Τη νύχτα της 30ης Οκτωβρίου 1993, ο Ρίβερ Φοίνιξ, ο πιο λαμπρός, ευαίσθητος και ταλαντούχος (και αναμφισβήτητος «90's Τζέιμς Ντιν» πριν ακόμα αυτό επιβεβαιωθεί με τον πιο μακάβριο τρόπο) ηθοποιός – σταρ της γενιάς του, το παιδί που είχε μεγαλώσει σε μια χίπικη χριστιανο-σεξουαλική αίρεση («Τα Παιδιά του Θεού»), η κοπέλα του, ηθοποιός Σαμάνθα Μάθις και τα μικρότερα αδέλφια του, ο Λιφ (αργότερα πολύ πιο γνωστός ως Χοακίν) και η Ρέιν, βρέθηκαν στο περιβόητο (ειδικά μετά από εκείνη τη νύχτα) μπαρ – κλαμπ – καταγώγιο του Λος Άντζελες, το Viper Room, ιδιοκτησίας Τζόνι Ντεπ.
Η Μάθις δεν είχε καμιά διάθεση να κατέβει τα σκαλιά και νόμιζε ότι απλά θα άφηναν τα δύο «μικρά» (19 και 21 χρονών) και μετά θα πήγαιναν σπίτι. Όταν έφτασαν όμως ο Ρίβερ της είπε ότι αν δεν την πείραζε πολύ, ήθελε να δει κάτι τύπους μέσα που είχαν μια μπάντα και ήθελαν να παίξει μαζί τους.
Λίγο μετά έτρεξε κοντά του κι ο αδελφός του, ο Χαοακίν που ήταν αυτός που κάλεσε με λυγμούς τις Πρώτες Βοήθειες σ' ένα τηλεφώνημα που θα γινόταν τις επόμενες μέρες το απόλυτο «viral» και θα παιζόταν ξανά και ξανά στα δελτία ειδήσεων ανά τον πλανήτη: «Έχει σπασμούς! Ελάτε γρήγορα, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, γιατί πεθαίνει, σας παρακαλώ».
Σύμφωνα με το βιβλίο που έγραψε ο στενός φίλος του Φοίνιξ, Μπομπ Φόρεστ και κυκλοφόρησε το 2013 με τίτλο «Running with Monsters» (Τρέχοντας με τέρατα), ο ηθοποιός είχε περάσει τις προηγούμενες μέρες σε μια αδιάκοπη ναρκω-κατάνυξη παρέα με τον κιθαρίστα των Red Hot Chili Peppers, Τζον Φρουσιάντε: «Ο Ρίβερ είχε ξεμείνει κάποιες μέρες στου Τζον και πιθανότατα δεν κοιμήθηκαν ούτε λεπτό.
Η ρουτίνα με τα drugs ήταν σταθερή για όλους μας.
Πρώτα, καπνίζαμε κρακ ή σουτάραμε κόκα κατευθείαν στη φλέβα, έτσι για να φτάσουμε σ' αυτό το ηλεκτροσόκ του μυαλού που διαρκούσε γύρω στα 90 δευτερόλεπτα. Μετά σουτάραμε ηρωίνη για να συγκροτηθούμε κάπως και να πέσουμε αρκετά ώστε να καταφέρουμε κάποια συζήτηση για λίγα λεπτά προτού να ξαναρχίσει ο κύκλος».
Κάποια στιγμή στο κλαμπ, η Σαμάνθα Μάθις συνειδητοποίησε ότι ο Ρίβερ δεν είχε διάθεση να ξεκολλήσει σύντομα και κατευθύνθηκε αργά προς την τουαλέτα.
Όταν βγήκε είδα κάτι που έμοιαζε με άγριο καυγά μεταξύ του Ρίβερ και ενός άλλου άντρα και αμέσως μετά κάποιον της ασφάλειας του μαγαζιού να τους τραβάει βίαια προς την έξοδο. Όταν βγήκε και η ίδια, τον αντίκρυσε να κείται πεσμένος και με έντονους σπασμούς στο πεζοδρόμιο.
Λίγο μετά έτρεξε κοντά του κι ο αδελφός του, ο Χαοακίν που ήταν αυτός που κάλεσε με λυγμούς τις Πρώτες Βοήθειες σ' ένα τηλεφώνημα που θα γινόταν τις επόμενες μέρες το απόλυτο «viral» και θα παιζόταν ξανά και ξανά στα δελτία ειδήσεων ανά τον πλανήτη: «Έχει σπασμούς! Ελάτε γρήγορα, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, γιατί πεθαίνει, σας παρακαλώ».
Την ώρα που έφτασε το ασθενοφόρο, η γραμμή ζωής του Ρίβερ Φίνιξ ήταν ήδη μια ακίνητη ευθεία. Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε και επίσημα λίγο αργότερα στο νοσοκομείο. Δύο μήνες πριν, είχε κλείσει τα 23.
Η Σαμάνθα Μάθις, το τελευταίο κορίτσι του, λέει:
«Ήξερα ότι ήταν ήδη φτιαγμένος εκείνη τη νύχτα, αλλά η ηρωίνη που τον σκότωσε δεν υπήρχε μέσα του πριν βρεθεί στο Viper Room. Είχα πάντα κάποιες σοβαρές υποψίες για το τι έγινε, αλλά δεν είδα τίποτα με τα μάτια μου. Ένιωθα έντονα ότι κάτι κακό συνέβαινε, κάτι που δεν έπιανα. Ήταν high με ένα πολύ περίεργο τρόπο που μ΄ έκανε να νοιώθω πολύ άβολα»
«Θυμάμαι που μου έλεγε ο Ρίβερ εκείνον τον τελευταίο χρόνο ότι μόνο μία ταινία ακόμα θα έπρεπε να γυρίσει ώστε να έχει μαζέψει αρκετά χρήματα για να στείλει τη μικρότερη αδερφή του στο κολέγιο. Δεν ξέρω αν το εννοούσε, αλλά μου είχε κάνει εντύπωση»
«Συναντηθήκαμε όταν ήμασταν κι οι δύο 19, ένα βράδυ που μου έκανε τράκα τσιγάρο σ΄ ένα κλαμπ στο Λος Άντζελες. Μοιάζει σαχλό ίσως αλλά ήξερα αμέσως ότι μια μέρα θα είμαστε μαζί, η χημεία που είχαμε ήταν απίστευτη.
Και όντως συνέβη τρία χρόνια μετά. Νομίζω ότι αναγνωρίσαμε κάτι βαθύ ο ένας στον άλλον. Προερχόμασταν από εντελώς διαφορετικές οικογένειες αλλά ίσως υπήρχαν κάποια παρόμοια σπασμένα κομμάτια που αναγνωρίσαμε ο ένας στον άλλον. Σα να βρήκαμε επιτέλους ένα ασφαλές λιμάνι».
Ο Ρομπ Ράινερ, σκηνοθέτης του στο «Στάσου πλάι μου» λέει:
«Όταν ήρθε για την οντισιόν ο Ρίβερ, δεν ήταν ούτε 15 χρονών αλλά ήταν πασιφανές ότι είχαμε να κάνουμε με ένα απίστευτο, εξωπραγματικό ταλέντο. Μπορούσε να παίζει διάφορα μουσικά όργανα, ήταν τόσο ευφυής και εξαιρετικός, μπορούσε να κάνει τα πάντα, ειλικρινά»
«Θυμάμαι του είπα ότι ήθελα να σκεφτεί για κάποια χρονική στιγμή όταν κάποιος ενήλικας που ήταν σημαντικός στη ζωή του, τον απογοήτευσε οικτρά. Μου έγνεψε καταφατικά και έφυγε για λίγο για να σκεφτεί.
Στην επόμενη λήψη της σκηνής, στην οποία κλαίει, και είναι η λήψη που κρατήθηκε για την ταινία, ήταν απίστευτος. Ποτέ δεν μου αποκάλυψε πού τον οδήγησαν οι σκέψεις του – υπέθεσα σε έναν από τους γονείς του, αλλά δεν μπορώ να ξέρω. Και όταν πια βλέπω καμιά φορά την ταινία, εκεί που στο τέλος χάνεται, είναι τόσο μα τόσο πολύ θλιβερό»
«Δεν είμαι σίγουρος ότι οι ηθοποιοί που ξεκινάνε από παιδιά έχουν οπωσδήποτε περισσότερα προβλήματα. Έχει να κάνει νομίζω πιο πολύ με το αν έχουν υπάρχουν τα γερά οικογενειακά θεμέλια για να σε προστατεύουν από τις αντιξοότητες.
Όταν είχα δει πρώτη φορά τον Λεονάρντο ντι Κάπριο στο «Τι βασανίζει τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ;» είχα μείνει έκθαμβος αλλά συγχρόνως είχα σκεφτεί: 'Αυτό το παιδί είναι τόσο τρελά ταλαντούχο που αν δεν έχει κάποιου είδους οικογενειακής πρόσδεσης, θα βρεθεί σε ιλιγγιώδη πορεία προς τον γκρεμό.
Πολλά, πολλά χρόνια αργότερα παίξαμε μαζί στον «Λύκο της Γουόλ Στριτ» και του είπα κάποια στιγμή στα γυρίσματα ότι κάποτε ήμουν πολύ ανήσυχος για εκείνον. Χαμογέλασε και μου είπε ότι παρότι οι γονείς του είχαν χωρίσει από όταν ήταν μικρός, ο ίδιος πάντα διατηρούσε μια πολύ θερμή σχέση και με τους δύο. Δεν ξέρω αν ίσχυε το ίδιο και με τον Ρίβερ. Ήξερα ότι ο πατέρας είχε θέματα με το αλκοόλ. Ήξερα ότι υπήρχαν κάποια σοβαρά ζητήματα εκεί».
Ο Μάικλ Στάιπ, τραγουδιστής – στιχουργός των REM και «μεγάλος αδελφός» του λέει:
«Είχαμε γνωριστεί μέσω της αδελφής μου. Είχε μόλις μετακομίσει στη Φλόριντα όπου έμενε όλη η οικογένεια του με την οποία ανέπτυξε αμέσως πολύ στενή σχέση. Πήγαινα πολύ συχνά να την δω και να κάνω κι εγώ παρέα μαζί τους. Έχω δύο αδελφές τις οποίες αγαπώ όσο τίποτα, αλλά ο Ρίβερ ήταν εντελώς σαν ο μικρός αδελφός που δεν είχα. Είχαμε ακριβώς δέκα χρόνια διαφορά και ένοιωθα ότι υπήρχε ακριβώς αυτή η σχέση μεταξύ μεγάλου και μικρού αδελφού».
Mε στοιχεία από την The Guardian
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 26.10.2018