Για πρώτη φορά σε 200 χρόνια το ολλανδικό μουσείο Rijksmuseum ανοίγει την κεντρική του αίθουσα σε γυναίκες ζωγράφους. Πρόκειται για τρεις γυναίκες που με το έργο τους έβαλαν τη σφραγίδα τους στον χρυσό αιώνα της ολλανδικής ζωγραφικής.
Χεσίνα τερ Μπορχ, Ράχελ Ρόις, Γιούντιτ Λέιστερ και τα έργα τους θα είναι στην κεντρική θέση στο μουσείο που ο κόσμος συρρέει εδώ και δυο αιώνες για να δει τη «Νυχτερινή περίπολο» του Ρέμπραντ και τη «Γαλατού» του Βερμέερ, ανάμεσα σε άλλα αριστουργήματα της συλλογής του.
Από το άνοιγμα του μουσείου μέχρι σήμερα κανένα έργο γυναίκας δεν έχει κρεμαστεί σε αυτή την κεντρική αίθουσα. Συμβολικά, το μουσείο ανάρτησε τους πίνακες την Ημέρα της Γυναίκας, αν και κλειστό, και φυσικά ανέβασε την είδηση στο Twitter. Οι θεατές μπορούν να δουν τα έργα στον ιστότοπο του μουσείου ή να εξερευνήσουν βίντεο-συνεντεύξεις με επιμελητές σχετικά με τις γυναίκες ζωγράφους στις συλλογές.
Και οι τρεις πίνακες –«Η Σερενάτα» (1629) της Γιούντιτ Λέιστερ, το «Μεταθανάτιο πορτρέτο του Moses ter Borch» (1667–1669) της Χεσίνα τερ Μπορχ και η «Νεκρή φύση με λουλούδια σε γυάλινο βάζο» (1690–1720) της Ράχελ Ρόις– ζωγραφίστηκαν γύρω στον 17ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που μερικές φορές αναφέρεται ως η Ολλανδική Χρυσή Εποχή, η άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη συνέβαλε σε μια περίοδο ευημερίας και πολιτιστικής παραγωγής για την ελίτ των Κάτω Χωρών.
Σύμφωνα με το μουσείο, τα έργα θα παραμείνουν μόνιμα στην αίθουσα, σε μια προσπάθεια να «επισημανθεί η μη έκθεση των γυναικών στην ολλανδική πολιτιστική ιστορία» ενώ θα σημανθεί και η έναρξη ενός ερευνητικού προγράμματος αφιερωμένου στον ρόλο των γυναικών καλλιτέχνιδων, συλλεκτριών, δωρητών και επιμελητριών, καθώς και στην ανακάλυψη των ιστοριών των συχνά ανώνυμων γυναικών που απεικονίζονται στην τέχνη.
Η Γιουντίτ Λέιστερ (1609-1666) ήταν η πιο εξέχουσα γυναίκα ζωγράφος της εποχής που εκτιμήθηκε από τους συγχρόνους της, αλλά παρέμεινε μη αναγνωρισμένη από τους ιστορικούς της τέχνης μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Υπέγραφε τα έργα της με μονόγραμμα που έφερε τα αρχικά JL και προσκολλημένο σε αυτά ένα άστρο. Αυτό αποτελούσε λογοπαίγνιο, καθώς «Lei star» σημαίνει «ηγετικό άστρο» στα ολλανδικά, και έτσι αποκαλούσαν τον Πολικό Αστέρα οι Ολλανδοί ναυτικοί της εποχής. «Leistar» ήταν, επίσης, το εμπορικό όνομα της ζυθοποιίας του πατέρα της στο Χάαρλεμ.
Είχε το δικό της εργαστήριο, τους δικούς της μαθητές και το δικό της στυλ, ωστόσο η παραγωγή της μειώθηκε αφότου παντρεύτηκε τον συνάδελφό της Γιαν Μίνσε Μόλενερ και ξεκίνησε τη δημιουργία οικογένειας. Η Λέιστερ υπήρξε πρωτοπόρος στις "οικιακές" απεικονίσεις: Δημιούργησε ήσυχες σκηνές με γυναίκες στο σπίτι, συχνά με ένα κερί ή μια λάμπα, συχνά όπως θα τις έβλεπε μια γυναίκα.
Η Ράχελ Ρόις (1664-1750), αναγνωρίστηκε και αυτή ευρέως ως καταξιωμένη ζωγράφος κατά τη διάρκεια της ζωής της. Ήταν μέλος της Συντεχνίας του αγίου Λουκά και πρώτη γυναίκα μέλος στη συντεχνία της Χάγης. Παντρεύτηκε, γέννησε δέκα παιδιά, ζωγράφιζε όλη της τη ζωή. Δημιούργησε περί τους 250 πίνακες κατά τη διάρκεια της πολύχρονης σταδιοδρομίας της, με αποτέλεσμα Ολλανδοί συγγραφείς να την αποκαλούν «το θαύμα της Ολλανδίας» και «ηρωίδα της λεπτής τέχνης».
Η παραγωγή της ήταν μεγάλη και σε διεθνές επίπεδο και ολοκλήρωσε τον τελευταίο της πίνακα το 1747, σε ηλικία 83 ετών. Ολοκλήρωνε σχεδόν πέντε πίνακες τον χρόνο, κάτι που είναι άθλος σε απεικονίσεις με τόσο επίπονη λεπτομέρεια. Η Ρόις ήταν η κόρη ενός βοτανολόγου, κάτι που εξηγεί το πάθος της για τον φυσικό κόσμο και τις συνθέσεις της με τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, τουλίπες, υάκινθους και παπαρούνες, πλαισιωμένα από ένα δραματικό σκοτεινό φόντο.
Η Χεσίνα τερ Μπορχ ήταν η μόνη από τις τρεις ζωγράφους που δεν ήταν επαγγελματίας. Το έργο της αποτελείται κυρίως από υδατογραφίες σε άλμπουμ. Ήταν μέλος της οικογένειας των καλλιτεχνών τερ Μπορχ. Τα περισσότερα έργα της συνίστανται στην υλοποίηση των παρατηρήσεών της πάνω στην οικογενειακή ζωή, τα τρέχοντα γεγονότα και τα άτομα που ακολουθούσαν τη μόδα. Εκτός από τις εικαστικές τέχνες, η Χεσίνα αγαπούσε και ασχολήθηκε με την ποίηση. Έχουν διασωθεί τρία άλμπουμ με υδατογραφίες της, καθώς και 59 σκόρπια φύλλα με σχέδια.
Το έργο της δεν είχε γίνει ευρέως γνωστό όσο ζούσε. Το πρώτο της άλμπουμ το ξεκίνησε σε ηλικία μεταξύ 14 και 15 ετών και το τιτλοφόρησε «Materi-boeck». Το δεύτερό της άλμπουμ το δημιούργησε κατά την περίοδο 1652-1660. Αυτό απαρτιζόταν από 116 φύλλα και περιλάμβανε τραγούδια, ποιήματα και εικονογραφήσεις. Δημιούργησε εκατοντάδες λεπτά ζωγραφισμένα, σαγηνευτικά σχέδια και πίνακες ζωγραφικής κατά τη διάρκεια της ζωής της.
Η προσπάθεια που έχει ξεκινήσει το Rijksmuseum να εξερευνήσει τις συλλογές του είναι μεγάλη. Άλλο τόσο προσπαθεί να μελετήσει τα κενά στις συλλογές του. Την άνοιξη και όταν μπορέσει το μουσείο να ανοίξει θα παρουσιάσει μια μεγάλη έκθεση για να διερευνήσει τις ολλανδικές συνδέσεις με την αποικιοκρατία και την υποδούλωση ανθρώπων στη Βραζιλία, το Σουρινάμ, την Καραϊβική, τη Νότια Αφρική και την Ασία.