Ο Γιώργος Γεωργακόπουλος είναι εικαστικός και συγγραφέας (το νέο του βιβλίο με τίτλο «Απεργοδρόμιο» κυκλοφορεί αυτές τις μέρες), συνιδρυτής της Cheapart, συνδιοργανωτής (μαζί με τον Δημήτρη Γεωργακόπουλο και την Φωτεινή Καπίρη) του φεστιβάλ Back To Athens που γίνεται στα Εξάρχεια. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει την συνίδρυση της γκαλερί ΤAF/The Art Foundation -από την οποία αποχώρησε-, τον καλλιτεχνικό οργανισμό CAMP Contemporary Art Meeting Point και πολλές εκθέσεις σε Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία, Αυστρία, Γερμανία. Η συνάντησή μας στην πλατεία Εξαρχείων έγινε για να μιλήσουμε κυρίως για το φεστιβάλ, αλλά στην ώρα που μεσολάβησε μέχρι να έρθουν και οι τρεις διοργανωτές προλάβαμε να σχολιάσουμε ένα σωρό πράγματα, κυρίως για την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της τέχνης στην Αθήνα.
— Στην Art Athena γιατί δεν πήγατε φέτος;
Δυστυχώς, φέτος δεν είχαμε την οικονομική ευχέρεια να συμμετάσχουμε. Η Art Athena είναι ένα σημείο συνάντησης και όχι μόνο μια εμπορική διακλαδική έκθεση. Η Cheapart είναι γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε περισσότερο με τη διοργάνωση και επιμέλεια εκθέσεων και καθόλου με την πώληση έργων που είναι δουλειά του καλλιτέχνη ή των γκαλερί που συνεργάζονται μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς από αυτό δεν πρόκειται να γίνει κανείς πλουσιότερος. Η Art Athena είναι ένας θεσμός που οφείλει να δείξει ό, τι πιο πρωτοποριακό υπάρχει σήμερα στην τέχνη και όχι να προσφέρει ότι παλιατζούρα περισσεύει για να αγοράσει το πόπολο. Άλλοι το αντιλαμβάνονται και άλλοι όχι. Κατ εμέ, πρέπει να δείξεις ό, τι πιο καινοτόμο έχεις για να έρθεις σε επαφή με την επόμενη γενιά των φιλότεχνων, επομένως δεν γίνεται να ανοίξεις το σεντούκι με τις αράχνες.
Η αλλαγή των δομών πιστεύω ότι βοήθησε πολλούς καλλιτέχνες να ανεξαρτητοποιηθούν, να γίνουν πολύ πιο ελεύθεροι, να παράγουν ένα διαφορετικό έργο -όχι πάντα καλύτερο, αλλά αυτό ακριβώς είναι ο πειραματισμός. Δεν είμαστε όλοι οι τέλειοι που παράγουμε πάντοτε τα υπέροχα έργα, αλλά είμαστε πολύ πιο ελεύθεροι , παραγωγικοί , με μεγαλύτερες δυνατότητες συνεργασίας με άλλους οργανισμούς και φορείς που υπό άλλες συνθήκες δε θα ήταν δυνατόν.
— Θα ήθελα πριν ξεκινήσουμε τη συζήτηση να μου λύσεις μια απορία, γιατί η τέχνη χρησιμοποιεί τόσο πομπώδη λόγο και τόσο δυσνόητο; Μιλάω για τα δελτία τύπου που από τα περισσότερο δεν καταλαβαίνεις Χριστό.
Α, ναι, ζαβαρακατρανέμια. Είναι ένα θέμα αυτό. Κι εμείς όταν σχεδιάζουμε μια έκθεση ζητάμε από τους επιμελητές ή τους καλλιτέχνες δύο κείμενα -άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με αποτυχία: ένα κείμενο που να απευθύνεται στους επιμελητές και τους καλλιτέχνες και ένα δεύτερο που να απευθύνεται σε ιδιώτες, σε δημοσιογράφους, σε φίλους μας που δεν είναι καλλιτέχνες. Ζητάμε από τους καλλιτέχνες ένα απλουστευμένο κείμενο, όχι με την έννοια της απλοϊκότητας, αλλά να καταλαβαίνει ο άλλος τι πρόκειται να δει. Αν κατεβάσεις 100 Λακάν και άλλους τόσους Ντεριντά δεν νομίζω ότι θα καταλάβει κάποιος που δεν είναι ειδικός τι εννοείς. Τελευταία βλέπω ότι ξανακυλάμε στα δυσνόητα κείμενα. Βέβαια, παλιότερα ήταν ακόμα χειρότερα. Πολλές φορές γράφουμε κι εμείς συνειδητά περίπλοκα και ακατανόητα, ίσως μας αρέσει ο βερμπαλισμός γενικά. Γίνονται παντού αυτά και, όσο πιο εξειδικευμένος είναι ο χώρος, αυτό χειροτερεύει. Υπάρχει μια μπαρουφολογία γενικά και δεν ξέρεις και τι να πεις σε κάποιες περιπτώσεις. Δεν μπορείς να επιμείνεις, και στο λέω από τη δική μου την πλευρά, όταν αυτός που γράφει το δελτίο δεν έχει την ευχέρεια του λόγου και της γραφής, διαβάζεις πράγματα που ανήκουν στο όριο του αστείου. Δεν γίνεται οι πιο πολλοί καλλιτέχνες να απευθύνονται στους τρεις και ο κούκος. Όλα αυτά τα χρόνια στην Cheapart ζητάγαμε να είναι κατανοητό αυτό που γράφουν. Υπήρξε μια εποχή τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 που οι καλλιτέχνες λυσσομάναγαν να βρουν έναν θεωρητικό για να τους γράψει ένα κείμενο. Μα ο θεωρητικός δεν ξέρει καν το έργο σου, τι θα γράψει; Ο Άντι Γουόρχολ, όταν τον είχαν ρωτήσει στη δεκαετία του ’60 τι διαβάζει, είχε πει «δεν διαβάζω, τις εικόνες ξεφυλλίζω», μιλάμε για ένα άτομο που δεν ξεφύλλιζε απλά τις εικόνες, φυσικά, γιατί ένας άνθρωπος που δημιουργεί πραγματική ιστορία -και δεν την δημιουργεί για την πάρτη του, αλλά και για τον περιβάλλοντα χώρο- δεν γίνεται να είναι ξεβράκωτος. Έχει τις γνώσεις και την κατάρτιση για να ξεκαθαρίσει την ήρα από το στάρι. Υπάρχει ο μύθος, υπάρχει και το παραμύθι.
— Χρειάζεται επεξήγηση η τέχνη;
Σε κάποιες περιπτώσεις, ναι. Η τέχνη στην εντελώς πρωτόγονη εικόνα της είναι μια προσομοίωση του πραγματικού κόσμου με μέσα που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης -είτε είναι τα ζωγραφικά μέσα, είτε είναι διάφορα υλικά, εγκαταστάσεις και κατασκευές. Έχει κάτι στο μυαλό του και στην ουσία μεταφέρει την πραγματική εικόνα, την προσομοιώνει με τα μέσα που έχει. Αυτό ήταν πάντα η τέχνη. Ακόμα και στην υπερπαραγωγή των τοπίων του 19ου αιώνα αυτό είναι. Έχουμε το οξύμωρο «είναι τόσο όμορφο σαν ζωγραφιά» επί παραδείγματι ή «αυτό το λουλούδι είναι σαν ψεύτικο». Υπάρχουν δύο οπτικές σε αυτό το θέμα, η μία είναι αμιγώς από τον χώρο των τεχνών: οι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται διαφορετικά ένα έργο, το ίδιο και όσοι ασχολούνται με την τέχνη. Η άλλη είναι του απαίδευτου κοινού.
— Είναι σαν τα μαθηματικά η τέχνη, που αν δεν ξέρεις τα βασικά δεν μπορείς να καταλάβεις τα πιο περίπλοκα;
Κάτι τέτοιο. Είναι σαν να βρεθείς σε μια παρέα μηχανολόγων, ας πούμε. Φαντάσου οι καλλιτέχνες να είναι μια παρέα μηχανολόγων, τι θα καταλάβεις αν αρχίζουν να συζητάνε τώρα για ελάσματα και δεν ξέρω εγώ γιατί άλλο; Θα σου πουν «παιδιά, δεν μπορώ να το περιγράψω με άλλο τρόπο». Είναι κάτι αντίστοιχο και στον χώρο των τεχνών.
— Σε μια παλιότερη συνέντευξή σου μου είχε κάνει εντύπωση που είχες πει ότι δεν υπάρχουν μουσεία στην Ελλάδα. «Ιδρύματα με ισόβιους διευθυντές με ισόβιες ιδέες δεν τα χαρακτηρίζουμε μουσεία».
Ε, τώρα τι να πω; Δεν τα βλέπεις; Επανέρχομαι στα ίδια και στα ίδια. Όχι, ακόμα και τώρα δεν υπάρχουν. Εξάλλου, θέματα που άπτονται με τη συμπεριφορά στο χώρο των τεχνών πιστεύω ότι τα εξάντλησα -μερικώς τουλάχιστον- στο βιβλίο μου savoir vivre για καλλιτέχνες (Εκδ. Μελάνι 2010).
— Τι είναι ένα μουσείο;
Κοίτα, αν ψάξουμε ετυμολογικά τη ρίζα, εξαρτάται από το αν προέρχεται από τη μούσα ή από το μούσι. Στην Ελλάδα θεωρώ ότι το μουσείο προέρχεται από το μούσι, ειδικά αν μιλάμε για τον χώρο των σύγχρονων τεχνών, δεν εννοώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Για οτιδήποτε φεύγει από μια εποχή και πέρα, δηλαδή από τους αρχαίους ελληνικούς χρόνους και την εποχή του Βυζαντίου, διίστανται οι γνώμες και υπάρχει μια μόνιμη αντιπαράθεση για το τι είναι άξιο μνημόνευσης σε ένα μουσείο. Και το μουσείο στο τέλος-τέλος τι είναι; Ένας οργανισμός ο οποίος έχει κληθεί τρόπον τινά να διατηρήσει και να συντηρήσει ενίοτε αντικείμενα τέχνης, ή, τέλος πάντων, πνευματικά προϊόντα για τις επόμενες γενιές. Τώρα από κει και πέρα μπορούμε να συζητήσουμε αν υπάρχει αρχιτεκτονικό ελληνικό μουσείο. Όχι δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει μουσείο design και μουσείο σύγχρονης τέχνης. Από το ’96-97 που συζητούσαμε αυτά τα θέματα πέρασαν είκοσι χρόνια και ακόμα συζητάμε αν θα ανοίξει ή δεν θα ανοίξει το φοβερό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Όχι δηλαδή ότι αν άνοιγε θα άλλαζε κάτι, αλλά αν δεν μπορείς, ασ’ το να πάει στο διάολο. Ευτυχώς τουλάχιστον έχουν αλλάξει τα ωράρια τελευταία, γιατί παλιά ήταν 8.30 με 1.30 κι έλεγες ρε παιδιά μου κάνετε πλάκα;
— Μου έκανε εντύπωση στο Άμστερνταμ που το μουσείο του Βαν Κονγκ ήταν ανοιχτό τις Παρασκευές μέχρι τις 10 το βράδυ με DJπου έπαιζε χορευτική μουσική και άπειρο νεαρόκοσμο. Και στο maxxi της Ρώμης που είναι ένα καταπληκτικό μουσείο μοντέρνας τέχνης, είχε όλη την ημέρα γονείς με τα παιδιά τους να παίζουν στην αυλή και στο ισόγειο.
Αυτό είναι υγειές, γιατί τι σημαίνει αυτό; Ότι το μουσείο δεν είναι ένας τάφος για artyfacts, -πώς να το πω αλλιώς να μην προσβάλω τα έργα και τα μνημεία; Είναι ένας ζωντανός χώρος και πρέπει να είναι ένας ζωντανός χώρος για να μπορεί ο κόσμος να έρχεται ακόμα και περαστικός, χωρίς να θέλει να δει κάποιο συγκεκριμένο έκθεμα, να ξαναδεί κάτι που προσπέρασε την τελευταία φορά. Εδώ ένα θέμα που υπήρχε και από παλιά είναι εάν τα μουσεία θα πρέπει να έχουν σοβαρό artshop. Αυτά έξω έχουν εξελιχθεί από τις ανάγκες του κοινού για τα μουσεία και όχι τα μουσεία για το κοινό. Το κοινό δείχνει ποιες ώρες μπορεί να πάει, ποιες ώρες θέλει να πάει και βάσει αυτού προφανώς ρυθμίζεις το πρόγραμμά σου. Στα χρόνια που υπάρχουμε ως Cheapart τα ωράριά μας είναι πολύ συγκεκριμένα. Δεν είναι μαγαζί να ανοίγεις μία με δύο και μισή και πέντε με εννιά, ο κόσμος ξέρουμε ότι θα έρθει 5-9. Ένα μουσείο όμως είναι διαφορετικό από αυτό. Βέβαια, για τα διευρυμένα ωράρια έχουν κάποιο δίκιο γιατί είναι σοβαρό το θέμα της φύλαξης και εκ των πραγμάτων πρέπει να κλείσεις κάποιες αίθουσες…
— Πες μου για την Cheapart.
Ως είδος, αυτό είναι το ενδιαφέρον, είναι μια μη κερδοσκοπική πολιτιστική εταιρία. Είναι 21 χρόνια στο χώρο των τεχνών –αυτή είναι η επίσημη χρονολογία, αλλά πριν από αυτό είχε ένα παρελθόν, δεν έπεσε σαν διάττοντας αστέρας. Είχε ξεκινήσει όταν ήμασταν ακόμα φοιτητές στη Γερμανία της δεκαετίας του ’80 και συγκεντρωνόμασταν λίγο πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων και ανταλλάσσαμε μεταξύ μας έργα. Κι όποιος δεν είχε να ανταλλάξει κάτι, ορίστηκε μια τιμή -100 μάρκα- που μπορούσε να αγοράσει αυτό που ήθελε. Τα επόμενα χρόνια όλο και πιο πολύς κόσμος ενδιαφέρονταν για αυτό το πράγμα, προέκυψε ένα νέφος ενδιαφερομένων και καλλιτεχνών που ήθελαν να συμμετάσχουν, με αποτέλεσμα αυτό να μεγαλώσει για τα δεδομένα της εποχής. Το 1991 ανοίξαμε την πρώτη γκαλερί στο Αμβούργο, την Zentrale Kunst Galerie και κάθε 13 Δεκεμβρίου –την ίδια ημερομηνία που γίνεται μέχρι και σήμερα- κάναμε τις πρώτες Cheapart μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1994. Να πούμε όμως ότι δεν ήταν όλα στρωμένα με λουλουδάκια και ροδοπέταλα. Το σχεδιάσαμε στο μυαλό μας σαν εμπορική γκαλερί, σκεφτόμασταν ότι θα γίνουμε γκαλερίστες, ως καλλιτέχνες παράλληλα. Δεν βγήκε μας βγήκε όμως οικονομικά. Ή, μάλλον, έβγαινε έτσι που για τρεις συνεταίρους δεν είχε νόημα, αν αφαιρούσες τα έξοδα δεν έμενε και τίποτα. Τον Μάρτιο του ’95 την κλείσαμε και οι ίδιοι συντελεστές οι Ragna Juergensen, Jens Lange Φιόνα Μουζακίτη και Δημήτρης Γεωργακόπουλος ανοίξαμε την Cheap Art στα Εξάρχεια, στον χώρο που είναι ακόμα. Εδώ ήταν το ατελιέ του Δημήτρη Γεωργακόπουλου που ήταν στη Σχολή Καλών Τεχνών και το δικό μου όταν ήμουν στην Ελλάδα, ένα ανοιχτό ατελιέ για καλλιτέχνες που δουλεύουν μαζί. Και πολλοί καλλιτέχνες έχουμε δουλέψει ως ανοιχτό ατελιέ σε αυτόν τον χώρο που ήταν ήδη γνωστός σε ένα όχι και τόσο κλειστό καλλιτεχνικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα από την πρώτη χρονιά που έγινε, τον Δεκέμβριο του ’95,να δώσει ένα δείγμα επιτυχίας. Ξέραμε από την προηγούμενη εμπειρία μας πώς λειτουργεί και όλο το πράγμα, και με την αλλαγή νομίσματος η τιμή από τις 15.000 δραχμές (τότε τα 100 μάρκα τόσο ήταν σε δραχμές) πήγε στα 50 ευρώ. Τώρα έχει πάει στα 70, για τεχνικούς λόγους. Η Cheapart και στη Βιέννη και στο Άμστερνταμ και στην Κύπρο δεν είναι ένας οργανισμός που μαζεύουν πέντε έργα να τα πουλήσουν 70 ευρώ, είναι μια πράξη προσφοράς του καλλιτέχνη προς το κοινό, όπως ξεκίνησε. Δεν ήταν ποτέ «αγοράζω και πουλάω έργα», ήταν ένα σημείο συνάντησης καλλιτεχνών ώστε να μπορέσουν να συναντηθούν άνθρωποι με σοβαρό σκοπό και να συνεργαστούν μεταξύ τους. Αυτή ήταν η βασική σκέψη, η οποία ακόμα και σήμερα, καθημερινά, αποδίδει αενάως καρπούς. Φυσικά, δεν μπορούν να συνεργαστούν όλοι οι καλλιτέχνες μεταξύ τους, όπως και δεν μπορούν να συνεργαστούν και όλοι άνθρωποι μεταξύ τους, άλλα σίγουρα υπάρχει ένα σημείο συνάντησης για αυτούς που θα βρεθούν εδώ και θα προτείνουν κάποιες ιδέες, κάποιες καλλιτεχνικές λύσεις, και όχι μόνο στον χώρο των εικαστικών αλλά και στον χώρο της μουσικής της περφόρμανς, του θεάτρου και σε άλλους τομείς της τέχνης. Ακριβώς εκεί βρίσκεται και η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, της Cheapart. Η περίπτωση της Cheapart στη Βιέννη το 2007, η πειραματική εφαρμογή του Taf το 2009, αλλά και η εκτόξευση της εφαρμογής αυτών των ιδεών στο CAMP από το 2011 μέχρι το 2014 είναι ένα ασφαλές δείγμα για το τί μπορεί κανείς να πετύχει αν έχει αντοχή και διάθεση. Σήμερα συνεχίζει η Cheapart πραγματικά να συγκεντρώνει αυτό που ζητούμε ως πρώτη ύλη, εξάλλου μιλάμε για έναν οργανισμό που είναι artistrant space, δεν είναι γκαλερί, και τολμώ να πω μετά από είκοσι χρόνια ότι «εντάξει κύριε, μπορεί να κάναμε δύο πράγματα στραβά, αλλά στην τελική βγαίνει ένα εξαιρετικά θετικό πρόσημο, ειδικά μέσα σε εξαιρετικά δύσκολους καιρούς». Τα τελευταία 4-5 χρόνια που πολλοί οργανισμοί έχουν κλείσει ή υπολειτουργούν, εμείς έχουμε την ευκαιρία όχι απλώς να μην σταματήσουμε, αλλά να μεγαλώσουμε και να εντείνουμε τις προσπάθειες για την προβολή της τέχνης. Έτσι κι αλλιώς, ήμασταν από την αρχή στα δύσκολα και δεν άλλαξε και ποτέ αυτό.
— Πώς στήνεται μια γκαλερί;
Κοίταξε, κάθε γκαλερί έχει τα μέσα της για να πούμε και του στραβού το δίκιο. Μάλιστα, στην ουσία, επειδή ο κύκλος εργασιών στον ελληνικό χώρο από τα πράγματα είναι σχετικά μικρός, ό,τι και να πούμε, θα δεις ότι υπάρχουν 6000 καλλιτέχνες , υπάρχουν 100 γκαλερί, υπάρχουν 50 πραγματικοί συλλέκτες εκ των οποίων οι 3 είναι σοβαροί. Τι μας λέει αυτό; Μας λέει ότι ο αριθμός δεν βγαίνει για να συντηρηθεί ο ένας και να συντηρήσει και τους άλλους. Ή ανάποδα, να συντηρηθούν οι καλλιτέχνες και ως εκ τούτου οι γκαλερί. Εδώ που τα λέμε, δεν έβγαινε και σε κάποιες καλύτερες εποχές, την εποχή των μαύρων όμορφων χρημάτων που όλα αυτά λειτουργούσαν πιο εύκολα. Τώρα που ζόρισαν τα πράγματα, αντέχει ο καθένας όσο αντέχει η προσωπική του τσέπη.
— Την φετινή Μπιενάλε πώς την βλέπεις;
Δεδομένων των συνθηκών και δεδομένης της δυσκολίας όλου αυτού του εγχειρήματος στο χώρο των τεχνών οι επιμελητές της Μπιενάλε βρήκαν τη δύναμη και τον τρόπο να λειτουργήσει. Αυτό δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο. Στην αρχή υπήρχε μια χρηματοδότηση –δικαίως- η οποία χρησιμοποιήθηκε με σωστό τρόπο, για να στηθούν οι βάσεις ώστε η διοργάνωση να έχει μια συνέχεια. Όμως, αδίκως, οι ιδρυτές της Μπιενάλε κατηγορήθηκαν από διάφορους ασχέτους νεοέλληνες ότι πήραν λεφτά. Ε πώς θα το κάνεις; Με αέρα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα και με πορδές δεν βάφονται αυγά. Φυσικά οι οικονομικές συνθήκες δεν άφησαν αλώβητη τη διοργάνωση. Στο σημείο αυτό σημαντικό ρόλο-κλειδί παίζουν άνθρωποι που με τη μορφή του εθελοντισμού αφ’ ενός προσφέρουν την έμπρακτη βοήθειά τους, αφ ετέρου αποκομίζουν γνώση και εμπειρία για μελλοντικές διοργανώσεις. Είναι μια υγιής εξέλιξη η έκβαση της οποίας είναι ασαφής, δεν ξέρει κανείς πώς θα προχωρήσει και με ποιον τρόπο όλο αυτό. Υπάρχουν κι εύκολα και δύσκολα.
— Νομίζω ότι υπάρχει μια ασάφεια στη φετινή Μπιενάλε, γιατί ο κόσμος έχει συνηθίσει να βλέπει έργα και η συγκεκριμένη είναι περισσότερο θεωρητική.
Αν οποιαδήποτε καλλιτεχνική ενέργεια ή εκδήλωση είναι κατανοητή ή όχι, είναι μια ερώτηση την οποία και εγώ μερικές φορές δεν μπορώ να απαντήσω. Η Ντοκουμέντα 10 πριν από δώδεκα χρόνια, επί παραδείγματι, είχε πάρει μια κατεύθυνση καθαρά θεωρητική, που ήταν τότε το πνεύμα των καιρών, το Zeitgeist. Η άμετρη θεωρητικολογία σήμερα με την οποιαδήποτε επίφαση ίσως να είναι εκτός τόπου και κάπου-κάπου να κουράζει. Εξ άλλου, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Μαρξ -για άλλο λόγο- η ιστορία την πρώτη φορά παρουσιάζεται ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα. Πέραν της θεωρητικολογίας, ωστόσο, υπάρχουν καλλιτέχνες, θεωρητικοί και καλλιτεχνικές ομάδες, που πατούν με τα πόδια τους γερά στο έδαφος και δεν ιδρώνει το αυτί τους. Χαρακτηριστικά, όταν ήμασταν στο Camp το 2012, κάναμε μια καταγραφή ακριβώς αυτών των ανθρώπων, καλλιτεχνών, χώρων και ομάδων ώστε να φανεί ότι πράγματι υπάρχουν και λειτουργούν. Η καταγραφή αυτή περιελάμβανε και την επιμελητική ομάδα της Μπιενάλε των Αθηνών, αλλά και άλλους οργανισμούς που προσπαθούσαμε να βρούμε πώς λειτουργούν και τι προοπτικές έχουν για το μέλλον. Η τραγωδία της προσπάθειάς μας τότε επαναλαμβάνεται σήμερα ως τάχα καινοτόμος, σαν φάρσα από διάφορους αδιάφορους.
— Στην Αθήνα πού βρισκόμαστε καλλιτεχνικά;
Η κρίση άλλαξε τις δομές, η μαμά γκαλερί έπαψε να υφίσταται ως το ανάκτορο των τεχνών που όλοι προσευχόμαστε γονατιστοί. Αυτό, ωστόσο, δεν μειώνει σε κανένα βαθμό τη διακίνηση του έργου τέχνης. Η αλλαγή των δομών πιστεύω ότι βοήθησε πολλούς καλλιτέχνες να ανεξαρτητοποιηθούν, να γίνουν πολύ πιο ελεύθεροι, να παράγουν ένα διαφορετικό έργο -όχι πάντα καλύτερο, αλλά αυτό ακριβώς είναι ο πειραματισμός. Δεν είμαστε όλοι οι τέλειοι που παράγουμε πάντοτε τα υπέροχα έργα, αλλά είμαστε πολύ πιο ελεύθεροι , παραγωγικοί , με μεγαλύτερες δυνατότητες συνεργασίας με άλλους οργανισμούς και φορείς που υπό άλλες συνθήκες δε θα ήταν δυνατόν. Ζούμε, λοιπόν, μια ιδιότυπη πολιτιστική άνοιξη, η οποία στηρίζεται αφενός στην προσωπική πρωτοβουλία και στην τέχνη και, κατά δεύτερον, στην διάθεση που υπάρχει να προβληθεί το έργο πέραν των στενών ελληνικών συνόρων. Αυτό δεν ήταν αυτονόητο τις δεκαετίες του ’90 και του 2000, και δε μιλάμε για τις Ολυμπιάδες και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. Ένα δεύτερο θετικό κομμάτι που υπάρχει είναι ότι λόγω όλης αυτής της διαδικασίας η ιδιαιτερότητα της Αθήνας ως πόλης έχει γίνει πόλος έλξης και σημείο έρευνας από ανθρώπους στον χώρο των τεχνών που έρχονται να επισκεφθούν τους ιθαγενείς. Και πριν ήταν ιδιαίτερη, απλώς δεν έδινε κανένας σημασία. Στην αρχή ήταν η περιέργεια, τώρα είναι η γνώση γιατί και σκηνή υπάρχει και παραγωγή και κόσμος που παράγει καλλιτεχνικό προϊόν. Μένει να δούμε αν αυτή η καλλιτεχνική άνοιξη θα οδηγήσει σε καλοκαίρι ή θα είναι ένα σύντομο διάλειμμα μεταξύ πολικών χειμώνων.
— Υπάρχει αρκετό νέο υλικό. Αυτά που βλέπεις από τα νέα παιδιά, πώς σου φαίνονται;
Πάντοτε υπήρχε, απλώς το θέμα ήταν ποιος το έκρινε. Τώρα νομίζω πως αυτές οι δυνάμεις έχουν απελευθερωθεί. Είναι χαρακτηριστικό, αλλά δεν γνωρίζω αν είναι κατανοητό, πως οι γενιές των καλλιτεχνών που αποφοίτησαν το ’12 ’13 ’14 είναι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί σε ένα τελείως διαφορετικό πολιτιστικό περιβάλλον, μέσα σε κατάσταση κρίσης, αλλά αλλιώτικο από αυτό που αποφοίτησαν οι του ’08 ή του ’09. Αυτό κάνει μεγάλη διαφορά. Βλέπεις σε αυτές τις γενιές πως είναι άλλοι άνθρωποι , άλλα περιβάλλοντα. Οι σημερινοί καλλιτέχνες θα ασχοληθούν σοβαρά με δύο -τρία πράγματα, ενώ με άλλα που δεν τους βγαίνουν δεν θα ασχοληθούν. Πιστεύω ότι αντιμετωπίζουν πιο πραγματιστικά αυτά που οι προηγούμενες γενιές έβλεπαν μόνο θεωρητικά. Σίγουρα δεν είμαστε μόνο η καλή μας πλευρά, είμαστε και η κακή μας πλευρά. Εκείνη είναι μερικές φορές καλύτερη.
— Παίζει κάποιο ρόλο η τέχνη σε όλο αυτό που γίνεται αυτή τη στιγμή γύρω μας;
Ιστορικά αν το πάρει κανείς, ακόμα και στις εξαιρετικά δύσκολες εποχές όπως του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την εποχή της Κατοχής στην περιοχή της Αθήνας, η τέχνη δεν έπαψε ποτέ να δουλεύει. Ο Τσαρούχης και όλη η παρέα του δούλευαν, υπήρχαν επισκέψεις, υπήρχαν συγκεντρώσεις σε περιβάλλον απαγόρευσης κυκλοφορίας όπου μαζεύονταν όλοι γύρω από ένα πιάνο και ξενυχτούσαν μέχρι την επόμενη μέρα που μπορούσαν πάλι να κυκλοφορήσουν. Κάθε εποχή έχει τον τρόπο της να εκφραστεί και να προχωρήσει μέσα από την τέχνη. Σήμερα, σε καιρό ειρήνης, ευτυχώς δε χρειάζεται να δραματοποιήσει την καλλιτεχνική δημιουργία, εκτός αν είναι ο καλλιτέχνης πολιτικά στρατευμένος με ορατό κίνδυνο να γίνει μονοδιάστατος και αδιάφορος. Την τέχνη όμως δεν πρέπει να την αποσπάς από το σύνολο. Αν κάποιος, επί παραδείγματι, είναι εικαστικός, δεν πρέπει να περιορίζει την τέχνη μόνο στο στενό του οπτικό πεδίο. Υπάρχει και η μουσική που είναι μέρος μιας ευρύτερης τέχνης που υπάρχει σήμερα, το σινεμά και το θέατρο. Τέχνη είναι ένα πειραματικό θέατρο στο διαμέρισμά σου για 20 άτομα για δέκα μέρες, ας πούμε. Αν τύχει και βρεθείς σε κάποιες από αυτές τις παραστάσεις σε καταλαμβάνει μια εσωτερική εφορία που λες «έχω το προνόμιο να είμαι αυτή τη στιγμή εδώ γιατί αυτό δεν θα το ξαναδώ, ούτε θα ξαναγίνει με αυτόν τον τρόπο». Επομένως, θεωρώ ότι όταν μιλάμε για τέχνη δεν είναι απλώς η στιγμή αλλά είναι όλο το φάσμα. Η σύγχρονη τέχνη είναι ακριβώς αυτό: είναι ένας περιβάλλων χώρος, δεν είναι μόνο τα εικαστικά, ή μόνο η μουσική, μόνο το θέατρο ή μόνο ο χορός ή δεν ξέρω ’γω τι άλλο, είναι μαζί όλο, είναι μια κοινωνία ανθρώπων.
Η συζήτηση για το Back To Athens συνεχίστηκε με τους τρεις διοργανωτές (Γιώργο Γεωργακόπουλο, Δημήτρη Γεωργακόπουλο, Φωτεινή Καπίρη).
— Ποια είναι η ιδέα πίσω από το Back to Athens;
Το Back to Athens είναι η ιδέα της επιστροφής στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο ιστορικό κέντρο. Ο στόχος ενός τέτοιου φεστιβάλ είναι μια σειρά πολιτιστικών γεγονότων που στρέφει το βλέμμα του Αθηναίου στο κέντρο της πόλης του. Από καθαρή παραδοξότητα το κέντρο ήταν πάντα ένα μέρος από το οποίο ο Αθηναίος ήθελε να φύγει. Όχι τόσο γιατί ήταν ένα μέρος χωρίς ιστορική ταυτότητα, ούτε επειδή η ζωή εκεί ήταν δύσκολη. Με την πληθυσμιακή έκρηξη η Αθήνα άρχισε να χάνει τα αστικά χαρακτηριστικά της. Αντί να αστικοποιηθούν οι πληθυσμοί που συνέρρεαν στην πρωτεύουσα, επαρχιωτοποιούνταν οι Αθηναίοι. Οι καινούριοι κάτοικοι προτιμούσαν σπίτι στα προάστια που τους θύμιζε το χωριό τους. Ενίοτε, αυτό το σπίτι των ονείρων τους το έφτιαχναν στην ταράτσα κάποιας ενδιαφέρουσας πολυκατοικίας του ΄30 με μια ιδιοκατασκευή με χαγιάτι και κεραμιδάκι για ομορφιά. Τρία εμβληματικά κτήρια -λόγω της ιστορικής και αρχιτεκτονικής τους ταυτότητας- θα στεγάσουν πέντε θεματικές εκθέσεις. Το κτήριο της Cheap Art, χτισμένο το 1870, προικώο της Σοφίας Σλήμαν, το κτήριο των Εκδόσεων Ύψιλον, χαρακτηριστικό αθηναϊκό σπίτι του τέλους του 19ου αιώνα με εσωτερική αυλή και το κτήριο της Οδού Ερεσού, τριώροφη εκλεκτικιστική κατοικία με μπαρόκ στοιχεία των αρχών του 20ου αιώνα. 17 καταστήματα της περιοχής επιλέχθηκαν για να φιλοξενήσουν ισάριθμους καλλιτέχνες. Πρόκειται για επαγγελματικούς χώρους φτιαγμένους είτε από ανθρώπους με καινούριες ιδέες και σύγχρονη αισθητική, είτε από ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή και έφτιαξαν απολαυστικούς χώρους για τους ίδιους πρώτα και μετά για τους πελάτες τους. Φυσικά, δε θα μπορούσε να λείπει η ιστορική ταβέρνα του Μπάρμπα Γιάννη που βρίσκεται εκεί από το 1913. Δύο περφόρμανς και δύο θεατρικές παραστάσεις καθώς και ένα καθημερινό πρόγραμμα με μουσική και δρώμενα πλαισιώνουν τη φετινή διοργάνωση. Ας μην ξεχνάμε ότι το Back to Athens δεν είναι μόνο τοίχοι, είναι και οι άνθρωποι που σχεδιάζουν, σκέφτονται, συνεργάζονται και σε πείσμα των καιρών επιμένουν να προχωρούν μπροστά. Η επιλογή των Εξαρχείων έγινε γιατί η περιοχή αυτή είναι από τις σημαντικότερες και παλαιότερες γειτονιές της Αθήνας. Έχει ισχυρή ιστορική ταυτότητα και ήδη από τον 19ο αιώνα είναι μέρος πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων, τόπος συνάντησης καλλιτεχνών και διανοουμένων. Ας μην ξεχνάμε ότι το πρώτα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα και η Σχολή Καλών Τεχνών ιδρύθηκαν εδώ στα μέσα του 19ου αιώνα.
— Γράφονται πολλά για τα Εξάρχεια και ακούγονται πολλά, θεωρείτε ότι είναι παρεξηγημένα;
Η ανταπόκριση του κόσμου και όσων εμπλέκονται στο πρότζεκτ αυτό που είναι κάτοικοι Εξαρχείων είναι πολύ ενθαρρυντική. Ο κόσμος που κατοικεί στα Εξάρχεια έχει κουραστεί από τη μονοδιάστατη εικόνα που καταναλώνεται από τα ΜΜΕ και από αδαείς. Ο κακοπροαίρετος και ο άσχετος έχει μια τάση να παρεξηγεί. Τα Εξάρχεια είναι πολυπολιτισμικά, όχι τώρα, αλλά πάντα. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές ιδεολογίες, διαφορετικές προτιμήσεις έχουν συνυπάρξει και συνυπάρχουν σήμερα. Καινούριες ιδέες γεννιούνται από παρέες σε σπίτια, σε μαγαζιά, στη γειτονιά. Το έχουμε ζήσει εμείς, το ζει τώρα η νεότερη γενιά.
— Ποιο είναι το στοίχημα που θέλετε να κερδίσετε με αυτό το φεστιβάλ;
Το Back to Athens 4 εξελίσσεται, μαθαίνει, πειραματίζεται, βρίσκει λύσεις. Κάθε Back to Athens είναι διαφορετικό, προσπαθεί, ωστόσο, κάθε φορά να κάνει τους καλλιτέχνες και το κοινό που συμμετέχουν μια μεγάλη παρέα. Κάνει την τέχνη προσιτή –ακόμα και αν δεν είναι έτσι. Δεν απλοποιεί και σίγουρα δεν εκλογικεύει. Το στοίχημα για το μέλλον είναι να υπάρχει ζωντάνια και να μην επέλθει κόπωση. Η δυσκολία του φεστιβάλ είναι η πρόκληση του να σχεδιάσεις κάτι χωρίς οικονομική υποστήριξη. Η υποστήριξη έρχεται από ανθρώπους που ενδιαφέρονται και αγωνιούν για τον πολιτισμό. Εμείς δεν είμαστε σαν το juke box που του ρίχνεις το αργύριο και τραγουδά. Τραγουδάμε έτσι κι αλλιώς και σε πείσμα των κακοπροαίρετων δεν είμαστε φάλτσοι.
Info:
Back To Athens 2016, International Arts Festival, 3-11 Ιουνίου, Εξάρχεια. Καλλιτέχνες από Ελλάδα, Αυστρία, Γερμανία, Δανία, Κύπρο ενώνουν τις δυνάμεις τους για να προσφέρουν στο κοινό μια εβδομάδα πολυπολιτισμικής συνεργασίας που ζωντανεύουν χώρους πάνω και γύρω από την πλατεία, με εκδηλώσεις, εκθέσεις, περφόρμανς, μουσική, ομιλίες και προβολές. Στο κτήριο της Cheapart Α. Μεταξά 25, στο κτήριο της Ερεσού 40, στο κτήριο των εκδόσεων ‘Υψιλον, Τζαβέλα 15 και σε 17 άλλα καταστήματα και χώρους. Ολόκληρο το πρόγραμμα στο http://cheapart.gr
σχόλια