Ακόμα και οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του Ντέιβιντ Μπόουι μπορεί να αγνοούν τη μοναδική του απόπειρα στο είδος της ρομαντικής κομεντί. Δικαιολογημένα. Η ταινία ίσα που κυκλοφόρησε το 1992 για να εξαφανιστεί αμέσως, και έκτοτε είναι σχεδόν αδύνατο να την δει κανείς. Τώρα όμως, ο σκηνοθέτης της έχει επιτυχώς διεκδικήσει, αποκαταστήσει, και ξαναμοντάρει την ταινία που έχει τίτλο «The Linguini Incident», και κάνει το ντεμπούτο της σε Blu-ray αυτή την εβδομάδα.
Ο Ρίτσαρντ Σέπαρντ ήταν μόλις 25 ετών όταν σκηνοθέτησε αυτή την ιδιόρρυθμη, αρχετυπικά νεοϋορκέζικη indie ταινία. Όπως ήταν χαρακτηριστικό της εποχής, ο χαμηλός προϋπολογισμός συγκεντρώθηκε από πολλές πηγές. «Όλη η ταινία χρηματοδοτήθηκε πολύ περίεργα», λέει σήμερα ο σκηνοθέτης. «Είχαμε χρήματα από μικρές εταιρείες home video, χρήματα από πωλήσεις στο εξωτερικό αλλά και κάποια μυστηριώδη κεφάλαια – πολλά μυστηριώδη κεφάλαια…».
Το πρώτο του κατόρθωμα στο κάστ της ταινίας ήρθε νωρίς, όταν προσέλκυσε τη Ροζάνα Αρκέτ, γνωστή ήδη τότε από ταινίες ανάλογου ύφους όπως το «After Hours» του Σκορσέζε και το «Desperately Seeking Susan» όπου εμφανιζόταν και η Madonna.
Ο Σέπαρντ πήρε το θάρρος και έστειλε το σενάριο στον Μπόουι, με την ιδέα ότι μαζί με τον Μικ Τζάγκερ θα μπορούσαν σε ρόλους σπέσιαλ γκεστ σταρ να υποδυθούν τους φαντεζί εστιάτορες της ταινίας. «Το στείλαμε αφελώς μόνο σ’ αυτούς, για να παίξουν αυτούς τους δύο μικρούς ρόλους, χωρίς να τους προσφέρουμε χρήματα, χωρίς τίποτα», θυμάται ο Σέπαρντ.
Τι την έκανε λοιπόν να ρισκάρει με αυτόν τον νεαρό, αρχάριο σκηνοθέτη; «Μου άρεσε το σενάριο», λέει σήμερα η ίδια. «Απλά πίστευα ότι ήταν καλογραμμένο και αστείο ... και μετά, σαν από θαύμα, εμφανίστηκε ο Ντέιβιντ Μπόουι, γεγονός πραγματικά συναρπαστικό».
Ο Σέπαρντ πήρε το θάρρος και έστειλε το σενάριο στον Μπόουι, με την ιδέα ότι μαζί με τον Μικ Τζάγκερ θα μπορούσαν σε ρόλους σπέσιαλ γκεστ σταρ να υποδυθούν τους φαντεζί εστιάτορες της ταινίας. «Το στείλαμε αφελώς μόνο σ’ αυτούς, για να παίξουν αυτούς τους δύο μικρούς ρόλους, χωρίς να τους προσφέρουμε χρήματα, χωρίς τίποτα», θυμάται ο Σέπαρντ. «Προς μεγάλη μας έκπληξη όμως, λάβαμε ένα σημείωμα από τον Μπόουι που έλεγε: "Ενδιαφέρομαι για την ταινία σας, αλλά δεν θέλω να παίξω αυτόν τον ρόλο. Θα ήθελα να παίξω τον πρωταγωνιστή"».
Ο πρωταγωνιστής ήταν ο Μόντε, ένας Βρετανός μπάρμαν σε ένα ψαγμένο εστιατόριο του νεοϋορκέζικου downtown, ο οποίος προσπαθεί να πείσει μια από τις συναδέλφους του, τη φιλόδοξη Λούσι (Ροζάνα Αρκέτ), να παντρευτούν για να πάρει την πράσινη κάρτα, αντ' αυτού όμως παρασύρεται στο να τη βοηθήσει να ληστέψει τους εργοδότες τους. Την μουσική της ταινίας είχε γράψει ο μελλοντικός υποψήφιος για Όσκαρ, Τόμας Νιούμαν, ενώ χρέη διευθυντή φωτογραφίας έκανε ο Ρόμπερτ Γέομαν, αργότερα συνεργάτης του Γουές Άντερσον. Η ταινία γυρίστηκε το 1990, μέσα σε 30 ημέρες.
«Ήταν τόσο υπέροχος στο πλατό», λέει η Αρκέτ για τον Μπόουι. «Μου άρεσε πολύ να δουλεύω μαζί του, μου άρεσε η ενέργειά του και η ικανότητά του να μπορεί να συνδεθεί με τη στιγμή – αυτό που αποτελεί το όνειρο για έναν ηθοποιό».
Όμως η χαλαρή, συνεργατική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα γυρίσματα της ταινίας, εξατμίστηκε μετά το τέλος τους. Ο Σέπαρντ είχε πέντε εβδομάδες μόνο για να παραδώσει το τελικό μοντάζ, οπότε το κόψιμο που έκανε στην ταινία του ήταν περισσότερο μια πρόχειρη συρραφή. «Είχα μια λίστα με πράγματα που ήθελα να αλλάξω», εξηγεί, αλλά επειδή ήταν ένας ανίσχυρος αρχάριος σκηνοθέτης, η ταινία μονταρίστηκε χωρίς την επίβλεψή του.
«Υπήρχαν περίεργα jump cuts, λήψεις που διαρκούσαν πολύ», λέει και προσθέτει: «Απλά, δεν είχε ρυθμό». Εκείνη η 98λεπτη εκδοχή κυκλοφόρησε με συνοπτικές διαδικασίες σε κάποιες αμερικανικές αίθουσες την άνοιξη του 1992 – ένα μεγαλύτερης διάρκειας cut διανεμήθηκε στην Ευρώπη. Οι κριτικές κυμάνθηκαν από την Janet Maslin των New York Times, η οποία την αποκάλεσε μια «χαρούμενα εκκεντρική κωμωδία», μέχρι τον Lawrence Cohn του Variety, ο οποίος την έκρινε ως μια «ανέμπνευστη και φτωχή παραγωγή». Όμως οι κριτικές δεν είχαν σημασία – κανείς σχεδόν δεν την είδε, ούτως ή άλλως. Το «Linguini Incident» χάθηκε στη λήθη.
Η καριέρα του Σέπαρντ δεν υπέφερε πάντως, καθώς αργότερα θα σκηνοθετούσε, μεταξύ άλλων, τον Πιρς Μπρόσναν στο «The Matador», τον Τζουντ Λο στο «Dom Hemingway» και την Άλισον Γουίλιαμς στο «The Perfection». Αλλά η άσχημη επίγευση αυτής της πρώτης του απόπειρας παρέμεινε για τον 59χρονο σήμερα δημιουργό. «Αυτή είναι η μόνη ταινία στην οποία υπάρχει το όνομά μου και δεν είναι δικό μου το τελικό cut», λέει.
Όχι πια. Πριν από τρία χρόνια, μία από τους παραγωγούς της ταινίας, επικοινώνησε με τον σκηνοθέτη και του πρότεινε να αποκτήσουν εκ νέου τα δικαιώματα του «The Linguini Incident», να το μοντάρουν από την αρχή ώστε να ταιριάζει με το αρχικό όραμα του Σέπαρντ και να το κυκλοφορήσουν για πρώτη φορά σε dvd και σε πλατφόρμες και streaming. Αυτό όμως δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι αρχικές εταιρείες παραγωγής και οι χρηματοδότες της ταινίας είχαν προ πολλού εξαφανιστεί ή χρεοκοπήσει, αφού είχαν πουλήσει τα δικαιώματα της ταινίας σε άλλες εταιρείες που επίσης δεν υπήρχαν πλέον.
Η σωτηρία της ταινίας υπήρξε ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί το 2004 στο περιοδικό Variety και αποκάλυπτε ότι το «Linguini Incident» ήταν μία από τις επτά ταινίες των οποίων τα πνευματικά δικαιώματα είχε διεκδικήσει και κερδίσει το Σωματείο Ηθοποιών της Οθόνης λόγω μη καταβολής ποσοστού δικαιωμάτων στους ηθοποιούς. Μετά από μια μακρά διαπραγμάτευση, επιτεύχθηκε τελικά συμφωνία με το σωματείο για να αγοράσουν πίσω τα δικαιώματα.
Το σωματείο όμως είχε στην κατοχή του μόνο τα πνευματικά δικαιώματα. Όταν ο Ρίντλεϊ Σκοτ ή ο Φράνσις Φορντ Κόπολα κάνουν ένα director's cut, έχουν στη διάθεσή τους όλο το πρωτότυπο υλικό – dailies, αρνητικά, προηγούμενες εκδοχές, απομονωμένες ηχητικές υποκρούσεις… Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση, αυτά τα υλικά είχαν χαθεί προ πολλού.
Ο Σέπαρντ δεν μπορούσε καν να βρει μια κόπια 35 mm της ταινίας, το απολύτως απαραίτητο δηλαδή για τη σάρωση σε 4Κ που θα χρειαζόταν για να ξεκινήσει να δουλεύει. Τελικά, η αναζήτηση τον οδήγησε σ’ ένα κινηματογράφο στη Ζυρίχη που είχε προβάλει μια κόπια μερικά χρόνια νωρίτερα, και αυτή η αίθουσα τον συνέδεσε με έναν βρετανικό διανομέα που είχε τα ευρωπαϊκά δικαιώματα της ταινίας.
Δεδομένου ότι η κόπια που βρέθηκε ήταν από τη μεγαλύτερη, ευρωπαϊκή εκδοχή της ταινίας, η σάρωση σε 4K έδωσε στον Σέπαρντ περισσότερα περιθώρια για να δουλέψει. «Έτσι, στο νέο μοντάζ», λέει ο ίδιος, «μπόρεσα να επιταχύνω τον ρυθμό της ταινίας και να απαλλαγώ από όλα τα περίεργα jump cuts που δεν φαινόταν να λειτουργούν. Και στη συνέχεια, με τη νέα 4Κ τεχνολογία, μπόρεσα να προσθέσω ζουμ, να αλλάξω τα κάδρα και να δώσω μια ενέργεια που βοηθάει στην αφήγηση αυτής της παράξενης και χαριτωμένης ιστορίας».
Με στοιχεία από The New York Times