Η κάθοδος στην κόλαση της ελληνικής επαρχίας αρχίζει σταδιακά από το «απέναντι» σπίτι. (Πάντα οι «απέναντι» διαφεντεύουν τη μοίρα και τη συμπεριφορά μας.)
Δύο δίδυμοι γέροι, μισόψυχοι («εμείς οι δύο έχουμε μια ψυχή, εξ ημισείας» λένε υπερήφανοι), δύο ομιλούντα κενοτάφια με πόδια και παντόφλες που περιφέρονται στο δίπατο σπίτι τους παρέα με τις φυλακισμένες γάτες και τα μισερά πτηνά τους, ζουν με τα μάτια τους καρφωμένα στα απέναντι παράθυρα.
Μέσα από το τηλεσκόπιό τους εισβάλλουμε στην επιβλητική οικία όπου κατοικεί η ευυπόληπτη και εξαιρετικά εύπορη οικογένεια Γαβριήλ, το αιώνιο αντικείμενο ηδονοβλεπτικής λύσσας και κριτικής των διδύμων.
Κι όσο περισσότερο εστιάζει το τηλεσκόπιο, τόσο περισσότερο αναδύεται η φρίκη που κρύβεται σε αυτόν τον ανατριχιαστικό μικρόκοσμο. Εκεί όπου τα ανάπηρα παιδιά θεωρούνται κατάρα και ντροπή και οι γονείς τους εύχονται τον αφανισμό τους.
Οι εύστοχες, γλαφυρές ερμηνείες του θιάσου συνιστούν ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της παράστασης, αποδίδοντας την πολυπλοκότητα των ηρώων του Μάτεσι και αναδεικνύοντας το αναπόφευκτο αδιέξοδο στο οποίο οι τελευταίοι οδηγούνται λόγω της διπλής τους υπόστασης ως θυμάτων και θυτών.
Εκεί όπου η «απροσεξία» του κυρίου πρέπει να αποσιωπηθεί πάση θυσία και το ανεπιθύμητο, «αμαρτωλό» μωρό πρέπει να θανατωθεί πάνω στη γέννα για να μην εκθέσει τα αφεντικά με την άφιξή του.
Το έγκλημα της βρεφοκτονίας θα διαπραχθεί, μάλιστα, από τον αφοσιωμένο, αυτόκλητο «αρχάγγελο εντολοδόχο», τον αμόλυντο ευνούχο υπηρέτη που κάνει το παν για να αποδεικνύει ολημερίς την αγιότητά του, φροντίζοντας ανελλιπώς να ενημερώνει τους πάντες για τα αμαρτήματα των άλλων.
Εκεί όπου τηρούνται πάντα τα προσχήματα, με οποιοδήποτε τίμημα, με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να κλείσει κανείς τη σαλεμένη κόρη του σε μοναστήρι για να γλιτώσει τα έξοδα του φρενοκομείου.
Όλα τα καντήλια των αγίων, όλα τα εικονίσματα, όλα τα λιβανιστήρια και οι πληρωμένες «ιδιωτικές» λειτουργίες δεν αρκούν για να καλύψουν τη δυσωδία που πνίγει τον οίκο των Γαβριήλ.
Μια ετοιμόγεννη κοπέλα –σύζυγος του υιού και ερωμένη του πατέρα–σφαδάζει σαν δαιμονισμένη στο κέντρο της πλατείας, ενώ όλοι μασουλάνε την κυριακάτικη πάστα τους στα γύρω ζαχαροπλαστεία.
«Καλέ αυτό είναι αίσχος, πού είναι η Χωροφυλακή;» αναφωνεί σοκαρισμένη μια νοικοκυρά που νιώθει προσβεβλημένη από το απρόσμενο θέαμα ακραίας ανθρώπινης οδύνης.
Ανθρωποφαγία, υποκρισία, μοχθηρία, αυτή είναι η πραγματική κόλαση, όπως τη ζωντανεύει με ανελέητη ένταση ο Μάτεσις στον Μύρτο.
Μια κοινωνία που εξοντώνει τους αθώους, που εξορίζει τους ανάπηρους, που στέλνει τους γέρους στο «γεροντόρεμα» (αν κι έχει ατονήσει αυτό το έθιμο κάπως), που ευνουχίζει τους ομοφυλόφιλους, που τιμωρεί τις γυναίκες, που θάβει τα ανομήματά της στο χώμα και μετά θυμιατίζει πάνω από τον λάκκο για να κρύψει την αποφορά τους.
Οι στερημένοι, οι σεξουαλικά πεινασμένοι, οι ψευδευλαβείς, οι μισόψυχοι, οι δειλοί, έχουν τον πρώτο λόγο και ορίζουν τις ζωές των άλλων, αντλώντας απροσμέτρητη ηδονή από τις συμφορές τους.
Οι πιο δυνατοί, οι πιο τυχεροί, όσοι δεν αποτρελαθούν, τρέχουν να επιβιβαστούν στο πρώτο πλοίο που θα βρούνε στο λιμάνι και δεν γυρίζουν πίσω ποτέ.
«Και σκέφτηκε (πρώτη του φορά σκέφτηκε): θα με ρωτάνε, αληθεύουν τα όσα διηγούμαι στον κόσμο; Πώς τα έχω δει χωρίς να συμμετέχουν τα μάτια μου;» αναρωτιέται ο Μύρτος, το οχτάχρονο αγόρι που ξυπνάει από τον οχτάχρονο ύπνο του στο τέλος του βιβλίου.
Και ίσως αυτή η απορία να αντικατοπτρίζει την αγωνία του συγγραφέα που φοβάται τη δυσπιστία των αναγνωστών του απέναντι σε όλα τα τρομερά που καταθέτει, την αλήθεια των οποίων έχει γνωρίσει βαθιά στη ζωή του.
Αν και περιορισμένων σκηνικών δυνατοτήτων, η αίθουσα του Δώματος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου υπηρέτησε, στην παράσταση της ομάδας 4Frontal, αυτήν ακριβώς την αίσθηση: της ασφυξίας, της ψυχικής στενότητας και της αναπόφευκτης γειτνίασης με το «κακό» που συμβαίνει κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη μας.
Δεν έχουν άδικο που εκτονώνονται μουντζώνοντάς μας οι ηθοποιοί, εφόσον εμείς εδώ καλούμαστε να παίξουμε τον ρόλο των «παρείσακτων», των αδηφάγων επικριτών, των περίεργων που τρέφονται από το «θέαμα» της ανθρώπινης πτώσης, κοιτάζοντας με τα χέρια σταυρωμένα.
Η δραματουργική επεξεργασία του μυθιστορήματος (από τον σκηνοθέτη Θανάση Ζερίτη και τη συνεργάτιδά του Νεφέλη Μαϊστράλη) μας παρέδωσε ένα σφιχτό, καλοδουλεμένο κείμενο παράστασης που συνοργάνωσε αρμονικά τα αφηγηματικά και διαλογικά μέρη σε ένα εύρυθμο σύνολο καταιγιστικής δράσης.
Δεν είναι μόνον ότι οι μεταβάσεις επιτυγχάνονται αβίαστα, είναι ταυτόχρονα ότι πολλά από τα επεισόδια θα μπορούσαν να σταθούν αυτόνομα, σαν μικρά μονόπρακτα – τόσο άρτια δομημένα είναι.
Εξαιρετικές οι σκηνές βίας και σεξ, ενώ ειδικότερα οι δεύτερες συλλαμβάνουν, θεωρώ, το διττό ματεσιανό πνεύμα ειρωνείας και λαχτάρας, γελοιότητας και λαγνείας τόσο του υποκειμένου όσο και του αντικειμένου της παρατήρησης, τόσο του «ηδονοβλεψία» συγγραφέα ή ήρωα όσο και του αναγνώστη.
Οι εύστοχες, γλαφυρές ερμηνείες του θιάσου συνιστούν ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της παράστασης, αποδίδοντας την πολυπλοκότητα των ηρώων του Μάτεσι και αναδεικνύοντας το αναπόφευκτο αδιέξοδο στο οποίο οι τελευταίοι οδηγούνται λόγω της διπλής τους υπόστασης ως θυμάτων και θυτών.
Αν και οι τρεις νεαροί άνδρες ηθοποιοί της ομάδας (Σταύρος Γιαννουλάδης, Γιώργος Κισσανδράκης, Χάρης Κρεμμύδας) κερδίζουν το ενδιαφέρον του θεατή, αυτές που εντυπωσιάζουν πραγματικά με το σφρίγος και την ευαισθησία τους είναι οι δύο γυναίκες: η Ευαγγελία Καρακατσάνη, τρομερή μητριάρχης των Γαβριήλ που κινεί με αστική δολιότητα τα νήματα, ενώ κάνει το παν για να διατηρήσει τη μάσκα της υπεροχής ανέπαφη στο πρόσωπό της, ακόμα κι όταν όλα γύρω της ή μέσα της καταρρέουν, και η Χριστίνα Γαρμπή, πλανεύτρα και πλανεμένη Μαρίνα, η νεαρή γυναίκα που ανακαλύπτει τη δύναμή της μόνο και μόνο για να την απολέσει με τον πιο τραγικό τρόπο σε αυτή την κοινωνία των ανδρών.
Αν η παράσταση υστερεί σε κάτι, αυτό είναι η αδυναμία της να αποδώσει τις δράσεις και τα νοήματα με λιγότερο «κυριολεκτική» διάθεση.
Θα μπορούσαν, δηλαδή, οι συντελεστές να πειραματιστούν περισσότερο με την όψη και τον φωτισμό, να μεταδώσουν τα συναισθήματα και τις σχέσεις των ηρώων οπτικοποιώντας τη δύναμη του περιβάλλοντος, ενισχύοντας τον παλμό της ατμόσφαιρας, την ευγλωττία των εικόνων. Δεν αρκούν οι μινιατούρες-δωμάτια που βγαίνουν από τους κύβους του σκηνικού για να ερεθίσουν τη φαντασία του θεατή.
Αντιθέτως, η σκηνή της ταφής του μωρού στο χωράφι, που εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου στο σκοτάδι με μια κάφτρα τσιγάρου ως μοναδική εστία φωτός και το πόδι του ηθοποιού να σέρνεται με εμμονή στο πάτωμα, σαν φτυάρι που σκάβει, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα για περαιτέρω παρόμοιες αναζητήσεις που θα εκτόξευαν την παράσταση στο επόμενο επίπεδο.
Info:
Παύλος Μάτεσις
Μύρτος
Σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης
Δραματουργική επεξεργασία: Νεφέλη Μαϊστράλη, Θανάσης Ζερίτης
Σκηνικά - Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Πρωταγωνιστούν: Σταύρος Γιαννουλάδης, Γιώργος Κισσανδράκης, Χριστίνα Γαρμπή, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Χάρης Κρεμμύδας, Νεφέλη Μαϊστράλη
ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Δώμα
Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Φιξ, 210 9212900
Τετ.-Σάβ. 21:15, Κυρ. 19:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO