Τον C.W. Stoneking τον έμαθα από το “Jungle Blues”, που είχε κυκλοφορήσει, σε CD το 2008 κι είχε διανεμηθεί στην Ελλάδα από την πάλαι ποτέ Hitch-Hyke (νομίζω). Εξαιρετικό άλμπουμ, που θα μπορούσε άνετα να ενταχθεί στο κλίμα της νέας παραδοσιακότητας – εκείνη που αναμόχλευαν, από τους κάπως παλιότερους, ο Roy Book Binder, ή ο πρόωρα χαμένος και τόσο αγαπητός στη χώρα μας Bob Brozman (1954-2013). Στον τελευταίο πρέπει να χρωστά πολλά ο C.W. Stoneking…
Με στίχους που διακρίνονταν άλλοτε για την περιπετειώδη αφρικανικότητά τους και άλλοτε για την καραϊβική μεταφυσική τους, με φωνή συχνά «καπνισμένη» –όχι όπως εκείνη του Tom Waits, αλλά κάπως κοντά σ’ εκείνη του Dave Van Ronk και τούτο όταν, τέλος πάντων, δεν αναπαριστούσε τον μυθικό Jimmie Rodgers–, και βεβαίως με συνθέσεις σχεδόν αποκλειστικά δικές του από τις οποίες δεν απέλειπε το μελωδικό χάρισμα, ο C.W. Stoneking είχε δημιουργήσει ένα άλμπουμ, που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με ελάχιστα άλλα στην εποχή του.
Έξι χρόνια είχε να βγάλει άλμπουμ ο C.W. Stoneking, σπάζοντας πέρυσι τη δισκογραφική σιωπή του. Αν και ο γενικός τίτλος των νέων τραγουδιών του είναι "Gon' Boogaloo", δεν θα πρέπει τούτο να παραπλανά. Δεν έχουμε, εδώ, latin sixties χορευτικά. Η ατμόσφαιρα παραμένει pre-war, ή έστω pre-fifties, με τους rural ήχους, το νεο-ορλεανικό ψηφιδωτό, το παλαιό calypso, το swing και το jump-blues να δίνουν και να παίρνουν.
Ακόμη και η μοναδική διασκευή, που δεν ήταν άλλη από το “Brave son of America” του Wilmoth Houdini, ήταν top, δείχνοντας πως ο άνθρωπος είχε μελετήσει το κλασικό –το rural blues, το calypso, τα novelties, την προπολεμική country– φτιάχνοντας κάτι εντελώς δικό του. Απόδειξη; Οι τραγουδάρες “I heard the marchin of the drum” και “The love me or die” (“I studie devil, I can’t deny/ was a hoodoo charm called a Love me or Die…”), που σ’ έμπαζαν κατ’ ευθείαν σ’ ένα νεο-ορλεανικό σκηνικό, μ’ εκείνη την παλιά άνεση τού φτασμένου singer-songwriter.
Γεννημένος το 1974 στην Katherine της βορειο-κεντρικής Αυστραλίας από αμερικανούς γονείς, ο C.W. Stoneking είναι ένας σημερινός τραγουδοποιός απολύτως παλαιάς κοπής. Εννοώ πως οι δίσκοι του είναι αγκιστρωμένοι στο παρελθόν, όχι μ’ έναν τρόπο προσποιητό, ή κατευθυνόμενο από κάποια μόδα, αλλά μ’ εκείνον τον αληθινά ερευνητικό, που ταιριάζει μόνο στους αυθεντικούς researchers.
Ο Αυστραλοαμερικανός γράφει πρωτότυπα τραγούδια – κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Κρίνεται δηλαδή όχι μόνο για το… old-fashioned ύφος του, αλλά και για την ικανότητά του να φαντάζει (και να είναι σημερινός), μ’ έναν κόντρα τρόπο. Όπως κόντρα (αλλά τόσο ταιριαστό με όσα λέει) είναι και το ντύσιμό του…
Έξι χρόνια είχε να βγάλει άλμπουμ ο C.W. Stoneking –από το 2008 εννοώ και το “Jungle Blues”– σπάζοντας πέρυσι τη δισκογραφική σιωπή του. Αν και ο γενικός τίτλος των νέων τραγουδιών του είναι “Gon’ Boogaloo”, δεν θα πρέπει τούτο να παραπλανά. Δεν έχουμε, εδώ, latin sixties χορευτικά, τύπου Ray Baretto ή Joe Cuba. Η ατμόσφαιρα παραμένει pre-war, ή έστω pre-fifties, με τους rural ήχους, το νεο-ορλεανικό ψηφιδωτό, το παλαιό calypso, το swing και το jump-blues να δίνουν και να παίρνουν.
Βοηθά, φυσικά, όλο το γκρουπ (μπάσο, ντραμς, κρουστά), αλλά βασικά εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι το φωνητικό σχήμα των Linda Bull, Maddy Kelly, Memphis Kelly και Vika Bull, που προσθέτει στα τραγούδια μιαν ανταύγεια… radio days.
Ο C.W. Stoneking δεν… απέφυγε και στο “Gon’ Boogaloo” να γράψει φοβερά κομμάτια, όπως το “The zombie” ή το “The thing I done”. Μπορεί να άργησε λίγο, όμως κατόρθωσε, για ακόμη μια φορά, να πράξει το σωστό…
I roll like thunder
Go, like dynamite
All flesh and bone, I come
Old death 'long by my side…
Info:
C.W. Stoneking + Appalachian Cobra Worshippers, Παρασκευή 22/5, Fuzz Club, τιμή εισιτηρίου: 20€
σχόλια