To Μουσείο Μπενάκη έχει στην κατοχή του αριστουργήματα κινεζικής κεραμικής από την ιστορικής σημασίας συλλογή του Γεώργιου Ευμορφόπουλου. Ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη κ. Γιώργης Μαγγίνης, μίλησε στο Lifo.gr για την ανακάλυψη του κινεζικού πολιτισμού από τη Δύση και το ρόλο που έπαιξε ο σπουδαίος Έλληνας συλλέκτης:
Η Ευρώπη ανακάλυψε την Κίνα πρώτα ως τον μεγάλο παραγωγό των πορσελανών –ένα αντικείμενο που δε μπορούσαν να φτιάξουν οι Ευρωπαίοι μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα. Ακόμα κι όταν τα κατάφεραν στο Meissen, επί Αυγούστου του Ισχυρού -ένα κινέζικο πορσελάνινο μπολ από την τεράστια συλλογή του οποίου παρουσιάζεται στην έκθεση- το κόστος της ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Πριν ανακαλυφθεί η πορσελάνη στην Ευρώπη, εισαγόταν από την Κίνα σε τεράστιους αριθμούς, μια και όπως φαίνεται σε μία γκραβούρα από την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄, για να διακοσμήσουν ένα δωμάτιο ήθελαν περίπου 5.000 αντικείμενα πορσελάνης –υπάρχουν μάλιστα τέτοια δωμάτια που σώζονται μέχρι σήμερα. Η Ευρώπη ζητούσε σαν τρελή τις κινέζικες πορσελάνες και η Κίνα ήταν μία βιομηχανία που εξήγαγε όχι μόνο σε αυτήν αλλά και στο Ιράν και την Ινδία, όπως μαρτυρά ένα σπανιότατο αντικείμενο της συλλογής, η βάση ενός ναργιλέ με κινεζική εικονογράφηση και όχι ινδική όπως συνηθιζόταν. Η πορσελάνη επειδή ήταν ανθεκτική, δε λεκιαζόταν, δεν έσπαγε εύκολα, ήταν το μαγικό υλικό σε όλο τον κόσμο –αποτέλεσμα απίστευτης τεχνολογικής εξέλιξης, η οποία όμως προήλθε από ανθρώπους αμόρφωτους. Ο πηλός -το ένα από τα δύο συστατικά της, με δεύτερο το γυαλί- αφού εξορυχθεί πρέπει να μείνει να ωριμάσει σε τεράστια βουνά εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης για εκατό χρόνια. Τόσος καιρός απαιτείται ώστε να γίνει εξαιρετικά φίνος, ώστε να δημιουργηθεί η πορσελάνη. Η χημεία που χρησιμοποιούσαν και η τεχνική τελειότητα των αντικειμένων που παρήγαγαν ήταν απίστευτη.
Είναι ενδιαφέρον όχι μόνο ότι τα αντικείμενα αυτά είναι διαθέσιμα στη Δύση για πρώτη φορά αλλά και ότι αυτή τώρα μπορεί να τα εκτιμήσει, καθώς είναι η εποχή του αρ νουβό, υπάρχει αγάπη για την καθαρή φόρμα και η αισθητική αυτή έρχεται να «κουμπώσει» με τη λιτότητα των κινέζικων πορσελανών αυτών των αιώνων.
Οι Ευρωπαίοι βασιλείς και οι αριστοκράτες είχαν τεράστιες συλλογές από πορσελάνινα αντικείμενα, στην Κίνα όμως είχαν άλλου είδους πορσελάνες. Οι άνθρωποι που ζούσαν στην απαγορευμένη πόλη χρησιμοποιούσαν ανάλογα με τη θέση τους μονόχρωμες πορσελάνες με χρώματα αυστηρά καθορισμένα από το πρωτόκολλο. Το μοτίβο του δράκου προοριζόταν αποκλειστικά για αυτοκρατορική χρήση και οι πορσελάνες για το παλάτι παραγγέλνονταν κάθε χρόνο σε μια συγκεκριμένη πόλη, το Τζινγκ Ντε Τζεν, την Πρωτεύουσα της Πορσελάνης, που μέχρι σήμερα είναι μεγάλο κέντρο κεραμικής. Ό,τι περίσσευε από τον αυτοκρατορικό κλίβανο καταστρεφόταν. Τα αντικείμενα αυτά δεν τα είχε δει ποτέ η Ευρώπη πριν τον 19ο αιώνα, δεν έβγαιναν από την Κίνα και προορίζονταν μόνο για την ανώτερη τάξη. Αυτήν την τεχνολογία και τα χρώματα η Δύση τα αγνοούσε. Η κινεζική κεραμική που γνώριζαν οι Ευρωπαίοι ήδη από τον 14ο αιώνα ήταν οι πορσελάνες Σελαντόν και η ζωγραφική με κοβάλτιο πάνω σε λευκό, οι χαρακτηριστικές πορσελάνες σε άσπρο και μπλε χρώμα –μια ιδέα που έχει τις ρίζες της στη Μέση Ανατολή και ξεκινάει στις αρχές του 14ου αιώνα, όταν η Κίνα ήταν μογγολική. Στο τέλος του 18ου αιώνα επειδή οι πορσελάνες έκαναν δυο-τρία χρόνια να φτάσουν στην Ευρώπη με αποτέλεσμα τα θέματά τους να θεωρούνται ξεπερασμένα όταν πια έφταναν, άρχισαν να εισάγουν και λευκές πορσελάνες, οι οποίες στη συνέχεια ζωγραφίζονταν σε ευρωπαϊκά εργαστήρια. Αυτό συνέβαινε παρόλο που υπήρχε πλέον ευρωπαϊκή πορσελάνη, επειδή το κόστος της ήταν πολύ πιο υψηλό.
Η πιο σημαντική στιγμή στην επαφή της Δύσης με την παλιά κινεζική κεραμική είναι μια δύσκολη για την Κίνα στιγμή, όταν το 1860 οι Κινέζοι αρνήθηκαν να δεχθούν το όπιο που παρήγαγαν στην Ινδία οι Βρετανοί, το οποίο είχε καταστρέψει την κινεζική κοινωνία. Τότε οι Βρετανοί εισέβαλαν στο Πεκίνο μαζί με τους Γάλλους και έκαψαν το θερινό ανάκτορο. Έγιναν δύο πόλεμοι του οπίου και κατά τη διάρκεια του δεύτερου λεηλάτησαν το παλάτι. Χαρακτηριστικό είναι το κίτρινο κεραμίδι της συλλογής με το δράκο που, όπως αναγράφεται στο πίσω μέρος του, ένας Γάλλος το πήρε ως σουβενίρ από το αυτοκρατορικό μαυσωλείο. Για πρώτη φορά λοιπόν οι αυτοκρατορικές πορσελάνες βγήκαν από το παλάτι και τις είδαν στη Δύση. Από τότε οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να πειραματίζονται προσπαθώντας να τις αντιγράψουν και ταυτόχρονα μπαίνουν στη διαδικασία να γνωρίσουν καλύτερα την Κίνα.
Μετά τη λεηλασία του 1860 αλλάζει η εικόνα και κάποιοι συλλέκτες αρχίζουν να μαζεύουν τις μονόχρωμες πορσελάνες, ενώ λόγω της οικονομικής κρίσης στην Κίνα μεγάλες συλλογές μανδαρίνων διαλύονται, καθώς οι κάτοχοί τους αναγκάζονται να τις πουλήσουν. Τα καλύτερα κομμάτια τα παίρνουν οι Ιάπωνες που είναι γνώστες της κινεζικής πορσελάνης, κάποια όμως φτάνουν στην Ευρώπη. Στα τέλη του 19ου αρχίζουν να δημιουργούνται κάποιες μικρές ιδιωτικές συλλογές που έχουν κινέζικες πορσελάνες του 10ου, 11ου και 12ου αιώνα, οι οποίες είναι μίας εντελώς διαφορετικής αισθητικής. Είναι ενδιαφέρον όχι μόνο ότι τα αντικείμενα αυτά είναι διαθέσιμα στη Δύση για πρώτη φορά αλλά και ότι αυτή τώρα μπορεί να τα εκτιμήσει, καθώς είναι η εποχή του αρ νουβό, υπάρχει αγάπη για την καθαρή φόρμα και η αισθητική αυτή έρχεται να «κουμπώσει» με τη λιτότητα των κινέζικων πορσελανών αυτών των αιώνων.
Σημαντικό ρόλο στην ανακάλυψη της κινεζικής κεραμικής έρχεται να παίξει ο Γεώργιος Ευμορφόπουλος, ένας Χιώτης Έλληνας της διασποράς μεγαλωμένος στο Λονδίνο, ο οποίος άρχισε να συλλέγει τις λιτές κινέζικες πορσελάνες που δεν ταίριαζαν με τη αισθητική των αριστοκρατών. Το κριτήριό του ήταν καθαρά αισθητικό, μάζευε ό,τι του άρεσε, κατέβαινε στις αποβάθρες στο Λονδίνο και αγόραζε τεράστιες ποσότητες πορσελανών. Το Μουσείο Μπενάκη διαθέτει τον εντεκάτομο κατάλογο της συλλογής του, που ήταν η πολυτελέστερη έκδοση τέχνης της εποχής –ήταν ο μεγαλύτερος συστηματικός κατάλογος που είχε φτιαχτεί ποτέ για την κινέζικη τέχνη. Ο Ευμορφόπουλος είχε μοντέρνο γούστο και επιστημονική ανησυχία –ήθελε να γνωρίσει στον κόσμο την τέχνη της Κίνας. Ήταν επίσης μαικήνας, υποστήριζε νέους καλλιτέχνες. Με τη συλλογή του άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν οι δυτικοί την Κίνα, μια και είχε εντελώς διαφορετική οπτική από τους επιστήμονες, χωρίς στεγανά.
Με τον Ευμορφόπουλο ξεκινά μια νέα εποχή γιατί είναι ο πρώτος που αρχίζει να συλλέγει ταφικά αντικείμενα. Οι Κινέζοι μισούσαν τα ταφικά αντικείμενα, επειδή θεωρούσαν ότι έχουν κακή ενέργεια. Το 1906 οι Σουηδοί αρχίζουν να κατασκευάζουν σιδηρόδρομους στην Κίνα και βρίσκουν τάφους. Οι Κινέζοι, ούτε καν οι εργάτες, δεν πλησιάζουν τα αντικείμενα που βρίσκουν μέσα. Τα πετάνε στα καράβια ως έρμα και φτάνουν στο Λονδίνο, όπου ο Ευμορφόπουλος αρχίζει να τα μαζεύει. Στα ταφικά ευρήματα συναντάμε τις φιγούρες, οι οποίες έχουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον, καθώς δίνουν πληροφορίες για την κοινωνία. Αυτά τα αντικείμενα ήταν που στα μάτια των Ευρωπαίων ξαφνικά μετέτρεψαν την Κίνα από ξεπεσμένη αυτοκρατορία που λεηλατούσαν σε αρχαίο πολιτισμό, που έρχεται να πάρει τη θέση του δίπλα στους ήδη γνωστούς. Ο Ευμορφόπουλος είναι ο πρώτος που εκθέτει το 1910 ταφικά αντικείμενα ως έργα τέχνης, ανάμεσά τους και μία καμήλα που παρουσιάζεται στην έκθεση, ενώ τα πρωιμότερα κομμάτια της είναι νεολιθικά και χρονολογούνται γύρω στο 2.500 π.Χ. Πριν το 1922 ήταν εντελώς άγνωστη αυτή η φάση της Κίνας, την αγνοούσαν ακόμα και οι Κινέζοι. Τα κεραμικά αυτά ανακαλύπτονται από έναν Σουηδό αρχαιολόγο και ο συλλέκτης τα αγοράζει για να τα στείλει στην Ελλάδα, επειδή γνώριζε ότι γίνονταν ανασκαφές στους νεολιθικούς οικισμούς Διμήνι και Σέσκλο, των οποίων τα ευρήματα μοιάζουν εντυπωσιακά με τα κινέζικα.
Το Μουσείο Μπενάκη διαθέτει 800 αντικείμενα από τη συλλογή του, η οποία είχε χιλιάδες κομμάτια, ενώ σε μια έκθεση που έγινε το 2015 παρουσιάστηκαν 88 αντικείμενα, μαζί με 2 από τα συνολικά 550 που έχει το μουσείο από άλλους δωρητές.
«Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε τι θησαυρούς έχουμε στην Ελλάδα που δεν είναι μόνο ελληνικοί. Υπάρχει μια παθογένεια όταν δεν ξέρεις τι υπάρχει έξω από τη χώρα σου –αυτό είναι έλλειμμα παιδείας. Ο μόνος τρόπος να θεραπεύσεις αυτό το έλλειμμα είναι ο κοσμοπολιτισμός και αυτό το ήξεραν και ο Μπενάκης και ο Ευμορφόπουλος», τονίζει ο κ. Μαγγίνης. «Είναι καλό να είμαστε περήφανοι για τον πολιτισμό μας αλλά πρέπει να μάθουμε και ποια είναι η θέση μας στον κόσμο. Πρέπει να ανοίξει το μυαλό των νέων ανθρώπων –αυτό είναι που κάνουν τα μεγάλα μουσεία», συμπληρώνει.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.6.2016