Οι πρώτες μου μνήμες από την Πρωτομαγιά ταυτίζονταν με τη γιορτή των λουλουδιών και τις κατάφορτες με πομπώδη καλολογικά στοιχεία εκθέσεις που γράφαμε τις παραμονές, πριν από τη σχολική εξόρμηση για να «πιάσουμε τον Μάη» στις εξοχές - ήταν άλλωστε κι επίσημη «γραμμή» της χούντας να προβάλλεται έτσι, εφόσον λέξεις όπως «συνδικάτο» και «απεργία» απλώς απαγορεύονταν. Στο γυμνάσιο πια και στη μεταπολίτευση συνειδητοποίησα ότι ήταν καταρχήν η γιορτή των εργατών, του προλεταριάτου, που αν ξεσηκώνονταν δεν θα είχαν, λέει, να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους! Χάζευα δε με δέος στην τηλεόραση τις επετειακές στρατιωτικές παρελάσεις στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας… Όσο για το πώς κόλλαγε όλο αυτό με τα λουλούδια, μια γραφική, vintage αφίσα της ΟΑΚΚΕ το διατύπωνε ως «Οι εργάτες θέλουν ψωμί και τριαντάφυλλα», ωστόσο τα γαρύφαλλα του Μπελογιάννη και του Καρβάλιο είναι σίγουρα ένας πιο ταιριαστός συμβολισμός.
Όλα ξεκίνησαν την Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο, οπότε η αμερικανική αστυνομία αιματοκύλισε τη μεγάλη, ειρηνική εργατική συγκέντρωση στην πλατεία Heymarket με αφορμή μια «προβοκατόρικη» βομβιστική επίθεση. Δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν κι εκατοντάδες τραυματίστηκαν. Συνελήφθησαν οκτώ διαδηλωτές, αναρχικοί ακτιβιστές οι περισσότεροι. Τέσσερις εκτελέστηκαν στην κρεμάλα, ενώ ένας πέμπτος αυτοκτόνησε στη φυλακή.
«Κύριοι δικαστές, αν σκέπτεστε σοβαρά ότι με τις κρεμάλες θα σταματήσετε το κίνημα που εξωθεί εκατομμύρια γονατισμένων από την καταπίεση εργατών προς την εξέγερση, είστε, μα την αλήθεια, “πτωχοί τω πνεύματι”… Αλλά η κατάληξη, ποια θα είναι; Γύρω σας, κάτω σας, δίπλα σας, πάνω σας, απ’ όλες τις μεριές σας, θεριεύει μια φωτιά… Θέλετε να την αγνοήσετε; Δεν θα την αποφύγετε. Θέλετε να απαλλαγείτε μεμιάς από όλους τους “συνωμότες”; Απαλλαγείτε από τους αφέντες της βιομηχανίας, που δημιούργησαν τη ανήθικη περιουσία τους από το κλεμμένο αντίτιμο της απλήρωτης εργασίας. Καταργήστε τον εαυτό σας, κύριοι προνομιούχοι!..», ανέφερε μεταξύ άλλων στην παθιασμένη απολογία του ο Αύγουστος Σπάις, ο δυναμικότερος των «8 του Σικάγου».
Το ελληνικό αντίστοιχο είναι σίγουρα η Πρωτομαγιά του ’36 στη Θεσσαλονίκη, όπου χωροφύλακες σκότωσαν δώδεκα καπνεργάτες και τραυμάτισαν πολύ περισσότερους – το τραγικό γεγονός αποτύπωσε στον «Επιτάφιό» του ο Γιάννης Ρίτσος.
Είχε δίκιο να αισιοδοξεί ο Σπάις. Λίγα χρόνια αργότερα, το εργατικό κίνημα γιγαντώθηκε σε Αμερική κι Ευρώπη κερδίζοντας – με πολύ μόχθο, αίμα κι αγώνα – μια σειρά κατακτήσεις, από το 8ωρο μέχρι συνδικαλιστικά, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Έφτασε να δημιουργήσει το πρώτο εργατικό κράτος, την ΕΣΣΔ, που θα εξελισσόταν στη μεγαλύτερη συλλογική απογοήτευση του 20ού αιώνα. Ούτε βέβαια στην καπιταλιστική Δύση κατάφερε η εργατική τάξη να πάει στον παράδεισο, της εξασφάλισαν όμως σε μεγάλο βαθμό ένα ελκυστικό καταναλωτικό αντίγραφό του. Η «περήφανη εργατιά» των αρχών του 20ού αιώνα είδε, εντέλει, τη δύναμή της να συρρικνώνεται γοργά μετά τον Β’ ΠΠ – σήμερα πια η πάλαι ποτέ αιχμή του δόρατος, το βιομηχανικό προλεταριάτο, δεν αντιστοιχεί σε πάνω από 5% του εργατικού δυναμικού των ανεπτυγμένων χωρών. Τα παραδοσιακά σωματεία φθίνουν διαρκώς και οι συνδικαλιστικές τους ηγεσίες κατηγορούνται συχνά σαν ένα ακόμα κατεστημένο.
Οι θεαματικές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση, την οικονομία, την εργασία και την παραγωγή άλλαξαν την ίδια την έννοια και τη δομή της εργατικής τάξης. Δεν είναι πια ένα ενιαίο, συμπαγές σώμα με κοινά συμφέροντα. Συμπεριλαμβάνει πλέον, δυνητικά, όχι μόνο μισθωτούς χειρώνακτες αλλά και χαμηλόμισθους, ανασφαλείς εργαζόμενους σε εταιρίες, υπηρεσίες, στο Διαδίκτυο ή σε ψηφιακά μέσα - το λεγόμενο «ηλεκτρονικό προλεταριάτο» -, ημιαπασχολούμενους και βέβαια μετανάστες, οι όροι ζωής των οποίων θυμίζουν συχνά αυτές της εργατικής τάξης του 19ου αιώνα που «ενέπνευσαν» τους Μαρξ- Ένγκελς κι απαθανατίστηκαν στα έργα συγγραφέων όπως ο Κάρολος Ντίκενς. Το πολυάριθμο μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό καθώς και οι άνεργοι ή άεργοι που συνιστούν το σύγχρονο «λούμπεν» προλεταριάτο προβλήθηκαν, μάλιστα, από κάποιους θεωρητικούς ως τα νέα, πολλά υποσχόμενα επαναστατικά υποκείμενα. Είναι πράγματι «δυνάμει» τέτοια, όχι όμως και εξ ορισμού. Γιατί δίχως παιδεία και συνείδηση εύκολα μπορούν να βρεθούν στην ακριβώς απέναντι πλευρά, όπως συνέβη προπολεμικά σε Ιταλία και Γερμανία, όπου εργάτες και «λούμπεν» βρέθηκαν να στηρίζουν φασιστικά καθεστώτα, όπως συμβαίνει σήμερα στη Γαλλία ή την Ελλάδα, όπου ακροδεξιά κόμματα έχουν «αλώσει» παραδοσιακά εργατικά προπύργια που κάποτε κρατούσαν κομμουνιστές.
Εξάλλου η ίδια η «συμβατική» εργατική τάξη έπαψε, με τα χρόνια, να είναι το ιδανικό επαναστατικό υποκείμενο που ως τέτοιο είναι οπωσδήποτε προοδευτικό. Απεναντίας, μπορεί να παραμένει βαθιά συντηρητικό ακόμα κι αν ψηφίζει επαναστατική αριστερά π.χ. Άλλωστε με τα χρόνια άλλαξαν, σε μεγάλο βαθμό, και τα σημεία ιδεολογικής αναφοράς της. Μετά την πτώση του τείχους άρχισε να υιοθετεί ρατσιστικές, ξενοφοβικές πολιτικές, να γίνεται έρμαιο εθνικιστικών λαϊκισμών. Ακόμα και μέσα στη βαθιά, παρατεταμένη ύφεση που βιώνουν η ευρωπαϊκή αλλά κι η αμερικανική, κυρίως, οικονομία, σε καιρούς σκληρής λιτότητας, πρωτοφανούς καταστρατήγησης δικαιωμάτων, ακύρωσης κατακτήσεων και ασφυκτικών μνημονίων, ο μέσος εργαζόμενος εξακολουθεί να δυσπιστεί απέναντι στην παραδοσιακή Αριστερά, που με τη σειρά της επιμένει να μιλά μια γλώσσα ξεπερασμένη από τις εξελίξεις. Ταυτόχρονα, όμως, αναδύεται κι ένα νέου τύπου προλεταριάτο που και πιο φρέσκα μυαλά και ταξική συνείδηση με την «παλιά, καλή έννοια» διαθέτει. Εμφανίζονται έτσι συνδικάτα κι ενώσεις μικρές αλλά δυναμικές, που έχουν αιτήματα ριζοσπαστικότερα κι αντιμετωπίζουν τις κομματικές και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες ως την «άλλη πλευρά» της εργοδοσίας. Ούτε βέβαια η ταξική πάλη με την «κλασική» της έννοια έχει εκλείψει,– μπορεί στον ανεπτυγμένο κόσμο να άλλαξε μορφή, όμως στον αναπτυσσόμενο (Ασία και Λατινική Αμερική) όπου έχει μεταφερθεί και μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής, φαίνεται μάλλον να εντείνεται: «Άγριες» απεργίες ξεσπούν στην Ταϊλάνδη, το Μπαγκλαντές, ακόμα και στην Κίνα, για να δικαιωθεί ο σύντροφος Μάο που είχε πως «η ταξική πάλη συνεχίζεται και μέσα στον σοσιαλισμό» - αν βέβαια εξακολουθεί να θεωρείται ή αν ήταν πραγματικά ποτέ σοσιαλιστικό το καθεστώς του Πεκίνου.
Το βέβαιο είναι ότι το «τέλος της ιστορίας» με τον περηφανή θρίαμβο της ελεύθερης μέχρι πλήρους ασυδοσίας αγοράς, το δαρβινικό κοινωνικό μοντέλο δηλαδή που προσπαθεί σκληρά η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα να παρουσιάσει ως αδήριτη πραγματικότητα εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, μάλλον θα πάρει πολλές ακόμα αναβολές. Δεν ξέρω πώς θα μοιάζουν οι ταξικοί αγώνες του μέλλοντος, όμως η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η αυξημένη ανεργία, η γενικότερη δομική κρίση του συστήματος και βέβαια η άγρια επίθεση διαρκείας που υφίστανται στις μέρες μας τα εργασιακά δικαιώματα εγγυώνται ότι θα είναι σκληροί. Το σίγουρο είναι ότι καμια μη προνομιούχα τάξη, από μόνη της, δεν είναι η «εκλεκτή» κι ότι ο αγώνας για μια δικαιότερη κοινωνία προϋποθέτει τη συνεργασία περισσότερων του ενός ιστορικών «υποκειμένων». Αυτά, πάω να μαζέψω κανα άνθος – τα λέμε το μεσημέρι στην πορεία.
σχόλια