Ο Nick Waterhouse μοιάζει θυμωμένος με όλα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια στην καριέρα του και κάπως μπερδεμένος, γι' αυτό αποφάσισε να ακολουθήσει το παλιό γνωμικό του Βούδα: «Όταν νιώθεις ότι έχεις χάσει τον δρόμο, γύρνα πίσω και ξεκίνα από την αρχή!».
Έτσι, κυκλοφόρησε τον καινούργιο, τέταρτο δίσκο του με τίτλο το όνομά του, «Nick Waterhouse»... Συστήνεται σαν να ξεκινάει από την αρχή και μας φιλοδωρεί με το γνωστό του χαρμάνι από ατόφιο rock 'n' roll, σέξι rhythm 'n'n blues και surf soul, αποδεικνύοντας ότι ακόμα και αν είσαι ένας μουσικός που λατρεύει μια άλλη εποχή, θέλει χαρακτήρα και πολύ πολύ ταλέντο για έχεις διάρκεια.
Συναντηθήκαμε σε ένα από τα αγαπημένα του καφέ στο Βερολίνο, το Barn café, που κατά τη γνώμη του σερβίρει τον καλύτερο καφέ στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της περιοδείας του σε Λονδίνο, Παρίσι και Βερολίνο για την προώθηση του καινούργιου του άλμπουμ.
Σε 100 χρόνια το rhythm & blues, το rock 'n' roll, η αφροκουβανέζικη και η λατινοαμερικάνικη μουσική θα θεωρούνται η κλασική μουσική της Αμερικής, κάτι σαν την jazz σήμερα. Για μένα είναι τόσο πολύτιμη όσο και η τέχνη της Αναγέννησης.
Συναντηθήκαμε στη γερμανική πρωτεύουσα ίσως και χάριν κάποιου συμβολισμού, αφού εκεί, πριν από 30 χρόνια, έπεσε ένα από τα τελευταία τείχη που χώριζαν την Ευρώπη...
— Λοιπόν, Nick, τι συνέβη τα δύο αυτά χρόνια που σου πήρε να ηχογραφήσεις τον καινούργιο σου δίσκο;
Συνέβησαν αρκετά, άλλαξα management και κάποιους μουσικούς και ένα διάστημα έμεινα χωρίς δισκογραφική εταιρεία. Τα τελευταία χρόνια ένιωθα ότι είχα αρχίσει να χάνω τον έλεγχο των πραγμάτων που έκανα.
Εξακολουθούσα, και εξακολουθώ, να έχω τον δημιουργικό έλεγχο των παραγωγών μου, αλλά υπήρχαν πλευρές της δουλειάς αυτής όπου δεν είχα δικαίωμα επιλογής.
— Ποιες ήταν αυτές οι πλευρές;
Κυρίως το κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων και των περιοδειών. Έπαιζα σε μέρη που δεν διάλεγα, με λιγότερους μουσικούς απ' όσους επιθυμούσα και χωρίς να μπορώ να επιλέξω τις πόλεις και τις χώρες όπου θα εμφανιζόμουν.
Ακούγεται δυσοίωνο, όμως κάποιες φορές οι περιοδείες μου μού έδιναν την αίσθηση μιας στρατιωτικής εκστρατείας όπου πρέπει συνεχώς να κερδίζεις έδαφος, αλλιώς υφίστασαι τη φθορά της μάχης στα χαρακώματα.
Κάποιες φορές όλο αυτό το γραφειοκρατικό περιβάλλον της μουσικής βιομηχανίας μοιάζει να ξεπηδάει μέσα από το σύμπαν του Κάφκα. Μπήκα σε μια περίοδο επιβεβλημένης λιτότητας, που εσείς οι Έλληνες γνωρίζετε καλά πόσο οδυνηρό είναι.
— Πράγματι. (γέλια) Μου έκανε εντύπωση ότι, μετά από τρεις δίσκους, αποφάσισες να ονομάσεις τον τέταρτο σκέτο «Nick Waterhouse». Όταν τον άκουσα, κατάλαβα ότι έχει την ορμή, την καθαρότητα και τη σιγουριά ενός ανθρώπου που θέλει να πει «αυτός είμαι» και να ξανασυστηθεί στο κοινό!
Ναι, αυτός ο δίσκος είναι εγώ! Έπαιζαν διάφοροι τίτλοι όσο τον ηχογραφούσαμε, αλλά, περνώντας ο καιρός, όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο αισθανόμουν πως αυτό το άλμπουμ ήταν μια πραγματική απεικόνιση του λεξιλογίου μου και πως τα τραγούδια του αντιπροσωπεύουν τη φιλοσοφία, την κοσμοθεωρία και τα πιστεύω μου στη μουσική.
Είναι τόσο καθαρός όσο και ο πρώτος μου δίσκος, το «Time's all gone». Είχε τη συσσωρευμένη ενέργεια δέκα ετών και βγήκε πολύ γρήγορα, ένα έργο νεανικής έκφρασης, χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Η διαφορά του πρώτου άλμπουμ από το σημερινό είναι ότι τώρα είμαι με ανθρώπους που παίζουν μαζί μου, που πιστεύουν σ' εμένα. Στον πρώτο μου δίσκο έπρεπε να πείσω τους γύρω μου γι' αυτό που έκανα. Εξού και ο τίτλος «Nick Waterhouse».
— Ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση όταν έμαθες πως το ντουέτο από τη Γαλλία, οι Ofenbach, θα «πείραζαν» το «Katchi» και πως τελικά η δική τους μείξη έγινε επιτυχία σε ολόκληρη την Ευρώπη;
Πως η ζωή είναι παράλογη. Βέβαια, δεν έχω πρόβλημα, «πείραξαν» ένα τραγούδι που είχα γράψει και ηχογραφήσει ήδη κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σήμερα στη μουσική βιομηχανία.
Μοιάζει σαν κάποιος να παίρνει μια φωτογραφία σου από κάποια διαδήλωση και να τη χρησιμοποιεί είκοσι χρόνια μετά για προπαγανδιστικούς λόγους, για κάτι άλλο.
Ofenbach vs. Nick Waterhouse - Katchi (Official Video)
— Δεν σε έφερε όμως σε επαφή με ένα άλλο κοινό;
Το τραγούδι έγινε δημοφιλές σε ένα ακροατήριο με το οποίο εγώ δεν μπορώ να σχετιστώ καθόλου. Αυτό για μένα είναι αστείο. Αλλά ήταν πολύ ευγενικό από την πλευρά τους που το διασκεύασαν.
Εγώ και ο Leon Bridges τούς είμαστε ευγνώμονες που παίρνουμε δικαιώματα από ένα παγκόσμιο hit. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να ηχογραφήσω τον τελευταίο μου δίσκο.
— Από την εποχή που ξεκίνησες, που ήθελες να επαναφέρεις το αναλογικό πνεύμα των ηχογραφήσεων του '50 και του '60, μέχρι σήμερα, που κυριαρχούν οι πλατφόρμες streaming του Spotify και της Apple, η μουσική μοιάζει να είναι προσβάσιμη και διαθέσιμη παντού αλλά και πουθενά. Τι έχει συμβεί;
Νομίζω πως αποτελεί πια περιεχόμενο, δεν είναι μουσική! Εσύ κι εγώ έχουμε μια αντίληψη για τη μουσική που είναι προ-ιντερνετική, προ smartphone.
Ένα πράγμα που δεν υπήρχε όταν ο Mike McHughie κι εγώ κάναμε τον πρώτο δίσκο ήταν το Ιnstagram. Πρόσφατα είχα μια μάλλον αστεία συνομιλία με έναν άνθρωπο της δισκογραφίας, που μου έλεγε πως αυτό που μου δίνει αξία ως περιοδεύοντος μουσικού είναι ο αριθμός των followers που έχω στο Ιnstagram.
Ξέρω πως στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας πολλοί συμμερίζονται αυτή την άποψη, ιδίως όσοι βρίσκονται στο πιο προσοδοφόρο κομμάτι, αυτό που μετατρέπει τα πάντα σε «περιεχόμενο». Μου θυμίζει τον κιμά. Ξεκινά ως αγελάδα και στην πορεία καταλήγει στη μηχανή και αντί για «ωραία μπριζόλα» γίνεται αυτό το πολτοποιημένο κρέας που βγάζει η μηχανή.
Αυτό είναι που λέω «γίνεσαι περιεχόμενο». Η πολτοποίηση του υλικού. Σκεφτόμουν πόσο εκτός πρέπει να είμαι, ειδικά τώρα που οι δίσκοι μου απέχουν δύο χρόνια ο ένας από τον άλλον. Ζούμε σε τόσο φρενήρεις ρυθμούς, που αν δεν βρίσκεσαι συνεχώς στο προσκήνιο, μπορεί να θεωρηθείς και νεκρός.
— Τώρα που το λες, προτιμάς τις ηχογραφήσεις στο στούντιο ή τις ζωντανές εμφανίσεις;
Προτιμώ να ηχογραφώ, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Το να παίζεις ζωντανά είναι διαφορετικό. Είναι η διαφορά του πυροσβέστη από τον αστυνομικό. Όταν ηχογραφείς, είσαι πυροσβέστης, προστατεύεις, σώζεις, βοηθάς τις καταστάσεις. Όταν παίζεις ζωντανά, πρέπει να αναλάβεις έναν δυσάρεστο ρόλο, να επιβάλεις πράγματα.
Δεν μου έρχεται πολύ φυσικά το κομμάτι της ερμηνείας, πάντα είχα ανάμεικτα συναισθήματα για τις ικανότητές μου επάνω στη σκηνή. Γι' αυτό και τα live που πραγματικά έχω απολαύσει δεν είναι πάνω από το 20% όσων έχω κάνει.
— Πολύ χαμηλό ποσοστό. Στην Αθήνα που σε έχω δει δύο φορές live, τα σόου ήταν γεμάτα ενέργεια, ηλεκτρισμό και σέξι διάθεση. Ήταν περίφημα, γι' αυτό κάθε φορά έρχονται όλο και περισσότεροι.
Οι Έλληνες νιώθω ότι πιστεύουν στη μουσική. Αν, λοιπόν, ένα ακροατήριο μού το δίνει αυτό, τότε κι εγώ πιστεύω σε αυτό και κατά συνέπεια μπορώ να πιστέψω στον εαυτό μου και στα τραγούδια μου.
Όταν όμως νιώθω ότι με βάζουν στο μικροσκόπιο, τότε μου έρχεται στο μυαλό το ποίημα του Allen Ginsberg «America»: «Mη με ενοχλείτε, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά και να γράψω τα ποιήματά μου τώρα».
Είναι ένα ποίημα που μιλάει για τις απαιτήσεις, τη μετατροπή της έκφρασης σε καταναλωτικό προϊόν και καμιά φορά αισθάνομαι έτσι όταν παίζω. Αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα έτσι όταν παίζω στην Αθήνα. Δεν νιώθω απλώς ότι με εκτιμούν, αλλά ότι ο κόσμος συμμετέχει.
— Αισθάνομαι ότι τόσο στις ηχογραφήσεις όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις σου κρατάς αυτή την αρχέγονη δύναμη της μουσικής των μπλουζ και του rock 'n' roll, με την ενέργεια να ρέει όπως τα χρόνια του '50 και του '60!
Ναι, και αυτά τα είδη από την αρχή σχετίζονταν με κινήματα και κοινότητες, ήταν μέρος μιας παράδοσης μακράς, πλούσιας, που περνάει απ' όλα όσα προϋπήρχαν.
Η ροκ κουλτούρα, η οποία δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, είχε στόχο να τα εξαλείψει όλα αυτά, να τα κάνει να φαίνονται σαν κάτι που δεν έχει παρελθόν.
Άκουσα πρόσφατα μια αστεία συνέντευξη μιας μπάντας που μοιάζει με τους Led Zeppelin, οι οποίοι λέγανε πως το θέμα με τους Led Zeppelin τη δεκαετία του '70 ήταν ότι η βιομηχανία της δισκογραφίας ήθελε να αφαιρέσει τα μπλουζ στοιχεία από τη μουσική τους και να αφήσει μόνο το ροκ, δημιουργώντας έτσι την κουλτούρα του μέλλοντος.
— Είσαι ένας από τους ελάχιστους μουσικούς που εξακολουθούν να διαβάζουν και να ενημερώνονται σχετικά με ηχογραφήσεις, τεχνικές, δίσκους και καλλιτέχνες, με όσους συμμετέχουν σε αυτές. Μοιάζεις με μια τεράστια ζωντανή βιβλιοθήκη της μουσικής, έναν αρχαιολόγο της μουσικής! Μίλα μου γι' αυτό.
Είναι απλώς μια συνήθεια. Τώρα, λίγο πριν συναντηθούμε, διάβαζα για τον Elvis Costello την περίοδο που ηχογραφούσε το «Imperial Bedroom».
Απ' όταν ήμουν έφηβος, που δεν υπήρχε το Ίντερνετ, μόνο τα βιβλία, διάβαζα για το πώς γινόταν ένας δίσκος. Οι άνθρωποι το λένε εμμονή, αλλά έτσι είναι, αν βρεις κάτι να κρατηθείς, δεν το αφήνεις.
Διάβαζα, λοιπόν, για τις ηχογραφήσεις και αναρωτιόμουν ποιος έκανε τις ενορχηστρώσεις. Μετά οδηγήθηκα σε ένα άρθρο του 1999 και ύστερα σε ένα των «NY Times» του 1982. Έχω αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ιδιωτικού ντετέκτιβ.
Nick Waterhouse - Song For Winners (Official Stream)
— Ή ενός αρχαιολόγου! Τι ήθελες να γίνεις μικρός;
Πράγματι ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Ένας Indiana Jones κυριολεκτικά. Και αν το καλοσκεφτείς, αυτό έγινα. Κάνω ανασκαφές σε αρχαίες ηχογραφήσεις, έχω στο μυαλό μου όλες αυτές τις διασταυρούμενες πληροφορίες σαν αποσκευές και τις μοιράζομαι όπου κι αν πάω.
Και το σκεπτικό του Indiana Jones από την αρχή αυτό ήταν, ότι όλα όσα ανακαλύπτει ανήκουν στο μουσείο και πρέπει να βρίσκονται εκεί για να μπορούν όλοι να ανατρέχουν σε αυτά και να τα θαυμάζουν.
— Η γνώση και οι πληροφορίες που έχεις για τα τραγούδια, για τις ηχογραφήσεις, όλες αυτές οι μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες που γνωρίζεις πιστεύεις ότι έχουν κάποια χρησιμότητα, εκτός από την απόλαυση που νιώθεις ο ίδιος όταν τις ανακαλύπτεις;
Πραγματικά πιστεύω ότι ένα κομμάτι της μουσικής που με έχει επηρεάσει και αγαπάω σε μερικές δεκάδες χρόνια θα βρίσκεται στην κατηγορία της πολύτιμης λαϊκής τέχνης.
Σε 100 χρόνια το rhythm & blues, το rock 'n' roll, η αφροκουβανέζικη και η λατινοαμερικάνικη μουσική θα θεωρούνται η κλασική μουσική της Αμερικής, κάτι σαν την jazz σήμερα. Για μένα είναι τόσο πολύτιμη όσο και η τέχνη της Αναγέννησης.
— Πότε απέκτησες αυτή την αντίληψη για τη μουσική και τις διαδικασίες της;
Αυτά τα έμαθα κυρίως όταν πήγα στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω Λογοτεχνία. Εκεί δεν διαβάζεις απλώς ένα βιβλίο, διαβάζεις και τις κριτικές γι' αυτό και τις επιστολές που έγραψε ο συγγραφέας εκείνη την εποχή, τι συζητούσαν οι παρέες του τότε, ποιον επηρέασε με το βιβλίο του και από ποιον ή από ποιους επηρεάστηκε εκείνος. Μετά ξαναδιαβάζεις το βιβλίο και έχεις καλύτερη εικόνα γι' αυτό και για την άποψη του συγγραφέα.
Για μένα, ας πούμε, ο Bert Berns, ο παραγωγός και τραγουδοποιός που έγραψε και ηχογράφησε κλασικά τραγούδια («Twist and Shout», «Here comes the night», «Piece of my heart») είναι εξίσου σημαντικός με τον James Joyce και θέλω να ξέρω τα πάντα γι' αυτόν.
Οι μέντορές μου μού έμαθαν ότι το παιδί που πήγαινε το τσάι στα στούντιο της Decca και του Abbey Road μάθαινε πολύ περισσότερα για την ηχοληψία και τις ηχογραφήσεις απ' ό,τι κάποιος που παρακολουθούσε σχολή ηχοληψίας. Αυτό ισχύει για όλους τους μεγάλους ηχολήπτες και μηχανικούς εκείνης της σπουδαίας εποχής.
— Όπως ο Geoff Emerick, που ήταν στο στούντιο του Abbey Road και έκανε τον δίσκο του Elvis Costello που λέγαμε πριν! Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που σε έκανε να θέλεις να γίνεις μουσικός;
Το «Here comes the night» των Them που άκουγα σχεδόν καθημερινά τα πρώτα 15 χρόνια της ζωής μου στο αυτοκίνητο της μητέρας μου. Είχε ένα CD με τα «Greatest Hits» του Van Morrison και αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι.
Το «Here comes the night» ήταν αυτό που με μάγεψε από την αρχή. Όντως μαγεύουν τα παιδιά οι ιστορίες τρόμου που ακούνε. Είχε αυτή την ενέργεια, την ατμόσφαιρα και το βάθος που νομίζω ότι με ακολουθεί όλη μου τη ζωή.
— Νιώθω ότι τα ενδιαφέροντά σου σε καθημερινή βάση είναι πάρα πολλά. Πώς είναι μια τυπική εβδομάδα για τον Nick Waterhouse;
Έχει συνήθως ένα κεντρικό πρότζεκτ γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι σκέψεις και οι πράξεις μου, είτε βοηθάω κάποιον φίλο να γράψει ένα τραγούδι είτε κάνω μια παραγωγή. Έχω μια ρουτίνα που ακολουθώ κάθε πρωί: πάω στο καφέ, θα απαντήσω στα mails μου, θα γράψω κάτι στο σημειωματάριό μου, θα διαβάσω ένα βιβλίο.
Το διάβασμα το κάνω σχεδόν μηχανικά, ασυνείδητα, είναι μια συνήθεια που έχω αποκτήσει εδώ και πολλά χρόνια. Μου αρέσει να διαβάζω παράλληλα δύο και τρία βιβλία, και μάλιστα αρκετά διαφορετικά στο ύφος, και να τα εναλλάσσω, ένα βιβλίο ιστορικό-βιογραφικό, ένα βιβλίο μυθοπλασίας, ένα με ποιήματα. Πολύ διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους που μου δίνουν μια σταθερή ροή ιδεών.
Παραξενεύομαι όταν ακούω τους φίλους μου να μου «γκρινιάζουν» ότι έχουν μήνες να διαβάσουν βιβλίο. Για μένα είναι κάτι φυσιολογικό!
— Τι διαβάζεις αυτήν την εποχή;
Ξαναδιαβάζω αρκετά βιβλία του Κάφκα, π.χ. τον «Πύργο», αλλά και τα διηγήματά του, τα οποία και λατρεύω, το βιβλίο του Βρετανού Mark Fisher «Capitalism Realism» αλλά και την κλασική για μένα βιογραφία του John Berger «Ways of Seeing», βιβλίο που έχω μαζί μου από την εποχή του πανεπιστημίου.
Διαβάζω, επίσης, τα δοκίμια του George Orwell για τη συγγραφή. Πολλά από αυτά με βοηθούν να έχω μια αίσθηση της οικονομίας όταν γράφω τα δικά μου!
— Σε λίγες μέρες έρχεσαι ξανά στην Ελλάδα, τρίτη φορά στην Αθήνα, και πρώτη στη Θεσσαλονίκη. Πώς νιώθεις;
Ανυπομονώ. Είναι αυτό που σου είπα και πριν, οι Έλληνες πιστεύουν πως η μουσική έχει τη δύναμη να σε αλλάξει έστω και για μια στιγμή!
— Είσαι σίγουρος;
Γι' αυτό εξακολουθώ να το κάνω. Υπάρχουν τόσο πολλοί λόγοι για να απομακρυνθώ από τη μουσική, που αν δεν πίστευα πραγματικά ότι έχει τη δύναμη αυτή, θα τα είχα παρατήσει.
Κάθε φορά που έρχομαι στην Ελλάδα είναι σαν να πίνω από μια πηγή και το περιμένω με λαχτάρα. Και, φυσικά, θα δω τις αγαπημένες μου Αθηναίες!
— Αν ο Buddy Holly, ο Otis Redding, η Janis Joplin, o Jim Morrison, o John Lennon και δεκάδες άλλοι δεν έφευγαν από τη ζωή τόσο νέοι και με τόσο τραγικό τρόπο, αν συνέχιζαν να ζουν και να γράφουν μουσική μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, ποιος απ' όλους αυτούς νομίζεις ότι θα είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στη μουσική σήμερα;
Νομίζω πως θα ήταν ενδιαφέρον να ακούσουμε πώς θα ήταν ο Buddy Holly σήμερα, πού θα τον οδηγούσε το γράψιμο και η μουσική του. Πιστεύω πως μετά από αυτόν και τον Bobby Fuller η σκηνή του Τέξας δεν προχώρησε και θα ήταν πολύ κουλ να δούμε κάποιον από αυτούς να συνεργάζεται, φέρ' ειπείν, με τον Doc Pomus, τον Richard Hell.
Για μένα το 2016 είχε δύο πολύ μεγάλες απώλειες, του Mose Allison και του Leon Russell. Και οι δύο ήταν πολύ σημαντικοί στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη και στο πώς αντιμετωπίζω τα πράγματα.
Υπάρχουν καλλιτέχνες της γενιάς των σπουδαίων μουσικών της rock και της folk, όπως ο David Bowie και ο Leonard Cohen, που έφυγαν από τη ζωή πραγματικά δαφνοστεφανωμένοι...
Πλέον η χώρα όπου ζω κυβερνιέται από έναν χαρακτήρα reality show, μια μορφή της ποπ κουλτούρας, επομένως είναι φυσιολογικό αυτοί που κάνουν δημοφιλή τέχνη με νόημα να είναι πιο αξιοπρεπείς σήμερα από ποτέ.
— Είμαστε σε μια πόλη που τη χώριζε ένα τείχος το οποίο γκρεμίστηκε με πολύ κόπο πριν από τριάντα χρόνια κι εσύ προέρχεσαι από μια χώρα...
... που πραγματικά θέλει να χτίσει ένα καινούργιο τείχος ή, μάλλον, το ¼ των κατοίκων της!
— Σ' ευχαριστώ πολύ, ήταν διαφωτιστική η συζήτησή μας.
Πράγματι!
Nick Waterhouse - Wreck The Rod
Ο δίσκος «Nick Waterhouse» κυκλοφορεί από τη Rockarolla Records.
Ο Nick Waterhouse εμφανίζεται το Σάββατο 30/3 στην Αθήνα, στο Fuzz Club, και την Κυριακή 31/3 στη Θεσσαλονίκη, στο Fix Factory of Sound.
σχόλια