Από τον Γιάννη Βασιλείου
Πιθανότατα το τελευταίο ευρέως αναγνωρίσιμο κινηματογραφικό είδωλο μιας άλλης εποχής, ο μόνος ενεργός σύνδεσμος του παλιού Χόλιγουντ με το σύγχρονο και ενδεχομένως ο μοναδικός σταρ με μεγάλες επιτυχίες στο box-office για έξι συνεχόμενες δεκαετίες, ο Κλιντ Ίστγουντ κλείνει σήμερα τα 94 και δεν δείχνει καμία πρόθεση να σταματήσει. Η τελευταία του σκηνοθετική δουλειά, το «Richard Jewell», προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες φέτος τον Ιανουάριο.
Τα στυλιζαρισμένα, αμοραλιστικά γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε τον έχρισαν πρωταγωνιστή στα ’60s. Το 1971 το «Dirty Harry» του Ντον Σίγκελ εκτόξευσε το όνομά του στη στρατόσφαιρα, ο ίδιος, όμως, είχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του τη σκηνοθεσία. Εκμεταλλευόμενος την επιτυχία του, άδραξε την ευκαιρία άμεσα και πέρασε πίσω από τον φακό την ίδια χρονιά. Στα χρόνια που ακολούθησαν συνέθεσε, αποδόμησε και αναθεώρησε την εικόνα του ξανά και ξανά – αυτό δεν έγινε με το «Gran Torino» πρώτη φορά.
Εξελίσσεται σε μετρ της σκηνοθετικής υποδήλωσης. Τοποθετείται πάνω στον ηρωισμό, στο αμερικανικό πρότυπο, στο καθήκον, στον μύθο και στην πραγματικότητα, στην οικογένεια, στα φύλα και στις φυλές, στη συγχώρεση, στη βία και στις συνέπειές της, στην ανθρωπιά και στην απουσία της. Κινηματογραφεί τους ήρωές του στο ημίφως – η σκιά στο ιστγουντικό σινεμά δηλώνει την αμφισημία, το ηθικό δίλημμα, την ενοχή, το παρελθόν και τα βάρη του. Έφερε τη βροχή στους «Ασυγχώρητους» ‒ ο Σαμ Μέντες τον ευχαρίστησε δημοσίως γι’ αυτό.
Τα πρώτα χρόνια της καριέρας του γνώρισε την αποστροφή από την πλειονότητα της κριτικής κοινότητας – η Πολίν Κέιλ, που τον φωτογράφισε ως τον Νο1 εχθρό του New Hollywood, φέρει τεράστια ευθύνη γι’ αυτό. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ξεκινά ένα πρώτο κύμα επανεκτίμησης του μέχρι τότε έργου του. Οι ταινίες του προβάλλονται το 1983 σε ρετροσπεκτίβα στο MοMA της Νέας Υόρκης, στη Γαλλία πληθαίνουν οι υποστηρικτικές φωνές και το αποκορύφωμα έρχεται με τη συμμετοχή του «Pale Rider» στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών το 1985, την ύψιστη τιμή που είχε λάβει ταινία του μέχρι τότε.
Η καθολική αποδοχή έρχεται το 1992 με τους «Ασυγχώρητους», ίσως την καλύτερη αμερικανική ταινία των ’90s. Θρίαμβος στα ταμεία, κοινό και κριτικοί παραμιλούν, τη βραδιά των Όσκαρ η ταινία θα αποσπάσει τέσσερα βραβεία, ανάμεσά τους κι εκείνο της σκηνοθεσίας για τον ίδιο, και της καλύτερης ταινίας. Αυτό ήταν το σημείο καμπής. Από κει κι έπειτα η επίσημη κριτική προσεγγίζει με μεγαλύτερη προσοχή όσα ακολουθούν και επανεκτιμά όσα προηγήθηκαν.
Σήμερα θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς σκηνοθέτες, με συνεκτικό έργο που περνά και το τεστ της θεωρίας του auteur, για όποιον δίνει σημασία σ’ αυτά. Ο ίδιος, μιλώντας για τον εαυτό του, δηλώνει λιτά πως είναι «απλώς ένας τύπος που γυρίζει ταινίες» ‒ κατά το θρυλικό φορντικό ρητό «είμαι ένας σκηνοθέτης γουέστερν». Υποθέτω ότι το σκηνοθετικό έργο του είναι εκείνο για το οποίο θα ήθελε να τον θυμούνται περισσότερο, όταν φύγει.
Ακολουθούν 38 σοβαρότατα επιχειρήματα, παραπάνω από ικανά να πιστοποιήσουν πως η επιθυμία του θα γίνει πραγματικότητα. Και όταν κάποτε φύγει, όπως λέει και ο κριτικός Ηλίας Δημόπουλος, θα πάρει μαζί του το μισό σινεμά που αγαπήσαμε. Στο μεταξύ, όμως, θα συνεχίσει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, δηλαδή να γυρίζει ταινίες. Είναι το καθήκον του απέναντί μας.
Σημ.1: Το κείμενο για κάθε ταινία εμφανίζεται αν αφήσετε λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω τον κέρσορα πάνω στη φωτογραφία.
Σημ.2: Από τη λίστα απουσιάζει το «Tightrope». Είναι γνωστό και μέσα από τις βιογραφίες του ότι το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας το σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Ίστγουντ, επισήμως, όμως, σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Ρίτσαρντ Ταγκλ.