Οι διαφορετικές συνθήκες ιστορικής ύπαρξης των τμημάτων του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας καθόρισαν και τη διαφορετική μορφή που πήρε η έξοδος του ελληνικού πληθυσμού από τα δυτικά παράλια και την κεντρική Μικρασία αντίστοιχα (και, φυσικά, τον Πόντο). Η αιματηρή τραγωδία και ο βίαιος αφανισμός συνθέτουν τη μοίρα των Mικρασιατών Ελλήνων στις δυτικές περιοχές που βρέθηκαν μέσα στο θέατρο της πολεμικής αναμέτρησης της Ελλάδας με την Τουρκία και πλήρωσαν το φοβερό τίμημα, όπως εξιστορούν οι μαρτυρίες του πρώτου τόμου της Εξόδου.
Στο εσωτερικό η έξοδος πήρε άλλη μορφή. Μακριά από την κλαγγή των όπλων, περιχαρακωμένοι στην απομόνωσή τους, οι Έλληνες της κεντρικής Μικρασίας έζησαν από το 1914 και μετά την πικρή εμπειρία της ψυχολογικής βίας, των διωγμών και της εξορίας, συνταράχτηκαν από τον απόηχο των μεγάλων ελπίδων και των μεγάλων φόβων που έφερε η παρουσία του ελληνικού στρατού στα μικρασιατικά χώματα και τέλος γνώρισαν τον σπαραγμό του ξεριζωμού. Από τις επαρχίες της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας ο κόσμος έφυγε στην αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών – των Τούρκων της Ελλάδας και των Ελλήνων της Τουρκίας.
Αν το ελληνικό πεπρωμένο στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου έσβησε μέσα στη φωτιά και στο σίδερο, ο Ελληνισμός του εσωτερικού δεν πέρασε από «στόματος ρομφαίας». Η μετατόπιση προς το εσωτερικό υποκαθιστά στη θέση της αιματηρής τραγωδίας το σιωπηλό έπος του οργανωμένου ξεριζωμού, που βιώνεται με βαθύτερο σπαραγμό γιατί η χρονική του διάρκεια επιτρέπει την πληρέστερη συνειδητοποίηση, αν και όχι αναγκαστικά και την κατανόηση της οριστικής και αμετάκλητης μοίρας. Οι μαρτυρίες του δεύτερου τόμου της Εξόδου συνθέτουν το περιεχόμενο αυτού του έπους.
«Η διαρροή του ελληνικού στοιχείου από το Άκσεραϊ είχε αρχίσει προτού γίνει ακόμα η Ανταλλαγή. Επί Κεμάλ, όταν το Άκσεραϊ ήταν μουτεσαριφλίκι με μουτεσαρίφη τον Απτούλσετουλλάχ μπέη, ήρθε διαταγή από την Άγκυρα ότι μπορούν να φύγουν όσοι θέλουν έξω από τα σύνορα της Τουρκίας, φτάνει να μην έχουν στρατιωτικές υποχρεώσεις και εκκρεμότητες με τη Δικαιοσύνη. Πολύς κόσμος έφυγε τότε. Ο Απτούλσετουλλάχ μπέης φρόντισε για την προστασία τους από τις επιδρομές των τσέτηδων και κακοποιών στοιχείων.
Με έγγραφες οδηγίες στις κατά τόπους κρατικές αρχές, φρόντισε για τη διασφάλιση των περιουσιών και των αποσκευών τους. Έτσι έφτασαν σώοι και αβλαβείς στο Έρεγλι και επιβιβάστηκαν στο τρένο με προορισμό τη Μερσίνα. Όταν μάθαμε πως θα γίνει η Ανταλλαγή, η οικογένειά μου αισθάνθηκε χαρά και ανακούφιση, γιατί είχαμε διώξεις από την τούρκικη αστυνομία, ύστερα από συκοφαντίες εχθρών μας ότι ενισχύομε τον ελληνικό στρατό. Οι Τούρκοι, και του Άκσεραϊ και των γύρω τούρκικων χωριών που είχαμε συναλλαγές, δεν ήθελαν να φύγει ο ελληνισμός του Άκσεραϊ. Έκαναν ενέργειες, και στην Άγκυρα ακόμα, να μη φύγουμε. Είχαν την ανάγκη μας.
Εμείς κρατούσαμε το εμπόριο, την οικονομική ζωή του τόπου. Αυτοί δεν είχαν ιδέα από εμπορικές επιχειρήσεις, ήταν τσιφλικάδες. Περισσότερο επιθυμούσαν να μη φύγουμε οι Τούρκοι των γύρω χωριών. Τους εξυπηρετούσαμε. Τους κάναμε ένα σωρό ευκολίες. Τους πουλούσαμε εμπορεύματα επί πιστώσει, που εξοφλούσαν με τη συγκομιδή. Τους δίναμε δάνεια. Αλλά και στις τιμές των ειδών που αγόραζαν απ’ τα μαγαζιά μας εύρισκαν διαφορές. Εμείς πουλούσαμε φτηνότερα από τους Τούρκους εμπόρους. Κατά τις παραμονές της Ανταλλαγής ήρθε στο Άκσεραϊ δύο φορές η Μικτή Επιτροπή της Ανταλλαγής, με πρόεδρο τον Δανό Hilin, τον Έλληνα αντιπρόσωπο Ξενοφώντα Μαντανάκη και τον Τούρκο Χουσνή Ζεκί μπέη. Και τις δύο φορές φιλοξενήθηκαν σπίτι μας.
Την πρώτη φορά δύο μέρες, τη δεύτερη τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό τους επισκέφτηκαν Τούρκοι παράγοντες του Άκσεραϊ. Σχηματίστηκε Υποεπιτροπή Ανταλλαγής για την επίβλεψη της αναχώρησης των ανταλλάξιμων και την πληρωμή των μεταφορικών μέσων. Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο πατέρας μου Λεόντιος Λεοντόπουλος (Αρσλάν Αρσλάνογλου), αντιπρόεδρος ο φαρμακοποιός Ιωάννης Καπλάνογλου, γραμματεύς ο Νικόλαος Ρωμανίδης. Μέλη: ο Αλέξανδρος Μουράτογλου, ο Ιωάννης Νεβρένογλου και ο Ανανίας Λουκίδης.
Κάτω από την επίβλεψη της Επιτροπής λειτούργησε κανονικά το πρόγραμμα των ομαδικών αναχωρήσεων, με συνοδεία έφιππων χωροφυλάκων, με το σύστημα της παράδοσης των μετακινούμενων από σταθμό σε σταθμό, ώστε όλος ο ελληνικός πληθυσμός να φτάσει σώος στη Μερσίνα, με όλα τα κινητά περιουσιακά του στοιχεία. Έλληνας αντιπρόσωπος στη Μερσίνα ήταν ο Οικιάδης, που φρόντιζε για την επιβίβαση του κόσμου στα πλοία της Επιτροπής. Όσοι ήθελαν έφευγαν με δικά τους έξοδα, με πλοία διαφόρων εταιρειών, που έκαναν δρομολόγιο Μερσίνα-Πειραιά ή Θεσσαλονίκη. Η προετοιμασία για την αναχώρησή μας κράτησε πέντε έξι μέρες. Ετοιμάσαμε το γιούκια μας, τα μπαούλα μας, με ό,τι μπορούσαμε να μεταφέρουμε.
Κάθε μέρα είχαμε στο σπίτι συγκινήσεις. Μας επισκέπτονταν φιλικές και γνωστές μας τούρκικες οικογένειες και μας παρακαλούσαν κλαίγοντας να μη φύγουμε... Ξεκινήσαμε από το Άκσεραϊ δεκαεφτά αμάξια με πενήντα άτομα. Περάσαμε από το χωριό Αλάτζα που απέχει δύο ώρες από το Άκσεραϊ. Οι κάτοικοι του χωριού είναι Τάταροι που ήρθαν πρόσφυγες με τους ρωσοτουρκικούς πολέμους. Μας έκαναν σε όλους τραπέζι, επίσης και στους αμαξάδες, και δεν μας άφηναν να φύγουμε. Απ’ εκεί φτάσαμε στο Τας Πουρνάρ που απέχει τέσσερις ώρες από το Άκσεραϊ.
Εκεί μας προϋπάντησε ένας προύχοντας του τόπου, ο Χασάν Ζαdέ Μεχμέτ. Μείναμε εκεί, όπου μας φιλοξένησαν, και την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε μέσα σε κλάματα. Μας πρόσφεραν διάφορα τρόφιμα και μας συνόδεψαν ως το Αρίσαμε που απέχει μία ώρα απ’ το χωριό τους. Στο Αρίσαμε μας υποδέχτηκε ο πλουσιότερος του τόπου, ο Σερεφλί ογλού Χατζή Αλή, που μας έκανε το μεσημέρι το τραπέζι. Καθίσαμε εκεί τρεις ώρες, ξεκουραστήκαμε και βγήκαμε πάλι στον δρόμο. Στις 7 το βράδυ φτάσαμε στο χωριό Κουτβερέν.
Εκεί φιλοξενηθήκαμε στην καλοκαιρινή έπαυλη του Τοππάς Ζαdέ Χατζή Μεχμέτ μπέη, που μαζί του είχαμε συναλλαγές. Διατηρούσε αλευρόμυλο, όπου είχαμε τοποθετήσει έξι Έλληνες σαν τεχνίτες· ως την Ανταλλαγή έμεναν εκεί. Μας φιλοξένησε θερμά ο Χατζή Μεχμέτ μπέης και μας έλεγε όλο καλά λόγια. Την άλλη μέρα αναχωρήσαμε και κατά το βράδυ φτάσαμε στο Έρεγλι. Μείναμε δυο τρεις μέρες στο ξενοδοχείο του σταθμού, ώσπου να φορτωθούν οι αποσκευές όλου του κόσμου στο τρένο. Μπήκαμε στο τρένο, χωρίς να πληρώσουμε ναύλα, γιατί στο Έρεγλι πήραμε διαβατήριο της Ανταλλαγής. Φύγαμε από Έρεγλι στις 5 το απόγευμα.
Περάσαμε από το σταθμό Πουλκουρλί που απέχει 14-15 χιλιόμετρα, από δύο τρεις σταθμούς μικρούς που δε σταματήσαμε καθόλου και ύστερα φτάσαμε στο Ουλούκισλα. Νομίζω ότι απέχει από το Έρεγλι 45-47 χιλιόμετρα. Στο μεταξύ νύχτωσε και δε διακρίναμε τίποτα. Κοιμηθήκαμε κι όταν ξυπνήσαμε το πρωί, καταλάβαμε ότι φτάνουμε στα Άδανα. Έκανε ζέστη στο τρένο και ιδρώναμε. Κατά τις 11 π.μ. φτάσαμε στο σταθμό Γένιζε, που απέχει μία ώρα από τα Άδανα. Μείναμε εκεί μια ώρα περίπου, για ν’ αλλάξουμε μηχανή. Καθώς κατηφόριζε το τρένο προς τη Μερσίνα, βλέπουμε από μακριά να πρασινίζει κάτι, σαν λίμνη. Ρωτάμε:-Τι είναι αυτό; -Η θάλασσα, λένε. Πρώτη φορά βλέπαμε θάλασσα, και μας φαινόταν περίεργο…»
«Ένα χρόνο σχεδόν πριν, από το Σεπτέμβρη του 1923, διαδόθηκε ότι θα γίνει Ανταλλαγή και θα πάμε στην Ελλάδα. Θυμάμαι τότε οι Τούρκοι έκαναν κατάσχεση τα αμπέλια των Γκελβεριωτών που έλειπαν στην ξενιτιά, αγόρασαν μάλιστα σε δημοπρασία μια ποσότητα σταφύλια. Οι περισσότεροι χαρήκαμε γιατί θα ερχόμαστε στη “Μητέρα” Ελλάδα: Ήμασταν, βλέπεις, νέοι τότε… Μερικοί όμως από τους γεροντότερους δεν ήθελαν να φύγουν, προτιμούσαν να μείνουν.
Πάντως διαδίδονταν ότι εκεί που θα πάμε θα πάρουμε αποζημίωση, και μάλιστα μεγαλύτερης αξίας από τα χρήματα που εγκαταλείπαμε. Τρεις τέσσερις μήνες –δεν θυμάμαι καλά− πριν από την Ανταλλαγή, ήρθε από την Ελλάδα μα επιτροπή και εγκαταστάθηκε στη Νίγδη. Επιτροπή από Γκελβεριώτες πήγε εκεί, για να συνεννοηθούν για τα καθέκαστα. Συστήθηκε τότε στο Γκέλβερι Εκτιμητική Επιτροπή και έκανε απογραφή των κατοίκων και της ακίνητης περιουσίας τους.
Στην Εκτιμητική Επιτροπή ήταν και εσνάφηδες, άνθρωποι του λαού (αγγειοπλάστες, μπακάληδες, σιδεράδες) και προύχοντες. Στην καταγραφή των περιουσιών εκτιμήθηκαν αυτές κατά περιοχές: δηλαδή σε μία περιοχή π.χ. Γκέρdιτς μπαγλαρί (αμπέλια του Γκέρdιτς), ή σε άλλη, Γκöλλέρ ταρλαλαρί (χωράφια του Γκöλλέρ), είχαν χτήματα και φτωχοί και πλούσιοι έλεγε η Επιτροπή: «Τόσα στρέμματα έχεις, προς τόσο το στρέμμα, τόσες λίρες». Έδινε στους δικαιούχους αποδεικτικά, που με βάση αυτά θα έπαιρναν αποζημίωση. Έτσι, ούτε οι φτωχοί αδικήθηκαν, ούτε οι πλούσιοι ευνοήθηκαν.
Το μεταξύ, δύο μήνες πριν από την Ανταλλαγή μάθαμε πως έρχονται Τούρκοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, από τα μέρη της Κοζάνης. Συστήθηκε αμέσως μία επιτροπή και πήγε στον νομάρχη, στο Άξεραϊ, τον παρακάλεσε, προτού έρθουν οι πρόσφυγες στο Γκέλβερι, να τους ειδοποιήσει λίγες μέρες πιο μπροστά. Συνεδρίασε η Επιτροπή και αποφάσισε να αδειάσει τα σπίτια μιας ελληνικής συνοικίας του χωριού (που βρισκόταν κάπως παράμερα, της Χογιαλάρ: τους κατοίκους τούς εγκατέστησε σε ελληνικά σπίτια άλλων συνοικιών.
Αυτό έγινε για να εντοπιστούν οι Τούρκοι πρόσφυγες σε μία γειτονιά, για να μην μπερδευτούν με τους Έλληνες). Η Επιτροπή οργάνωσε με δική της πρωτοβουλία, χωρίς να πεισθεί από τις τούρκικες αρχές, συσσίτιο μία φορά τη μέρα για τους Τούρκους πρόσφυγες, τους έδινε επίσης και ψωμί. Ζήλεψαν οι ντόπιοι Τούρκοι, έκαναν κι αυτοί συσσίτιο. Ήταν όμως φτωχοί και φτωχό το συσσίτιό τους, ούτε βούτυρο μπορούσαν να βάλουν στο δικό τους ούτε κρέας. Γι’ αυτό δυσαρέστησαν τους ντόπιους. Πήγαν να πνίξουν τον Μουσά εφέντη Οdαμπάσογλου, τον πρόεδρο της τούρκικης επιτροπής. Η αστυνομία φυλάκισε τους πρωταίους, εμείς μεσολαβήσαμε και τους λευτερώσαμε».
«Στο χωριό μας είχαμε ησυχία. Ήταν Αύγουστος του ’22 τότε που έγινε η Καταστροφή της Μικρασίας∙ όπου μάθαμε πως ήρθ’ ένα γράμμα στον παπά κλεισμένο σ’ ένα τενεκεδάκι κι είπανε πως θ’ ανοιχτεί σε δύο μέρες και σα θα διαβάσουν, θα δουν τι θα γίνει. Το άνοιξαν σε κρυφό χώρο μαζί με τη χωροφυλακή∙ έλεγε να πισοχωρούμε και να φύγει η χωροφυλακή από το χωριό. Τη δεύτερη μέρα είδαμε μια περίεργη κίνηση, γιατί είχαν επιτάξει το σχολείο που ήταν απέναντί μας. Μάζευαν τα πράματά τους∙ δεν ξέραμε τι συμβαίνει και τι είναι. Ένας γνωστός χωροφύλακας του θείου μου μάς είπε πολύ εμπιστευτικά –και να μη το πούμε καμιανού− πως ως το μεσημέρι θα φύγουνε.
Οι χωροφύλακες πήγαν στο Τουρκομαχαλά∙ κλείσαν πόρτες και παράθυρα και δεν άφηναν κανένα Τούρκο να βγει όξω. Επίταξαν και τα ζα τους, για να φορτώσουν τα πράματά τους. Σαν έφυγε η χωροφυλακή και μαθεύτηκε, αναστατώθηκε το χωριό. Βγήκε ο νωματάρχης και φώναξε: “Δε θα φύγετε, για σας δεν έχει τίποτα”. “Τι; εσείς φεύγετε κι εμείς θα μείνουμε;”. Και πήραμε κι εμείς το δρόμο. Άλλοι με κάρα, άλλοι με ζα, άλλοι με τα πόδια. Πήγαμε στη Μαγνησιά.
Όλος ο κόσμος είχε βγει στο δρόμο∙ ο δρόμος ήταν γεμάτος. Αν δεν φεύγαμε, θα μας πετσόκοβαν. Όπως περπατούσαμε, ένας γνωστός μας Τούρκος πήγαινε με το κάρο του στη Μαγνησιά και μας λέει: «Μπείτε στο κάρο!». Ήμασταν δυο ξαδερφάδες, η μάνα μου κι εγώ. Γειτόνοι ήμασταν, τ’ αμπέλια μας ήτανε κοντά. Ήταν πολύ φοβισμένος κι ήρθε κοντά μου και μού ’πε: “Να χαρείς, Σαρούλα, πες μου τι συμβαίνει; Γιατί είν’ όλος ο κόσμος στο δρόμο;”. Τότες του είπα: “Παππού-Μεμέτ, αυτό που ξέρω θα σου πω, έρχεται πολύς στρατός στο χωριό μας και γι’ αυτό φεύγουμε”. Τότες αναστέναξε κι είπε: “Βάι, τι θα γίνουμε!”. Δεν του ’πα την αλήθεια γιατί μπορούσε να το πει και σ’ άλλους. Λοιπόν εμείς κατεβήκαμε στο Χαμιντιέ∙ είχαμε συγγενείς και κουμπάρους...»
«Πριν φύγομε στρώσαμε ένα μεγάλο τραπέζι το πρωί, για να φάμε όλοι μαζί οι συγγενικές οικογένειες που απομείναμε. Οι χανούμισσες μας χαιρετούσαν κλαίγοντας. Μετά πήγα με τον αδερφό μου στο αμπέλι μου κι ήπιαμε για τελευταία φορά νερό. Εγώ έκλαιγα και ο αδερφός μου μού είπε να μην στεναχωριέμαι γιατί κι εκεί που θα πάμε κάτι θα βρούμε. Ακόμη θυμάμαι το αμπέλι μου, δίπλα στα χωράφια μου και τον κήπο. Ήταν τόσο καθαρά! Σαν σκουπισμένα. Όποιος περνούσε απ’ το δρόμο στεκόταν και το καμάρωνε.
Αφήσαμε το τραπέζι μας όπως ήταν μετά το φαγητό για να φύγουμε. Τι να κάνομε; Να τα παίρναμε μαζί μας; Είχαμε ένα άλογο κι ένα σκυλάκι – Καρσί Καγιά το λέγαμε. Ο αδερφός μου σκέφτηκε να τα δώσει σε έναν Τούρκο. Τι να κάνομε; Να τα πουλούσαμε; Ποιος να τ’ αγοράσει; Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, δίνει τα ζώα στον Τούρκο και ξεκινάμε. Πιστεύεις, παιδί μου, πως τα μάτια του αλόγου έτρεχαν; Σαν άνθρωπος έκανε, έτρεχε πίσω από τον αδερφό μου, και το σκυλί μας. Τρεις άντρες συγκράτησαν το ζώο να μη μας ακολουθήσει».
«Αυγούστου 15 έβγαλε η Επιτροπή λόγο στην εκκλησία. Η Επιτροπή ήτανε από την Ελλάδα. Είπανε να μαζευτούμε, να μαζέψουμε τα πράγματά μας, ούτε ένας Χριστιανός δεν θα μείνει στο χωριό. Τα πράγματά μας είχαμε στείλει στην Πόλη, εκεί που είχαμε τον άντρα μας, το γιο μας. Μόνο τα πράγματα για το δρόμο είχαμε κρατήσει. Τα βιβλία που είχα στο σπίτι τα κάψαμε, γιατί είπανε: “Στο δρόμο που θα πάτε δεν ξέρετε τι θα σας συμβεί, καλύτερα να μην τα έχετε μαζί σας”. Ανάψαμε στο τανdούρι (μικρό τραπέζι που από κάτω είχε μαγκάλι) φωτιά και τα ρίξαμε. Μια βδομάδα καίγονταν, δεν παίρναν εύκολα φωτιά, σιγά σιγά καίγονταν».
«Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στη συνοικία της Αρμενίας. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς. Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε∙ πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένειά της, σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη.
Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που ύστερα από λίγες μέρες μας πήρε ο πατέρας μου όλους, εκτός από τον παππού και τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήταν διάφορα κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ∙ περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στο δρόμο που ήταν κοντά στην παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαργιακλί. Από το δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω∙ θα έχω τη φοβερή εικόνα, που αντίκρισα μπροστά μου.
Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι∙ το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν πάρα κάτω, ήταν πεταμένα δύο ή τρία πτώματα.
Όλος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτιάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα∙ θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του δώσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν πάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Όταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε. «ΣΚΟΥΝΤΟΥΦΛΗΣΑ ΣΕ ΚΑΤΙ ΜΑΛΑΚΟ· ΜΠΑΖΩ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΑΝΑΨΕ ΚΙ ΑΛΛΟ ΣΠΙΡΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΕ ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ. ΣΤΟ ΤΡΕΜΑΜΕΝΟ ΦΩΣ ΕΙΔΑΜΕ ΜΕ ΦΡΙΚΗ ΟΤΙ ΕΙΧΑ ΣΚΟΥΝΤΟΥΦΛΗΣΕΙ Σ’ ΕΝΑ ΚΟΜΜΕΝΟ ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΠΑΡΑ ΚΑΤΩ ΕΙΔΑ ΦΕΥΓΑΛΕΑ ΕΝΑ ΠΤΩΜΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ. ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΜΕΣΑ ΕΚΕΙ ΜΑΚΕΛΕΙΟ».
Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο∙ στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε∙ βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό∙ μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα. Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαργιακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς∙ όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες.
Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα∙ οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε (σφαντώ=κάνω εντύπωση, φαντάζω) και την ντρόπιαζαν∙ φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους. Οι καβαλαραίοι μόνο που μας τρόμαξαν, αλλά οι Τσέτες κάναν τα εγκλήματα. Ωστόσο, όπως πηγαίναμε, ένας από τους καβαλαραίους ξέκοψε από τη σειρά του, στάθηκε μπροστά στη μητέρα μου και της είπε σε καθαρά ελληνικά: «τσερά, δώσε μου τα δαχτυλίδια σου». Ο πατέρας κρατούσε αγκαλιά την αδερφή μου κι ένα μπόγο∙ ό,τι άρπαξε φεύγοντας από το σπίτι. Η μητέρα μου από το ένα χέρι κρατούσε τον αδερφό μου, ενώ στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μπόγο στηρίζοντάς τον στην πλάτη της, κι εγώ ένα μπόγο∙ πήγαινα κοντά στη μητέρα μου για να μη χαθούμε.
Έτσι σφάνταζαν τα δαχτυλίδια της μητέρας. Σταθήκαμε και η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Από την ταραχή της όμως και το φόβο της δεν μπορούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Τότε ο Τούρκος καβαλάρης, επειδή έχασε τη σειρά της, βιαζόταν κι ετοιμάστηκε να κόψει το δάχτυλο της μητέρας με την κάμα του. Ο πατέρας τότε σάλιωσε το δάχτυλο της κι έτσι έβγαλε τα δαχτυλίδια και τα δώσε στον εξαγριωμένο Τούρκο.
Ήταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιε και βογκούσε. Προχωρούσαμε όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό∙ από κει θα σωθούμε. Αλίμονο σ’ εμάς! Η ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού, χάθηκε. -Θεέ μου, λυπήσου μας, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε. Ο κόσμος τα ’χασε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν.
Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας∙ γυναίκες πολλές, μια σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι που ερχόνταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε».
«Κάποια στιγμή έσπασε η ζώνη και άφησαν τον κόσμο να βγει προς τα όξω. Μετά από δυο-τρεις ημέρες ήρθε μια διαταγή να κατεβούν στην παραλία για να φύγουνε. Διώξαμε τον πατέρα μας, τη μητέρα μας, την αδελφή μας για την παραλία και μείναμε εκεί τα δύο αδέλφια. Μετά από μια ώρα φύγαμε κι εμείς και πήγαμε προς την παραλία. Φτάνοντας στην Πούντα μας πιάσαν Τούρκοι πολίτες και μας κλείσαν μέσα σε κάτι φυλακές. Κατά τις δέκα η ώρα το βράδυ μας βγάλαν και μας πήγαν στο εστιατόριο.
Η σφαγή συνέχιζε∙ γδύναν, παίρναν ρούχα, παπούτσια. Αφήναν τον κόσμο, που δεν εσκότωναν, γδυτό. Το πρωί συγκεντρωθήκαμε πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι. Περνούσαμε από τους τουρκομαχαλάδες. Περάσαμε και από την Οβριακή. Οι Οβραίοι μας αποδοκίμαζαν χειρότερα από τους Τούρκους. Φτάξαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, στα Χιώτικα, όπου άρχισε η μεγάλη σφαγή. Μέσα στις πέντε χιλιάδες ήταν και πενήντα παπάδες. Πρώτα πρώτα άρχισαν να σφάζουν τους παπάδες. Φτάσαμε στον Κουκλουτζά από κάτω, στο δημόσιο δρόμο.
Πιάνει ένας Τούρκος έναν παπά∙ ο παπάς, βλέποντας το θάνατο του, κατορθώνει και παίρνει το μαχαίρι του Τούρκου και τον βάζει κάτω για να τον σφάξει. Τρέξαν τότε οι Τούρκοι αξιωματικοί και γλύτωσαν τον Τούρκο. Φέραν τον παπά πάλι μαζί μας. Δεν πρόλαβε να πάει πέντε βήματα και τον σκοτώσαν. Εκεί, στην ίδια τοποθεσία, έγινε μεγάλη πανωλεθρία. Ξαναγκάστηκε ο αδελφός μου και μού λέει: “Θα πέσω κάτω να με σκοτώσουν, γιατί δεν πρόκειται να ζήσουμε”. Του λέω να κάνει υπομονή, και αν είναι το τυχερό μας, θα μας σκοτώσουνε.
Η σφαγή δε σταματάει. Προχωρούμε για το Μπουρνάρμπασι, όπου φθάσαμε το βράδυ και μας βάλανε σε συρματοπλέγματα. Άρχισαν και παίρναν πέντε πέντε και πηγαίναν και τους σφάζανε. Είχα μαζί μου ένα ψωμί και μέσα είχα μερικά λεπτά. Ήρθε κάποιος και έκοψε το ψωμί και βρήκε τα λεπτά και άρχισε και χτύπαγε τον κόσμο να μαρτυρήσουν ποιανού ήταν το ψωμί. Κανείς δεν μίλησε και δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τίνος ήταν το ψωμί. Αφού ο Τούρκος δεν έβρισκε αυτόν που είχε το ψωμί, ήθελε να βρει κανένα ζευγάρι παπούτσια.
Έψαξε στα πόδια μου, γιατί ήμουν κοντά στο ψωμί, βλέπει τα παπούτσια μου που τα είχα κόψει, γιατί με στένευαν και με αρχινάει με το ξίφος στους ώμους. Η σφαγή εξακολουθούσε μέχρι το πρωί. Το πρωί φύγαμε από το Μπουρνάρμπασι. Άρχισαν και γδύναν όλους και τον αδελφό μου. Φτάνοντας ανάμεσα Μπουρνόβα και Μαγνησιά ήταν μια βρύση. Είχαμε τρεις μέρες να πιούμε νερό. Σταματούμε στη βρύση και διατάζουν τον κόσμο να πάει να πιει νερό. Μόλις πήγε ο κόσμος στη βρύση να πιει λίγο νερό, έβαλαν οι Τούρκοι το πολυβόλο και άρχισαν και σκότωναν γραμμή.
Εγώ βλέποντας αυτό, κατεβαίνω στο ποτάμι και πάω σε μια γούβα που είχε νερό μέσα, αλλά κι ένα ελληνικό πτώμα που από την πολυκαιρία είχε πρηστεί και είχε σπάσει. Ωστόσο δεν άντεχα τη δίψα∙ ήπια και γέμισα ένα καπέλο και το πήγα στον αδελφό μου. Ήπιε κι εκείνος και τα λίπη από το σπασμένο πτώμα κολλούσαν στα χείλη μας! Μετά κινήσαμε για τη Μαγνησιά. Εφτάξαμε το βράδυ και παραμείναμε εκεί. Έναν-έναν μας γδύσαν, όπως μας γέννησε η μάνα μας, και ψάχναν όλα τα μέρη των ρούχων, μήπως βρουν χρήματα. Το πρωί μπήκαμε μέσα στη Μαγνησιά.ΗΡΘΑΝ ΝΑ ΜΕ ΠΙΑΣΟΥΝ, ΝΑ ΜΕ ΣΦΑΞΟΥΝ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΒΓΑΛΟΥΝ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ. ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΑ: «ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕ ΣΦΑΞΕΤΕ; ΑΦΗΣΤΕ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΕΓΩ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΤΑ ΔΩΣΩ». ΞΑΝΑΓΚΑΖΟΜΟΥΝ ΚΑΙ ΕΠΑΙΡΝΑ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΕΒΑΡΑΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΒΓΑΛΩ. Εμαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι με σίδερα στα χέρια, με σπαθιά, και στάθηκαν από τη μια κι από την άλλη άκρια του δρόμου που θα περνούσαμε και ανεβοκατέβαζαν τα σίδερα και τα σπαθιά και όποιος πρόφταινε κι έσκυβε είχε καλώς, όποιος δεν πρόφταινε τον σκότωναν.
Ύστερα μας βάλαν στις αποθήκες κάποιου εργοστασίου. Οι αποθήκες αυτές ήταν από ασβέστη. Όπως επατούσαμε μέσα, σηκωνόταν η σκόνη του ασβέστη και με την αναπνοή μας απορροφούσαμε τη σκόνη του. Είχαν κάνει εγκαύματα τα χείλη μας και το στόμα μας. Δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά μόνο τη φράση: “Θεέ μου, νερό!”. […] Τώρα από τις πέντε χιλιάδες μείναν μόνο πεντακόσιοι. Μας δίνουν από εκατό δράμια μπομπότα και ετοιμαζόμαστε να προχωρήσουμε για το Αϊδίνι. Εδιψάγαμε πάρα πολύ. Εκεί που στεκούμαστε, έρχεται ένας Τούρκος και αρχινάει να με γδύνει. Μου τα πήρε όλα και με αφήνει με ένα σωβρακάκι, το οποίο ζήτησε να μου το πάρει κι εκείνο, αλλά τον είπα: “Δεν είναι ντροπή να με γδύσεις τελείως και να περνάω να με βλέπουν οι γυναίκες σας και τα κορίτσια σας;”. Εκείνος μου είπε: “Περίμενε να σου φέρω ένα παλιό να μου δώσεις αυτό”.
Εγώ έπιασα και το έσκισα σε μερικές μεριές και το εγλύτωσα, αυτό κι ένα ζωνάρι, που το έβγαλα και το επρόσφερα σ’ ένα Τούρκο για να μου δώσει λίγο νερό. Ο Τούρκος πήρε το ζωνάρι και μου λέει: “Άνοιξε το χέρι σου”. Ανοίγω το χέρι μου με τις δύο φούχτες να μου ρίξει νερό, και μου λέει: “Όχι και τις δύο φούχτες, μόνο τη μία!”. Μου έριξε λίγο νερό και αφού ήπια τον λέω: “Δεν μου βάνεις λίγο να δώσω και στον αδερφό μου;”. Και μου λέει: “Άνοιξε τη φούχτα σου”. Μου έριξε λίγο∙ άρχισα και φώναζα τον αδερφό μου: “Τρέχα να πιεις νερό”. Ώσπου να έρθει κοντά μου, το νερό είχε φύγει από την παλάμη μου και, για να δροσιστεί, έγλυφε το χέρι μου. […] Στο στόμα μου εφόραγα χρυσά δόντια.
Οι Τούρκοι, όταν δεν εύρισκαν τίποτε άλλο, για να πάρουν, ζητούσαν να βγάζουν τα δόντια των αιχμαλώτων. Ήρθαν να με πιάσουν, να με σφάξουν, για να μου βγάλουν τα δόντια. Εγώ τους έλεγα: “Γιατί να με σφάξετε; Αφήστε να βγάλω εγώ τα δόντια μου και να σας τα δώσω”. Ξαναγκαζόμουν και έπαιρνα μόνος μου πέτρα και εβάραγα μέσα στο στόμα, για να τα βγάλω. Αλλά εστάθη αδύνατο. Εφτάξαμε στο Ντεμίσι. Εκεί μας βγάλαν τη νύχτα να μας ποτίσουν. Εχώρισαν εμένα από τον αδερφό μου και έναν Οντεμίση και μας βγάλαν μια κατηγορία ότι επήγαμε στο χωριό, ερίξαμε χειροβομβίδες και εκάναμε ζημιές. Μας χώρισαν από τους άλλους αιχμαλώτους.
Έβαλαν χωριστή φρουρά και μας φυλούσε. Έρχεται τη νύχτα ένας τσαούσης μ’ ένα σπαθί στα χέρια και μας λέει: “Εσείς οι δυο είσαστε αδέρφια, να σκοτώσω τον ένα, και να πάει ο άλλος στο σπίτι του, εάν γλυτώσει στο δρόμο”. Εσηκώθηκε ο αδερφός μου και του λέει: “Σφάξε εμένα”. Όταν είδε ο τσαούσης αυτό, λέει στον αδερφό μου: “Κάθισε χάμω”. Και λέει εμένα: “Σήκω απάνω, εσύ βρε!”. Εσηκώθηκα απάνω, ασφαλώς περιμένοντας τον θάνατό μου, αλλά μου λέει: “Δάγκασε το αυτί του Οντεμισλή, να του το κόψεις με τα δόντια σου”.
Τι να έκανα εγώ; Εξαναγκάστηκα και του δάγκωσα λίγο το αυτί και τον έσπρωχνα με το γόνατό μου ώστε να φωνάζει. Αλλ’ αυτός δεν μιλούσε καθόλου και ο τσαούσης το κατάλαβε. Σηκώνει τότε το σπαθί και μου λέει: “Κερατά γκιαούρη, με κοροϊδεύεις”. Αλλά προτού κατεβάσει το σπαθί, ξαναγκάστηκα να δαγκώσω δυνατότερα το αυτί του και, από τους πολλούς τους πόνους, ο άνθρωπος εφώναζε από τη γη ως τον ουρανό. Μας άφησε και έφυγε ο τσαούσης. Μετά από δέκα λεπτά ήρθανε και σφάξανε τον Οδεμισλή!».
«Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσομε πίσω. Πήγαμε να ακουμπήσουμε στην εκκλησία του Άι-Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε∙ έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, το θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου.
Εγώ, με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι, ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δεν μας είδαν. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες∙ ούτε φαΐ, ούτε νερό. Το σπίτι είχε κάτι σα νεροχύτη και κυλούσε μέσα ένα τρεχούμενο νερό. Τι να κάνω; Να βρέξω τα χείλη μου ήθελα. Άπλωσα τον ποδόγυρο μου απάνω, έπιανα με το χέρι μου τη μύτη μου και έπινα μια γουλιά∙ από τη βρώμα σου ’ρχονταν εμετός. Το ένα αδερφάκι μου ήτανε τραυματισμένο με σφαίρα στο πόδι του.
Όσο περνούσαν οι μέρες τα πτώματα πρήζουνταν, ντουμπάνιαζαν και βρωμούσαν αφάνταστα. Μπαίναν οι Τουρκάλες για να κλέψουν και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Κλέβαν ό,τι μπορούσαν∙ κότες, κουτάλια, μπακίρια και φεύγαν χωρίς να μας δούνε. Κάποτε μου ’ρθε έτσι σα Θεού φώτιση και βγήκα λίγο παρά όξω. Τότες είδα πολύ κόσμο που έφευγε, έπαιρνε των ομματιών του. Έκανα το σταυρό μου, πήρα στην πλάτη μου το τραυματισμένο αδερφάκι μου και από το χέρι το άλλο και βγήκα στο δρόμο. Έτρεχα να φτάξω τους άλλους, τους πολλούς. Εκεί βλέπω μια κοπέλα που κάθονταν σ’ ένα σωρό πέτρες. Της φώναξα, ήθελα έναν άνθρωπο να με βοηθήσει, να του μιλήσω. Αυτή η κοπέλα τίποτα∙ έστεκε ακούνητη. Εγώ δεν την πρόσεξα∙ μόνο ακόμα της μιλούσα.
Την έβλεπα που γούρλωνε τα μάτια της, μα δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου∙ την προσέχω. Και τι να δω! Την είχαν χώσει ένα ξύλο από πίσω και έβγαινε από το στόμα της. Τότες ήταν που έτρεχα ακόμη πιο πολύ. Τι να κάνω με τα δύο μωρά; Μπήκα μέσα στην εκκλησία, μα επειδή βρωμούσαμε πολύ σάπιο αίμα, το πόδι του παιδιού, τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, μας διώξαν από την εκκλησία. Τι να κάνουμε; Ζαρώσαμε σαν τα σκυλάκια σ’ ένα παραγκώνι. Πάνε τόσα χρόνια, μα δεν τα ξεχνώ. Θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα. Κλάψαμε, θρηνήσαμε, τα ’παμε, τα ξανάπαμε! Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα και κείνη με αρμήνευε και μου ’λεγε: “Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα”. Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ’δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα∙ την έχω ακόμη».
«Ως το πρωί κάηκε η Αγία Φωτεινή. Να κλαίνε τα παιδιά, να τσιρίζουνε. Η καλή μας η τύχη∙ δυο σκοποί, ο ένας ήταν πολύ πονόψυχος κι είπε στο σύντροφό του: “Δεν μπορώ ν’ ακούω τα παιδιά να τσιρίζουν και να καίγουνται. Εσύ κάτσε”. Και γύρισε σ’ εμάς. “Εγώ πάω για καλό σας. Μη κάνετε απόπειρα να φύγετε. Θα φέρω διαταγή και θα σας βγάλω”. Όπως και το ’κανε. Πήγε κι έκανε τα παράπονα: πώς μπορείς να σταθείς; Πέφτουν φωτιές απάνου τους. Έφερε τη διαταγή και μας είπε: “Φύγετε, όσοι θέλετε”. Έπρεπε να φύγουμε μόνο από μια πόρτα, γιατί η διαταγή δεν ήταν γενική. Σπρωξιές, φωνές, αλαλαγμοί. Όλος εκείνος ο κόσμος να κοιτά να βγει από μια πόρτα.
Βγήκαμε στην παραλία. Ώσπου να ξημερώσει, καθούμασταν εκεί. Στη νύχτα άκουγες τις φωνές των ανθρώπων που πήγαιναν οι Τούρκοι να ψάξουν για καμιά κοπέλα, για χρήματα. Σα ρίχναν τα βαπόρια φωτοβολίδες, σταματούσαν για λίγο, ύστερα πάλι συνέχιζαν∙ αυτή η δουλειά γίνουνταν ώσπου να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα. Πολλές αναγκάστηκαν και πνίξαν τα παιδιά τους για να μη φωνάζουν και φανερώσουν τους κρυμμένους. Σφάζαν όπου μπαίναν. Τ’ ακούγαμε κι εμείς πως μια πατριώτισσά μας έχασε μ’ αυτό τον τρόπο ένα παιδάκι. Τρέξαμε από δω κι από κει, μπας και βρούμε το γαμπρό μου. Δε μπορέσαμε, φοβούμαστε και τους Τούρκους. Βρήκαμε τη νύφη μας και το συμπέθερό μας. Μπήκαμε σε μια μαούνα και βγήκαμε στο Καρσίακα, στη θεία μου. Σαν μας είδαν, κλαίγαν. Κοντά ήταν μια φραγκοκλησιά∙ ο φραγκόπαπας τους αγαπούσε, ήταν καλός άνθρωπος. Τους έδωσε μια γαλλική σημαία και δεν έρχουνταν μέσα οι Τούρκοι».
«Πριν φύγουμε, η επιτροπή, κι ήταν επιτροπή ο κουνιάδος μου, ο δάσκαλος, κι ο παπάς, γύριζαν και έγραφαν τα χτήματά μας, αμπέλια, κήπους, σπίτια. Μετά πήγαμε στο Βέξε και κοινωνήσαμε γιατί δεν είχαμε δικό μας παπά. Ο παπάς του Βέξε, ο παπα-Ισαάκ, ερχότανε μια φορά τη βδομάδα στο χωριό μας και λειτουργούσε. Αυτή τη φορά πήγαμε εμείς στο Βέξε και κοινωνήσαμε, που θα μπαίναμε στο δρόμο. Μια μέρα φέραμε τον παπά στο νεκροταφείο και διάβασε τα μνήματά μας, γιατί να χωριστούμε ήτον. Κλάψαμε πολύ στα μνήματα. “Φεύγομε εμείς και σας αφήνομε μέσα στους Τούρκους”. Κείνη τη μέρα η ψυχή μας είχε πολύ βάρος. Η επιτροπή μάζεψε μετά τα πράματα της εκκλησίας. Έκαψε τις παλιές εικόνες κι όσα βιβλία ήταν παλιά. Τα άλλα κειμήλια τα μαζέψανε και τα φέραμε. Το σταυρό και τον επιτάφιο τα είχα βάλει στο δικό μου σεντούκι. Τα άλλα πράγματα τα φρόντισε ο κουνιάδος μου ο δάσκαλος...
Με τα πράματα της εκκλησίας είχα δώσει και μια δική μου εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν πολύ μεγάλη και δε χωρούσε στο δικό μου σαντούκι. Σαν ήρθαμε, έδωσα στον κουνιάδο μου το σταυρό και τον επιτάφιο. Κάποιος πήγε και τα πήρε από το σπίτι του μαζί με τα άλλα πράματα της εκκλησίας. Μαζί με αυτά πήγε και η δική μου εικόνα, που ήταν πολύ παλιά. Που φεύγαμε από το σπίτι μας στενοχωρηθήκαμε, μα ούτε το σπίτι ούτε τα πράματά μας, ούτε τους φίλους μας Τούρκους σκεφτήκαμε, όσο σκεφτήκαμε την εκκλησία μας. Την αφήσαμε σαν ορφανή μέσα στους Τούρκους. Πριν φύγω πέρασα πάλι από κει. Δεν είχε εικόνες. Δεν είχε σταυρό. Πήγα να προσκυνήσω το αγιασμένο σανίδι, τη λειτουργημένη πέτρα της».
«Μάιος - Ιούνιος ήταν. Μας ήρθε ειδοποίηση από την Καισάρεια. “Να ετοιμαστείτε, γιατί φεύγομε”. Λειτουργηθήκαμε και κοινωνήσαμε όλοι. Στα 23, πριν χαλάσουν την εκκλησά του Ζιντζίdερε οι Τούρκοι, σηκωθήκαμε κάμποσες οικογένειες από το χωριό μας και πήγαμε. Πήγαμε στο μοναστήρι του Ιωάννου του Προδρόμου, για να προσκυνήσουμε τη χάρη του. Εκεί, όσοι ήσαν άρρωστοι, πιο πολύ οι τρελοί, γίνονταν καλά. Περνούσαμε από το σχολείο.
Οι Τούρκοι το είχαν κάμει σχολείο δικό τους. Ακούσαμε τα Τουρκόπαιδα που τραγουδούσαν “Από κάτω μας χαλιά μεταξένια, από πάνω μας κλωνιά χουρμαδιάς και τα καλά που τρώμε είναι των γκιαούρηδων”. Μείναμε μια μέρα και γυρίσαμε. Δεν πήγε όλο το χωριό. Η επιτροπή μας άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της εκκλησίας. Τα βάλαμε σε μεγάλες κάσες. Πολυελαίους ασημένιους, μανουάλια, όλα τα φέραμε.
Καταστρέψαμε μόνο τις μικρές εικόνες. Τι ασήμι ήταν εκείνο! Μέχρι τους δίσκους που μαζεύαμε τα λεφτά τούς είχαμε ασημένιους. Τι πλούτη! Τι πλούτη! Μεγάλες περιουσίες είχαν δώσει στην εκκλησία αυτοί που ξενιτεύονταν: εφτά πολυελαίους ασημένιους, δεκατέσσερα άγια ποτήρια, όλα μας ήσαν μεγάλης αξίας. Τα φέραμε και τα παραδώσαμε στο κράτος. Στο Βυζαντινό Μουσείο βρίσκεται ένα άγιο ποτήρι δικό μας. Στο ίδιο μουσείο βρίσκεται και ένας επιτάφιός μας, μεγάλης αξίας…»
««Εμείς, καθένας μας, έκανε προετοιμασία. Κοινωνήσαμε. Πήραμε βαφτιστικό χαρτί. Φέραμε το μητροπολίτη, διάβασε τους τάφους μας. Θέλαμε να πάρομε τα κόκαλα μαζί μας, μα στο τέλος δε το κάναμε. Δεν ήμασταν όλα ένα. Οι φτωχοί δεν μπορούσαν. Ύστερα είπαμε όλοι να μείνουν εδώ. Τα διαβάσαμε. Τα κλάψαμε.
Μετά βγάλαμε τις εικόνες από τις εκκλησίες και τις στείλαμε στο μοναστήρι του Ζιντζίdερε. Είπαμε ό,τι θα γίνουν οι εικόνες του μοναστηριού να γίνουν κι οι δικές μας. Κάψανε και τις πιο παλιές και κατεστραμμένες. Ένα μεγάλο πολυέλαιο, ένα μαρμάρινο σκαλισμένο, που κάναμε μέσα τον αγιασμό, με το καπάκι του, σκάψαμε στη γη και τα χώσαμε. Μέσα στο μάρμαρο αυτό βάλαμε ένα χαρτί με όλα τα ονόματα των Χριστιανών του χωριού γραμμένα και με χρονολογία τη μέρα που φεύγαμε. “Σήμερα… φεύγομε όλοι μας από τα Στέφανα”. Ύστερα αδειάσαμε εκκλησία και έγινε σαν χάνι. Τότε ήρθε ένας Τούρκος μέσα. “Θέλομε να το κάμομε τζαμί, μα βλέπω δεν κάνει, γιατί κοιτάζει ανατολικά”. Η καρδιά μας μάτωσε, όταν τ’ ακούσαμε. Αχ! αχ! Οι Τούρκοι αγόρασαν ό,τι είχαμε, στασίδια, παγκάρια, τέμπλο. Σήμερα η εκκλησία μας, Παναγίας Γέννηση, είναι εργοστάσιο».
«Πολλά σημεία βλέπαμε και πριν και μετά τον πόλεμο που μας έδειχναν το κάθε κακό. Τότε που παίρναν τους Αρμεναίους, Τουρκάλες και Ελληνίδες μαζεύτηκαν στην αυλή της μονής της Ζωοδόχου Πηγής για να τους δουν. Άκουαν από μακριά τη βουή τους. Θέλαν να κλάψουν, μα φοβόντουσαν.
“Ήταν για κλάματα” μας είπαν, “μα δεν μπορούσαμε γιατί ήταν και Τούρκοι μπροστά”. Εκεί που περίμεναν, μια στιγμή έστρεψαν και κοίταξαν το θόλο της εκκλησίας. Είδαν πως ο σταυρός που βρισκόταν στην κορυφή του θόλου έλειπε. Η μία μετά την άλλη οι Ελληνίδες έλεγαν: “Τι είναι, τι έγινε ο σταυρός;”. Αφού πέρασαν οι Αρμεναίοι και δεν τους έβλεπαν πια, ο σταυρός πάλι σιγά σιγά σηκωνόταν, χωρίς να φαίνεται χέρι, και στάθηκε στη θέση του, όπως ήταν πριν. Το είδανε αυτό κι οι Τουρκάλες κι οι Ελληνίδες και κλάψανε όλες και είπαν αναμεταξύ τους: “Αυτά που κάνουν δεν είναι σωστά. Αυτά είναι γυναικόπαιδα. Τι σφάλμα έχουν; Κι ο Θεός με το θαύμα του μας το έδειξε πως δεν είναι σωστό να γίνονται αυτά”. Μας ήρθε κι η ακρίδα και τα έφαγε όλα: και τα δέντρα μας που ήσαν καρποφόρα και τα κλαδιά και τα χορτάρια, κι ο τόπος έμεινε ξερός. Είδαμε πως ο χτύπος του ντενεκέ τις έκανε να φύγουν.
Πήραμε όλοι, Τούρκοι και Χριστιανοί, ντενεκέδες, τους χτυπούσαμε κι εκείνες φεύγανε. Πολύ δε στάθηκαν στο χωριό μας. Δυο μέρες, τρεις μέρες θα ήταν. Είχαμε και την πείνα και τότε ο άντρας μου είχε φύγει από το στρατό και τον έκρυβα στο σπίτι. Οι Τούρκοι το ήξεραν, μα ήσαν καλοί. Η γειτόνισσα Τουρκάλα μου είπε μια μέρα: “Γειτόνισσα, ο άντρας σου κάθεται στο σπίτι. Δεν πήγε στο στρατό· το ξέρω, αμά δεν πειράζει, είναι καλός άνθρωπος, ας κάτσει”. Και η αστυνομία η τούρκικη του είπε: “Άντε καλέ, εσένα ποιος σε θέλει, άντε να πας στο σπίτι σου”. Μου φερθήκανε πολύ καλά.
Άρρωστος ο άντρας μου, κρυμμένος, τα παιδιά μου μικρά, δεν είχαμε τι να φάμε. Πεινούσαν τα παιδιά και έκλαιγαν. “Δεν αντέχω”, είπα μια μέρα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Τα παιδιά φωνάζανε: “Έλα μαμά, κάθισε κοντά μας, δεν θα κλαίμε πια”. Κείνη την ώρα με είδε ένας Τούρκος. Ήταν από άλλο χωριό αμά για παραθέρισμα ήταν εκεί πέρα. Ήξεραν όλοι πως κάθεται ο άντρας μου. Με χτύπησε ο Τούρκος ελαφρά και μ’ αρώτησε γιατί κλαίω.
“Δεν ξέρεις” του είπα. “Δεν έχομε τι να φάμε, τα παιδιά κλαίνε, κι εγώ δεν αντέχω πια, έκλεισα την πόρτα από πάνω τους και έφυγα”. -“Ακούω τον άντρα σου που φτιάχνει τσόκαρα. Ας φτιάξει να μου φέρει. Και έλα στο σπίτι να σου δώσω αλεύρι να φάνε τα παιδιά”. Πήγα μαζί του, μου έδωσε ψωμί και αλεύρι. Έτρεξα, μοίρασα στα παιδιά, ζύμωσα και φάγαμε κι εμείς. Μετά πήγα στα χωριά, πούλησα το νοικοκυριό, πήρα σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, ό,τι βρήκαμε πήραμε και ζήσαμε. Έκανε ο άντρας μου τσόκαρα και περάσαμε σ’ εκείνην την ανάγκη μας.
Μετά έφυγε ο άντρας μου στην Πόλη. Μια μέρα είδα στον ουρανό άστρο. Το άστρο ήταν σαν εκείνο που φαίνεται το πρωί, αμά είχε και ουρά... Τότες λέγαμε δεν είναι καλό αυτό. Θα γίνει πόλεμος, και μερικοί “θα έρθει πείνα”, είπαν. Φάνηκε τρεις φορές από τα μέρη. Πριν πολλά χρόνια, θα ήταν στο 1890, είδαν πάλι άστρα με ουρά και έπεσεν πείνα. Κι έλεγαν: “Και πάλι πείνα θα πέσει”. Άλλοι πόλεμο έλεγαν, άλλοι πείνα. Μια μέρα ακούσαμε πως χτύπησαν οι Έλληνες τη Σμύρνη. Οι Τουρκάλες φοβηθήκανε από τον ελληνικό στρατό και η μία στην άλλη μας έλεγαν και μας παρακαλούσαν να τις κρύψουμε. Καμιά φορά μας έκαναν και παράπονα. “Εμείς σας αγαπούσαμε τόσο πολύ, κι εσείς ζητούσατε ευκαιρία να μας σφάξετε, να μας καταστρέψετε”.
Αλήθεια, πριν τον πόλεμο, στο χωριό μας περνούσαμε καλά με τους Τούρκους. Σαν αδέρφια ήμαστε. Μα πάλι εμείς φοβόμαστε απ’ αυτούς, παιδί μου. Δέκα σπίτια ήμαστε κι οι Τούρκοι ήσαν τετρακόσα. Γι’ αυτό φοβούμασταν να μην πάθομε τίποτα. Αλλά οι Τουρκάλες γειτόνισσές μας μάς αγαπούσαν. Προτού να φύγουν για τη δουλειά μας φώναζαν: “Έλα, νύφη, πάμε στο αμπέλι μαζί να μην πάθεις τίποτε”. Τη γειτόνισσά μας μόνο γνωρίζαμε. Τα άλλα δεν τα γνωρίζαμε. Εμείς ήμαστε λίγοι, εκείνοι τόσoι ήτανε!».
Σαν διώξανε πάλι τους Έλληνες από τη Σμύρνη, οι Τούρκοι πήραν ζωή απάνω τους και μας έλεγαν “Γκιαβούρηδες, τέτοιοι είστε, δεν μας χωνεύετε”. Και έβαλαν ένα μίσος για μας. Άλλοι τα έλεγαν μπροστά κι άλλοι πίσω. Αλλά εκεί πέρα εμείς δεν πάθαμε τίποτε. Στεκόμασταν όμως με φόβο. Στα άλλα χωριά μας έλεγαν “Να, έτσι, σαν άγριοι μας κοιτάζουν τώρα”. Μετά άρχισαν να περνούν οι πρόσφυγες από το χωριό μας. Ήσαν πρόσφυγες από το Ναζλί, Ντενιζλί, από όλα τα μέρη της Σμύρνης. Μια μέρα στάθηκαν. Από κει έφυγαν σε άλλο μέρος. Απ’ αυτούς κράτησαν δυο τρεις οι Τούρκοι να τους δουλεύουν. Αυτοί έμεναν στο σπίτι του κουνιάδου μου.
Εκείνος ήταν δάσκαλος σ’ άλλα χωριά, και γι’ αυτό το σπίτι του ήταν αδειανό. Με τη δικαιολογία πως πηγαίνω στου κουνιάδου μου το σπίτι, μάζευα από τους Χριστιανούς τροφές, ξύλα κι ό,τι άλλο και τους πήγαινα να φάνε και να ζεσταθούν. ΔΕΚΑ ΣΠΙΤΙΑ ΗΜΑΣΤΕ ΚΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΗΣΑΝ ΤΕΤΡΑΚΟΣΑ. ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΦΟΒΟΥΜΑΣΤΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΘΟΜΕ ΤΙΠΟΤΑ. ΑΛΛΑ ΟΙ ΤΟΥΡΚΑΛΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ ΜΑΣ ΜΑΣ ΑΓΑΠΟΥΣΑΝ. ΠΡΟΤΟΥ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ ΦΩΝΑΖΑΝ: «ΕΛΑ, ΝΥΦΗ, ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΑΜΠΕΛΙ ΜΑΖΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΘΕΙΣ ΤΙΠΟΤΕ». ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ ΜΑΣ ΜΟΝΟ ΓΝΩΡΙΖΑΜΕ. ΤΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΑΜΕ. «Οι Τούρκοι γειτόνοι το ήξεραν και δίναν και αυτοί κάτι για την ψυχή τους· καλοί ήσαν. Μια μέρα, θα ήταν στα 23, ήρθε η γρια-Δέσποινα, η πεθερά του κουνιάδου μου, καταχαρούμενη στο σπίτι μου και μου έλεγε σιγά, για να μην ακούνε οι Τούρκοι: “Αννίκα, Αννίκα, έμαθες; Ήρθε είδηση να πάμε στην Ελλάδα μας”. Η κερα-Δέσποινα ανακατευόταν στην πολιτική. Μιλούσε σαν άντρας. Οι Τούρκοι δεν την αγαπούσαν.
Και ένα βράδυ, καθώς πήγαινε σε ένα δικό μας σπίτι, βγήκαν πάνω στο δρόμο της και τη μαχαιρώσανε. Γύρισε αμέσως στο σπίτι της και την ώρα που περνούσε από το δικό μου σπίτι φώναξε: “Αννίκα, Αννίκα, με δείρανε”. Νόμισε πως τη δείρανε, αμά σαν πήγε στο σπίτι κι είδε τα αίματα, κατάλαβε πως τη μαχαιρώσανε. Ήταν έξυπνη γυναίκα. Σε όλα έφτανε ο νους της, γι’ αυτό οι Τούρκοι θέλανε να τη βγάλουν από τη μέση. Η μαχαιριά της δεν ήταν βαθιά. Γρήγορα έγινε καλά, μα της έμεινε ο φόβος. Πέρασε δεν πέρασε ένας χρόνος και πέθανε. Πριν πεθάνει μας φώναξε και μας είπε να κρύψομε το μνήμα της με χώματα και χορτάρια να μην το αναγνωρίσουν οι Τούρκοι. Δεν ήθελε, παιδί μου, να το γνωρίσουν, γιατί στην πατρίδα μας, όταν δεν βρέχει, πηγαίνουν οι Τούρκοι, ανοίγουν ένα χριστιανικό μνήμα, κόβουν το κεφάλι του πεθαμένου Χριστιανού, το βάζουν στην κόγχη του ποταμού και –τι να σου πω παιδί μου− όταν το κάμουν αυτό, βρέχει. Πέφτει λίγη βροχή και μετά το παίρνουν πάλι και το βάζουν στη θέση του, γιατί αν το πάρει ο ποταμός, λένε οι Τούρκοι, θα γίνει κατακλυσμός. Η κερα-Δέσποινα δεν ήθελε να αγγίξουν τούρκικα χέρια το κεφάλι της.
Γι’ αυτό μας παρακάλεσε να σκεπάσομε καλά και να κρύψομε το μνήμα της. Οι Τούρκοι με τον πόλεμο έγιναν λιγάκι πιο άγριοι από πριν· και πάλι σ’ όλους δεν ήσαν. Σε λίγον καιρό ήρθε και από άλλους η είδηση πως θα φεύγαμε. Ο δεσπότης το έγραψε, ποιος το έγραψε, δεν ξέρω. Το μάθανε οι Τούρκοι πως θα φεύγαμε. Ήρχονταν και μας έλεγαν να ζητήσομε να μη φύγομε. “Σαν φύγετε εσείς, θα μας έρθουν από κει άλλοι, κακοί άνθρωποι.
Τα παιδιά μας κοντά σ’ αυτούς θα χαλάσουν! Εσείς είστε καλοί, να μην πάτε. Κοντά σ’ αυτούς που θα μας έρθουν τα παιδιά μας θα βολιαστούν (μπολιαστούν) και η τιμή θα λείψει. Εσύ είσαι καλή” μου λέγανε. “Είσαι επάνω στα παιδιά σου, σαν άντρας, κι όσο ζω, κι όσο ζεις κι είσαι κοντά τους δε θα χαλάσουν. Μα σαν πεθάνεις, τα παιδιά των παιδιών σου που δεν θα σ’ έχουν κοντά τους θα χαλάσουν, γιατί στην Ελλάδα θα πάνε άνθρωποι από πολλά μέρη. Και θα πάνε και κακοί, κι η τιμή θα χαλαστεί”. Εμείς θέλαμε να ’ρθούμε στην Ελλάδα. Όλα τα χωριά σηκώθηκαν, όλοι οι Χριστιανοί έφευγαν.
Τι να κάνομε μέσα στους Τούρκους εμείς; Να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, τι θα γίνουν, πού θα πάνε; Μια μέρα φεύγαμε για την Καισάρεια. Οι Τούρκοι έφυγαν σε άλλα χωριά που δεν είχε Χριστιανούς. «Εμείς δεν μπορούμε να σταθούμε να δούμε που φεύγετε». Οι Τουρκάλες μείνανε. Μας αγκαλιάζανε. Κλαίγανε, κι όλες μας λέγανε: “Αν πάτε εκεί, να μας στείλετε γράμμα, κι εμείς να στείλομε σ’ εσάς”. Στο δρόμο μας προς την Καισάρεια ανταμώναμε Τούρκους που γύριζαν από κει. Στέκονταν, μας κοίταζαν που φεύγαμε και έκλαιγαν».
«Ο κόσμος άρχιζε να φεύγει παρτίδες παρτίδες. Η τοπική επιτροπή έβγαλε διαταγή να φύγουν πρώτα οι άποροι του χωριού κι αυτό για να μην ακριβαίνουν τα αγώγια και γίνει κερδοσκοπία σε βάρος των φτωχών. Η Επιτροπή Ανταλλαγής ήθελε να δώσει βοήθημα για τη μεταφορά των απόρων. Η ελληνική κοινότητα του Γκέλβερι αρνήθηκε να πάρει λεφτά. Είπε ότι δε θέλει να επιβαρύνει το ελληνικό δημόσιο. Μας κατευόδωσαν οι Τούρκοι του Γκέλβερι και των γύρω χωριών, απ’ όπου περνούσαμε πηγαίνοντας για Μερσίνα∙ μερικοί πηγαίναμε μέσω Άκσεραϊ - Έρεγλι, μερικοί μέσω Νίγδης-Ουλούκισλα. Μας έβγαζαν οι Τούρκοι αριάνι να δροσιστούμε∙ οι φίλοι μάς αγκάλιαζαν. Έκλαιγαν και έλεγαν: “Γιατί να φύγετε; Τόσον καιρό σαν αδέρφια ζούσαμε μαζί”.
Ανάμεσα στο Άκσεραϊ - Έρεγλι, καθώς πηγαίναμε οικογενειακώς με τους αραμπάδες, βλέπουμε έναν καβαλάρη να τρέχει καταπάνω μας, ήταν ένας Τούρκος από τα χωριά του Γκέλβερι που χρωστούσε στο θείο μου Νίκο Λουκίδη, δήμαρχο του Γκέλβερι. Δεν του ’φτασαν όμως τα λεφτά. Λέει τότε του θείου μου: “Tα υπόλοιπα θα σ’ τα στείλω στην Ελλάδα”. Του απαντάει αυτός: “Χαλάλι σου! Δεν τα θέλω”. Ησύχασε ο Τούρκος (δίνουν μεγάλη σημασία οι Τούρκοι στο χαλάλι. Πιστεύουν πως, αν δεν πάρουν χαλάλι, στον άλλο κόσμο θα τους κυνηγούν οι δανειστές και δεν θα βρίσκουν ησυχία.
Γι’ αυτό, όταν ήταν οι μέρες να φύγουμε από το Γκέλβερι, ερχόταν και πλήρωναν στους δικούς μας χρέη παλιά, των παππούδων τους ακόμα). Στο Έρεγλι μπήκαμε σε φορτηγά βαγόνια, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, και τραβήξαμε για τη Μερσίνα. Έξω από την Ταρσό κάτι Τουρκάκια άρχισαν να πετροβολούν το τρένο. Από τη Μερσίνα ο κόσμος έφευγε τμηματικά για την Ελλάδα, άλλοι με ελληνικά καράβια της Ανταλλαγής, δωρεάν, άλλοι με ξένα καράβια, με πληρωμή. Οι περισσότεροι Γκελβεριώτες έφυγαν με το τούρκικο Ριζέ, εκεί φορτώθηκαν και τα πράγματα της εκκλησίας (φορτωτής εργολάβος ήμουνα εγώ, έφυγα όμως με άλλο βαπόρι, ιταλικό)».
«Τη μέρα που φεύγαμε μαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι. Οι μεγάλοι τους έβγαζαν λόγους, και όλοι οι άλλοι κλαίγανε. “Αχ! Δίνομε το χρυσό μας για να μας δώσουν τον μπρούντζο”. Χρυσό έλεγαν εμάς και μπρούντζο τους Τούρκους που ήρθαν από την Ελλάδα. Την ώρα που έφευγα είδα τον Τούρκο συνεταίρο μας. Για να πάει στο σπίτι του, έπρεπε να περάσει μπροστά από τη συνοικία μας. Αντί όμως τον ίσιο δρόμο πήγαινε γύρω από την άκρη του χωριού. “Νύμφη, δεν μπορώ να περάσω μέσα από το χωριό. Η καρδιά μου έπαθε που είδα τις πόρτες και τα παράθυρά σας κλειστά”. Ο σκύλος μας, μάθαμε, σαν φύγαμε, ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού μας, κοίταζε το δρόμο μας και έκλαιγε τρεις μέρες συνέχεια».
«Προτού να έρθουμε στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή, οι φερμένοι από την Πόλη Γκελβεριώτες που βρίσκονταν στην Αθήνα έκαναν μια επιτροπή για την εγκατάστασή μας. Η επιτροπή γύρισε σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, αυτά που ήταν προορισμένα για την εγκατάσταση των προσφύγων, και διάλεξε μια τοποθεσία 10 χλμ. ανατολικά από την Καβάλα. Ήταν άλλοτε τσιφλίκι του Σισμάνογλου (αυτουνού που έκανε το σανατόριο) και χάρισε το 1/5 στο υπουργείο Γεωργίας, τα 4/5 στους πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η τοποθεσία αυτή, Τσινάρ ντερέ το όνομά της, ήταν εντελώς αντίθετη με το κλίμα του Γκέλβερι, που είχε υψόμετρο 1.500 μέτρα. Ο κόσμος έπεσε από το βουνό στον βάλτο. Τρία χρόνια, με βροχές και παγωνιά τα πέρασε κάτω από τα τσαντίρια. Το μέρος ήταν δύσβατο, ελώδες, για να πάει κανείς από τσαντίρι σε τσαντίρι, του σκίζονταν τα ρούχα από τους θάμνους. Όλοι έπεσαν ψάθα άρρωστοι από τις θέρμες. Μέσα σε τρία χρόνια πέθαναν χίλιοι άνθρωποι από τους χιλιάδες που εγκαταστάθηκαν σ’ εκείνη την κόλαση.
Δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχασε από έναν και δύο δικούς του. Τη νύχτα κατέβαιναν τα τσακάλια, ούρλιαζαν και ξέθαβαν τους πεθαμένους. Ο κόσμος απελπίστηκε. Μερικοί κατέβηκαν πιο χαμηλά, στην τοποθεσία Τσιρπιντί, πάνω στο δημόσιο δρόμο Καβάλας-Χρυσούπολης, πενήντα εξήντα οικογένειες έφυγαν για το χωριό Άβας της Αλεξανδρούπολης. Στα 1926 βάλαν τα θεμέλια του καινούργιου χωριού, της Νέας Καρβάλης, στην παραπάνω τοποθεσία.
Σιγά σιγά τα πράγματα διορθώθηκαν. Πρασίνισε ο ξερότοπος, μεγάλωσαν τα δέντρα που φυτεύτηκαν. Πολλές οικογένειες που είχαν φύγει για αλλού ξαναγύρισαν πίσω. Έγινε ωραίο χωριό η Νέα Καρβάλη. Για μας τους Γκελβεριώτες ήταν καταστροφή η Ανταλλαγή, ήρθαμε στην Ελλάδα και δυστυχήσαμε. Στην πατρίδα μας περνούσαμε καλά με τους Τούρκους, ήταν καλοί άνθρωποι. Στα άλλα μέρη όμως της Ανατολής οι Τούρκοι τυραννούσαν τους Έλληνες∙ γι’ αυτούς ήταν καλή η Ανταλλαγή, γιατί γλίτωσαν από τα χέρια των Τούρκων».
«Έφυγε το βαπόρι καμιά φορά. Μας έβγαλε στη Χίο. Ψιχάλιζε∙ τι να κάνουμε, όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Οι Χιώτες φοβούνταν, δεν ξέρω. Κοίταγαν από πάνου. Εμείς, για να φυλαχτούμε απ’ τη βροχή, στέκαμε στα ρέχτια. Συνεννογιούμασταν πως η Χίος δεν ήταν τόπος για ν’ ακουμπήσουμε. Πήραμε από ένα ψωμί∙ ο καθένας νοιάζουνταν για τον εαυτό του. Μπήκαμε σ’ ένα μπακάλικο να ψουνίσουμε∙ πήραμε το ’να, τ’ άλλο. Βγάλαμε να πληρώσουμε∙ ο μπακάλης δεν έπαιρνε τις παγκανότες, έλεγε: “Δεν περνάν αυτά τα λεφτά, δεν τα θέλω”.
Τι να κάναμε, αφήσαμε τα πράματα και φύγαμε. Όμως βγήκαμε, βρήκαμ’ έναν αξιωματικό, αστυνόμο, θα σε γελάσω, κι είπαμε τι μας σύμβαινε. Φάνηκε πρόθυμος και μας είπε: “Ελάτε δω, πάμε στο μαγαζί” κι εκεί είπε του μπακάλη: “Δεν μου λες σε παρακαλώ, γιατί δεν τα παίρνεις αυτά τα λεφτά;”. Τότε γύρισε σ’ εμάς: “Βάλτε τα στην τσέπη σας”, μας είπε, “πάρετε και τα ψούνια. Θα σ’ τα πληρώσω εγώ” είπε του μπακάλη. “Δεν ντρέπεσαι, δεν βλέπεις το κακό που πάθανε; Δεν λες πώς τα φέρανε κι αυτά ως εδώ;”. Πήραμε τα ψώνια κι άρατες (άφαντες).
Έλα όμως που ψιχάλιζε και βράδιαζε. Στραφήκαμε στα περιβόλια, κάτω από τα δέντρα∙ εκεί δεν θα βραχούμε πια. Ξημερώσαμε. Σταμάτησ’ η βροχή. Κουβαριασμένες η μία κοντά στην άλλη. Το πρωί τα μάσαμε πάλι και δρόμο για μέσα στη Χίο∙ ο ένας έλεγε να πάμε στη Θεσσαλονίκη, άλλος έλεγε θα πάμε στην Κρήτη. Τι να σου πω; Και το καλό το θυμάσαι και το κακό πολύ! Πολύ καλοί άνθρωποι στη Σούδα. Μόλις μας είδαν, μαγείρεψαν σούπα με κρέας και μας μοίρασαν. Όποιος είχε τενεκεδάκι, πιάτο, κουβά, έπαιρνε και ψωμί και πήγαινε στους δικούς του∙ όποιος δεν είχε έτρωγε κει δα.
Ύστερα μας πήραν όλον το κόσμο με κάρα και μας πήγαν στα Χανιά. Όλους όσους βγήκαμε από το καράβι. Εκεί έγινε μια επιτροπή από γυναίκες κι άντρες και μας μοίρασαν, μας στέγασαν, όπου υπήρχε άδειος τόπος. Εμάς τους πατριώτες και τους συγγενείς όλους μας βάλανε σ’ ένα καφενείο του μπιλιάρδου∙ ήταν μιανού που ’χε φύγει στην Αμερική και το επιτάξαν. Εκεί πια θαρρείς πως ήμαστε μικρά παιδιά και παίζαμε σπιτάκια∙ η μια έπιασε τη μια γωνιά, τη χώρισε με καρέκλες, η άλλη την άλλη, κι άλλη πήρε το τραπέζι του μπιλιάρδου και το ’κανε κρεβάτι.
Μια γειτόνισσα μας έφερε σφουγγαρόπανο και κουβά να καθαρίσουμε∙ μας πήρε στο σπίτι της να λουστούμε. Ξέρεις πώς ήμασταν; Μας έφερε πιρούνια, πιάτα, το ’να, τ’ άλλο. Μείναμε οχτώ μήνες. Η επιτροπή μάς έφερε σκεπάσματα, κουβέρτες, ρούχα που μάζευε από εράνους. Όσοι ήταν λίγοι, τους δίναν όσπρια και μαγειρεύανε, όσοι ήταν πολλοί τους πήγαιναν συσσίτιο∙ ήταν πολύ καλός κόσμος, μα δουλειά δεν είχε, τι να κάνουμε... Πλέκαμε νταντέλες, κάναμε μπουτουνιέρες∙ ψευτοδουλειές. Παίρναμε λίγα, δε μας φτάναν.
Ήρθε ο καιρός να μαζευτούν οι ελιές∙ τέλος πάντων. Γύριζαν οι χωριάτες όπου ήταν μάζωξη από πρόσφυγες και τους λέγαν: “Άντε, θα μαζέψετε ελιές, θα φάτε, θα πιείτε και θα πληρωθείτε”. “Άντε, θα πάμε”. Μόνο μια έγκυος και μια που δε μπορούσε, όλες οι άλλες πήγαμε. Μπήκαμε στα κάρα και πήραμε δρόμο∙ ήταν μακριά, φτάσαμε νύχτα. Ούτε φως, ούτε τίποτα∙ ξέρεις τα χωριά. Τι να κάνουμε, αν αγαπάς. Μας χώρισαν σε δυο μερίδες∙ οι μισές σ’ ένα αφεντικό κι οι μισές σ’ ένα άλλο. Η βρωμιά τους δε λέγουνταν, οι πολιτείες τους ναι, μα τα χωριά! Μας βάλαν να φάμε, τι να το κάμεις το φαΐ∙ από πάνω περνούσαν τα γουρουνάκια και τα σκυλιά. Από λιγάκι, δε φάγαμε.
Πήγαμε να κοιμηθούμε∙ εκεί ’ταν χειρότερα από κει που φάγαμε. Για κρεβάτια και στρώματα μας βάλαν σανίδια κατάχαμα και παλιές πόρτες. Βρωμούσαν και τα τουλούμια από λάδια. Κουβέρτες μάς δώσαν η επιτροπή και είχαμε δικές μας. Βγήκαμε στο δρόμο∙ τι να κάναμε; Ανάψαμε ένα δαδί και πήγαμε ως το αφεντικό∙ ήταν αδύνατο να μείνουμε σε εκείνο το δωμάτιο. Βρωμούσε τόσο πολύ, που βαστούσαμε αδιάκοπα τη μύτη μας. Πω, πω, πω! Και στ’ άλλο ήταν τα ίδια και χειρότερα∙ μας βάλαν κλαδιά από ελιές για στρώμα. Συνεννοηθήκαμε∙ οι άντρες που ήταν τρεις, θα λένε: “Ελάτε, είναι ντροπή∙ να μείνουμε”. Κι εμείς θα λέμε: “Όχι φεύγουμε”. Και θα φεύγουμε με τα μπογαλάκια μας.
Το δεύτερο αφεντικό είχε έναν αδερφό στρατιώτη στη Μαγνησιά κι ήξερε απάνου-κάτου πώς ζούσαμε κει, και του είπε: “Αυτοί είναι αδύνατο να ζήσουνε δω, σ’ αυτή την κατάντια. Όσο και αν υποφέρουνε, όσο και να ’ναι φτωχοί, όσο και να ’ναι πρόσφυγες. Χωρίς άλλο το πρωί θα φύγουνε”. Έτσι κι έγινε. Φώναζε ο συμπέθερός μας: “Βρε αμάν, καθίστε, θα περάσουμε καλά”. Εμείς τίποτα. Φεύγαμε και του φωνάζαμε: “Σα θες εσύ μείνε”. Ως και την μπαστούνα του σήκωνε και φώναζε της γυναίκας του: “Θα σου σπάσω το κεφάλι”.
Εμείς πήραμε δρόμο. “Τι να σου κάνω”, είπε ο γέρος, “δε γίνουνται ζάφτι”. Και ήρθε από πίσω μας. Φεύγαμε ποδαρόδρομο∙ πού τα κάρα! Τ’ απογεματάκι φτάξαμε στο καφενείο. Θαρρώ πως το χωριό αυτό το λέγαν Κίσσαμο. Πέρασε κάμποσος καιρός∙ ήρθε άλλο αφεντικό, να μας πάρει να μάσουμε τις ελιές στο Μετόχι, ήταν όξω από τα Χανιά. Πήγαμε όλες μαζί, μας δώσαν δυο κελιά της εκκλησιάς. Σκουπίσαμε, συμμαζέψαμε τα πραματάκια μας∙ είχαμε κατσαρολίτσες και μαγειρεύαμε φασόλια, μας δώσαν λάδι κι ελιές, μας κουβαλούσαν και κρασί κι ό,τι είχαν.
Όλοι οι περαστικοί μας λέγαν: “Να ’ρθείτε και στο δικό μας το χωριό”. Μας δίναν αλεύρι, ζυμώναμε ψωμιά και ψήναμε. Μαζεύαμ’ ελιές∙ σ’ ένα μήνα πήραμε κάμποσο λάδι για μεροκάματο, τρώγαμε καλά. Μας καλούσαν στα χωριά∙ εκεί στρώναν αμέσως το τραπέζι για φαΐ. Δε σου βγάζαν ούτε καφέ, ούτε γλυκό. Βγάζαν τυρί, ελιές, βρεχτοκούκια στο πιάτο∙ ό,τι είχε ο καθένας, φασόλια, μπακαλιάρο. Άλλες περίμεναν στην πόρτα να μας πάρουν, να μας πάνε αλλού∙ και κει ίδια δουλειά γινότανε. Παίρναμε δυο τσιμπιές και τραβιούμασταν. Μας γέμιζαν τα μαντίλια μας με μύγδαλα και σταφίδες. Φύγαμε από τις ελιές, πήγαμε στο καφενείο του μπιλιάρδου πίσω. Καθίσαμ’ ένα διάστημα, ψευτοδουλεύαμε πάλι νταντέλες και μπουτουνιέρες. ΜΠΗΚΑΜΕ ΣΤΑ ΚΑΡΑ ΚΑΙ ΠΗΡΑΜΕ ΔΡΟΜΟ
ΦΤΑΣΑΜΕ ΝΥΧΤΑ. ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΑΝ ΣΕ ΔΥΟ ΜΕΡΙΔΕΣ
ΟΙ ΜΙΣΕΣ Σ’ ΕΝΑ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΙ ΟΙ ΜΙΣΕΣ Σ’ ΕΝΑ ΑΛΛΟ. Η ΒΡΩΜΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕ ΛΕΓΟΥΝΤΑΝ, ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΟΥΣ ΝΑΙ, ΜΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ! ΜΑΣ ΒΑΛΑΝ ΝΑ ΦΑΜΕ, ΤΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΜΕΙΣ ΤΟ ΦΑΙ
ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ. Για να μη μαζεύεται ο κόσμος χωρίς δουλειά στις πολιτείες, είχε βγει ένας νόμος να μην αλλάζουν τόπο∙ έπρεπε να σε καλέσουν. Πολλοί πήγαν στη Θεσσαλονίκη∙ τους δώσαν εκεί χωράφια και σπίτια. Δε ξέρω πώς έγινε και γράψανε στην Κρήτη, στην επιτροπή, πως το τάδε και το τάδε πρόσωπο σας καλνά. “Θέτε;”. “Θέμε”. Ερχούμαστε εδώ. Βρήκαμε άλλους σε αποθήκες, δεν ξέρω τι. Η μάνα μου η συχωρεμένη δεν ήθελε να πάμε στη Θεσσαλονίκη. “Τι θα κάνουμε κει; Χωράφια εμείς θα δουλέψουμε; Θα μείνουμε”. Αδέρφια, άντρες, όλοι ήταν αιχμάλωτοι. Πήγαμε στη Θήβα∙ εργαζόμασταν στα καπνά.
Τρώγαμε, πίναμε, πληρωνούμαστε το καλοκαίρι. Σαν έπιασε ο χειμώνας −κάνει κρύο πολύ στη Θήβα− μάσαμε λεφτά∙ μπορούσαμε να νοικιάσουμε ένα σπίτι δύο οικογένειες μαζί. Συνεννοηθήκαμε∙ είπαμε να περάσει ο χειμώνας και πάλι θα ’ρθουμε να ξαναδουλέψουμε. Ήρθαμε εδώ, εγώ κι έν’ άλλο κορίτσι. Είχαμε συγγενείς στην Αθήνα, μέναν στου Αλεπουδέλη το εργοστάσιο. Πήγα, τους βρήκα. Ψάχνουμε να νοικιάσουμε σπίτι. Που ’ναι η Ανθίππη; Φαίνεται, πέθανε κι αυτή. “Γίνεται συνοικισμός», μου ’παν, «και πριν τελειώσουν τα σπίτια, μπαίνουν”. Φύγαν οι μισοί απ’ το εργοστάσιο, με τη σκέψη ότι αν τους διώξουν από τα νεόχτιστα σπίτια να μπορέσουν να γυρίσουν πίσω στο εργοστάσιο. Πήγαμε∙ βρίσκουμε την εξαδέρφη μου, είχ’ ένα σπίτι μισοτελειωμένο. Κοντά μέναν πολλές πατριώτισσες. Ήταν ένα σπίτι πάρα πέρα, αυτό που έχω. Γράφω στη μάνα μου: “Πήραμε σπίτι στον Πειραιά κι ελάτε γρήγορα”.
Η μάνα μου απάντησε: “Τρελαθήκατε; Εμείς σε στείλαμε να νοικιάσεις σπίτι∙ τ’ είν’ αυτά που μας γράφεις”. Τότες τους έγραψα πως το σπίτι είναι μισοτελειωμένο, χωρίς πόρτες και παράθυρα και μπαίνει όποιος πρόσφυγας προφτάξει, κρεμά ένα άδειο σακί στο άνοιγμα της πόρτας, μπαίνεις μέσα, κάθεσαι κι έτσι το κυριεύεις. Κοιμόμουν στη γειτόνισσα, δεν μπορούσα να μείνω μόνη μου∙ το πρωί πήγαινα, έβρισκα το τσουβάλι πεταμένο κι άλλους μέσα. “Φύγετε, είναι δικό μου” τους έλεγα. Μερικοί φεύγαν, μερικοί μέναν∙ ήρθε μια οικογένεια∙ Αντιγόνη, Κατίνα, μάνα και ξάδερφός τους, και μου είπαν: “Το πιάσαμ’ εμείς”. “Το τσουβάλι πού είναι;”. Δίπλα μου κάθουνταν μια γριά που είχ’ ένα γιο στρατιώτη του Πλαστήρα∙ τη μέρα πιάναμε κουβέντα, μίλαγε ελληνικά. Είχε ένα χιτώνιο κρεμασμένο του στρατιώτη.
Την παρακάλεσα και μου το ’δωσε και το κρέμασα μέσα στο σπίτι, έκανα πως μιλώ με τη γριά και έλεγα πως έχω δύο αδέρφια στο στρατό του Πλαστήρα, το βράδυ θα ’ρθουν. “Δεν πειράζει”, τους είπα, “θα μείνετ’ εσείς στη μια γωνιά κι εγώ στην άλλη”. “Βάι, ογλούμ”, (αλίμονο, γιε μου) είπε η γριά μάνα, “πήγαινε να βρεις τον Αντρέα και πες πως αυτή έχει δύο αδέρφια στρατιώτες”. Μιλούσε τουρκικά. “Εγώ με δύο κορίτσια σε μια γωνιά, κι αυτή με δύο παλικάρια στην άλλη, δεν γίνεται”. Συμφώνησαν, φύγαν και πήγαν παρά κάτω. Έν’ άλλο πρωί ήρθαν δυο νταήδες με τα χέρια στις τσέπες∙ κοιμήθηκαν και παρουσιάστηκαν το πρωί. Αν δεν ήταν ένα παιδί, της κουμπάρας μου αδερφός, που βγήκε στη μέση κι είπε: “Δε μου λέτε, τι θέτε σεις εδώ, στρέψτε τη πλάτη σας”, θα το ’χανα το σπίτι. Από κείνο το παιδί το ξέρω το σπίτι αυτό. Κι είμαι δωναδά μέχρι τα σήμερα».
«Το πρωί παίρνομε το δρόμο για τ’ Αλάτσατα. Εγώ είχα την κόρη κρεμασμένη στην πλάτη κι έναν μποξά στο χέρι∙ η συχωρεμένη η μαμά μου κουβάλαε μια στάμνα νερό για τα παιδιά. Το βράδυ μείναμε στ’ Αλάτσατα, σ’ ένα συγγενή μας. Όλη νύχτα κι εκεί το κανόνι δε σταμάτησε. Το πρωί περνούσανε στρατιώτες, μας είπανε πως οι Τούρκοι φθάσανε στο Πυργί. Τα μαζέψαμε κι από τ’ Αλάτσατα και πήγαμε στα Λίτζια, στου Βίτελ τα λουτρά∙ εκεί είχε καΐκια πολλά. Μπήκαμε σ’ ένα καΐκι, μαζί και λίγοι χωριανοί, και βγήκαμε στη Χίο.
Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε. Μια μέρα ο άντρας μου μού λέει: “Μαρία, να σηκωθούμε να φύγουμε, βλέπω τους αξιωματικούς χωρίς εξαρτύσεις, φοβάμαι μη γίνει κανένα κίνημα”. Νύχτα μας εσήκωσε. Παίρνομε πάλι τα έχοντά μας στον ώμο, και τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μάς διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δε φύγαμε. “Κερατά”, του λέει ο άντρας μου, “εμείς είμαστε διωγμένοι, πού θες να πάμε;”. Κάναμε σπιτάκια με τις πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Πιάνει ένα απόγευμα βροχή, δεν είχαμε πώς να προφυλαχτούμε. Πήγαμε σ’ ένα σπίτι, κάτω από τα σκαλοπάτια. Το πρωί ανοίγει ο νοικοκύρης την πόρτα, μας βλέπει, την ξανακλείνει. Σε λιγάκι ξαναβγαίνει, κρατούσε τρεις φέτες ψωμί και τυρί για τα παιδιά. “Εμείς”, του είπαμε, “ήρθαμε για να φυλαχτούμε, δεν ήρθαμε για ελεημοσύνη”. Ένα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο, ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή. Μετά, σπάσαμε μια αποθήκη και πήγαμε και καθίσαμε. Από κει δα ξεκινήσαμε και φύγαμε.
Πρώτη του Σεπτέμβρη πήγαμε στη Χίο, δύο του Οκτώβρη ήμαστε στην Κρήτη, στα Χανιά. Εκεί ήρθε ένας και μας πήρε να μαζέψουμε ελιές στην Παλιοχώρα. Ένα μερόνυχτο και μια μέρα κάναμε για να φθάσομε. Ανάμεσα στα βουνά και στα λαγκάδια πορπατούσαμε. Σαν φτάσαμε στο χωριό, ήθελε να μας βάλει σ’ ένα κουμάσι να κοιμηθούμε. “Εγώ”, του λέω, “δε μπαίνω μέσα, άμα ήθελα να μείνω αιχμάλωτη, έμενα και στη Μικρασία”. Ήρθε μετά ο πρόεδρος της κοινότητας και μας έβαλε σ’ ένα κελί. Εκεί ήτανε τα μεγάλα, ούτε στρώμα όμως, ούτε πάπλωμα είχαμε να πλαγιάσουμε. Μαζεύτηκε ο κόσμος και μας κοίταζε περίεργα, σα να είμαστε άλλη φυλή. “Ξέρετε ελληνικά;” μας ρωτούσανε. “Eίχατε εκκλησίες στον τόπο σας;”. “Ευρωπαϊκά είναι ντυμένοι” λέγανε. Μετά από έναν χρόνο σηκωθήκαμε και φύγαμε, πήγαμε στα Χανιά. Εγκατασταθήκαμε σ’ ένα μετόχι τούρκικο. Ένας Τούρκος το είχε άλλοτε αυτό και το μοιράσανε σε εξήντα οικογένειες, σκέψου τι πήραμε! Το ’50 φύγανε τα δυο παιδιά μου από την Κρήτη κι ήρθανε στην Αθήνα∙ σιγά-σιγά μαζευτήκαμε όλοι εδώ».
«Έξι μήνες μείναμε εκεί μέσα. Κακήν κακώς, μην τα ρωτάς πώς ζούσαμε. Έφτασε ο δεύτερος χρόνος της προσφυγιάς. Ήμασταν στα 1924 κι ακούσαμε πως γίνονται οι συνοικισμοί, για να κάτσουμε εμείς οι πρόσφυγες, στον Ποδονίφτη, στους Ποδαράδες, στην Κοκκινιά. Τότε ξέρεις πώς πιάνανε τα σπίτια στους συνοικισμούς; Πήγαινες εκεί, κρεμούσες ένα τσουβαλάκι ή ό,τι είχες σ’ ένα δωμάτιο και το σπίτι ήτανε δικό σου. Ατέλειωτα ήτανε ακόμη· κεραμίδια δεν είχανε, πόρτες δεν είχανε, παράθυρα δεν είχανε. Και μερικά που είχαν πόρτες και παράθυρα πηγαίνανε άλλοι τη νύχτα και τις βγάζανε και ανάβανε φωτιές να ζεσταθούνε, να μαγειρέψουνε. Δυο χρόνια ύστερα που φτάσαμε εμείς στην Ελλάδα ήρθε και μας βρήκε στην Κοκκινιά και ο άντρας μου. Αυτός ήρθε από τους τελευταίους αιχμαλώτους, γιατί, επειδή ήτανε τεχνίτης, τον κρατούσανε και τους δούλευε. Δουλέψαμε, κουραστήκαμε και κάναμε σπίτι και αναστήσαμε τα παιδιά μας και δουλέψανε κι εκείνα· κι εδώ θα τελειώσουμε τη ζωή μας. Τα βάσανά μας ποτέ δεν θα φύγουνε από μέσα μας»
«Τη θάλασσα μόνο είχα μπροστά μου και την έβλεπα για πρώτη φορά. Κι ήρθαν οι βάρκες μια μέρα να μας πάρουν. Μ’ έπιασε φόβος και λιποθύμησα. Η συννυφάδα μου με χτυπούσε στο πρόσωπο και μου φώναζε: “Τι φοβάσαι; Τι θα πάθεις; Εμείς δεν είμαστε μαζί σου;”. Πήγαμε στο βαπόρι. Τα πράματά μας με βίντσι ανέβασαν και έβαλαν στο αμπάρι. Ανεβήκαμε κι εμείς. Πολλοί άνθρωποι απ’ όλη την Ανατολή. Ήταν γεμάτο. Να πούμε: μια οικογένεια εδώ κάθεται, άλλη εκεί κάθεται. Παρέες, παρέες, πέντε έξι κάθονται μαζί. Εμένα μ’ έπιασε η θάλασσα.
Έπιασε και τα παιδιά μου. “Τα παιδιά σου, καλέ, πεθαίνουν” μου φώναζαν. Πήγαινα να σηκώσω το κεφάλι, έπεφτε. Δεν μπορούσα να τα δω. Υποφέραμε. Ούτε να φάμε ούτε να πιούμε μπορούσαμε, αμά ήρθαμε γρήγορα στον Άι-Γιώργη. Εδώ ήτανε δύσκολο. Κόψανε τα μαλλιά μας... Από το λουτρό σαν βγαίναμε, φορούσαμε καθαρά ρούχα. Τα άλλα τα βάζαμε στον κλίβανο. Εδώ μας έδιναν φαγητό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Τσάι, μπακαλιάρο, σούπα, ελιές και ό,τι άλλο. ΟΙ ΝΤΟΠΙΟΙ ΦΩΝΑΖΑΝΕ: «ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ, ΕΔΩ ΠΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΑΙΝΟΥΝ». ΚΑΙ ΚΛΕΙΝΑΝΕ ΤΙΣ ΑΠΟΘΗΚΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ, ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ. ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΣΙΑΣΟΜΕ, ΝΑ ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΟΜΕ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ, ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥΣ, ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΟΥΣ. ΔΕΝ ΗΜΑΣΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΜΕΙΣ, ΗΜΑΣΤΑΝ ΜΙΚΡΟΒΙΑ.Τρώγαμε καλά, ψωμί μπόλικο. Μετά ό,τι περίσσευε, “να ρίξομε και στα ψάρια”, λέγαμε και το πετούσαμε στη θάλασσα. Εδώ ήρθε ο άντρας μου και μετά μας έβαλαν πάλι στο βαπόρι. Μας πήγαν στο Βόλο. Κι από κει με τρένο στα Φάρσαλα. Εγώ όμως εδώ υπόφερα πολύ. Στα βαπόρι έχασα τα πράματά μου. Έμεινα και γύρευα τα πράματά μου, και τα παιδιά μου τα είχαν βάλει στο βαγόνι.
Έχασα και τα παιδιά μου. Μπήκα κι εγώ στο τρένο, μα σ’ άλλο βαγόνι. Φώναζα κι έκλαιγα. Ζητούσα τα παιδιά μου, μα τίποτα. Κι όταν κατεβήκαμε απ’ το βαγόνι, βροχή, βροχή, σαν σκοινιά έπεφτε το νερό. Άνοιξαν οι ουρανοί, κατακλυσμός. Και μια ώρα έχει από το σταθμό για να πάμε στα Φάρσαλα. Έτσι, με βροχή, και τα παιδιά μου δεν τα ηύρα. Έκλαιγα, φώναζα σαν τρελή σ’ όλο το δρόμο. Τέλος φτάσαμε στα Φάρσαλα. Μας έδωσαν από μία σκηνή να τη στήσομε πού; Στα χωράφια, μέσα στη λάσπη, πάνω στο νερό. Εγώ όμως είχα μια χαρά που βρήκα τα παιδιά μου. Σαν ησύχασα απ’ αυτά κι είδα πού βρισκόμασταν, μαζί με τους άλλους αρχίσαμε τα κλάματα και τη βουή. Πού να πλαγιάσομε;
Πού να κάτσομε; Πού να σταθούμε; Ξημέρωσε κι ήμαστε ακόμη στο πόδι. Πήγαμε τότε όλοι, κάμαμε παράπονα και μας άνοιξαν την εκκλησία. Από τις κακουχίες και τα βάσανα αρρώστησε το παιδί μου. Κάθισα πάνω του: “Παναγία μου, όλα τα έχασα και την κόρη μου θα τη χάσω;”. Τρεις τέσσερις μήνες καθίσαμε στην εκκλησία. Το παιδί μου στον ένα μήνα έγινε καλά. Μετά μας κάμανε παράγκες σε ένα μέρος όπου η ομίχλη δεν σηκώνεται... Οι ντόπιοι φωνάζανε: “Οι πρόσφυγες έρχονται, εδώ πέρα να μην μπαίνουν”. Και κλείνανε τις αποθήκες τους, και κλείνανε τα σχολεία τους, και κλείνανε τα καφενεία τους, και κλείνανε τα σπίτια τους. Να μην πλησιάσομε, να μην αγγίζομε πάνω τους, στην πόρτα τους, στους τοίχους των σπιτιών τους. Δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, ήμασταν μικρόβια».