Πείτε μας μερικά πράγματα για το «Burlesque Music Show».
Πάνος Μουζουράκης: Ο τίτλος ήταν ιδέα της Ελένης (σ.σ. Γκασούκα). Εγώ δεν ήξερα τι είναι το burlesque, μέχρι που με καθησύχασαν λέγοντάς μου ότι είναι αυτό που κάνουμε πάντα –βλέπε Ήρωες και Τα Άπαντα–, απλώς τώρα το ονομάζουμε κιόλας.
Θανάσης Αλευράς: Η γνωστή αναρχία αλληλουχίας τραγουδιών και σκετς και κρυφών νοημάτων που ενορχηστρώνονται από το συναίσθημα της αγάπης και την επιθυμία της αποδοχής, για να μας βρει το τέλος της βραδιάς αγκαλιασμένους και καλύτερους.
Κάθε δεύτερη Παρασκευή θα εμφανίζεται και κάποιος καλεσμένος-έκπληξη. Τι ακριβώς θα κάνει εκεί;
Π.Μ.: Ο καλεσμένος αποτελεί απλώς την αφορμή της μάζωξης αυτής και σηματοδοτεί την ανάγκη μας για ενότητα.
Θ.A.: Επίσης, μας κρατάει σε εγρήγορση για την αναδιαμόρφωση του προγράμματος, μια και μπορεί ν' αλλάζει ανά βδομάδα ή να κάθεται και για παραπάνω από δύο, δημιουργώντας έτσι το απρόβλεπτο της παράστασης για τον θεατή και βγάζοντας τον καλλιτέχνη-καλεσμένο από τον ρόλο του «να κόψουμε εισιτήρια».
Στην επίσημη περιγραφή της η παράσταση αναφέρεται ως «μία αισθητική επανάσταση ενάντια στην υστερία των καμπαρέ που σαρώνουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία». Tι είναι αυτό που δεν σας αρέσει στα καμπαρέ και πού αποδίδετε αυτήν τη μαζική στροφή προς θεάματα βγαλμένα από το παρελθόν;
Θ.Α.: Πλάκα κάνουμε, μας αρέσουν παρά πολύ τα καμπαρέ. Το burlesque ανέκαθεν ήταν μια χοντροκομμένη σάτιρα της καθημερινότητας, τα μιούζικαλ και τα καμπαρέ είναι στη μόδα, οπότε μπαίνουμε κι εμείς στη λογική του «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Η ανάγκη μας για το παρελθόν, τη λησμονιά και τη ρίζα δημιουργείται πρώτον επειδή ζούμε στην εποχή του «κάθε πέρσι και καλύτερα» και δεύτερον επειδή υποσυνείδητα ξέρουμε ότι στο παρελθόν υπάρχει η αλήθεια που έχουμε ξεχάσει και προσπαθούμε να θυμηθούμε.
Παίζετε, χορεύετε, σατιρίζετε, τραγουδάτε. Πάντως, αν ζούσατε στις αρχές του 20ού αιώνα, μάλλον σε κάποιου τύπου καμπαρέ της εποχής θα εμφανιζόσασταν, έτσι δεν είναι;
Θ.Α.: Εγώ με τα μπουλούκια της Μαρίκας Σουέζ και ο Πάνος σε κάποιο περιοδεύον τσίρκο. Μου αρέσουν αυτά τα σύνθετα είδη θεάματος. Mε διασκεδάζουν και να τα βλέπω και να τα κάνω.
Φέτος συναντιέστε επί σκηνής για μια ακόμα φορά. Τι είναι αυτό που έχετε ανακαλύψει ο ένας στον άλλον και σας αρέσει τόσο πολύ να συνεργάζεστε;
Π.Μ.: Ο Θανάσης, εκτός από αδιαμφισβήτητο ταλέντο πολλών επιπέδων, είναι και εξαιρετικός συνεργάτης, ισορροπιστής καταστάσεων, δημιουργικό μυαλό και το τελευταίο που ανακάλυψα είναι ότι μπορεί όχι απλώς να τραγουδήσει, όπως ένας ηθοποιός οφείλει, αλλά και να σταθεί επάξια πάνω στη σκηνή ως τραγουδιστής, με μια φωνή που σε καθηλώνει ερμηνευτικά και τονικά.
Θ.Α.: Φτάνει, φτάνει, Πάνο! Στον Πάνο βρίσκω, πέρα απ' τη φωνάρα του, που είναι...
Π.Μ.: Φτάνει, φτάνει! Τα είπες όλα!
Πόσο διαφορετικοί είστε ως καλλιτέχνες;
Θ.A.: Είμαστε ακραία διαφορετικοί και ακραία όμοιοι κάποιες φορές. Με τον Πάνο αισθάνομαι ότι είμαστε οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Π.Μ.: Like a brother from another mother.
Στη σκηνή λειτουργείτε περισσότερο με τη μέθοδο της αλληλοσυμπλήρωσης ή έχετε διαπιστώσει και κοινά στοιχεία μεταξύ σας;
Π.M.: Υπάρχει η αλληλοσυμπλήρωση κατά κύριο λόγο, που πηγάζει νομίζω από έναν αμοιβαίο σεβασμό στην ιδιαιτερότητα και στο ταλέντο του άλλου. Aυτό δημιουργεί έναν θεμιτό ανταγωνισμό που μας κάνει καλύτερους.
Θ.Α.: Όλο αυτό, χωρίς υπολογισμούς και δεύτερες σκέψεις. Απ' την ψυχή μας και αυθόρμητα.
Οι μουσικοθεατρικές παραστάσεις με σατιρικό περιεχόμενο βρίσκουν ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Θ.Α.: Η σάτιρα ξορκίζει το κακό.
Π.Μ.: Είναι από τις λίγες καλές ελληνικές συνήθειες. Η σάτιρα λειτουργεί σαν ένας καθρέφτης. Μέσα από το γελοίου του δράματος μπορείς να συνειδητοποιήσεις μεγάλες αλήθειες, ακόμα και να πάρεις αποφάσεις.
Tα τελευταία χρόνια γίνεται πολλή κουβέντα για τον λόγο που πρέπει να αρθρώνει ο καλλιτέχνης και τη στάση που πρέπει να κρατά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που διανύει δύσκολες στιγμές. Τελικά, μήπως ο καλλιτέχνης είναι αναγκαίο να κάνει απλώς καλά τη δουλειά του και τίποτα παραπάνω;
Π.Μ.: Εγώ με την άρθρωση είχα πάντα ένα θέμα. Από μικρό παιδί μου έλεγε ο πατέρας μου «μίλα πιο καθαρά, παιδί μου, δεν καταλαβαίνω τι λες». Αργότερα, προσπάθησα και το διόρθωσα το θέμα μου αυτό, αλλά ο κόσμος πάλι δεν καταλάβαινε. Οπότε σκέφτηκα ότι δεν έχει σχέση με το πόσο ξεκάθαρα θα πεις κάτι – ο κόσμος πάντα θα ακούει μόνο αυτά που τον συμφέρουν και θα καταλαβαίνει όσα θέλει.
Θ.Α.: Εγώ θα απαντήσω με έναν στίχο του ποιητή: «Καλύτερα που δεν μιλάς, τα λόγια μας ξεχνιούνται. Όσα ποτέ δεν είπαμε, αυτά δεν λησμονούνται».
Αν για το κοινό μια παράσταση στην οποία θα περάσει καλά και θα ξεχαστεί για λίγες ώρες από τα όποια προβλήματά του είναι μια σύντομη απόδραση από την καθημερινότητα, για τον καλλιτέχνη ποιο είναι το καταφύγιο;
Π.M.: Τα δύο άκρα είναι το καταφύγιό μου από την πραγματικότητα. Το ένα, στο σπίτι μου, όταν ησυχάζουν οι φωνές, καλοταϊσμένες κι έτοιμες για ύπνο, και το άλλο η απόδρασή μου από αυτό, με το να φορτώνω το πρόγραμμά μου με τόσες δουλειές, που είναι αδύνατον να ανταποκριθώ 100% σε όλες. Από αυτό το χάος που δημιουργείται περιμένω να βγει αυτό το εξαιρετικό και αναπάντεχο, για να έχω κάτι να ταΐσω τις φωνές πριν πέσουν να κοιμηθούν.
Θ.Α.: Η μουσική, το σπίτι μου, τα κεριά μου. Η στιγμή που απολαμβάνεις αυτό που έφτιαξες και το μοιράστηκες και αλάφρυνες τις ψυχές των ανθρώπων, βελτιώνοντας έτσι το κάρμα σου.
σχόλια