ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΤΟΥ 1928, ένας ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ελληνική», που υπογράφει με το ψευδώνυμο «Πειραιώτης», μεταβαίνει «στα διάφορα πειραιώτικα καταγώγια, όπου καπνίζεται το χασίς και ρουφάται ηδονικώς η ηρώ και η κοκό», όπως ονομάζονται συνθηματικά η ηρωίνη και η κοκαΐνη. Στον Πειραιά, λοιπόν, επισκέπτεται τα άντρα της ηδονής για να ανακαλύψει τη μορφή με την οποία ο θάνατος χτυπά τους ανθρώπους.
Αν ο Πειραιάς είναι –όπως βεβαιώνει ο ρεπόρτερ της «Ελληνικής»– το πανελλήνιο κέντρο του εθνικού πλούτου, όντας κέντρο εμπορίου, βιομηχανίας και ναυτιλίας, είναι συγχρόνως και το κέντρο κλεπτών και λαθρεμπόρων, όπως άλλωστε και κάθε λιμάνι με διεθνή κίνηση. Είναι όμως «τον τελευταίον καιρόν και κέντρον του μοντέρνου πολιτισμού της ηρωίνης. Εξίσου πρέπει, δυστυχώς, να ομολογήσωμεν ότι είναι και ένα απέραντον διαφθορείον, από το οποίον διασπείρεται η καταστροφή».
Κι αυτό γιατί στην καρδιά του Πειραιά κρύβονται αληθινά καταγώγια, μέσα στα οποία βρίσκεται ενθρονισμένος ο θάνατος, ενώ, ακριβώς ένα μέτρο μακρύτερα και πίσω από ένα υπόσαθρο ξύλινο διαχώρισμα, σφύζει η εμπορική και ναυτιλιακή ζωή του λιμανιού.
Ο Πειραιάς βάση του κοκαϊνεμπορίου
Σύμφωνα με τον «Πειραιώτη», το λιμάνι του Πειραιά κατάντησε να μην είναι μόνο βάση του διαμετακομιστικού εμπορίου, αλλά να κατέχει και τα σκήπτρα του εμπορίου των ναρκωτικών φαρμάκων. Κυριότερες χώρες προέλευσης είναι η Γερμανία και η Αίγυπτος, όμως η πιο συνηθισμένη οδός από την οποία φτάνουν τα ναρκωτικά στον Πειραιά είναι αυτή της Κωνσταντινούπολης.
Μεταξύ τους διατηρούν φοβερό μίσος, διότι τα «χαρμάνια» θεωρούν τους «ρεμπεσκέδες» σαν τους απίστους εραστές που εγκατέλειψαν τον λουλά του τεκέ «διά να εξευρωπαϊσθούν», ενώ οι ηρωινοπότες κατηγορούν τους χασικλήδες ότι είναι ανάξιοι για κάθε πρόοδο.
Μόλις καταπλεύσουν τα ατμόπλοια, από τα οποία οι μυστικές πληροφορίες των κοκαΐνεμπόρων βεβαιώνουν ότι κομίζεται το εμπόρευμά τους, εμφανίζονται στην πειραϊκή παραλία μερικοί αξιοπερίεργοι, ύποπτοι τύποι που παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή κάποιες βάρκες, μερικές γυναίκες και κάτι μικρά δέματα.
Μέσα σε ορισμένα πλοία, φορτηγά ή της γραμμής, κατά προτίμηση ξένα, υπάρχουν μεταξύ των πληρωμάτων άτομα που ασκούν ως επάγγελμά τους, εξόχως επικερδές, τη λαθραία μεταφορά ναρκωτικών φαρμάκων.
«Στο ατμόπλοιον έχουν φιλοτεχνήσει κρυψώνες απρόσιτες, τις οποίες είναι αδύνατον ν’ ανακαλύψει και το μάλλον εξησκημένο μάτι του καλύτερου λαγωνικού της καταδιωκτικής αρχής», σημειώνει ο ψευδώνυμος ρεπόρτερ της εφημερίδας.

Όταν το λαθρεμπόριο κομισθεί στον Πειραιά, πετιέται με προσοχή μέσα σε μια βάρκα. Ο έμπιστος βαρκάρης σπεύδει να το κρύψει ανάμεσα στον σκελετό της βάρκας του και κατόπιν καρφώνει τα σανίδια. Στη συνέχεια, η βάρκα οδηγείται σ’ ένα ορισμένο σημείο της παραλίας και, ενώ ο βαρκάρης μ’ ένα σκουριασμένο ντενεκεδάκι κάνει πως αδειάζει στη θάλασσα τα νερά της βάρκας του, κοιτάει τριγύρω με προσοχή, βγάζει το πολύτιμο σακίδιο με την κοκαΐνη και χέρι με χέρι τo πετάει γρήγορα στον αναμένοντα επί της προκυμαίας πράκτορα του κοκαΐνεμπόρου.
Κατά κανόνα, ο κοκαϊνέμπορος δεν σπεύδει να παραλάβει αμέσως την εξαχθείσα ποσότητα, αλλά παρακολουθεί εξ αποστάσεως τον πράκτορά του. Κατόπιν συναντώνται μέσα σε κάποιο συνοικιακό μπακάλικο ή σε καμιά απόκεντρη ταβερνούλα και εκεί γίνεται η μεταβίβαση.
Αρχίζει τότε «εν κρυπτώ και παραβύστω» το ζύγισμα, το χώρισμα σε γραμμάρια, σε τέταρτα, σε όγδοα μέσα σε σκονάκια και η πώληση, κατά προτίμηση λιανική, διότι το κέρδος, «βοηθούσης και της νοθείας», είναι τεράστιο.
Κιμωλία, νισεστές και σόδα
«Η αισχροκέρδια και η νοθεία έχουν κυριολεκτικώς συστηματοποιηθεί εις το εμπόριον των ναρκωτικών ποτών, θα ήτο δε εξόχως ευχάριστον, εάν τα σκονάκια του θανάτου έφθαναν εις τον μοιραίον καταναλωτήν περιέχοντα ελάχιστα μόρια κοκαΐνης ή ηρωίνης», αναφέρει ο ρεπόρτερ της «Ελληνικής».
Όπως εξηγεί, η νοθεία της κοκαΐνης γίνεται σπουδαιότερη όσο περνάει από περισσότερα «εμπορικά χέρια». Ο κύριος κάτοχος 100 και 200 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμιγνύει την ποσότητα αυτή με περίπου 50-60 γραμμάρια τριμμένης κιμωλίας. Ο αγοραστής ηρωίνης με κιμωλία προσθέτει και αυτός μία δόση λεπτής αμερικανικής φαρίνας. Ο τρίτος μικρέμπορος που αγοράζει ηρωίνη με κιμωλία και φαρίνα διπλασιάζει και αυτός το εμπόρευμά του, προσθέτοντας επιπλέον και γραμμάρια σόδας. Και έτσι, ο καταναλωτής «ρουφά ηδονικότατα ηρωίνην, τεμπεσίρι, νισεστέν, σόδαν, αχνόν ριζαλεύρου, σκόνιν ασπιρίνης κ.λπ.».
Κάθε κοκαϊνέμπορος διαθέτει ειδικό συνεργείο πωλητών και πωλητριών, που δεν αρκούνται στο να προμηθεύουν την τακτική τους πελατεία, «αλλά προπαγανδίζουν παντού, εις το πεζοδρόμιον, εις το τραμ, εις το καφενείον προς αναζήτησιν νέων πελατών και δημιουργίαν ευρυτέρου κύκλου των εργασιών και των θυμάτων των».
Ο ρεπόρτερ διαπιστώνει από την έρευνά του ότι η κοκαΐνη παραχώρησε σταδιακά τη θέση της στην ηρωίνη, η οποία «ενέχει βαρυτέρας ναρκωτικάς ιδιότητας από την κοκαΐνην. Τοιουτοτρόπως, σήμερον η κοκαϊνοποσία μετετράπη εις ηρωινοποσίαν, συγχρόνως δε κατηργήθη σχεδόν τελείως το χασίς».

Έτσι, τα περίφημα χασικλίδικα, οι τεκέδες με τον λουλά και το απαραίτητο για τους μερακλήδες μπαγλαμαδάκι, έκλεισαν το ένα μετά το άλλο, έδωσαν τόπο στην πρόοδο και τώρα εμφανίζονται ως ευπρεπή και μοντέρνα κέντρα ηρωίνης. Μέσα στα κέντρα αυτά κατοικοεδρεύει η ίδια παλιά πελατεία, η οποία πλέον παραδίδεται στο ηδονιστικό ρόφημα μιας πρέζας ηρωίνης. Άεργοι, άστεγοι, κακοποιοί κάθε είδους, λωποδύτες παντός φυράματος, επιφανείς διαρρηκτικές φυσιογνωμίες και πρωτόβγαλτοι στην πιάτσα, ασημότητες, πορτοφολάδες, βουτηχτές, παπατζήδες, γυρολόγοι της τέχνης, κάθε καρυδιάς καρύδι, λογής-λογής φρούτα του αστυνομικού πανθέου, αποτελούν μια ομοιογενή ομήγυρη φανατικών εραστών της ηρωίνης.
Μέσα σε ένα από αυτά τα κέντρα, ένας μανιώδης ηρωινοπότης βουτά σε μια στιγμή από την τσέπη του με πάθος ένα λερωμένο χαρτί και με ταχύτητα ζηλευτή εκκενώνει το περιεχόμενό του στο στόμα του. Επακολουθεί κάτι σαν μάσημα και σαν πιπίλισμα καραμέλας. Γλείφει τη γλώσσα του από τον ηδονισμό της ηρωίνης. Ένας άλλος τοποθετεί με προσοχή το σκονάκι πάνω στο νύχι του δεξιού του αντίχειρα και το φέρνει στα ρουθούνια του. Ένας κρεμανταλάς με «αρειμάνιο μύστακα και λυτό το πλατύ ζωνάρι του» βγάζει έναν τεράστιο, αγγλικό σουγιά, στη μύτη του οποίου τοποθετεί την ηρωίνη και φέρνει έπειτα τη λεπίδα στο στόμα του, δοκιμάζει τη γεύση και με ένα δυνατό ρούφηγμα την εξαφανίζει «εις τα άδυτα της κατακόκκινης τεραστίας μύτης του».
Μεταξύ των θαμώνων συγκαταλέγονται και γυναίκες. «Είναι μερικά έκφυλα γύναια, τα οποία συντροφεύουν τους εραστές των κακοποιούς και τα οποία σέρνουν και μετά το ρόφημα της ηρωίνης εις τον βόρβορον των χυδαίων απολαύσεων και κυλούν από ακολασίας εις ακολασίαν».
Με έναν αστυνομικό στον δαίδαλο της Δραπετσώνας
Συνεχίζοντας την έρευνά του, ο «Πειραιώτης» καταφθάνει στον προσφυγικό λαβύρινθο της Δραπετσώνας μέσα από δαιδαλώδη, στενωπά και λασπώδη δρομάκια γύρω από ένα σμήνος ξύλινων, σαθρών παραγκών. Το περιβάλλον είναι πνιγηρό και δυσώδες.
«Περπατάς και τρικλίζεις, στέκεσαι και κλονίζεσαι, παραπατάς χωρίς να είσαι μεθυσμένος και η μπόχα της βρώμας σού πλημμυρίζει τη μύτη, σου σφίγγει την ψυχή, σου μαυρίζει το μάτι. Η κόπρος των σταύλων του Αυγείου θα ήτο ασφαλώς μηδέν ενώπιον των θριαμβευτικών τροπαίων της βρώμας της Δραπετσώνας, εις την οποίαν κατοικούν 40.000 δυστυχισμένων προσφύγων».
Μέσα σε αυτόν τον δαίδαλο, ο ίδιος τα έχει κυριολεκτικά χαμένα. Ξαναβρίσκει τον εαυτό του μόνο όταν, μαζί με τον συνοδό του, αστυνομικό Μιαούλη, σταθούν σε ένα ύψωμα, από όπου κάτω από τα βλέμματά τους ανοίγεται το πανόραμα του Πειραιά.
Ο χλωμός, χειμωνιάτικος ήλιος γέρνει πίσω από τις βουνοκορφές της Πελοποννήσου, αντίκρυ στην Αίγινα, και το γλυκό λυκόφως αρχίζει να απλώνει τις μυστικές αγκαλιές του. Σε αυτήν τη στιγμή, βρίσκονται μπροστά από ένα χαμόσπιτο-μικρομάγαζο που είναι χτισμένο στην κορυφή της Κρεμμυδαρούς, πάνω από τα λατομεία των λιμενικών έργων του προλιμένος.
Ένα μαντρόσκυλο είναι δεμένο με έναν κρίκο σε έναν ξύλινο πάσσαλο και στο αντίκρισμά τους σηκώνει τον κόσμο στο πόδι απ’ τα γαβγίσματα. Είναι ο άγρυπνος φρουρός των χασικλήδων που ειδοποιεί τα αφεντικά του ότι έχουν έκτακτες επισκέψεις.
Το μικρομάγαζο αυτό είναι το μόνο συστηματικό χασισοποτείο που διασώζεται. Ένας πανάρχαιος «ντεκές» με λουλάδες και μπαγλαμαδάκια, μέσα στον οποίο εξακολουθούν να συχνάζουν όσοι πιστοί απέμειναν στο κάπνισμα του χασισιού. Και είναι λίγοι –όχι παραπάνω από δέκα– οι πιστοί εραστές του «μαύρου».

Μέσα στο χασικλίδικο
«Στην πόρτα μάς υποδέχονται κάποιες ύποπτες σκιές. Η αναγνώρισις είναι γοργή. Ο ποντικός και η γάτα κάνουν πάρα πολύ σύντομα τις γνωριμίες τους», γράφει ο «Πειραιώτης» και παραδίδει τον εξής διάλογο:
— Βρε, Λελέκη! Εδώ είσαι ακόμα;
Σουρούπωμα, κυρ’ αστυνόμε, μαζευτήκαμε για ζέστη...
— Και για τίποτε άλλο;
Το κόψαμε, κυρ’ αστυνόμε!
— Βρε, άει στο διάολο! Πού είναι ο λουλάς;
Ψάξε κι, αν εύρεις, σφάξε μας!
Ο αστυνόμος Μιαούλης ρίχνει μια γρήγορη ματιά τριγύρω, ερευνά κάτω από το θαμπό φως μιας γέρικης λάμπας και αναφωνεί θριαμβευτικά: «Λελέκη, ζούλα και τον μπάνισα!». Και τότε ο λουλάς ανασύρεται μεγαλοπρεπώς από τα βάθη μιας τρύπας του τοίχου που ήταν κρυμμένη πίσω από ένα πανάρχαιο κάδρο της μάχης των Φαρσάλων.
— Μωρέ μάτι! Μπράβο, κυρ’ αστυνόμε! Βλέπεις και ’κείνα που δεν φαίνονται. Θα μας στριμώξεις στην ψειρού;
Όχι, γιατί εδώ μέσα είσαστε στριμωγμένοι χειρότερα.
«Χαρμάνια» και «ρεμπεσκέδες»
Οι νυν ηρωινομανείς και πρώην χασισοπότες αποκαλούν τους παλαιούς συντρόφους τους «χαρμάνια» και εκείνοι, αποδίδοντας τα ίσα, ονόμασαν τους ηρωινοπότες «ρεμπεσκέδες». Μεταξύ τους διατηρούν φοβερό μίσος, διότι τα «χαρμάνια» θεωρούν τους «ρεμπεσκέδες» σαν τους απίστους εραστές που εγκατέλειψαν τον λουλά του τεκέ «διά να εξευρωπαϊσθούν», ενώ οι ηρωινοπότες κατηγορούν τους χασικλήδες ότι είναι ανάξιοι για κάθε πρόοδο.
Στη συνέχεια, ο ρεπόρτερ της «Ελληνικής» και ο αστυνομικός Μιαούλης επισκέπτονται την πλατεία Καραϊσκάκη. Εκεί βρίσκεται ο περίφημος «Τσιμπούκας», τυφλός από το ένα μάτι, το παλιό επάγγελμα του οποίου ήταν επιπλοποιός.
— Γιατί, βρε Τσιμπούκα, δεν εξασκείς το τίμιο επάγγελμά σου;
Δεν με βοηθάει, κυρ’ αστυνόμε, το μάτι μου.
— Αυτά τα έπιπλα εδώ τίνος είναι;
Της πελατείας μου. Τα λουστράρω.
— Άρα μπορείς να εργασθείς κουτσά-στραβά. Προτιμάς όμως την ηρωίνη!
Εύκολη δουλειά… Άλλωστε έχει και τα κέρδη της... Αλλά μήπως μας αφήνετε και ’σεις σε ησυχία; Όλο και μας κυνηγάτε! Ό,τι παίρνουμε από το ένα χέρι, το δίνουμε από το άλλο στους δικηγόρους και στα πρόστιμα.
Η ομάδα dirty '30s & late '20s αποτελείται από την Εύα Γανίδου, δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας και τον Τάσο Θεοφίλου, ερευνητή-συγγραφέα.