Η LiFO δημοσιεύει για πρώτη φορά ένα καθηλωτικό ντοκουμέντο, το ημερολόγιο του στρατιώτη Ιωάννη Μπαρμπέρη που καταγράφει την πορεία, με τα πόδια, προς το αλβανικό μέτωπο αλλά και σκηνές πολέμου.
Σχεδιασμός και Υλοποίηση: Παπαστεργίου Άγγελος
Εικονογράφηση: bianka/LIFO
Οι μικροσκοπικές σελίδες του γράφτηκαν επί τόπου κατά τη διάρκεια των μαχών. Οι περιγραφές είναι ωμές και πηγαίες. Ο τηλεγραφικός τρόπος απόδοσης των γεγονότων ξεπερνάει τα σκηνοθετημένα δράματα. Οι ενίοτε τρεμάμενες λέξεις από τα παγωμένα χέρια του, εκείνες που γράφτηκαν υπό τον εφιαλτικό ήχο των πολυβόλων και των αεροπλάνων, αποτυπώνουν το κλίμα, τις συνθήκες, την αγωνία και την παράνοια του πολέμου. Ακόμα και όσα γράφει μετά την έκρηξη της χειροβομβίδας που τον τραυμάτισε…
***
Νοέμβριος του 1940. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος έχει ξεκινήσει. Ο Μικρασιάτης πρόσφυγας, γεννημένος στο Σεβντίκιοϊ της Μικράς Ασίας το 1914 με το επίθετο Βαρβεράκης, αναχωρεί από τη Λάρισα μαζί με εκατοντάδες άλλους για το Αλβανικό Μέτωπο. Η εντολή για γενική επιστράτευση είχε ήδη δοθεί. Η ακριβής πορεία άγνωστη. Η μέρα της επιστροφής άγνωστη. Ο τελικός προορισμός άγνωστος. Η εξέλιξη της ζωής τους επίσης. Το κλίμα ευφορίας μετά το «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου δεν είχε ατονήσει ακόμα. Ο Ιωάννης Μπαρμπέρης, όπως τον έλεγαν, είχε έρθει στην Ελλάδα το 1922, κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μαζί με τους γονείς του και έμενε στην Κοκκινιά. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Πριν επιστρατευτεί, ήταν εργάτης σε ένα εργοστάσιο χάλυβα στην οδό Θηβών. Η 9η Νοεμβρίου 1940 είναι η μέρα που θα ξεκινήσει να κρατάει ημερολόγιο. Ένα τετραδιάκι που χωρούσε στη τσέπη του στρατιωτικού χιτώνα θα του κρατήσει συντροφιά τους επόμενους σχεδόν πέντε μήνες. Όσα γράφονται εκεί δεν έχουν κανέναν λογοτεχνικό καλλωπισμό, εμπεριέχουν όμως την ωμή αλήθεια. Είχε επίγνωση, άραγε, της ιστορικότητας; Ανέφερε όλα τα μέρη που περνούσαν σε περίπτωση που χρειαστεί να γυρίσει πίσω, για να μη χαθεί; Σκεφτόταν το ενδεχόμενο του θανάτου και κατέγραφε την πορεία του; Ποιος ξέρει…
Στις 14 Νοεμβρίου θα ξεκινούσε η μεγάλη ελληνική αντεπίθεση κατά των ιταλικών δυνάμεων, οπότε μεγάλος όγκος των δυνάμεων συγκεντρωνόταν στο μέτωπο. Όπως είναι γνωστό, οι ελληνικές δυνάμεις όχι μόνο απέκρουσαν την ιταλική εισβολή αλλά κατέλαβαν και θέσεις εντός της αλβανικής επικράτειας. Μαζί με αυτούς και ο Ιωάννης Μπαρμπέρης.
Η πορεία προς το μέτωπο ήταν εκατοντάδες χιλιόμετρα τα οποία διέσχισαν εκείνος και οι συμπολεμιστές του με τα πόδια κάτω από ακραίες συνθήκες. Υπήρξαν μέρες που περπάτησαν περισσότερα από σαράντα χιλιόμετρα με όλο τον εξοπλισμό τους, μέσα στα χιόνια και τη λάσπη. Μέρες που κοιμήθηκαν βρεγμένοι από πάνω μέχρι κάτω με -10 βαθμούς. Μέρες που ένα ψωμί φαινόταν πολυτέλεια ύστερα από την τέταρτη μέρα έλλειψης φαγητού. Η βοήθεια των κατοίκων από τα χωριά από τα οποία περνούσαν περιγράφεται ως λυτρωτική.
Ένας «δειλός», όπως τον χαρακτηρίζει, κόβει το δάχτυλό του για να μην μπορεί να κρατήσει όπλο και να αποσυρθεί από την πρώτη γραμμή. Οι λοχαγοί μπαίνουν μπροστά στη μάχη και σκοτώνονται… Εικόνες συγκλονιστικές, ιστορικές, απόκοσμες. Εικόνες που δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο να ζει και να βλέπει.
Ο Ιωάννης Μπαρμπέρης, όπως καταγράφει στο ημερολόγιό του, σε μία από τις μάχες, που σήμερα είναι γνωστή ως «μάχη του Τεκέ», τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι από ιταλική χειροβομβίδα.
Ο Αλέξανδρος Λαγκαδάς, ο οποίος υπηρετούσε στον ίδιο λόχο με τον Ιωάννη Μπαρμπέρη, πολλά χρόνια αργότερα θα εκδώσει το βιβλίο Αλβανία: 1940-1941 – Αναμνήσεις ενός πολεμιστού, όπου περιγράφει, εκτός των άλλων, με λεπτομέρειες τι ακριβώς έγινε σε αυτήν τη μάχη.
«[...] Φανταστείτε ότι στη μάχη του Τεκέ είχαμε μόνο 50 οβίδες και δεν έπρεπε να αστοχήσουμε διότι χανόμασταν… Έπρεπε όλες να πάνε στον στόχο. Ο Σινιώρης, λοιπόν, μας οδήγησε στη μάχη του Τεκέ. Οι αξιωματικοί μας, εξαιρετικοί, δεν μας θυσίαζαν, αλλά μας τοποθετούσαν σε σημεία όπου θα ήταν αποτελεσματική η επίθεσή μας. Το Μάρτιο του 1941, μας πληροφόρησαν Έλληνες της Αλβανίας, ότι μια μεγάλη μονάδα, από 800 Αλπινιστές, ήταν στην πλάτη μας. Αυτό αποτελούσε μια μαχαιριά στην πλάτη μας. Αποφασίζει τότε το Επιτελείο, το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, να εξουδετερώσει τη θανατηφόρο αυτή εστία. Προετοιμάζεται η επίθεση και το μαθαίνω κι εγώ. Εφαρμόστηκε το σχέδιο του Μιλτιάδη. Το Σύνταγμα είχε τρία Τάγματα και το Πυροβολικό. Εγώ βρισκόμουν στο 1ο Τάγμα, στον 1ο Λόχο, δηλαδή στην αιχμή της επιθέσεως [...] Όπως ήταν τα βουνά, υπήρχε ένα ύψωμα κι εκεί ένα μοναστήρι (Τεκές), όπου εκεί είχανε τη βάση τους οι Ιταλοί [...] Εκεί, λοιπόν, ο ταγματάρχης Κονταξής, διοικητής Πυροβολικού του 1ου Συντάγματος, μας έσωσε. Τρομερή ευθυβολία του Πυροβολικού. Ήθελε την οβίδα από το παράθυρο και σακάτεψε τους Ιταλούς, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι απώλειές μας. Με τις 50 προαναφερθείσες οβίδες, που εβλήθησαν από μικρά κανονάκια, έκαναν τρομερή ζημιά. Εμείς, δυστυχώς, είχαμε τις περισσότερες απώλειες διότι επιτιθέμεθα επί μετώπου, ωστόσο μετά τις πετυχημένες βολές του Πυροβολικού, κάπως κόπασε το αντίστοιχο της Ιταλίας. Να φανταστείτε ότι οι Ιταλοί τρόμαξαν όταν είδαν μετά τα κανονάκια μας, γιατί νόμιζαν ότι φέραμε τρομερή δύναμη πυρός. Σε μια στιγμή, ο ασύρματός μας έκανε μια υποκλοπή. Ήτανε το τελευταίο σήμα του Ιταλού διοικητή του Τεκέ, ο οποίος έλεγε στο στρατηγείο του: “Υφιστάμεθα λυσσώδη επίθεση των Ελλήνων. Αμύνονται και οι τραυματίες μας”. Από τότε σίγησε και δεν ξαναμίλησε».
Η δημοσίευση γίνεται στη μνήμη του Ιωάννη Μπαρμπέρη που πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο αλλά και στη μνήμη όλων εκείνων των «άγνωστων» συμπολεμιστών του, πολλοί εκ των οποίων δεν γύρισαν ποτέ πίσω σε ένα ζεστό σπίτι, ούτε καν για μια αξιοπρεπή ταφή.
Ο κατάλογος με όλους τους πεσόντες στο μέτωπο κατά τον πόλεμο του 1940-41 βρίσκεται εδώ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για λόγους ιστορικότητας και αυθεντικότητας της αφήγησης διατηρήθηκε αυτούσια η ορθογραφία που ακόμα και στις ίδιες λέξεις συχνά είναι διαφορετική. Η στίξη έχει αλλάξει όπου κρίθηκε απαραίτητο για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου. Πολλές από τις τοποθεσίες που αναφέρονται σήμερα έχουν άλλη ονομασία.
κατά την διαδρομή προς τα χωριά Πλατύκαμπο και Μελισσοχώρι βαδίζαμε υπό βροχή. Κατασκηνώσαμε στη Γεωργική Σχολή έξωθεν της Λαρίσης. Στις 10 Νοεμβρίου μείναμε στη Λάρισα.
εκκίνησις από Λάρισα στις 6 μμ. Περάσαμε από [τo] χωριό Τομαΐ μια γέφυρα μήκους 200 μ., λεγόταν Κουτσόχερο, και κατασκηνώσαμε στις 1 πμ πλησίον σ’ ένα χωριό. Στις 3 μμ εκκίνησις. Κατά την πορεία συναντήσαμε τα χωριά Ζάρκο, Τσιγότι, Τσιότιον. Κατασκινόσαμε στο χωριό Γιωργανάδες στας 9 μμ.
και ώρα 4 μμ φτάσαμε πλισίον στο χωριό Κλοκοτός όπου παραμείναμε εκεί της ημέρες 14, 15, 16, 17, 18. Ο λόχος ήταν επιφιλακή και είχαμε στημένα τα πολυβόλα έτοιμα προς εχθρικά αεροπλάνα. Εκή περάσαμε πολί καλά, η κάτικη του χωριού ήταν πολί φιλόξενη και μας έδωσαν ότι είχανε φαγώσιμα.
και ώρα 5.30 μμ εκκίνησις από το χωριό Κλοκοτός πορίας δια Τρίκαλα. Φθάσαμε στις 2.30 πμ στις 20 Νοεμβρίου. Κατά την πορεία περάσαμε από το χωριό Γρίζανο και Μεγαλοχώρι. Εκκίνησις από Τρίκαλα πορίας ης Καλαμπάκα. Στας 20/11/40 και ώρα 6 μμ μέχρι τις 5 πρωί της 21/11/40 κατασκυνόσαμε όπισθεν του όρους Μετέωρον. Εκή είχε αυτοτραβματιστή και έκοψε το δεξιό δάχτιλο κάποιος στρατιώτης διλός του 1ου Λόχου Τ.κιοφόρον (σ.σ. τυφεκιοφόρων).
εκκίνισης από Καλαμπάκα στας 6 μμ πορίας και κατασκηνόσαμε σε δάσος στας 2.30 πμ.
Στας 22/11/40 εκκίνισης στας 3.30 πορίας μέχρι 12.30 κατασκηνόσαμε σε δεύτερο δάσος πάλι. Στας 23/11/40 κατά την πορίαν περάσαμε τα χωριά Αγιόφιλον και Γριά [Άνοιξη Γρεβενών: Η παλιά ονομασία του χωριού είναι Γκρέση. Το 1927 μετονομάστηκε σε Γριά και το 1961 σε Άνοιξις.]
παραμίναμε στο δάσος. Στας 25/11/40 εκίνισης στας 12 μεσιμβρινή και κατασκηνόσαμε σε τρίτον δάσος. Στας 7 μμ της ίδιας μέρας, στας 26/11/40, εκκίνισης από τρίτον δάσος. Φτάσαμε τα Γρεβενά, περασαμε κάπιο χωριό και κατασκηνόσαμε έξοθεν τον Γρεβενόν, 9 χιλιομέτρον.
και όρα 10 μμ της ίδιας μέρας πορίας χιλιομέτρον 22 και μίναμε εκεί 27-28. Στας 28 κατέβηκα ης Γρεβενά για να ψωνίσο τίποτα φαγωσιμο και εγένετο σιναγερμί και κρίφθικα στα καταφίγια.
Στας 29 βρέχι ακατάπαφτα.
ήμαστε σε ένα αντίσκινο 5 στρατιότε, Ανκελίδης, Τουμπακάρης Στρατιγός Κένερ και Μπαρμπέρης, και όλη την ημέρα λέγαμε ιστορίες και τραγούδια, αλά το βράδι μας βγίκανε ξυνά. Όλο το αντίσκινο μας επλυμίρισε νερά και όλη την νικτα δε κιμιθήκαμε καθόλου γιατί ήμαστε βρεγμένι.
ανάψαμε προΐ-προΐ φωτιά και ζεστάναμε τα βρεμένα ρούχα, το βράδι της ίδιας μέρας χιόνιζε ακατάπαφτα. Το προΐ στας 2/12/40 σικοθηκαμε και ιδαμε 1 σπιθαμί το χιόνι και τόσο πολί λάσπη που πάμε για φαΐ με τη καραβάνα [και] θαφτίκαμε στη λάσπη. Έπιτα μας ίδαν η ανοτεροι αξιοματική, τη τηρανία μας, και μετακινηθίκαμεν σε ένα χορίο, τη Μιλιά [το χωριό ήταν αρχικά χτισμένο νοτιότερα, αλλά λόγω συνεχών κατολισθήσεων οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν τη δεκαετία του 1960 στη σημερινή τοποθεσία. Από την Παλιά Μηλιά έχουν μείνει μόνο ο ναός του Αγίου Δημητρίου (χτισμένος το 1900).]
Όρα Αναχορίσεος 4 μμ και κατασκινόσαμε στας 9 μμ. Κατά τη διαδρομή περάσαμε το χορίων Βατίλακος. Ο δρόμος ίτο πολύ λασπόδης και πεδεφτήκαμε πολύ και μας έβαλαν, το λόχο μας, μέσα σε μια εκλισία του Αγ. Διμιτρίου, αλά έκανε τόσο πολύ κρίο εκίνο το βράδι που αναγκαστίκαμε η 5 φίλι να βρούμε κάποιο σπίτι όπου πίγαμε και καθίσαμε.
το σπίτι ίτο σχεδόν χορίς σκεπί. Στις 4/12 και ορα 4 μμ εκίνισης από Μιλιά πορίας μέχρι τας 10 μμ και κατασκινόσαμε στο χορίων Σιατιστα μέσα σε ένα σχολίον. Κατά την πορίαν περάσαμε τον ποταμόν Αλιάκμον μια γέφυρα περίπου 250 μετρον. Ο δρόμος στην αρχίν ίτο καλά, έπιτα πέσαμε ης μια χαράδρα που όλο ίτο χαλίκι και βράχους. Το χορίων ίτο μεγαλύτερο με 7 περίπου χιλ κατοίκους. Στη πορεία αυτί γλίστρισα και έπεσα αλά εφτυχός δε χτίπησα, φορτομένος καθώς ίμουν. Στας 5/12/40 και όρα 4:00 μμ εκίνισης πορείας μέχρι 9.30 μμ και μίναμε στο χοριό Καλάμια. Ο δρόμος ίτο καλός. Κατά την πορίαν περάσαμε τα χοριά Γεράκη, Ξυρολίμνη, τα βουνά όλα γύρο είναι πολύ χιονισμένα
παραμίναμε
εκίνισης από Καλάμια και μίναμε στο χορίον Ποντοκόμη. Στας 9 μμ σε ενα σπιτι όπου όλι η κάτικη του χορίου μας ίχαν ψίση φαΐ εμάς μας έψισε πνιγούρι και πατάτες και μας περιπιϊθικαν όσο μπορούσαν. Κατά την πορίαν περάσαμε τα χορία Λιγερί [Λυγερή], Μαύρο δένδρο [Μαυροδένδρι] ή Καραγάτση. Το πρωί στας 8/12/40 μας έψισαν φαι. Η κάτικοι ίτο πρόσφυγες πάρα πολί καλί. Όρα 2 μμ εκίνισης από Ποντοκόμιον και μίναμε σε ένα σχολίον του χορίου Περδικα. Στας 10 μμ κατά την πορίαν περάσαμε από [τα] χοριά Κόμαν, Μαυρολίμνι [εννοεί μάλλον Μαυροπηγή] και Λάρκα στας 9/12/40, 10/12/40, 11/12/40.
το βράδι δια τετάρτη φορά το στομάχι μου με είχε πιάσει πάλι. Τόσο πολί πονούσα που δεν άφισα τα παιδιά να κιμιθούν καθώς και εγώ δε κιμίθηκα από τους πόνους.
χιονίζει ακατάπαφτα.
και όρα 5 πμ έγινε έγερτίριον για εκίνισης. Έχι χιονι 30 ποντους και ακατάπαφτα χιονίζι. Ορα εκινίσεος 9.30 μπ και μίναμε στο χοριό Κλίδη. [Το 1941, σε μικρή απόσταση από το χωριό έγινε η μάχη της Βεύης μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων και των στρατευμάτων της ναζιστικής Γερμανίας.] Κατά την πορίαν φισούσε πολί και έριχνε χιονι πολί. Πολά παιδιά έπεσαν κατο παομένα. Εγώ με μεγαλο κόπο κατόρθοσα να φθασο. Επεσα μια φορα και στας 5 μμ της ίδιας μέρας μείαμε σε ένα σπίτι 20 άτομα. Το σπίτι είχε σόμπα. Με έβαλαν ιπιρεσια μάγιρας και πεδεφτικα πολί.
χιονίζι πολί.
το χιόνι είναι 3 μέτρα. Τα συνεργία εργάζονται και η κάτικη του χορίου είναι ακαρία [μάλλον εννοεί αγγαρεία] να καθαρίζουν τους δρόμους από τα χιόνια να περνούν τα αυτοκίνητα και κάρα.
το χιόνι μας έχει κλίση.
χιονίζι.
έχομε ήλιο.
το βράδι χιονίζι.
και κατά την όρα 8.30 μμ, εκεί που κάναμε πρόβα για τα Χριστούγενα τα κάλαντα, κάπιος σινάδελφος μας και παρέα μας έπαθε εμοπτιση και στεναχορέθηκα πολί καθώς και η άλι σινάδελφι μου. Τον πίραμε και τον επίγαμε στο νοσοκομίο. Ο ασθενής ονομάζετο Φλασκής Διμ.
το προΐ πίγα στην εκλισία του Αγ. Αντόνιου και το βράδι διασκεδάσαμε.
ημέρα Χριστουγένον το πρωΐ πίγα στην εκλισία και μετάλαβα. Ο λόχος μας είχε κονιάκ, κουραμπιέδες, τσιγάρα. Μόλις γιρίσαμε το μεσυμέρι μας είχαν κρέας, μακαρόνια, κρασί, μήλα, το βράδι τυρί, κουραμπιέ, κονιάκ. Εγώ πίγα στο Νίκο που είχαν σφάξι ένα αρνι μερικά παιδιά και κρασί πολι και μεθίσαμε περάσαμε πολι καλά εκεί. Έπιτα γύρισα στη παρεα μου και αρχίσαμε να πινουμε κρασι.
κείνη την ιμέρα ήμουν συδέσεις στο Τάγμα 24 ορόν.
επίγα στο χοριό Δέση [Βεύη] να ιδώ τον Ορέστη και τον ίδα.
ο Λόχος μας έδοσε, κονιάκ, μήλα και ξυρούς καρπούς. Το μεσιμέρι πήγα και έκατσα με τον Νίκο μαζί. Το βράδι τα κοπανίσαμε και μέθισα καλά.
ο Λόχος μας είναι επιφιλακί και η διμιρία μας είναι στο Βουνό για επίθεση εχθρικών αεροπλάνον, το δε κρίο δεν κανι πολί, τα χιόνια αρχίζουν να λιόνουν.
ήμουν άροστος με πιρετό και ευκίλια με έμα. Πίγα στο γιατρό και μου έδοσε κινίνο.
η ευκίλια εξακολουθί.
ημέρα Αγ. Ιωάνου. Είναι το όνομά μου, αλά ξαναβγίκα στο γιατρό λόγο της ευκιλιότιτας.
η ευκιλιότιτα κόπικε.
για να πάω στο Βασίλη στη Φλόρινα το έσκασα κρυφά και τον βρίκα στο καφενίο και ίδα και τον Κόστα και τον Ιωρδάνη καθός και άλα πεδιά.
Και το μεσιμέρη φάγαμε μαζί και τα ίπαμε ένα χέρι. Το απόγευμα φιλιθίκαμε και εφίγαμε [με] το αυτοκίνιτο. Όταν πίγα, πίγα σιδιροδρομικός. Εφτιχός δεν έγινα αντιλιπτός στο λόχο.
εκίνισης από Κλιδή 10.30 πμ και μίναμε στο χοριό Αμοχόρι. Στας 4 μμ όπου μίναμε σε ένα σπίτι 3 στρατιότες και περάσαμε πολί καλά η κάτικη του χορίου ήτο φιλόξενη, προπαντός ο δικόσμας μάς περιπιίθικε πολί. Στας 19/1/41 και όρα 9.30 πμ εκίνισης από χορίον Αμοχόρι ης Πισοδέρη. Φθάσαμε στας 11 μμ. Ο δρόμος ήτο γεμάτος χιόνια και όλο ανίφορος και κουραστήκαμε πολί και πολά παιδιά έπεσαν χάμο. Η διμιρία μου ήτο 51 στρατιότες και φθάσαμε 11 μόνο. Κατά την πορίαν περάσαμε το χορίο Αρμενοχόρι Φλόρινας όπου ο Βασίλης με περίμενε. Εκεί και φιλιθίκαμε και χωρίσαμε.
Έπιτα στο χορίον Τρίγονο, 20/1/41, και όρα 10 μμ. Εκίνισης από χορίον Πισοδέρη, πορίας μέχρι το χάραμα. Πισοδέρι φθάσαμε την όρα 3 μμ.
εκίνισης από Πισοδέρι και μίναμε στο χορίον Βράλιστα της Αλβανίας. Κατά την πορίαν περάσαμε τα χορία Αντάρτικο, Κρισταλοπιγή. Όταν περάσαμε τα σίνορα, τα ίδαμε καταστραμένα. Τα φιλάκια τα δικά μας ήτο απίραχτα και προχορίσαμε σε αλβανικό έδαφος. Περασαμε τα χορία Πίλο, Βιρλίστα και Πιτίσκα, η πορία αυτή ήτο 35 χιλιόμετρα και κουραστίκαμε πολί.
θέλισα να πάρο μουλάρι και πίγαμε σε ένα χοριό, την Πετίσκα, όπου τα παραλάβαμε στας 11 μμ. Το προΐ φίγαμε στας 5.30 πμ. Χιόνιζε πολί και τραβίξαμε πολί μέχρι να τα παραλάβομε. Τα πόδια μας ήτο παγομένα και η λόρδα μας έκοβε. Τέλος πίγαμε σε αλβανικά σπίτια και καθίσαμε λίγο να ζεσταθούμε, δε ξέραμε τι να κάνουμε από το κρίο. Τέλος ανεβήκαμε στα μουλάρια και φθάσαμε καλά στο μέρος μας.
εκίνισης από χορίον Βράνιστα η όρα 11 πμ, όπου μίναμε σε ένα χοριό. Κατά την πορία περάσαμε το χορίο Κοντός. Εκίνισης από χορίο στας 3/2/41 και όρα 10 πμ με βροχί και χιόνι όπου μίναμε σε ένα βουνό και κατασκινόσαμε στας 7 μμ όπου διαβιβάζανε όλι η ημιονιγί να πάρουν τα ζόα τους και να πάνε στο χοριό. Το χορίο αυτό ήτο στην κοριφί του βουνού, αλά εγώ φόρτοσα μερικούς γύλιους και άλα πράματα και ξεκίνησα να πάο, αλλά το σαμάρι έγιρε και μου τα πέταξε όλα κάτω και μέχρι να τα φτιάξο έφιγαν η άλοι και ένας στρατιότης έμινε που τον έλεγαν Λιγνό Ν. όπου χασαμε το μονοπάτι και τραβίξαμε αλου. Ήτο και 2 άλλα παιδιά και αποφασίσαμε να κατασκινόσουμε στο βουνό όπου μίναμε όλι την Νίχτα. Έβρεχε πολί την άλη μέρα.
εκίνισης στας 9 πμ οπως ημαστε βρεμένι και μίναμε σε άλο βουνό στας 6 μμ όπου ανάψαμε φοτιά και ζεστάναμε τα ρούχα μας τα βρεγμένα. Ο δρόμος ήτο πολί δίσκολος, παταγες μεχρι το γόνατο στη λάσπι, η σόλα του παπουτσού μου έμινε εκί.
εκίνισης πορίας στας 6 πμ όπου μίναμε σε άλο βουνό όπου κατασκινόσαμε με βροχί μεγάλι. Τα ρουχα μας ήτο βρεμένα και λάσπι μεχρι τα γονατα, αλά τι να κάνουμε, φοτιά δεν επέτρεπαν να ανάψουμε και κιμιθίκαμε όπος ήμαστε βρεμένι και όλι την Νίχτα τρέμαμε.
όπου μίναμε καθόλι την ημέρα έβρεχε πολί και τα πιρά του πυροβολικού ακουγότανε καλά και φένεται ότι μας ανακαλιψαν και μας έριχναν, αλά εμής ήμαστε πίσο από το Βουνό και δε μας κτίπισε. Όλι ήμεθα με τα κράνι στο κεφάλι, πώς σφίριζαν τα όπλα, αλά έπιτα έπιασε η βροχί και έπαψαν τα πιρά. Τρόφιμα δεν ηπίρχαν και όλι την ημέρα ήμεθα νιστική και τρελαμένη από τη πίνα.
όλι την ημέρα δε φάγαμε τίποτα.
το μεσιμέρι μας έφεραν φασόλια νερόβραστα.
μας έδοσαν 100 δράμια ψωμί.
νιστική όλι την ιμέρα.
μας ήχαν μακαρόνια με κρέας το μεσιμέρη χορής ψωμί και το βράδι 5 ξεραμένα σύκα, σχεδόν πάλι νιστική.
φάγαμε καλά
και όρα 5 έγινε εγερτίριο δια να ξεκινήσουμε χαράματα λόγο που εγίνικε η μεγάλη επίθεση του Βεραντίσο [;] κι ήσος να ιπάρχει βοήθια από το Τάγμα. Ξεκινήσαμε στας 7 πμ, όπου όλο το δρόμο ακούοντο τα πολιβόλα και το πιροβολικό και πολά αεροπλανα μα[ς] εβοβαρδιζαν, αλά δόξασι ο Θεός, κανής δε χτυπίθικε από εμάς. Τέλος κατασκινόσαμε σε ένα χοριό, [το] Σερέτον, μίναμε στο βουνό.
14/2/41 και όρα 10 μμ ξεκινίσαμε πορίαν μέχρη 5 πμ. Στο δρόμο έβρεχε πολί και περάσαμε ένα ποταμό, [τον] Τομορο. Περάσαμε από μέσα, μέχρι τη μέση χοθίκαμε, και έτσει όλι από πάνο μέχρι κάτο βρεμένη ήμεθα. Τέλος κατασκινόσαμε σε ένα χοριό, [το] Κέλπεσι. Μίναμε μόνο διο όρες.
και όρα 9 πμ ξεκινήσαμε πορίας μέχρη στας 4 μμ όπου μίναμε ής ένα χοριό σε ένα παλιόσπιτο όλι η Ιμιονιγή της διμιρίας. Η βολές ήτο πολί κοντά μας, μέχρι 200 μέτρα, τους βλέπαμε και μας έβλεπαν, αλά περιμέναμε να μας διατάξουν να γίνη η επίθεση.
με επίραν και με έβαλαν στο φιλάκιο πολιβόλον γιατί ήχαν ελίψις σκοπών. Το τι τράβηξα ο Θεός το ξέρι, να χιονίζη, να βρέχι και ένα χαλάζι σαν καρίδια και σινάμα να στέκη και βρεμένη μιά κουραμάνα. Την αγόρασα 80 δρ για να φάο λίγο.
το βράδι στας 11 μας επετέθισαν η Ιταλί με τα πιρά τους και μας τρόμαξαν και αυτά τα έχομε τακτικά.
όλες τις ημέρες ήμεθα με 100 δράμια ψωμί και ένα φαΐ. Ήμεθα τελίος εξαντλιμενη από την πίνα και σινάμα φιλάμε 6 όρες το ηκοσι τετράορο σκοπός μέσα στα χιόνια.
τα πόδια μου με πονανε, πριστίκανε, αρχί του κριοπαγίματος, ηπόφερα πολί.
η τροφοδοσία άρχισε κανονικός και η πίνα τελίωσε. Ήχα αδινατίση πολί, τα πόδια μου έτρεμαν. 12 διαταξε ο Λοχαγός να γιρίσουν πίσο η Ιμιονιγή που είχαμε παϊ στα φιλάκια και κατεβικα και εγώ στο χοριό. Χιονι δεν έχει. Τα πόδια μου περασανε. Φαϊ μπολικο και ψωμί πολι. Άρχισα πάλι να παχενο.
ημέρα του Ευαγγελισμού. Μας έδοσαν κρασί, κρέας, φρουτα, πορτοκαλι και διάφορα άλα. Από την ημέρα που γίρισα στο χοριό 3 όρες την ημέρα εσκαβαμε. Καναμε δρόμους στο βουνο και πολιβολία. Πάντος ειναι πολί καλίτερα στο χοριό.
ηκαι όρα 2.30 πμ εγινε σιναγερμος. Μας ετρακαρησαν τα περίπολα, Ιταλικά και Ελληνικά. Το ζίτιμα ήτο να μας αφίσουν 1 στρατιότη, ένα τραυματία που εσόθη και αυτός. Ετρέξαμε ης βοήθια τους και τους σόσαμε. 26-27 το χοριό εβάλετο από εχθρικούς όλμους. μας ενοχλούσαν τακτικά.
ήτο να κάνουμε επίθεση όρα 12 Μεσάνυχτα. Ξεκινίσαμε για επίθεση 1 ομάδα από 26 Άντρες, 2 διμιρίες τιφεκιοφόρι. Με το λοχαγό Κακανά του 1ου Λόχου φθάσαμε εκεί στας 4.30 πμ, όπου καταλάβαμε τας θέσις μας. Απόσταση από τον εχθρό ήμεθα 200 μέτρα, χορίς να μας πάρουν ήδιση. Η ομάδα μας, [του] πολιβόλου, ήτο η πιο δίσκολι αποσ[τ]ολί προς τον εχθρό και η πιο επικίνδινη. Αφού τους κικλόσαμε εδόθι το σίνθιμα με φοτοβολίδα να βάλι το πιροβολικό. Καθός έβαλε στας 5+15 όπου η Ιταλί έλαβον τας θέσις τους στα χαρακοματά τους και άρχισε η Μάχι από όλες τις μεργές.
Τους χτιπούσαμε. Στις 7 πμ εγένετο εξόρμιση με το λοχαγό Κακανά και μιά διμιρία. Εσκοτόθη ο Λοχαγός Κακανάς και πολί στρατιότε ετραυματίσθισαν και ήτο αδίνατον να κάνουν την επίθεση. Τέλος μαθένη ο Λοχαγός μας Σχινάς πως σκοτόθικε ο Κακανάς και πέρνη μια άλι διμιρία τιφεκιοφόρον και μιά ομάδα πολιβόλου και έκανε αυτός την επίθεση από άλο μέρος. Μόλις έφτασε 25 μέτρα από το εχθρικό χαράκομα του έρχετε μια ριπή σφέρες από πολιβόλο και τον σκότοσε και αυτόν το λογαχό. Τότε η Στρατιότε έτρεξαν στα χαρακόματα με την ξιφολόχι και φονές, «αέρα». Τους έβγαλαν έξω από τα χαρακόματα τους με τα χέρια και σίκοναν άσπρες σιμέες,
αφού πιάσαμε καμιά 50-60 Ιταλούς και τους τραβούσαν κατο. Άλι πάλι, από άλο μέρος, μας επετέθισαν με τα πιρά τους. Ετρέξαμε και πιάσαμε και αυτούς. Τέλος, νομίζαμε ότι τους πιάσαμε όλους, αλά ήτο πολά θίματα και τραυματίες δικί μας και Ιταλη. Διατάζι ο ανθιπολοχαγός ο δικόσμας να πάμε εμείς εκή, και πίγαμε. Μόλις φθασαμε εκή μας επετέθισαν άλι, πάλι τρέξαμε. Τόρα η ομάδα μας έβαλε τη ξιφολόχι στα όπλα αλά μόλις έφθασα ένα μέτρο στο εχθρικό χαράκομα έπεσε χεροβομβίδα επιθετικιά και με τίναξε στον αέρα. Επεσα κατο λιγοθιμισμένος, τα αέρια μου ήρθαν στα μούτρα και μέχρι που συνίλθα ήπα ότι σκοτόθηκα, αλά εφτιχός σικόθικα και κάθισα και βλεπο το ποδι μου να τρέχι ποτάμι το έμα και την αρβίλα να την έχει φάι όλι. Τότε φονάζο «βοηθεια» και τρέχει κάποιο παιδί και μου το έδεσε, αλά εκίνη τη στιγμί κατεβένι άλη δίναμη ηταλική και μόλις την ήδα αμέσος έκανα κουράγιο με τα γόνατα και με τα χέρια απάνο στο χιόνι για να πάο να κριφτό και τράβιξα περίπου ένα χιλιόμερο με τα γόνατα.
Τέλος ήρθαν η τραυματιοφορίς και με πίραν στο φορίο απάνο και με πίγαν στο γιατ[ρ]ό γιατί η αιμοραγία δεν ήχε σταματισι. Μού το έδεσαν, αλά δε πονούσα καθόλου. Ακόμι μαθένο ότι ήρθε ο Νίκος με το μουλάρι του κοντά στο γιατρό. Ιδοπιούμε κάπηο πεδί και έρχετε, με πέρνη απάνο στο μουλάρι και με κατεβάζι στο χιρουργίο Α. Έφιγε, μου έκαναν την Α Βοήθια.
και όρα 8 με πέρνουν από εκή με το μουλάρι και με πιγένουν στο 2ον Χιρουργίο. Φθάσαμε στας 1 πμ.
το προΐ στας 9 πμ με επίραν από εκή με το μουλάρι και με πίγαν στο 3ον χιρουργίο όπου μου το αλλαξαν και αμέσως μας βάζουν πάλι στα μουλάρια και μας πάνε στο 4ον χιρουργίο, όπου έμιναμε την νύκτα εκεί.
και όρα 12.30 μμ μάς πίραν με το αυτοκίνιτο και μας έφεραν στο Κεντρικό Νοσοκομείο Κοριτσάς, όπου έμινα εκή.
και όρα 3.30 μμ με επίραν στο αυτοκίνιτο και με πίγαν στο Διμοτικόν Νοσοκομίον Φλορίνης στας 8.30 μμ όπου ήτο ο Κόστας και με περιποιήθικε. Κατόπιν είρθε και ο Βασίλης στας 4/4/41 και όρα 3.30 μμ με επίραν στο αυτοκίνιτο και με πίγαν στο σταθμό. Μαζί ήταν ο Κόστας και ο Βασίλης, ο Ιωρδάνης και άλα γνοστά παιδιά. Με έβαλαν στο βαγγόνι και έπιτα έφιγαν. Εκή γνόρισα και το Γιατρο Μαρουλη. Ήτο στα τρένα γιατρός.
και όρα 6.30 πμ φτάσαμε στη Θεσαλονίκη όπου με επίγαν στο 2ον Στρατιοτικόν Νοσοκομίον.
Μέχρι το μεσιμέρη 3 σιναγερμι ακόμη και άλες 2 μέχρι το βράδι. Ήτο η ημέρα κιρίξεος πολέμου Ελάδος Γερμανίας και ηπύρχε φόβος στη Θεσαλονίκη και αδιάσανε όλα τα στρατιωτικά Νοσοκομία. Η όρα 7 μμ μας επίραν από το Νοσοκομίο και μας πίγαν στο σταθμό όπου μας βαλαν στά βαγγόνια και η όρα 11ΜΜ ξεκινήσαμε.
στας 11 μμ ξεκινήσαμε.
***
Όπως μάθαμε από την κόρη του, εκείνος που έσωσε τον Ιωάννη Μπαρμπέρη τελικά ήταν ο ξάδελφός του, Νίκος Κρητικάκης, αφού τον εντόπισε μισοθαμμένο στα χιόνια και τον μετέφερε σε ασφαλές σημείο. Επιστρέφοντας τραυματίας από το μέτωπο και αφού ήταν σε θέση πια να περπατήσει, πήγε ξανά στο εργοστάσιο χάλυβα για δουλειά. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ξεκινούσε η περίοδος της γερμανικής κατοχής. Το 1946 ο Ιωάννης Μπαρμπέρης γνώρισε την Ελένη Μιχαηλίδου, που έμενε στον Πόρο. Έκαναν δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1947) και την Αναστασία (1949). Μετά το εργοστάσιο, ο τυχερός μέσα στην ατυχία του στρατιώτης δούλεψε σε μια κάβα στην Καστέλλα και συνέχισε τις σημειώσεις στο ίδιο τεφτεράκι, αυτήν τη φορά με τις πράξεις για παραγγελίες και βερεσέ…. Πήγαινε για δουλειά καθημερινά από τη Νίκαια με το ποδήλατό του. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε και πάλι στο εργοστάσιο.
Αρρώστησε από καρκίνο του πνεύμονα τον Απρίλιο του 1971 και πέθανε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους σε ηλικία 57 ετών. Ήταν άνθρωπος της προσφοράς. Τον φώναζαν «Γιάννης ο σογάς», γιατί αγαπούσε πολύ το σόι του.
Ευχαριστούμε από καρδιάς τον Γιώργο Εγγλέζο, εγγονό του αείμνηστου Ιωάννη Μπαρμπέρη.
ΥΓ.: Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τον πόλεμο, το 2015, έγινε γνωστό ότι συγκεντρώθηκαν τα πρώτα δείγματα γενετικού υλικού συγγενών πεσόντων από το Κέντρο Μοριακής Βιολογίας του 401 ΓΣΝΑ για την ταυτοποίηση των λειψάνων που βρέθηκαν στις περιοχές όπου έγιναν οι μάχες. Δεκάδες ενδιαφερόμενοι έσπευσαν να δώσουν γενετικό υλικό. Τι απέγινε άραγε με αυτή την ιστορία;
Περισσότερες πληροφορίες για τις επιχειρήσεις στο Μέτωπο κατά τον πόλεμο του ’40 εδώ