Η ταινία Στο σπίτι του Αθανάσιου Καρανικόλα ήταν η πρώτη ελληνική που είδα στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Προβλήθηκε χθες βράδυ στην αίθουσα Odeon Όπερα 1, παρουσία των συντελεστών της, αλλά και εκπροσώπων του ελληνικού κινηματογράφου: εκεί ήταν ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, Χάρης Παπαδόπουλος, ο παραγωγός Νίκος Σέκερης, οι σκηνοθέτες Γιάννης Οικονομίδης και Βασίλης Μαζωμένος, οι ηθοποιοί Θέμις Μπαζάκα, Ηλίας Λογοθέτης, Κωνσταντίνος Τζούμας κ.α.
Τον Αθανάσιο Καρανικόλα δεν τον γνωρίζω, για την ακρίβεια δεν είχα δει ούτε μισό καρέ από τις προηγούμενες ταινίες του, μια και πρόκειται για Έλληνα σκηνοθέτη του εξωτερικού, ο οποίος τώρα, όπως είπε και ο ίδιος, γύρισε την πρώτη του αμιγώς ελληνική ταινία, με Έλληνες ηθοποιούς δηλαδή και ελληνικό συνεργείο.
Πέρα απ' όλα αυτά (μάλλον δεν έχουν και πολλή σημασία για τον απλό θεατή), είχα την ευκαιρία να δω μία ταινία που θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την επιστροφή σε ένα σινεμά ατόφιου κοινωνικού προβληματισμού.
Στο σπίτι του Kαρανικόλα δεν υπάρχει καμία αλληγορία από πίσω. Υπάρχουν καταστάσεις και πρόσωπα ''υπαρκτά'' μόνο. Χα! Μα υπάρχει αλληγορία: Οι γιάπηδες μεγαλοαστοί προτού ''πουλήσουν'' την πιστή οικιακή βοηθό, πρώτα ξεπουλάνε το πανέμορφο άλογο τους, ένα ζώο - σύμβολο φιλίας και αφοσίωσης.
Όλα ξεκινούν όταν η Νάντια, η επί 12 χρόνια Γεωργιανή οικιακή βοηθός ενός ευκατάστατου ζευγαριού και νταντά της κόρης τους, αρρωσταίνει από μυελοπάθεια που αργά ή γρήγορα θα παραλύσει το κορμί της. Το πρόβλημα αυτό θα ξεριζώσει κυριολεκτικά τη, μέχρι πρότινος, στενότατη σχέση της με την οικογένεια και θα ξεσκεπάσει την επιφανειακότητα των ανθρώπων. Μοναδικό στήριγμα της Νάντιας ο σύντροφος της, επίσης εργαζόμενος στο σταύλο των εργοδοτών της. Γιατί από ένα σημείο κι έπειτα, η άτυχη γυναίκα μοιάζει να βυθίζεται στην κατάθλιψη και να απομονώνεται απ' όλα τα πρόσωπα που αγάπησε: το ζευγάρι και το κοριτσάκι τους, ακόμη και την ίδια της την κόρη που την επισκέπτεται κάποια στιγμή από το Βερολίνο, τον τόπο σπουδών της.
Όλα ξεκινούν όταν η Νάντια, η επί 12 χρόνια Γεωργιανή οικιακή βοηθός ενός ευκατάστατου ζευγαριού και νταντά της κόρης τους, αρρωσταίνει από μυελοπάθεια που αργά ή γρήγορα θα παραλύσει το κορμί της.
Τι συμβαίνει εν ολίγοις όταν ο ξένος δεν μας είναι πια χρήσιμος; Η συμπάθεια και η αγάπη προς το ξένο και το αλλότριο μετατρέπονται αίφνης σε φόβο, απειλή ή, ακόμη χειρότερα για την περίπτωση της Νάντιας, σε οίκτο. Και τότε οι μάσκες πέφτουν, οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζονται πια και η ζωή συνεχίζεται μεσ' στη σύμβαση και στην υποκρισία.
Πολύ θα ήθελα να μάθω πώς θα όριζε ο δημιουργός τη μοίρα αυτής της γυναίκας αν έφτιαχνε κάποτε μία συνέχεια της ταινίας - να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ένα sequel αμερικανικής λογικής. Το τελευταίο του πλάνο με τη Νάντια να χάνεται στο βάθος του δρόμου και να πέφτουν οι τίτλοι, ήταν γροθιά στο στομάχι. Όπως εξίσου γροθιά στο στομάχι ήταν και η sequence του οριστικού χωρισμού της από την οικογένεια, με την υπέροχη Μαρία Καλλιμάνη να παίζει μόνο με το δακρυσμένο βλέμμα της και δυο-τρία λόγια στα χείλη.
Θα ακουστεί υπερβολικό, το ξέρω εκ των προτέρων, όμως η τόσο μελαγχολική ερμηνεία της Καλλιμάνη ως Νάντια θα έκανε έως και τον μακαρίτη τον βορειοευρωπαίο τον Μπέργκμαν να χαμογελάει από κει απάνω.
Τα σταθερά κάδρα του σκηνοθέτη, η θέληση του να μην ασχοληθεί εκτενέστερα με την ασθένεια της ηρωίδας του για να μη γυρίσει την ιστορία της σε μελό, οι διακριτικές θλιμμένες μελωδίες της Μαριέττας Φαφούτη, μα πάνω απ' όλα αυτή η αίσθηση του καύσωνα και της θαλασσινής αλμύρας στη φωτογραφία, αποτυπώνουν επιτυχημένα το πιο μαύρο ελληνικό καλοκαίρι στην ψυχή μιας γυναίκας, που αν ήταν Ελληνίδα, ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν και πιο ευνοϊκά.
Η ταινία Στο σπίτι του Αθανάσιου Καρανικόλα, μία ελληνογερμανική συμπαραγωγή, από αυτή την Πέμπτη βγαίνει κανονικά σε διανομή στις αίθουσες και θα τη σύστηνα ανεπιφύλακτα!
Τέλος, δε μπορώ να μη σχολιάσω πως ενώ, μέχρι πρόσφατα, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου συμμετείχε πρώτο - πρώτο σε παραγωγές ανάλογες, τα τελευταία χρόνια το βλέπουμε μόνο στα ζενερίκ τέλους, κάπου στο βάθος, λίγο πριν τα Μικρογεύματα Γρηγόρης και την Pizza Hut. Δε φταίει φυσικά το έρμο το ΕΚΚ, ούτε οι κατά καιρούς άξιοι εκπρόσωποι του. Φταίει αυτό το ανάλγητο κράτος που προτιμάει να ντύνεται τα αρχαία του τα λούσα, κατά πώς θά'λεγε και ο Νικόλαος Γκάτσος, ενώ τον σύγχρονο πολιτισμό συνεχίζει να τον γράφει εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Μία άλλη πονεμένη ιστορία και όχι επί της παρούσης...
σχόλια