Οι μαθητές των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων εξακολουθούν να προηγούνται κατά δύο εκπαιδευτικά έτη, σύμφωνα με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τον διαγωνισμό PISA 2018.
Ειδικότερα, στα τρία βασικά πεδία (γλωσσικές, μαθηματικές και επιστημονικές δεξιότητες), ενώ ο μέσος όρος τόσο του γενικού πληθυσμού των Ελλήνων μαθητών όσο και των μαθητών δημοσίων σχολείων είναι χαμηλότερος από τους αντίστοιχους μέσους όρους του ΟΟΣΑ, οι μαθητές των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων πέτυχαν σε όλα υψηλότερες βαθμολογίες από το μέσο όρο όλων των ιδιωτικών σχολείων.
«Μάλιστα, οι διαφορές στις επιδόσεις των μαθητών ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων είναι από τις μεγαλύτερες στις χώρες-μέλη του οργανισμού», επισημαίνει ο Σύνδεσμος Ιδιωτικών Σχολείων.
Όπως εξηγείται στην σχετική ανακοίνωση, μια διαφορά 30 μονάδων αντιστοιχεί σε ένα εκπαιδευτικό έτος περίπου, ενώ σε όλα τα αντικείμενα, η διαφορά ιδιωτικών-δημοσίων σχολείων στη χώρα μας είναι πάνω από 60 μονάδες, δηλαδή πάνω από δύο εκπαιδευτικά έτη. Συγκεκριμένα:
Την ίδια στιγμή, οι διαφορές στις επιδόσεις των μαθητών ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων είναι από τις μεγαλύτερες στις χώρες-μέλη του οργανισμού (3η θέση στις διαφορές στις γλωσσικές δεξιότητες, 2η στις μαθηματικές δεξιότητες και 3η στις Επιστήμες).
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι στην έρευνα του 2018 οι επιδόσεις ήταν σε απόλυτες τιμές πιο χαμηλές από εκείνες του 2015.
Είναι προφανές ότι αυτό οφείλεται στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην ιδιωτική εκπαίδευση την τριετία 2015-2017, σύμφωνα με τους οποίους απαγορεύτηκε η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων και επιβλήθηκαν περιορισμοί στη δυνατότητα διαμόρφωσης των προγραμμάτων τους, αναφέρει Σύνδεσμος Ιδιωτικών Σχολείων.
Και καταλήγει: «Οι αντιμεταρρυθμίσεις Μπαλτά-Κουράκη-Φίλη-Γαβρόγλου άσκησαν -και συνεχίζουν να ασκούν, αφού δεν έχει γίνει ακόμα κάποια κίνηση από την παρούσα κυβέρνηση για να διορθωθούν οι στρεβλώσεις- αναίτιους ρυθμιστικούς περιορισμούς στα σχολεία και περιορίζουν τα μέσα με τα οποία κατακτούν την ποιοτική τους διαφορά».