Gentlemen
Μέσα στη χρονιά έχουμε ακούσει ελάχιστους δίσκους που να έχουν ως βάση μια κιθάρα που ν’ αξίζει τον κόπο κι ο καθέ- νας ψάχνει να βρει ικανοποίηση σε άλλα λημέρια. Μια λύση είναι οι κλασικοί τραγουδοποιοί που φέτος έχουν κυκλοφορήσει μερικούς απ’ τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, όπως ο Josh T. Pearson, o Bill Callahan και εσχάτως ο Bon Iver.
Ο πρώτος, ξεχασμένος στη λήθη των Lift To Experience, κυκλοφόρησε έναν δίσκο-ξεγύμνωμα, που μόνο μια τόσο προβληματική φιγούρα μπορούσε να βγάλει. Βέβαια, επειδή κάτι τέτοιο θέλει χρόνο και ο Pearson αναπτύσσει τις ιστορίες του σε 10λεπτα έπη, για λόγους που δεν καταλαβαίνω ακριβώς (πέρα απ’ τη βαρεμάρα του εκάστοτε ακροατή), χαρακτηρίζεται δύσκολος. Δεν είναι.
Ο δεύτερος, σταθερή αξία της αμερικανικής τραγουδοποιίας, διατηρείται γι’ άλλη μια φορά σε υψηλά επίπεδα ερμηνείας (κυρίως), υπογράφοντας 2 απ’ τα καλύτερα τραγούδια που έχει γράψει ποτέ. Το «America» με το καταπληκτικό βιντεοκλίπ του (σχεδόν καλύτερο κι απ’ το ίδιο το τραγούδι) και το «Drover» είναι από μόνα τους αφορμές να ψάξεις από την αρχή το παρελθόν του.
Ο τελευταίος και νεότερος Justin Vernon οδεύει ολοταχώς προς το πάνθεον αντίστοιχων δημιουργών. Το Ρitchfork, αφού του έβαλε το υπερβολικό 9,5/10, που από μόνο του φτάνει για να τον μισήσουν οι Ρitchfork haters (σε μια χρονιά, μάλιστα, που το site έχει χαρίσει απλόχερα βαθμούς σε δίσκους που δεν αξίζει ν’ ακούσεις δεύτερη φορά), τον χαρακτηρίζει πολύ πετυχημένα «ο άνθρωπος που ηχογράφησε ολόκληρο δίσκο σ’ ένα δάσος» και αποθεώνει τη δεύτερη κυκλοφορία του.
Το ντεμπούτο του, αν και άρεσε σε όλους από την πρώτη νότα, απέδειξε σε βάθος χρόνου πως είναι κάτι σημαντικότερο από μια απελπισμένη ωδή ενός τύπου που νομίζει πως έχασε τα πάντα (γυναίκα, συγκρότημα, καριέρα κ.λπ.). Αφού πρώτα πέρασε με επιτυχία από το mainstream, συμμετέχοντας στον περσινό δίσκο του Kanye West και στους Gayngs, που δυστυχώς περάσαν απαρατήρητοι, τώρα γράφει τραγούδια που παίρνουν το όνομά τους από πραγματικά μέρη του κόσμου κι αντίστοιχα φαντασιακά σημεία του μυαλού του. Αφήνοντας αρκετά πίσω του το φολκ, ενορχηστρώνει γεμά- τα τραγούδια που ερμηνεύει με εμπειρία, την οποία κανονικά θ‘ αποκτούσε δύο δίσκους αργότερα.
The story of the eye
Μια δεύτερη κρυψώνα για πολλούς είναι η στροφή προς τον σκληρό ήχο. Δεν μπορώ να τον συμμεριστώ, γιατί, καλώς ή κακώς, τα μαύρα παρακλάδια του μέταλ δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου ούτε και θα γίνουν στο μέλλον. Μπορεί από δω κι από κει ν’ ανακαλύπτω δίσκους που φέρουν αυτή την ταμπέλα (π.χ. «Implodes»), αλλά με τίποτα δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ παραπάνω.
Φαίνεται, όμως, πως μόνο αυτοί οι περίεργοι τύποι έχουν διάθεση για πειραματισμό, οπότε μάλλον θα θάψουμε το indie μερικά μέτρα ακόμα πιο βαθιά στη γη. Ή θα βάλουμε δυνατά τους πανκ ύμνους που υπέγραψαν πρόσφατα οι Men. Το συγκρότημα με το τραγικό όνομα (που θα σας ζορίσει να το βρείτε στο Google) έρχεται απ’ το Μπρούκλιν και πατάει με το ένα πόδι στο hardcore και το άλλο στο kraut που είναι και της μόδας.
Ο καινούργιος τους δίσκος κυκλοφορεί στη Sacred Bones (έδρα και των Moon Duo, Fresh & Onlys, Zola Jesus), λέγεται «Leave Home» και είναι σαρωτικός, με την παλιομοδίτικη έννοια. Από τις οχτώ συνθέσεις τους ξεχωρίζεις εύκολα το «Bataille» και το «()». Στο πρώτο θα βρεις τα πιο ωραία εναρκτή- ρια 60 δευτερόλεπτα της φετινής χρονιάς κι αντίστοιχα στο δεύτερο το πιο ωραίο φινάλε ροκ τραγουδιού. Με μια δόση ενθουσιασμού και μέχρι οι A Place To Bury Strangers να βγάλουν καινούργιο δίσκο, οι Men ακούγονται σαν βάλσαμο στ’ αυτιά μας, που αναγκαστικά ταλαιπωρούμε με ηλεκτρονικούς ρυθμούς.
Και, μια και το ανέφερα, μέχρι ν’ ακούσουμε ολόκληρο το «Screamadelica» των Primal Scream, στο repeat θα παίζει ο -τόσο ‘90s- ύμνος των Rapture, το έξοχα τιτλοφορημένο «How deep is your love».
σχόλια