Ο Irv Teibel είναι ένα άγνωστο όνομα στον πολύ κόσμο. Η σειρά των άλμπουμ όμως που κυκλοφόρησε την δεκαετία του ’70 πούλησαν εκατομμύρια και συνεχίζουν να επηρεάζουν με διαφορετικούς τρόπους την καθημερινή μας ζωή. Κι αν δεν τον έχει ακούσει κανείς μέχρι σήμερα είναι επειδή έκανε το έργο που άφησε πίσω του να είναι «αόρατο». Από το 1969 έως το 1979 ηχογράφησε τους καλύτερους ήχους που βγάζει η φύση, τους έγραψε πάνω σε 12ιντσους δίσκους και πούλησαν εκατομμύρια. Ονόμασε αυτά τα άλμπουμ Environments. Η δουλειά του ζει μέχρι και σήμερα στα στούντιο που κάνουν γιόγκα, σε mall και στα γαλάζια μάτια του Brian Eno.
Ο Irving Solomon Teibel γεννήθηκε στο Μπάφαλο στην Νέα Υόρκη το 1938. Από μικρή ηλικία του άρεσε ότι έχει να κάνει με τον ήχο. Το σπίτι του ήταν γεμάτο από κλασσική μουσική. Συνήθιζε να κουβαλάει μαζί του έναν ηχητικό εξοπλισμό και να ηχογραφεί τις συναυλίες του αδερφού του Phil που έπαιζε βιολί.
Ήταν εύκολο όμως να ερωτευτεί τους ήχους της θάλασσας. Όταν γύρισε στο διαμέρισμα του στο Μανχάταν και άκουγε τα κύματα σε επανάληψη, αισθάνθηκε καλύτερα. Ηρεμούσαν το μυαλό του. Τον βοηθούσαν να συγκεντρωθεί. Έκαναν κάτι που η συνηθισμένη ανθρώπινη μουσική δεν μπορούσε.
Καθώς μεγάλωνε αποκτούσε και περισσότερα ενδιαφέροντα. Σπούδασε εφαρμοσμένες επιστήμες, φωτογραφία στο Λος Άντζελες ταξίδεψε μέχρι την Γερμανία και το Λονδίνο για να σπουδάσει Δημόσιες Σχέσεις για τον Αμερικανικό στρατό και δημοσιογραφία αντίστοιχα. Πολυμαθής, όταν βρέθηκε στην Στουτγάρδη την δεκαετία του ’50 έγινε αμέσως μέλος της τοπικής μουσικής σκηνής και άρχισε να μαθαίνει περισσότερα πράγματα και να πειραματίζεται σχετικά με την ηλεκτρονική μουσική μαζί με φίλους του που είχαν την ίδια αγάπη για την μουσική concrete. Ο Teibel μπορεί να μην το γνώριζε τότε αλλά έβαζε τις βάσεις που θα τον έκαναν μετά να φτιάξει το Environments.
Το 1965, τον βρίσκει στο Μανχάταν. Έγραφε και φωτογράφιζε για περιοδικά όπως το Look and Car and Driver και σχεδίαζε καλύμματα δίσκων. Όταν ο συνθέτης John Watts έστησε ένα πρόγραμμα σπουδών για συνθεσάιζερ, ξεκίνησε να κάνει μαθήματα ηλεκτρονικής μουσικής. Τον ελεύθερο του χρόνο, ο Teibel γλυκοκοίταζε φανταχτερές μοτοσικλέτες, διατηρούσε ένα αρχείο από περίεργα εστιατόρια και βοηθούσε τους καλλιτέχνες φίλους στις βραδυνές κραιπάλες τους και στα πρότζεκτ τους.
Όπως πολλοί νεαροί άνθρωποι στη Νέα Υόρκη πειραματιζόταν με ένα σωρό διαφορετικά καλλιτεχνικά εργαλεία που ήταν τότε διαθέσιμα στην υποκουλτούρα της εποχής. Η κλίση του Teibel εμφανίστηκε το 1968 όταν πήρε μέρος στα γυρίσματα ενός φιλμ που λεγόταν Coming Attractions. Η σκηνοθεσία ήταν του Tony και της Beverly Conrad. Το φιλμ αφορούσε το ονειρικό πορτρέτο μιας drag queen με το όνομα Francis Feline. Τον ίδιο χρόνο ένας φίλος του ζευγαριού, o Walter de Maria είχε κυκλοφορήσει ένα δισκάκι με τον τίτλο “Ocean Music” που περιείχε 20 λεπτά από μανιασμένα κύματα. Οι σκηνοθέτες επειδή ήθελαν μια παρόμοια ηχητική ανησυχία, έστειλαν τον Teibel στο Coney Island για να ηχογραφήσει τα κύματα της παραλίας του Brighton.
Ο Teibel αν και ήταν μέσα στην αφρόκρεμα avant-garde θα περίμενε κανείς ότι θα μαγευτεί από τον κινηματογράφο. Αντίθετα όταν έβαλα το μικρόφωνο του μπροστά στα κύματα, είχε κάτι σαν μια αποκάλυψη. Αγαπούσε την πολυσύχναστη πόλη που δεν κοιμόταν ποτέ αλλά δεν τον βοηθούσε να ηρεμήσει ή να μαζέψει τις σκέψεις του. Ακόμη και τα χόμπι του είχαν χάσει την λάμψη τους. Μετά από χρόνια που πείραζε τον θόρυβο για πλάκα είπε σε ένα φίλο ότι ξαφνικά το «έβρισκε πολύ δύσκολο να κάνει οτιδήποτε ευχάριστο» με αυτό.
Ήταν εύκολο όμως να ερωτευτεί τους ήχους της θάλασσας. Όταν γύρισε στο διαμέρισμα του στο Μανχάταν και άκουγε τα κύματα σε επανάληψη, αισθάνθηκε καλύτερα. Ηρεμούσαν το μυαλό του. Τον βοηθούσαν να συγκεντρωθεί. Έκαναν κάτι που η συνηθισμένη ανθρώπινη μουσική δεν μπορούσε.
Μετά από το ταξίδι του στην Brighton Beach, o Teibel πήγε για σκάκι με ένα φίλο του που δούλευε στην ψυχοακουστική που ερευνά πώς οι ήχοι επιδρούν το νευρικό σύστημα. Αυτός ο φίλος του τον σύστησε στο έργο του Hermann Ludwig Ferdinand von Helmholtz ενός Γερμανού γιατρού και φυσιοδίφη που ήταν πεπεισμένος ότι «οι ήχοι της φύσης μπορεί να έχουν μεγάλα ψυχολογικά οφέλη αν εφευρεθεί κάποιος τρόπος να αναπαραχθούν».
Έναν αιώνα μετά αυτή η υπόθεση έγινε πραγματικότητα. Ο Teibel την χρησιμοποίησε για να ηχογραφήσει τον ωκεανό. «Αυτή η απλή αναφορά στους συλλογισμούς του Helmholtz θα είχε μια τεράστια επίδραση στην επόμενη δεκαετία της ζωής μου», ανάφερε. Είπε αργότερα στην κόρη του ότι ήταν σαν να «ξυπνούσε και να βρισκόταν καβάλα σε ένα ελέφαντα». Ανακοίνωσε τότε στους Conrads τα σχέδια του να ξεκινήσει μια δισκογραφική εταιρεία. Όταν αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί του, παράτησε την ταινία και επέστρεψε πίσω στην παραλία μόνος του.
Δεν ήταν όμως εύκολο οι ήχοι που ηχογράφησε να ταιριάξουν με την θάλασσα που είχε στο κεφάλι του. Γι’ αυτό χρειαζόταν ένα σπάνιο συνεργάτη για εκείνη την εποχή – τον υπολογιστή. Οι ήχοι του ωκεανού είναι θορυβώδεις και γεμάτοι από περίεργους τόνους και συχνότητες που ένα συνηθισμένο μικρόφωνο δεν μπορεί να συλλάβει. «Μετά από ένα χρόνο, είχα κάνει πάνω από 100 ηχογραφήσεις από τις οποίες καμία δεν ακουγόταν στο μυαλό μου σαν τον ωκεανό που ήθελα να ακούσω», είχε πει.
Είχε όμως χρήσιμους φίλους. Έναν συγκεκριμένα τον Louis Gerstman που δούλευε σε μια εταιρεία που έφτιαχνε υπολογιστές που μπορούσαν να απαγγείλουν τον Άμλετ και να τραγουδάνε σε παιδιά για να μπορέσουν να μάθουν να μιλάνε. Είχε πρόσβαση σε ένα IBM 360 που εκείνη την εποχή θεωρούνταν έργο τέχνης. «Φέρε μου τον ωκεανό σε μένα και θα σε γλιτώσω από μεγάλο κόπο», είπε στον Teibel. Δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζούσαν με καφέ και μπέργκερ. Τα υπόλοιπα όμως είναι ιστορία.
Το πρώτο άλμπουμ Environments που κυκλοφόρησε δεν είχε ούτε μία φορά το όνομα του Teibel γραμμένο επάνω. Το άλμπουμ έγραφε ότι η παραγωγή του δίσκου είχε γίνει από την Syntonic Research, Inc. Είχε σκεφτεί αυτό το όνομα επηρεασμένος από την λέξη Xerox.
Κυκλοφόρησε 11 τέτοια άλμπουμ. Τα περισσότερα πούλησαν καλά αλλά κανένα δεν είχε την επιτυχία του πρώτου. Βρήκε το κατάλληλο κοινό στα κολλεγιόπαιδα. Οι πωλήσεις του στο Χάρβαρντ είχαν ξεπεράσει αυτές των Beatles. Οι ήχοι της θάλασσας μάλλον ήταν ιδανικοί για να καλύπτουν τον θόρυβο του έκαναν γείτονες και τους βοηθούσαν στο διάβασμα.
Ο Teibel σε αυτό το σημείο άρχισε να στέλνει ερωτηματολόγια μέσα στα εσώφυλλα των δίσκων. Ρωτούσε όσους τους αγόραζαν τι θα ήθελαν να ακούσουν μετά και αν τους άρεσε το άλμπουμ. Οι δίσκοι είχα τόση επιτυχία που άρχιζαν να αντικαθιστούν την αληθινή φύση. Στον μόνο μουσικοκριτικό που δεν άρεσαν ήταν στον Lester Bangs που τους έβαλε στην λίστα του με τους πιο γελοίους δίσκους που κυκλοφόρησαν την δεκαετία του ’70 αλλά ακόμη και αυτός έγραψε ότι «το να παίζεις ήχους της θάλασσας από τον πρώτο δίσκο απορροφάει τον θόρυβο από τα αμάξια και τις κραυγές από τα εγκλήματα και την βία που διαπερνούν τους τοίχους των διαμερισμάτων στην Νέα Υόρκη».
Παρόλη την επιτυχία των δίσκων ο Teibel παρέμεινε στο περιθώριο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, παντρεύτηκε και μετακόμισε στο Τέξας και άρχισε να ασχολείται πάλι με την φωτογραφία. Απέκτησε κόρες και εγγόνια. Τα τελευταία όμως χρόνια το έργο του έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται από την επιστήμη. Οι επιστήμονες προσπαθούν πλέον να διαπιστώσουν αν όντως οι ήχοι της φύσης βοηθούν το μυαλό.
Τα άλμπουμ πλέον μπορείς να τα βρεις στο Discogs και κοστίζουν ελάχιστα δολάρια. Δεν ακούγονται ρετρό αλλά και τίποτα ιδιαίτερο. Οι ήχοι τραβάνε για πάντα, λες και δεν θα τελειώσουν ποτέ. Σίγουρα δεν είναι το μέλλον της μουσικής και δεν υπάρχει διαφορά στο πώς ακούγεται ο ωκεανός το 2016 και στο 1969. Πολύ απλά τα άλμπουμ ήταν το εσωτερικό σύμπαν ενός ανθρώπου μιξαρισμένο και λουπαρισμένο και μετά χορηγούμενο σε όλο τον κόσμο. Σε μια εποχή όμως που πλέον υπάρχουν αγχολυτικά τι να τους κάνεις τους ήχους της θάλασσας;