτησαν τον όρο με σκωπτική διάθεση στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο νεοσυντηρητισμός άρχιζε να εκδηλώνεται κάπως πιο φανερά (για να οδηγήσει στον ριγκανισμό κ.λπ). Τότε είχαν στόχο να διακωμωδήσουν τον λόγο της ευρωπαϊκής αριστεράς ή να του πετάξουν εν ψυχρώ το γάντι, κατακρίνοντας τον πολιτικά ορθό λόγο των μαρξιστών ως συγκαλυμμένη επιβολή λογοκρισίας.
Στην πορεία, όμως, οι Αμερικανοί αναγνώρισαν αρκετές αρετές σ’ αυτόν και κυρίως την ικανότητά του να εκφράζει τους νοικοκυραίους και γενικότερα τους κομφορμιστές.
Έτσι, σύντομα ο πολιτικά ορθός λόγος απέκτησε τεράστια αξία σε αυτά τα περιβάλλοντα καθώς και στους πολιτικούς που τα εξέφραζαν, με αποτέλεσμα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 να επανεισαχθεί στην Ευρώπη με εντελώς άλλο περιτύλιγμα. Να ξεχαστούν οι αριστερές ρίζες του και να γίνει ένα πρόσφορο εργαλείο για ανέξοδο μελό και σουσουδισμό στις τάξεις της ευρωπαϊκής λαϊκής δεξιάς (αλλά και της λαϊκής αριστεράς).
Το θεμελιώδες και ελκυστικότερο επιχείρημα των υποστηρικτών του πολιτικά ορθού λόγου είναι ότι αποτρέπει τον αποκλεισμό, τη χλεύη και κυρίως τις διακρίσεις εις βάρος προσώπων (εξαιτίας φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών ή αναπηριών) κοινωνικών, μειονοτικών ή εθνοτικών τάξεων κ.λπ.
Ωστόσο, στα ελληνικά της υπέρλαμπρης καγκουροσύνης τουλάχιστον, ο πολιτικά ορθός λόγος δεν απέφερε ποτέ χαρούμενο αποτέλεσμα.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η πορεία της λανθασμένης, αλλά γενικευμένης χρήσης της ορθογράφησης «Αμέα». Προκύπτει από την παραφθορά και άδικη «συγχώνευση» δύο ακρωνυμίων. Το πρώτο σχηματίζεται από την περιγραφή «Άτομα με Αναπηρία» και η σωστή απόδοσή του είναι «ΑμεΑ», ενώ το δεύτερο σχηματίζεται από το «Άτομα με Ειδικές Ανάγκες» και η σωστή ορθογραφία του είναι «ΑμΕΑ».
Για τις δύο αυτές κατηγορίες ατόμων, που τα αφορά ο διευκολυντικός, υποτίθεται, πολιτικά ορθός όρος, η ορθογραφία του αποτελεί αντικείμενο διαμάχης και διεκδικήσεων. Όλοι οι υπόλοιποι θεωρούν ότι με ένα ανέμελο «Αμέα» έχουν ξεμπερδέψει, έχοντας ήδη καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια που θα μπορούσαν να αφιερώσουν ποτέ στο ζήτημα.
Το «Αμέα» στην καθημερινή του χρήση υπόκειται σε διάφορα «φωνητικά ξεχειλώματα», με πιο ξεκάθαρη ροπή εκείνην προς το τραβηχτό «ε». Έτσι, συνήθως ακούμε κάτι προς το «Αμέεα» του, που είναι σαφώς πιο κακόηχο απ’ ό,τι αν λέγαμε π.χ. οι ανάπηροι ή κάτι άλλο πιο ακριβόλογο κατά περίπτωση.
Επειδή το «Αμέεα» είναι τόσο κακόηχο, μοιραία γίνεται και πιο πρόσφορο για χονδροειδείς αστεϊσμούς: «πού ’σαι, ρε Αμέεα!» για κάποιον που σέρνεται αγουροξυπνημένος και καθυστερημένος μέχρι τη δουλειά του. Ή, έτερο παράδειγμα: «Πού ν’ ανέβει τις σκάλες, δεν τον βλέπεις που κατάντησε Αμέεαα;», με έξτρα ξεχείλωμα φωνήεντος για περισσότερη δραματική έμφαση.
Ο πολιτικά ορθός λόγος καταπνίγει κάθε ίχνος αυθορμητισμού και προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση σε αυτόν που τον εκφέρει απ’ ό,τι σ’ εκείνον που τον ακούει. Επιπλέον, επειδή τρέφει κυρίως τον ναρκισσισμό, δεν προάγει την συνάντηση με τον άλλον.
Δυστυχώς, τη λέξη αυτή την έχει πλέον καταπιεί το κήτος της ειρωνείας και την κατέστησε αγαπησιάρικα προσβλητική, με χρήσεις ανάλογες εκείνης που, προ σαράντα ετών ας πούμε, είχε το αρκτικόλεξο ΠΙΚΠΑ, το οποίο σήμερα ακούγεται πολύ λιγότερο και περιορίζεται στα γήπεδα ως προσβολή προς ποδοσφαιριστές που δεν κυνηγούν αρκετά την μπάλα (που δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους, κοινώς).
Η λέξη «Αμέα» είναι πολύ χρήσιμη ως υπόδειγμα της βαριάς μοίρας των πολιτικά ορθών κατασκευασμένων σημαινόντων που αποδεικνύεται ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη πυγμή και «σεξαπίλ» από τα σημαινόμενα που εκπροσωπούν.
Κι έτσι καταντούν να αγαπιούνται περισσότερο για την τσαχπινιά τους παρά για τους λόγους διακριτικότητας για τους οποίους δημιουργούνται.
Το μόνο ουσιώδες και ενδιαφέρον επιχείρημα των υποστηρικτών του πολιτικά ορθού λόγου σχετίζεται με τη λεγόμενη «υπόθεση των Sapir & Whorf», δύο Αμερικανών γλωσσολόγων και ανθρωπολόγων των αρχών του 20ού αι., οι οποίοι εξέφρασαν την άποψη (που παρατίθεται εδώ εντελώς σχηματικά) ότι η γλώσσα διαμορφώνει τη σκέψη και όχι η σκέψη τη γλώσσα.
Αυτό σημαίνει πως για να παραχθεί η σωστή σκέψη, θα πρέπει να προηγηθεί η απαλλαγή της γλώσσας από τις λέξεις που εμποδίζουν τη σκέψη ν’ απελευθερωθεί.
Γιατί όμως δεν νιώθει κάποιος ότι τη βιώνει πραγματικά αυτήν την απελευθέρωση όταν χρησιμοποιεί τον πολιτικά ορθό λόγο;
Μια πολύ βασική αιτία είναι ότι ο πολιτικά ορθός λόγος είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν κάποιες μειονότητες (ας πούμε: εμπορικά καρτέλ, κοινωνικοπολιτικά λόμπι, συντεχνίες κ.λπ.) για να επιβάλουν τη γνώμη τους στην πλειονότητα.
Επωφελούνται από το ότι η γνώμη της πλειονότητας είναι συχνά ανοργάνωτη, αργόστροφη, ανίκανη να συγκροτηθεί οριστικά και ξεκάθαρα ή να επιστρατεύσει μόνο την κοινή λογική για να αυτοδιαμορφωθεί σε κοινή γνώμη.
Η πλειονότητα θα έχει πάντα την τάση να προτιμά −σε πρώτη φάση τουλάχιστον− να ενστερνιστεί μια γνώμη που θα την παραλάβει έτοιμη, σαν να της την παραδίδει ένα ντελίβερι.
Ο κοινός άνθρωπος που γοητεύεται από τη χρήση του πολιτικά ορθού λόγου είναι εκείνος που τον πιστεύει χωρίς να έχει αποδείξεις ότι του λέει την αλήθεια. Απλώς και μόνο επειδή του προβάλλει ένα περίβλημα καλής προαίρεσης και πίστης σε ηθικές αξίες της δημοκρατίας και του ουμανισμού. Ενώ, κατά βάθος, αντί να διευρύνει την ανεκτικότητα, οργανώνει καλύτερα και μεθοδικότερα τη μισαλλοδοξία.
Όμως το χειρότερο που ίσως που πετυχαίνει σε βάθος χρόνου ο πολιτικά ορθός λόγος είναι να κάνει τον άνθρωπο να συνηθίσει να εκφράζεται χωρίς αυθορμητισμό.
Κάτι που μεταφράζεται ως συνήθεια του να μην τα λες ποτέ όλα μαζί κι ελεύθερα, αδειάζοντας και αποφορτίζοντας έτσι την ψυχή σου. Παρά να «οικονομοποιείς» την έκφρασή σου και κατά συνέπεια την επιθυμία σου. Κάτι που αρχικά μπορεί να φαίνεται εύκολο ίσως και ευχάριστο, αλλά μακροπρόθεσμα οδηγεί στον μεγαλύτερο ψυχικό μαρασμό.
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι δημοσιογράφος.
Μας ταλαιπωρεί εδώ και κάμποσες δεκαετίες αυτό το ερώτημα, έχω χάσει τον λογαριασμό. Ήμουνα νια και γέρασα. Και πραγματικά ούτε πολυκατάλαβα πότε ξανάγινε μόδα η πολιτική ορθότητα και γιατί πρέπει να αρχίσουμε και πάλι να δέρνουμε αλύπητα τους εαυτούς μας για τα παραστρατήματα της γλώσσας μας και να προσέχουμε να αποδεικνύουμε σαν καλά ρομποτάκια ανά πάσα στιγμή πόσο προοδευτικοί είμαστε. Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.
Εγώ, για παράδειγμα, θα ’πρεπε, ως φεμινίστρια, να είμαι ιδιαίτερα ευαισθητοποιήμενη στον σεξισμό της γλώσσας, που είναι τεράστιος, βαρύς και ασήκωτος και δύσκολα παίρνει γιατρειά. Ομως, με έναν περίεργο τρόπο, από την πρώτη στιγμή που έσκασε μύτη σε πανεπιστήμια και κινήματα ‒της Αμερικής κυρίως‒ το κυνήγι των κακών λέξεων, τρόμαξα με τις υπερβολές, τον φανατισμό, τη ρομφαία της ορθοφροσύνης του και τις επιπτώσεις του επί δικαίους και αδίκους.
Ομολογώ, πάντως, ότι ο φεμινιστικός φανατισμός μου και η τάση μου προς την πολιτική ορθότητα βρήκαν τον μάστορά τους και συμμαζεύτηκαν έγκαιρα χάρη σε δυο-τρεις αγαπημένους μου συγγραφείς. Και, ναι, ήταν όλοι άνδρες. Ο ένας, μάλιστα, γελοιωδώς στοχοποιημένος από κάποιες φεμινίστριες. Ο Φίλιπ Ροθ, ποιος άλλος;
Χτύπησε στο δόξα πατρί την πολιτική ορθότητα στο αριστουργηματικό του μυθιστόρημα «Το ανθρώπινο στίγμα» (εκδόσεις Πόλις), γραμμένο το 1998, την εποχή που το πέος του Κλίντον δίχαζε ακόμα την Αμερική και ο πουριτανισμός, κάθε λογής, καταλάμβανε τα πανεπιστημιακά campus.
Ναι, λοιπόν, η πολιτική ορθότητα περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης. Καμιά ισότητα δεν προωθεί. Είδατε εσείς, τόσα χρόνια μετά, να έχει γίνει λίγο καλύτερη η μοίρα των γυναικών;
Ο ήρωας του βιβλίου, ο καθηγητής Κόλμαν Σιλκ, βλέπει την καριέρα και την οικογένειά του να καταστρέφονται από μια μικρή, τόση δα λεξούλα που ξεστομίζει αμέριμνος και αστόχαστος για να χαρακτηρίσει δύο φοιτητές που επί βδομάδες δεν έχουν πατήσει το πόδι τους στό μάθημά του.
«Μα, τι είναι», αναρωτιέται μεγαλοφώνως. «Spooks; Φαντάσματα, στοιχειά;» Xωρίς να σκεφτεί ότι αυτή η λέξη στην αργκό είναι μειωτική, προσβλητική, ρατσιστική και αναφέρεται στους μαύρους. Κατά σύμπτωση, μαύροι είναι και οι άφαντοι φοιτητές που τον καταγγέλλουν. Και με την αποφασιστική παρέμβαση μιας φεμινίστριας καθηγήτριας που τον μισεί ‒άλλη μια αχώνευτη φρικτή γυναικεία φιγούρα του Ροθ‒ ο Κόλμαν βρίσκεται εκτός πανεπιστημίου.
Άποψη μου ζητήσατε κι εγώ διηγούμαι ιστορίες κλεμμένες από άλλους, και μάλιστα μισές, αφού ο Ροθ το μπλέκει, το απλώνει το θέμα, ρίχνοντας το βιτριόλι του γενικά στην αμερικανική κοινωνία. Οι ανθρώπινες ιστορίες, όμως, έχουν μεγαλύτερη αξία από το εικονοστάσι των ιδεολογιών. Είναι οι καλύτερες απαντήσεις. Kαι να ’ταν μόνο ο Ροθ.
Πρώτος και καλύτερος ο Ντέιβιντ Μάμετ, με το θεατρικό του «Ολεάνα», είχε αρχίσει να ξηλώνει από το 1992 το πουλόβερ της πολιτικής ορθότητας και της μόδας της «σεξουαλικής παρενόχλησης» με το θρυλικό πια ζευγάρι καθηγητή και φοιτήτριας που ξεσκίζει ο ένας τον άλλον επί σκηνής.
Αλλά και ο Τζ.Μ. Κουτσί έχει τον δικό του καθηγητή-θύμα του πουριτανισμού των πανεπιστημίων στην «Ατίμωση» του 1999, το καλύτερο ίσως βιβλίο του (εκδόσεις Λιβάνη).
Ναι, λοιπόν, η πολιτική ορθότητα περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης. Καμιά ισότητα δεν προωθεί. Είδατε εσείς, τόσα χρόνια μετά, να έχει γίνει λίγο καλύτερη η μοίρα των γυναικών; Τη γλώσσα και την εξουσιαστική συμπεριφορά των ανδρών είχαμε βάλει στόχο κι αυτοί συνέχισαν να βιάζουν και να απλώνουν τα κουλά τους. Καθόλου δεν αποκλείεται, μάλιστα, οι ίδιοι αυτοί κύριοι να είχαν εξαλείψει από το λεξιλόγιό τους κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η Βένα Γεωργακοπούλου είναι δημοσιογράφος στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Ξεκινώντας με τη διατύπωση του ερωτήματος που έλαβα «Τελικά, η πολιτική ορθότητα είναι εργαλείο ισότητας ή περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης;», η άμεση απάντηση είναι ότι το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί ακριβώς έτσι: τελικά. Η κατάθεση μιας «τελικής» απάντησης υπονοεί ακριβώς την de facto λειτουργία και νομιμοποίηση μιας απολυταρχικής λογικής, μιας θεσμικής περιχαράκωσης των όρων που θα έπρεπε να ανήκουν στον συνεχιζόμενο διάλογο ενός κοινωνικού συνόλου.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, το κοινωνικό σύνολο υπόκειται σε ιδεολογικές ζυμώσεις, διαμορφώνεται μέσα από ιστορικές αλλαγές και παραμένει τόσο ζωντανό όσο και οι διεκδικήσεις του. Η «πολιτική ορθότητα» δεν είναι δόγμα. Αντίθετα, υπήρξε και η ίδια μια τέτοια διεκδίκηση, η οποία αποτέλεσε ένα βήμα προς την εξάλειψη πάγιων συμπεριφορών που γεννούσαν (και γεννούν) ιεραρχίες και αποκλεισμούς.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στην ιστορία της τέχνης της παγκόσμιας πατριαρχικής κοινωνίας μας λέγαμε πάντα «ο καλλιτέχνης», λέγαμε «ο συγγραφέας», λέγαμε «ο μουσικός». Κάποια στιγμή, τη δεκαετία του ’70, υπό την πίεση του φεμινιστικού κινήματος, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε: τι δομές εκφράζει η εκφορά «ο καλλιτέχνης»; Τι μήνυμα στέλνει στις γυναίκες που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην τέχνη όχι ως «μούσες» αλλά ως δημιουργικά υποκείμενα;
Οπότε, υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια στο πεδίο της γλώσσας να αρθεί το νομιμοποιημένο άρρεν υποκείμενο. Γράφτηκαν κείμενα όπου «η καλλιτέχνης» πρωτοστατούσε. Και το τι κατέθετε αυτό το «η» άρχισε να γίνεται σαφές, καθώς πάντα σήμαινε κάτι το άλλο, κάτι το ιδιαίτερο, το μη γενικό.
Η «πολιτική ορθότητα» δεν είναι δόγμα. Αντίθετα, υπήρξε και η ίδια μια τέτοια διεκδίκηση, η οποία αποτέλεσε ένα βήμα προς την εξάλειψη πάγιων συμπεριφορών που γεννούσαν (και γεννούν) ιεραρχίες και αποκλεισμούς.
Ακόμη και σήμερα, σε μια συζήτηση ακούμε «ο καλλιτέχνης» όταν η αναφορά γίνεται στο γενικό και στο αφηρημένο – και αυτό δεν είναι απλώς κάτι που παραμένει στη γλώσσα αλλά, όπως καταδεικνύουν όλες οι σχετικές έρευνες, αντιστοιχεί στη συνεχιζόμενη υποδεέστερη θέση της γυναίκας-εικαστικού.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα γίνεται σαφές ότι το «πολιτικά ορθό» δηλώνει απλώς έναν συνεχιζόμενο κοινωνικό αγώνα και δεν έχει τη δύναμη μετατροπής των σχέσεων που αναπαράγουν την ιεραρχία φύλου.
Αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα της καλούμενης πολιτικής ορθότητας: αντιστοιχεί πάντα σε ένα πρώτο βήμα που μπορεί να μην οδηγήσει ποτέ σε ουσιαστική, προοδευτική αλλαγή.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα που μαρτυρά την ιστορία της πολιτικής ορθότητας – δηλαδή το ότι γεννήθηκε ως αγωνιστική τακτική κατά την αφελή εποχή του μεταμοντερνισμού, όταν ο αμερικανικός ακαδημαϊκός χώρος και τα κυρίαρχα θεωρητικά του ρεύματα έφεραν τη γλώσσα και το κείμενο στο κέντρο της προσοχής, υποστηρίζοντας ότι αλλαγές στην έκφραση (αλλαγές στο κείμενο) θα είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τις υλικές συνθήκες των κοινωνικών σχέσεων.
Έκαναν λάθος: δεκαετίες αργότερα, τον 21ο αιώνα, ελάχιστα έχουν βελτιωθεί ως προς τις υλικές συνθήκες και τις δομές που ορίζουν τους κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Αντίθετα, ακόμα και η «προστατευμένη» Δύση, που εφηύρε την πολιτική ορθότητα ως ορόσημο της προόδου που σώνει και καλά όφειλαν να γεννούν οι κοινωνικοί αγώνες στα εδάφη της (όχι τα ιμπεριαλιστικά κρατούμενα εδάφη της αλλά τα άλλα, των μητροπόλεων, που έκαναν εξαγωγή «πολιτισμού»), δεν κατόρθωσε να προβεί σε μια αλχημική μετατροπή των υποσχέσεων της γλώσσας σε νέα δεδομένα εντός της πάντα υλικής πραγματικότητας.
Απλούστερα, η θεωρία συνέχισε να διαφέρει από την πράξη – και έφτασε να διαφέρει τόσο πολύ ώστε οι κοινωνικο-οικονομικές συγκρούσεις να αποκτήσουν στις μέρες μας τη θλιβερή έξαρση ενός κοινωνικού εμφυλίου σε πολλές «δυτικές» κοινωνίες.
Σε αυτό το περιβάλλον πόλωσης, η αμφισβήτηση της χρησιμότητας της πολιτικής ορθότητας υπήρξε αναπόφευκτη: οι άνθρωποι θέλουν να εκφραστούν χωρίς γλωσσικό χωροφύλακα, να διαλαλήσουν την εχθρότητα προς τον εκάστοτε έτερο που τους φταίει, να βρίσουν το «ξένο», να απολαύσουν έστω (ελλείψει άλλων απολαύσεων) το μίσος και την απόρριψη ως «ελευθερία έκφρασης» με την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι άλλο θεωρία κι άλλο πράξη.
Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο των ολοένα και πιο ακραίων ανταγωνισμών, η πολιτική ορθότητα συρρικνώνεται πράγματι σε γλωσσικό μοτίβο που δεν αντιστοιχεί σε κανένα όραμα ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Γίνεται μια ακόμα φυλακή της συναισθηματικής φόρτισης που απαιτεί εκτόνωση – εκτόνωση άμεση, τύπου βαλβίδας στη χύτρα
Άλλο μια «κουβέντα παραπάνω» κι άλλο δράση. Άλλο να λες «η άρια φυλή είναι ανώτερη» και άλλο να ξεκινάς πόλεμο εναντίον των λοιπών κατώτερων φυλών, άλλο να φωνάζεις αντανακλαστικά «άι, μωρή, κωλο-αδερφή» στον αργό οδηγό καθώς τον προσπερνάς κι άλλο να τάσσεσαι κατά των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων, άλλο να λες «το Ισλάμ είναι θρησκεία μίσους» κι άλλο να παραπονιέσαι στους καθηγητές μήπως και δώσουν την ελληνική σημαία σε παιδί από οικογένεια μουσουλμάνων.
Άλλο, και οποιαδήποτε σύνδεση είναι όλως τυχαία, και στο κάτω-κάτω ποιος είπε ότι η γλώσσα κόκαλα δεν έχει αλλά κόκαλα τσακίζει, λαϊκή σοφία ξεχασμένη πλέον απ’ τον ταλαίπωρο, φτωχοποιημένο λαό, τον λαό των ηττημένων αγώνων που τι άλλο έχει για να ξεσκάσει παρά την ελεύθερη έκφραση, το να πει τα προφανή στραβά έξω απ’ τα δόντια, και σιγά τώρα μη θίξουμε την υψηλή διανόηση επειδή γελάσαμε με τον Ποιητή Φανφάρα (μιας κάποιας ελληνικής ταινίας).
Ας πούμε, λοιπόν, ότι μέσα στον γενικό αντι-διανοουμενισμό των σύγχρονων κοινωνιών, μέσα στην ευκολία εκφοράς άποψης επί παντός επιστητού ως σχόλια ανωνύμων κάτω από κάθε άρθρο με το οποίο διαφωνούμε και ως επικύρωση της «κοινής λογικής», ας πούμε ότι σε αυτό το κλίμα γλωσσοδιάρροιας (sic) ως φραστικής δημοκρατίας, η πολιτική ορθότητα έχει φτάσει να θεωρείται πολυτέλεια της δεκαετίας του ’80.
Είναι παλιομοδίτικη και πληκτική, συμβατή με τότε που διατηρούσαμε ελπίδες κοινωνικής ανέλιξης στο επίπεδο του γιάπη, ενώ τώρα ξεμείναμε στον μικροαστισμό. Και σε αυτό το ταπεινό και ταπεινωτικό σκαλί έχουμε ανάγκη να εξεγερθούμε και να ξεδώσουμε έστω ως γλωσσικά χουλιγκάνια, φυλή που ουδεμία σχέση έχει με τα ανάγωγα χουλιγκάνια της βίας ως υλικής πρακτικής.
Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο των ολοένα και πιο ακραίων ανταγωνισμών, η πολιτική ορθότητα συρρικνώνεται πράγματι σε γλωσσικό μοτίβο που δεν αντιστοιχεί σε κανένα όραμα ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Γίνεται μια ακόμα φυλακή της συναισθηματικής φόρτισης που απαιτεί εκτόνωση – εκτόνωση άμεση, τύπου βαλβίδας στη χύτρα.
Το βλέπουμε στις ΗΠΑ του Τραμπ, στη μνημονιακή Ελλάδα και στη Βρετανία του Brexit, όπου η πολιτική ορθότητα έφτασε να θεωρείται ταξικό προνόμιο, αλλά που ευτυχώς ακόμη θεωρείται αδιανόητο το να κατηγορήσεις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και θρησκεύματα πέρα απ’ τις σελίδες του κίτρινου Τύπου της τελευταίας ηθικο-πολιτικής υποστάθμης.
Ο κίνδυνος ωστόσο (και το βλέπω ως κίνδυνο) να νομιμοποιηθεί ο λόγος κοινωνικής εχθρότητας είναι πλέον ορατός: δεν υπάρχουν κοινωνίες εξαίρεσης, απ’ όσο γνωρίζω, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν σύγχρονες κοινωνίες, εντός της ευρύτερης κοινωνίας της παγκοσμιοποίησης, χωρίς κοινωνικο-οικονομικά χάσματα.
Η ταύτιση της πολιτικής ορθότητας με μια υποκριτική στάση «καλών τρόπων» που δεν επιλύει τα αναβράζοντα προβλήματα είναι μεν μυωπική, βασίζεται δε σε μια πραγματική απώλεια των κοινωνιών αυτών: στην απώλεια της πεποίθησης ότι η διεύρυνση της δημοκρατικής συνθήκης είναι δυνατή με, παρά χωρίς, τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της υπαρκτής κοινωνικής ζωής και του πολιτικού, όπως έχει υποστηρίξει η Σαντάλ Μουφ.
Εξαρχής, στις συνθήκες της ιστορικής της γένεσης, την ίδια δεκαετία (του ’70) που ο νεοφιλελευθερισμός ξεκινούσε τη σταυροφορία που θα άλλαζε τον κόσμο, η πολιτική ορθότητα ενείχε έναν εκ γενετής δυισμό: από τη μια πλευρά υπήρξε διεκδίκηση προοδευτικών κοινωνικών αγώνων, ενώ, από την άλλη, υπήρξε το χαλί κάτω απ’ το οποίο θα θάβονταν οι ουσιαστικές διεκδικήσεις κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η διττή αυτή λειτουργία της πολιτικής ορθότητας δεν ξεπεράστηκε ποτέ και ενδεχομένως να αναδειχτεί στο αίτιο θανάτου της ή, ορθότερα (πάλι sic), στο κίνητρο δολοφονίας της από κοινωνικές συνθήκες που σαφώς υπερβαίνουν τις δυνατότητες που της απέδωσε ο μεταμοντερνισμός της χτεσινής, βαθιάς νύχτας μας.
Η Άντζελα Δημητρακάκη είναι ιστορικός Τέχνης και συγγραφέας.
Πριν από λίγες μέρες έγινε γνωστό ότι τα ωραία κορίτσια της Φόρμουλα 1, τα λεγόμενα «grid girls», αποσύρονται από τους αγώνες λόγω «σεξιστικής εμφάνισης», ενώ τα γυμνά μέρη στους πίνακες του Σίλε καλύπτονται με ταινίες στον σταθμό του Λονδίνου. Και αυτά είναι μόνο ελάχιστα εξωφρενικά παραδείγματα από το νεοσυντηρητικό σύμπαν που έχει διαμορφώσει ήδη η δικτατορία του πολιτικώς ορθού.
Η τρέλα της ορθής διατύπωσης που ξεκίνησε από τα αμερικανικά πανεπιστήμια τη δεκαετία του ’90, κυρίως από τις αριστερίστικες οργανώσεις και τις φεμινιστικές τάσεις που απαγόρευσαν συλλήβδην οτιδήποτε θα μπορούσε να θίγει τις γυναίκες και τις μειονότητες, κατέληξε να γίνει modus vivendi και μαζί modus operandi: σταδιακά άλλαξαν οι στίχοι στα τραγούδια −ποιος θα έγραφε σήμερα στίχους όπως «Γύφτισσα τον εβύζαξε γι’ αυτό έχει φτερά, έρωτας τον επείραξε, γι’ αυτό όλο γελά»−, βγήκαν οι βρισιές από τα σίριαλ, εξαφανίστηκαν τα τσιγάρα από τα τασάκια και τα πλάνα, καταργήθηκαν τα γλωσσόφιλα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα διασκεδαστικό βιβλιαράκι που είχε κυκλοφορήσει πριν από λίγα χρόνια στα ελληνικά, «Η βιομηχανία του σεξ και του τηγανητού ψαριού», που περιλάμβανε κάθε λογής σεξουαλική διαστροφή σε ένα κρεσέντο αντι-πολιτικώς ορθού, από έναν Γάλλο συγγραφέα του εργαζόταν σε εκδοτικούς οίκους και γνώριζε από πρώτο χέρι τι σημαίνει λογοκρισία − εκτός από πνευματικά δικαιώματα. Η πολλή επιβολή δημιουργεί μονάχα παράνοια.
Η τρέλα της ορθής διατύπωσης που ξεκίνησε από τα αμερικανικά πανεπιστήμια τη δεκαετία του ’90 κατέληξε να γίνει modus vivendi και μαζί modus operandi: σταδιακά άλλαξαν οι στίχοι στα τραγούδια, βγήκαν οι βρισιές από τα σίριαλ, εξαφανίστηκαν τα τσιγάρα από τα τασάκια και τα πλάνα, καταργήθηκαν τα γλωσσόφιλα.
Τα ίδια έγιναν και εδώ, όπου η «βουλευτής» έγινε στα κείμενα «βουλεύτρια» και τα «Ελγίνεια» λέγονται πλέον «Μάρμαρα». Τα άρθρα στις εφημερίδες άρχισαν σταδιακά να είναι τόσο καθαρά όσο και το εργαστήριο του δόκτορα Καλιγκάρι προτού δημιουργήσει τον δαίμονα Τσέζαρε. Ο δημόσιος λόγος, σε αντίθεση με τα κοινωνικά δίκτυα, μοιάζει με αποστειρωμένο εσώρουχο − σε λίγο θα ποινικοποιήσουν ακόμα και το φλερτ.
Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να διανοηθείς πια να πεις ότι σου αρέσει το κυνήγι (θυμάμαι ένα ωραίο επεισόδιο με τον Μπουρντέν, τον κατεξοχήν εχθρό του πολιτικώς ορθού, να αποθεώνει το κυνήγι, τρώγοντας απαγορευμένα πιάτα σε μια αίθουσα γεμάτη από βαλσαμωμένα ζώα).
Σε κάθε περίπτωση, το πολιτικώς ορθό, εκτός του ότι έχει κανονικοποιήσει τις συμπεριφορές και τον λόγο, έχει δημιουργήσει τέρατα: απόδειξη η εκλογή του Τραμπ, του κατεξοχήν εκπροσώπου του αντι-πολιτικώς ορθού στην εξουσία και του κάθε ακραίου πολιτικού στην Ευρώπη.
Η Τίνα Μανδηλαρά είναι δημοσιογράφος.
Ας διευκρινίσουμε κατ’ αρχήν τι εννοούμε με τον όρο «πολιτική ορθότητα» (ή «ευπρέπεια»). Υποθέτω εννοούμε τον όρο με τη σύγχρονη σημασία του, αυτήν που απέκτησε από τη δεκαετία του 1970 και εξής στις ΗΠΑ. Πρόκειται για πρακτική «εξάλειψης» από το δημόσιο λόγο διακρίσεων που σχετίζονται με την εθνότητα, το φύλο, τη σεξουαλική κλίση ή προτίμηση, τη φυσική εμφάνιση. Αυτή η πολιτική ορθότητα έχει τις καταβολές της στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό.
Πάρτε τώρα μιαν άλλη περίπτωση: στην Ελλάδα είναι πολιτικώς ορθόν να χρησιμοποιούνται οι όροι «Σκόπια», «FYRoM», «σλαβομακεδόνας» κ.λπ. Αυτή η πολιτική ορθότητα έχει τις καταβολές της στον εθνικισμό ή, ευρύτερα, στον πολιτισμικό συντηρητισμό. Ο Βίκτωρ Κλέμπερερ έχει περιγράψει ένα από τα πιο ακραία κινήματα «πολιτικής ορθότητας» στην ιστορία της γερμανικής γλώσσας, τη «γλώσσα του Τρίτου Ράιχ». Ας περιοριστούμε στην πρώτη έννοια, του πολιτισμικού φιλελευθερισμού.
Η πολιτική ορθότητα γίνεται αντιληπτή κυρίως ως πρακτική διόρθωσης στη γλώσσα. Εδώ πρέπει να καταλάβουμε δυο πράγματα: πρώτον, τι είναι η ρύθμιση της γλώσσας και, δεύτερον, το φαινόμενο της γλωσσικής δεικτικότητας (indexicality).
Για παράδειγμα, ο Ντόναλντ Τραμπ συστήθηκε ως πολέμιος της πολιτικής ορθότητας, όμως ο ίδιος και η κυβέρνησή του δεν διστάζουν τώρα να προτείνουν αρκετές «πολιτικώς ορθές» εκφράσεις, όπως «weather extremes» αντί για «κλιματική αλλαγή». Το επιτελείο του επικαλείται «alternative facts» για να δικαιολογήσει τέτοιες χρήσεις της γλώσσας.
Πρακτικές ρύθμισης της γλώσσας, στις οποίες ανήκει η πρακτική της πολιτικής ορθότητας, είναι εκείνες οι πρακτικές διόρθωσης που συμμορφώνονται με οδηγίες του τύπου: μη λες αυτό, λέγε εκείνο. Αυτές οι πρακτικές διόρθωσης επικαλούνται διακρίσεις όπως «λάθος/σωστό», «ανάρμοστο/αρμόζον», «άπρεπο/πρέπον» κ.λπ. Δηλαδή, μη λες αυτό (που είναι λάθος/ανάρμοστο/άπρεπο), λέγε εκείνο (που είναι το σωστό/αρμόζον/πρέπον).
Οι πρακτικές διόρθωσης συνήθως εμφορούνται από ένα παιδαγωγικό πνεύμα και καμιά φορά κατορθώνουν να γίνουν μαζικές. Σε κάποιες περιπτώσεις, επιφέρουν αλλαγές στη γλώσσα που κληροδοτούνται σε μια επόμενη γενιά ομιλητών.
Η δεικτικότητα τώρα. Όλες οι γλώσσες περιέχουν εκφράσεις που δείχνουν σε πράγματα και πρόσωπα μιας περίστασης: «εγώ», «εσύ», «εδώ», «εκεί», «τώρα», «αύριο» κ.λπ. Οι προσφωνήσεις «κύριε» και «ρε συ» δείχνουν το είδος της κοινωνικής σχέσης που έχουμε μ’ ένα συνομιλητή.
Όμως, ο τρόπος που μιλάμε, μπορεί, άθελά μας, να δείχνει πολλά άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, λάθη του τύπου «ευήκοον ώτα» ή «συγκλινόντων απόψεων» μπορεί να δείχνουν, από τη σκοπιά του ομιλητή, προσπάθεια μίμησης ενός λόγιου ύφους και, από τη σκοπιά του ακροατή, ελλιπή κατάρτιση ή απαιδευσιά. Αμέσως καταδικάζουμε τον ομιλητή που κάνει τέτοια λάθη.
Η λέξη «πούστης» παραπέμπει, οπωσδήποτε, σε ορισμένη αντίληψη περί ομοφυλοφιλίας. Στη λέξη «επανδρώνω» θα μπορούσε να λανθάνει κάποια αντίληψη αντρικής κυριαρχίας. Όταν βρίζουμε κυρίως, γινόμαστε politically incorrect. Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίζει «son of a bitch» έναν αφροαμερικανό παίκτη του NBA εκφράζει ταυτοχρόνως μιαν εθνικιστική προϊδέαση (για τους αφροαμερικανούς) και μια σεξιστική στάση (προς όλες τις μητέρες όλων των Colin Kaepernick). Σχεδόν τίποτε απ’ όσα λέμε δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερο.
Η πολιτική ορθότητα λοιπόν είναι μια πρακτική ρύθμισης της γλώσσας με την οποία επιχειρείται να γίνει συνειδητή η δεικτικότητα των εκφράσεων που χρησιμοποιούμε και να στραφεί προς άλλες, περισσότερο αποδεκτές («σωστές, αρμόζουσες, πρέπουσες») σημασίες. Λέγε «ομοφυλόφιλος», όχι «πούστης», «αφροαμερικάνος», όχι «νέγρος», «κοσμητόρισσα» και όχι «κοσμήτωρ» κ.λπ. Με ρωτάτε τι είναι τελικά η πολιτική ορθότητα. H πολιτική ορθότητα, πριν γίνει συλλογική εμμονή, είναι μια προσπάθεια μέσω της διόρθωσης της γλώσσας ν’ αποκτήσουμε συνείδηση αυτών που λέμε.
Ακριβώς επειδή η γλώσσα, μέσω της δεικτικότητάς της, παραπέμπει σε διαφορετικές αντιλήψεις, όχι για την ίδια τη γλώσσα αλλά για πρόσωπα και πράγματα του κοινωνικού μας βίου, θα υπάρχει πάντα η ένταση που δημιουργεί κάθε περιορισμός στο λόγο: είναι περιορισμός που αποσκοπεί στην εξάλειψη των διακρίσεων ή περιορισμός στην ελευθερία του λόγου που δεν γνωρίζει περιορισμούς;
Η πολιτική ορθότητα είναι, ας το πούμε έτσι, ένα πεδίο στο οποίο συγκρούονται διαφορετικές τάξεις λόγου. Διαφορετικές ομάδες προτείνουν η καθεμιά τους δικούς της «ορθούς» όρους. Συχνά, ως πολέμιοι της πολιτικής ορθότητας εμφανίζονται όσοι απλώς υιοθετούν διαφορετική πολιτική σκοπιά.
Για παράδειγμα, ο Ντόναλντ Τραμπ συστήθηκε ως πολέμιος της πολιτικής ορθότητας, όμως ο ίδιος και η κυβέρνησή του δεν διστάζουν τώρα να προτείνουν αρκετές «πολιτικώς ορθές» εκφράσεις, όπως «weather extremes» αντί για «κλιματική αλλαγή». Το επιτελείο του επικαλείται «alternative facts» για να δικαιολογήσει τέτοιες χρήσεις της γλώσσας.
Στα καθ’ ημάς –και μιλώ ως πολίτης, όχι ως γλωσσολόγος–, δεν βλέπω σε τι θα έβλαπτε μια ήπια πολιτική ορθότητα, με καταβολές στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό, χωρίς υπερβολές και ακρότητες. Θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση του ήθους και της ευγένειας στο δημόσιο λόγο.
Στην πολιτική ορθότητα που έχει τις καταβολές της στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό αντιπαρατίθεται συχνά το υποτιθέμενο ντόμπρο και σταράτο ύφος της ακροδεξιάς ή της «εναλλακτικής δεξιάς» (alt-right): αυτοί ισχυρίζονται ότι λένε τα πράγματα όπως είναι, «με το όνομά τους». Μια τέτοια σύγκρουση εξελίσσεται τώρα στ’ αμερικάνικα αγγλικά. Αλλά και εδώ, είχα παρατηρήσει παλιότερα ότι ο Αντώνης Σαμαράς προσπάθησε να καθιερώσει ένα τέτοιο ύφος («Το πρότυπο της αλήθειας», To Βήμα 10.10.2010). Προσέξτε τώρα τον Άδωνη Γεωργιάδη. Αλλά και τον Παύλο Πολάκη.
Στα καθ’ ημάς –και μιλώ ως πολίτης, όχι ως γλωσσολόγος–, δεν βλέπω σε τι θα έβλαπτε μια ήπια πολιτική ορθότητα, με καταβολές στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό, χωρίς υπερβολές και ακρότητες. Θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση του ήθους και της ευγένειας στο δημόσιο λόγο. Δεν είναι κακό οι δημοσιογράφοι να έχουν επίγνωση της σημασιολογικής φόρτισης εκφράσεων όπως «λαθρομετανάστης», «γύφτος», «αλλοδαπός κακοποιός» κ.λπ. Δεν κατάλαβα σε τι ενόχλησε ο «Οδηγός χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας στα διοικητικά έγγραφα» του υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Μαθαίνω ότι και η Βουλή ετοιμάζει παρόμοιο Οδηγό. Η γλωσσολόγος Πετρούλα Τσοκαλίδου είχε εκδώσει παλιότερα έναν «Οδηγό μη-σεξιστικής γλώσσας για τον δημόσιο ελληνικό λόγο» (Το φύλο της γλώσσας, 1996). Βασιζόταν σε γλωσσικές πρακτικές που ήδη ακολουθούνται στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Και για να μη μιλάμε για πράγματα που δεν γνωρίζουμε, από την τεράστια βιβλιογραφία για την πολιτική ορθότητα θα πρότεινα γι’ αρχή δύο βιβλία που δεν ασκούν πολεμική: Verbal Hygiene της Deborah Cameron (1995) και Political Correctness του Geoffrey Hughes (2010).
Ο Σπύρος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας της Γλώσσας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε του ΕΚΠΑ.