— Τι σου έχει αποτυπωθεί έντονα από τη μεταπολίτευση και του πρώτου ενθουσιασμού εκείνης της εποχής που όλοι πίστευαν ότι η χώρα άλλαζε; Πως σε επηρέασε το όλο κλίμα ως νέος τότε με ευαισθησίες και καλλιτεχνικές ανησυχίες;
Οι δικές μου αλλαγές, που πάντα συνέβαιναν ερήμην των κοινωνικοπολιτικών, συντελέστηκαν με το που έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967, όχι εξαιτίας του, γιατί ήμουν μικρός κι άσχετος με την πολιτική, αλλά επειδή το καλοκαίρι του '67 πέθανε ο πατέρας μου κι ήρθαν τα πάνω κάτω. Εκεί που ζούσα σαν πρίγκιπας, με βαρβάτο χαρτζιλίκι κι ιδιωτικό σχολείο, αναγκάστηκα να κάνω τα στραβά μάτια στους καλοκουβαλητές της μάνας μου κι όσα συνεπαγόταν αυτό...
Το 1974 με το που έπεσε η χούντα, απλώς ξεθάψαμε κάτι δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη, κάτι αριστερά βιβλιαράκια και παραδόξως αποκόμματα της υπόθεσης Παγκρατίδη, που δεν καταλάβαινα τότε γιατί μας απασχολούσε μυστικά στην οικογένεια το θέμα, ώσπου πολύ αργότερα έμαθα ότι ο αδελφός της μάνας μου, μέγας κωλομπαράς, πηδούσε ανήλικο τον Παγκρατίδη – δεν ήταν ο μόνος...
Πάντως από νωρίς διάβαζα λογοτεχνία, έγραφα καλές εκθέσεις, έστελνα επιστολές σε περιοδικά κι εφημερίδες, «διηύθυνα» επί έξι χρόνια κι ένα πολυγραφημένο νεανικό περιοδικάκι (προς το τέλος και τυπωμένο), το είχα πάρει πολύ ζεστά, γράφοντας για θέατρα, βιβλία, και το ταχυδρομούσα σε προσωπικότητες. Πήρα επίσης μέρος ως ηθοποιός σε μαθητική παράσταση (το «Παραμύθι χωρίς όνομα») με σχεδόν επαγγελματικές προδιαγραφές, ήμουν ανήσυχος και φιλόδοξος, «ατενίζοντας» το μέλλον μου λαμπρό... Και δεν με ενδιέφερε καθόλου το μέλλον της χώρας, από άγνοια περισσότερο για το τι είχε προηγηθεί πολιτικά και τι θα επακολουθούσε.
Η θεατρική πρωτοπορία που γνώρισα κι εντάχθηκα σεβόταν τον τίτλο της, δεν κάλυπτε ατέλειες, δεν ήταν «ντεμέκ». Αλλά επειδή απαιτούσε πειθαρχία, σωματική αντοχή και πλήρη έλεγχο, πολλές φορές ένιωσα να στεγνώνω σαν ηθοποιός.
— Θυμάσαι ποιες ήταν οι πρώτες σου καλλιτεχνικές επιρροές εκείνα τα χρόνια -αυτό που θα λέγαμε ότι κάποια έργα σε καθόρισαν- ταινίες, παραστάσεις, βιβλία, προσωπικότητες; Τις συνάξεις στα καλλιτεχνικά σινεμά της φοιτητούπολης Θεσσαλονίκης που σχεδόν με δέος έβλεπαν όλοι τα φιλμ τέχνης από την Ευρώπη και τις συζητήσεις που ακολουθούσαν μέχρι πρωίας στα μπαρ και στα σπίτια;
Στην αναμπουμπούλα της ελευθερίας, έτρεχα κι εγώ στον κινηματογράφο Αίαντα των 40 Εκκλησιών για να δω ασπρόμαυρες ταινίες τέχνης, που η λογοκρισία απαγόρευε, αλλά δεν καθόμουν να τις αναλύσω, ακόμα και τώρα εκτιμάω μόνο ό,τι με συγκινεί, δεν πα να λένε αριστούργημα οι άλλοι, αν δεν με πείσει, το αμφισβητώ. Κυρίως στα βιβλία έδινα σημασία, διάβαζα από μικρός Ντοστογιέφσκι, Tολστόι, κλασική λογοτεχνία, κι έφηβος πολύ Καζαντζάκη, μέχρι που τον ξέρασα.
Ο μπαμπάς με πρωτοπήγε θέατρο και σινεμά, ενώ αργότερα οι φωτισμένες καθηγήτριες του Γυμνασίου στο Κρατικό Θέατρο απ' όπου έφευγα ενθουσιασμένος κι άρχιζα να αντιλαμβάνομαι ότι σκηνή κι ηθοποιοί με μαγνήτιζαν. Σύχναζα αρχικά στις παραλιακές καφετέριες της Καλαμαριάς όταν κάναμε σκασιαρχείο, σιγά και δειλά μεταπηδούσα και στο κέντρο, η πιο παράτολμη πράξη μου ως έφηβος ήταν να κατεβαίνω Αθήνα με λεφτά που έκλεβα από τη μάνα μου, για να δω συγκεκριμένες παραστάσεις, από Ποταμίτη και Ξενουδάκη, μέχρι Αμφιθέατρο του Ευαγγελάτου κι επιθεωρήσεις του Ελεύθερου Θεάτρου. Άρχισα να γνωρίζομαι με πρόσωπα, ηθοποιούς, συγγραφείς, να διαβάζω τα πρώτα τεύχη του Αμφί, να πηγαίνω στα τσοντάδικα και στα πάρκα φοβισμένος κι άπρακτος, να με ταρακουνάνε τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου κι ο Ταχτσής.
— Πως ανακάλυψες την Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης της Ρούλας Πατεράκη; Οι θρυλικές παραστάσεις της, στις οποίες συμμετείχες κι εσύ, υπήρξαν όντως οι πρώτες σημαντικές πρωτοποριακές παραστάσεις στον ελληνικό χώρο;
Όταν έβαλα σκοπό να σπουδάσω θέατρο, μου σύστησαν μια ανιαρή δραματική σχολή, απ' όπου έφυγα πάνω στο μήνα χωρίς να πληρώσω τα δίδακτρα. Από διάφορες πληροφορίες έφτασα στη σχολή που διηύθυνε η Κική Λαζόγκα με βασική καθηγήτρια την Πατεράκη, η οποία την επόμενη χρονιά έφτιαξε την Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης αναμορφώνοντας τον κινηματογράφο Άδωνι. Μια σχολή με την οποία η Ρούλα προετοίμαζε και θίασο, αυτή άλλωστε ήταν η επιδίωξή της. Δίδαξα επί πέντε χρόνια μεταξύ 1980 και 1985, αφού είχα πάρει το πτυχίο του ηθοποιού.
Πρώτο έργο στο οποίο συμμετείχα κι εγώ, που κρατούσε με απόλυτη μυστικότητα ακοινοποίητο μέχρι τελευταία στιγμή, το ίδιο έκανε και με τα υπόλοιπα, υπήρξε το Travestie's του Τομ Στόπαρντ, με ρόλους προσωπικότητες, όπως ο Λένιν, ο Τζόις, ο Τζαρά κ.ά. Η Πατεράκη από ιδιοσυγκρασία χειριζόταν εξαιρετικά καλά το «εγκεφαλικό» θέατρο, οι αναφορές κι επιρροές της προέρχονταν από το στιλιζαρισμένο σκανδιναβικό παίξιμο, μπολιασμένο με τη σωματοποίηση του Γκροτόφσκι, του Μπρουκ και όλων των εφαρμοσμένων θεωριών εκείνης της εποχής, δουλειές της Αριάν Μνιουσκίν, κι από σινεμά Μπέργκμαν, Ντράγιερ και Ταρκόφσκι κυρίως. Οι πρόβες σε κάθε έργο διαρκούσαν πολλούς μήνες, έλεγχε την παραμικρή λεπτομέρεια κινήσεων και λόγου, βάζοντάς μας συνεχώς σε διαδικασία αμφισβήτησης όλων των προηγούμενων που υποτίθεται είχαμε κατακτήσει, ένα κέντημα που έραβες και ξήλωνες μέχρι να στρώσουν όλες οι βελονιές στην κατάλληλη θέση. Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της ζωής μου αυτά τα εννιά συνολικά χρόνια (περιλαμβανομένων των σπουδών) που έμεινα δίπλα στην Πατεράκη.
Επόμενο έργο, τα Σκοτεινά εγκλήματα, μια σκηνική «συνύπαρξη» ημερολογίου και πρακτικών δίκης που εξέδωσε ο Φουκό γύρω από την πραγματική ιστορία του νεαρού δολοφόνου Πιέρ Ριβιέρ (τον υποδυόμουν εγώ), σε αντιδιαστολή-ταύτιση με την ηρωίδα του Φασμπίντερ (την υποδυόταν η Ρούλα) στο έργο του Ελευθερία στη Βρέμη. Τρίτη παράσταση, το πολυΜπέκετ (εκεί εμφανιζόμουν κι ολοτσίτσιδος!), μια σπαρακτική ματιά στην μπεκετική αντίληψη του κόσμου, το έργο παίχτηκε και στην Αθήνα, προσαρμοσμένο συναρπαστικά στο παλιό εργοστάσιο παρκέτων της Βουλιαγμένης. Ακολούθησε μια «αρπαχτή» στο θέατρο Κήπου (και στις αρπαχτές η Πατεράκη σού 'βγαζε το λάδι!) με το Φως στα σκοτάδια του Μπρεχτ, ώσπου ήρθε η Έντα Γκάμπλερ (1984 - 85), το κύκνειο άσμα μας. Το είχε προβλέψει κι η ίδια ότι ίσως να ήταν η τελευταία συνεργασία μας, κατ' ευφημισμόν «συνεργασία», γιατί με την Πατεράκη δεν συνεργαζόσουν, έπρεπε να υποταχτείς, πράγμα που συνέβαινε και στον Κουν. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν ότι ήθελε να πρωταγωνιστεί η ίδια, πράγμα που καθυστερούσε τις πρόβες εξαντλητικά και η επανάληψη έφτανε τις αντοχές μας στα όριά τους.
— Παράλληλα με την καλλιτεχνική πρωτοποριακή δραστηριότητα ανήκεις και στην πρώτη απενοχοποιημένη γενιά ομοφυλοφίλων. Θυμάσαι να συμπλέουν καλλιτεχνική ζωή και ελεύθερο πνεύμα καταλήγοντας σε μια απελευθερωμένη σεξουαλικότητα; Ήσουν και απο τους πρώτους ανοιχτά γκέη με λογοτεχνικό έργο με τη συλλογή διηγημάτων Το πάρκο...
Άρχισα να γράφω τα κείμενα του Πάρκου στα 21 μου. Νομίζω δεν θα τολμούσα αν δεν διάβαζα τα πρώτα τεύχη του Αμφί. Είχα ήδη μυηθεί σε πάρκα και τσοντάδικα, κυκλοφορούσε ένα πνεύμα ελευθερίας στα ερωτικά, πήγαινα και με άσχετες ακόμα παρέες (λ.χ. τον Κωστή Μοσκώφ και την Πόπη, τη γυναίκα του) σε τραβεστάδικα, τέλη δεκαετίας '70 με αρχές του '80 δοκιμάζαμε τα πάντα, βοήθησε και το μπαρ Banal του Ηρακλή Δούκα, επικρατούσε μια γενική αίσθηση απελευθέρωσης κι απενοχοποίησης, αν και οι ρόλοι τότε στο σεξ ήταν σχεδόν απαραβίαστοι. Καλλιτέχνες συμπλέκονταν με λαϊκά παιδιά και φαντάρια...
Το Πάρκο κυκλοφόρησε το '81, δεν αισθανόμουν ότι έκανα κάτι σπουδαίο, πίστευα απλώς ότι μπορεί να βοηθούσε κι άλλα παιδιά σαν εμένα να μιλήσουν ανοιχτά για τις επιθυμίες τους, όχι με βάση κάποιες αρχές και οριοθετήσεις. Μετά από πολλά χρόνια ακούγοντας διάφορα για τα κείμενα εκείνα και πόσο ωφέλιμα στάθηκαν σε κάποιους, μπορώ να περηφανεύομαι όχι τόσο για την λογοτεχνική τους αξία, όσο για τη χρησιμότητά τους.
— Συνδέθηκες ως ηθοποιός με τις πρώτες σκηνοθετικές απόπειρες του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Που «συναντιόταν» με την Πατεράκη; Επίσης έπαιξες σε μια από τις πρώτες γκέι ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, για τη ζωή του Λαπαθιώτη. Τελικά η φήμη που συνοδεύει τους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας και του περιθωρίου, δηλαδή των «καταραμένων» δημιουργών, δικαιώνεται και στην πραγματική ζωή;
Πριν τον Μαρμαρινό, που μου πρότεινε να παίξω στο πρώτο του έργο, αλλά δεν μπορούσε να μου εξασφαλίσει στέγη στην Αθήνα, πήγα στο θέατρο Σημείο του Νίκου Διαμαντή για την παράσταση Η εφεύρεση του Μορέλ. Τον επόμενο χρόνο ο Μαρμαρινός επανήλθε κι έτσι συμμετείχα στο Στρίντμπεργκ-Στρίντμπεργκ με Αμαλία κι Αριέττα Μουτούση, Σοφία Σειρλή κ.ά. Δεν ανταποκρίθηκα στις προσδοκίες του. Ενώ ήταν ικανοποιημένος από τις πρόβες, ο διάολος του πανικού μήπως ξεχάσω τα λόγια, έβαζε τρικλοποδιές στην απόδοσή μου μπρος στο κοινό. Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της παραίτησής μου από ηθοποιός. Ο Μαρμαρινός ήταν σαφώς πιο διαλλακτικός από την Πατεράκη, τον είχα κιόλας προειδοποιήσει ότι είμαι «κακούλης» κι ότι μ' αρέσει να λέω τη γνώμη μου. Όχι ότι το δέχτηκε. Εκεί ένιωσα αμήχανα, δεν σου εξηγούσε πού σκόπευε η διαδικασία όταν ζητούσε να δοκιμάσεις κάτι, σε άφηνε να λειτουργείς σα σώμα στα ερεθίσματα, καμία πληροφορία, κι εγώ ήθελα να ξέρω και να επεξεργάζομαι τα πάντα, εξαιτίας του «εγκεφαλικού» τρόπου δουλειάς που είχα μάθει στην Πατεράκη...
Η θεατρική πρωτοπορία που γνώρισα κι εντάχθηκα σεβόταν τον τίτλο της, δεν κάλυπτε ατέλειες, δεν ήταν «ντεμέκ». Αλλά επειδή απαιτούσε πειθαρχία, σωματική αντοχή και πλήρη έλεγχο, πολλές φορές ένιωσα να στεγνώνω σαν ηθοποιός, να την αμφισβητώ όταν δεν είχα απόλυτη αίσθηση κι επίγνωση τι και γιατί κάνω εκείνο που μου επέβαλαν, άρχισα να κατηγορώ ορισμένους σκηνοθέτες του είδους ότι έφτιαχναν μόνον ωραίες εικόνες χωρίς μεδούλι, πράγμα που συνέβαινε. Πάντως όσους καλλιτέχνες ή δημιουργούς γνώρισα, κάθε άλλο παρά αιρετικούς ή καταραμένους θα τους χαρακτήριζα στις εκτός θεάτρου αντιλήψεις κι εκδηλώσεις τους. Μην πω ότι ήταν συντηρητικότεροι από πολλούς κατεστημένους...
Ως πρωτοποριακός αντιμετωπίστηκε κι ο Σπετσιώτης μέχρι που έκανε το Μετέωρο και Σκιά (1986), την ταινία για τον Λαπαθιώτη, όπου συμμετείχα. Με είχαν ήδη συνδέσει με την gay κουλτούρα, οπότε δεν τέθηκε ποτέ θέμα να μην υποστηρίξω ο,τιδήποτε σχετικό, όσο κι αν με το τρίτο μου βιβλίο Οι φίλοι ή Παραχάραξη ηθικής προσπάθησα να ξεφύγω από τον άμεσο και βιωματικό λόγο του gay «ήρωα». Η κινηματογραφική μου εμπειρία στάθηκε συναρπαστική. Αν μπορούσα να είμαι ευέλικτος, μόνο σινεμά θα προτιμούσα να κάνω - λέμε τώρα! Με τους χιλιάδες ηθοποιούς να στριμώχνονται για ένα ρολάκι οπουδήποτε, ιδίως στα χρόνια της Κρίσης, ποιος, πού, πότε να μου ξανασυμβεί;
— Έκανες μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών όπου έγραφες και σκηνοθετούσες Φανταστικές συνεντεύξεις. Πέρασαν πολλοί ηθοποιοί από τις εκπομπές σου. Ένιωσες ότι συνέβαλες στο να συντηρήσεις ή ακόμα και να διορθώσεις τη φήμη κάποιων μυθικών προσωπικοτήτων;
Οι Φανταστικές συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ3, που κράτησαν αρκετά χρόνια, με ξεθέωναν. Έπρεπε να διαβάζω από πολλές πηγές προκειμένου να συγκεντρώνω το υλικό των ερωτοαπαντήσεων, να μορφοποιώ έτσι το κείμενο ώστε να δίνει την ψευδαίσθηση του άμεσου λόγου στη γραπτή συνέντευξη, να ψάχνω στις δισκοθήκες τη μουσική επένδυση κι ύστερα, το πιο δύσκολο, να προσπαθώ να ταυτίσω, κατά προσέγγιση έστω, την προσωπικότητα που επέλεγα με κάποιον ηθοποιό ή όχι απαραίτητα. Πέρασαν εκατοντάδες από το μικρόφωνο των «φανταστικών συνεντεύξεων», δειγματοληπτικά αναφέρω τον Κώστα Ματσακά που υποδύθηκε τον Καβάφη, τον Μαρωνίτη ως Μπόρχες, τον Θωμά Κοροβίνη ως Γιώργο Ιωάννου, τη Λυδία Φωτοπούλου ως Λαμπέτη, σύνολο εκπομπών κοντά 500!
Αυτούς που αγαπούσα και «γνώριζα» περισσότερο (όπως τον Προυστ, λ.χ.) τολμούσα να τους δίνω άλλη διάσταση, πέρα από τη γνωστή.
Τα βιβλία Από το πάρκο στο κενό και Οι φίλοι ή Παραχάραξη ηθικής επανεκδόθηκαν και κυκλοφορούν απο τις εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο LIFO.gr τον Αύγουστο του 2012.
σχόλια