Από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή, τα όρια μεταξύ πλατείας και σκηνής παραμένουν θολά. Από τη μια οι ηθοποιοί: ανυπόμονοι, εκνευρισμένοι και απρόθυμοι να υπηρετήσουν τους πειραματισμούς αυτού του παράξενου σκηνοθέτη. Από την άλλη ο σκηνοθέτης: αυτάρεσκος και φλύαρος, προσπαθεί διαρκώς να τους πείσει ότι η αληθοφάνεια θα γεννηθεί μέσα από τον αυτοσχεδιασμό και όχι μέσα από τη δουλική προσήλωση σε ένα προσχεδιασμένο «σενάριο». Τους ζητάει να κολυμπήσουν στα βαθιά χωρίς σωσίβιο, οι ηθοποιοί όμως επαναστατούν μπροστά σε μια τέτοια παράλογη απαίτηση: επιμένουν ότι πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων τα λόγια τους, προκειμένου να σφυρηλατήσουν τις λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα που υποδύονται.
Για να το επιτύχουν αυτό, δεν τους αρκούν οι αδρές γραμμές της πλοκής που έχει σχεδιάσει ο σκηνοθέτης. Χρειάζονται τις ακριβείς ατάκες, τις ακριβείς εισόδους κι εξόδους, τις στιγμές της κορύφωσης και της σύγκρουσης, του θανάτου και του πόνου τους, έτσι ώστε απρόσκοπτα να φανερώσουν το μεγαλείο τους. «Μα, δεν μπορώ να πεθάνω έτσι! Δεν με άφησαν να μπω στην κατάσταση... Γι' αυτό τους χαμογελάω και δεν πεθαίνω... Ούτε καν η υπηρέτρια δεν ήρθε!» διαμαρτύρεται ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Παλμίρο, πατέρα της οικογένειας Λα Κρότσε, φανερά συγχυσμένος από την έλλειψη συντονισμού στη σκηνή του θανάτου του.
Τι παρακολουθούμε: παράσταση ή πρόβα; Ποιο έργο ήρθαμε να δούμε: το «μέσα» ή το «έξω»; Μια κωμωδία για έναν θίασο ματαιόδοξων θεατρίνων ή ένα οικογενειακό μελόδραμα με φόντο τη Σικελία; Ποιος θα καταλάβει τη «σκηνή»: ο κόσμος των ηθοποιών ή ο κόσμος των ηρώων;
Οι ηθοποιοί τσακώνονται, η υπηρέτρια δεν έρχεται, ο καναπές βρίσκεται κατά λάθος στην άκρη της σκηνής, η πρωταγωνίστρια αποφασίζει ν' αλλάξει την ατάκα της, ο σκηνοθέτης εκδιώκεται, ο συγγραφέας είναι νεκρός. Τι συμβαίνει, τέλος πάντων; Πότε ήρθαν τα πάνω κάτω;
Τι παρακολουθούμε: παράσταση ή πρόβα; Ποιο έργο ήρθαμε να δούμε: το «μέσα» ή το «έξω»; Μια κωμωδία για έναν θίασο ματαιόδοξων θεατρίνων ή ένα οικογενειακό μελόδραμα με φόντο τη Σικελία; Ποιος θα καταλάβει τη «σκηνή»: ο κόσμος των ηθοποιών ή ο κόσμος των ηρώων;
Στο κείμενο του Πιραντέλο οι δύο κόσμοι δεν είναι ποτέ ευδιάκριτοι: όταν πεθαίνει η Μομίνα Λα Κρότσε, θύμα του ζηλόφθονου Βέρι που την κρατά φυλακισμένη στον γάμο τους, η συγκίνηση που γεννιέται από την ερμηνεία της ηθοποιού που την υποδύεται είναι τόσο μεγάλη ώστε, προς στιγμήν, οι δύο διαστάσεις ταυτίζονται – όχι μόνο στο δικό μας θυμικό αλλά και στο δικό της.
Βλέπουμε την ηθοποιό να επανέρχεται με δυσκολία στην «κανονική» ζωή, εμφανώς καταπονημένη από την προσπάθεια που μόλις κατέβαλε για να «γίνει» η Μομίνα. Οι συνάδελφοι τη ρωτούν «τι συνέβη, έχεις κάτι;» κι εκείνη απαντά «όχι, κουράστηκε λίγο η καρδιά μου. Αφήστε με να πάρω μιαν ανάσα και πάμε για υπόκλιση».
Είναι μια μαγική στιγμή όταν αποκαλύπτεται τόσο περίτεχνα η διπλή διάσταση της συνείδησης, η ικανότητά μας δηλαδή να είμαστε ταυτόχρονα εμείς αλλά και «άλλοι», αληθινοί ή και φανταστικοί, πιθανές εκδοχές του εγώ που κατοικούν μέσα μας και περιμένουν να αναδυθούν στην επιφάνεια την κατάλληλη στιγμή, με την κατάλληλη ώθηση.
Μακάρι να ξέραμε εκ των προτέρων το «σενάριο». Μακάρι να ξέραμε ακριβώς τι να πούμε, πότε να εμφανιστούμε στη «σκηνή» και πότε να αποχωρήσουμε μεγαλοπρεπώς. Δικαίως διεκδικούν αυτό το προνόμιο οι ηθοποιοί, εφόσον δεν μπορούν να οργανώσουν διαφορετικά τις κινήσεις τους. Χωρίς την αποκρυστάλλωσή της σε μια φόρμα, η ζωή δεν μπορεί να γίνει τέχνη. Η αιώνια ένταση ανάμεσα στις δύο, την ακινησία της φόρμας και τη ρευστότητα της ζωής, διαπνέει το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, καλώντας τον θεατή να αποδεχτεί ότι το θέατρο και η ζωή βρίσκονται, ή θα έπρεπε να βρίσκονται, σε μια διαλεκτική σχέση.*
«Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό, είναι οι άνθρωποι, εγώ, εσείς... Είναι η αδιακρισία σας στη μοναξιά μας... Είναι η ανάσα σας στη σιωπή μας... Τέλος, είναι η αγάπη σας για μας» λέει με μελιστάλαχτη φωνή ο Δημήτρης Μαυρίκιος όρθιος πάνω στη σκηνή του Εθνικού, στον ρόλο του Σκηνοθέτη, τυλιγμένος σ' ένα σύννεφο από χατζιδακικές μελωδίες.
«Μήπως προεξοφλείτε την αγάπη μας;» ρωτάει επιθετικά ένας από τους ηθοποιούς της παράστασης, ο οποίος κάθεται στην πλατεία του θεάτρου ως δήθεν μέλος του κοινού. «Γιατί διακόπτετε την παράσταση;» ρωτάει ένας άλλος «θεατής». «Θα το εξηγήσω στους πραγματικούς θεατές και όχι σε ηθοποιούς που υποδύονται τους θεατές, Λυδία μου, αγαπημένη», απαντά ο Μαυρίκιος «αποκαλύπτοντας» την αληθινή ταυτότητα της «αγενούς» κυρίας που «δεν έχει διάθεση να υποστεί τους πειραματισμούς» του (Λυδία Φωτοπούλου).
Οι συντελεστές της παράστασης επιχειρούν στη συνέχεια να αναπλάσουν το δίπολο φαντασίας-πραγματικότητας που διέπει το έργο του Πιραντέλο, προσαρμόζοντάς το όχι μόνο στα ελληνικά καλλιτεχνικά δεδομένα αλλά και στα προσωπικά δεδομένα των ηθοποιών που συμμετέχουν.
Έτσι, από τη μια μας εξηγούν για ποιον λόγο χρησιμοποίησαν τη μουσική που ο Χατζιδάκις είχε γράψει για την πρώτη σκηνική παρουσίαση του έργου στη χώρα μας (το 1961, σε μετάφραση-σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ), δημιουργώντας «ένα άλλο κλίμα που ερμηνεύει ίσως και πιο σωστά την ουσία του έργου», όπως ακούγεται η ίδια η φωνή του συνθέτη να μας εξηγεί. Από την άλλη, οι ηθοποιοί, ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, θυμούνται ιστορίες από το παρελθόν («Ο Χατζιδάκις ήταν η μοίρα μου» λέει η Ράνια Οικονομίδου και αφηγείται το σχετικό περιστατικό) ή προβαίνουν σε εκμυστηρεύσεις για τον φόβο του θανάτου: «Θέλω να πεθάνω όρθιος στο σανίδι» μας εξομολογείται ο 92χρονος Γιάννης Βογιατζής.
Και να το «Μαντολίνο», να η «πέτρα», να ο «Ταχυδρόμος». Πότε μόνα τους και πότε όλα μαζί, σε σπέσιαλ mix διά χειρός Κυπουργού. Η σκηνή περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, δύο ζευγαράκια κυνηγιούνται ανέμελα, ένα αγοράκι τρέχει πέρα-δώθε, η βοηθός σκηνοθέτη δήθεν παρεμβαίνει με απορίες κ.ο.κ.
Πραγματικά, νομίζει κανείς πως γυρίσαμε αίφνης στη δεκαετία του '60: ο βομβαρδισμός με γνώριμες, συγκινησιακά φορτισμένες μελωδίες και ιστορίες της εποχής, το παλιομοδίτικο παίξιμο των περισσότερων ηθοποιών, ο συγκαταβατικός τρόπος που μας μιλάνε και μας εξηγούν το καθετί λες και είμαστε λοβοτομημένοι, το σκέρτσο των grandes dames, όλα αυτά συνθέτουν μια μεγάλη λίμνη νοσταλγίας που απειλεί να μας πνίξει στα γλυκερά νερά της.
Ακόμη κι όταν προσπαθεί να αστειευτεί ή να αυτοσαρκαστεί, η παράσταση αποτυγχάνει: η ηθοποιός που διαμαρτύρεται ότι πήγε στο Ωδείο και δεν είναι πια φάλτσα, η συνάδελφος που καταγγέλλει τη βάναυση συμπεριφορά των σκηνοθετών, η θεατρική αποδόμηση που γεννά «άρες μάρες κουκουνάρες», τα επαναλαμβανόμενα αστεία για τα πέντε ή έξι ή εφτά «επίπεδα» των ρόλων, «το ρώτησες το μαντολίνο;» και άλλα παρεμφερή ενισχύουν τη γενικότερη εντύπωση ενός άνευρου και ξεπερασμένου χιούμορ.
Η φωνή του Μάνου, η φωνή του Λουίτζι, ένα κινηματογραφημένο drag show με τον Νίκο Καραθάνο να οδύρεται για τον 17χρονο ταχυδρόμο, λίγο από «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», λίγο από «Anonymous», ο πανταχού παρών Χατζιδάκις που μοιάζει λες και η παράσταση συνιστά hommage στη μουσική του κι ο ίδιος θα πηδήξει από κάποιο θεωρείο, ένας υπερήλιξ που δακρύζει στο αναπηρικό καροτσάκι του, μια γιαγιά που εξηγεί στο εγγονάκι της ότι «είναι όλα ψεύτικα», δεν υπάρχει συναισθηματικό τέχνασμα που να μην επιστρατεύθηκε για να εκβιάσει τη συγκίνησή μας.
Μοναδικό εύρημα που επιτυγχάνει ουσιαστική συνομιλία με τις έννοιες του διπλού, της μάσκας και του καθρέφτη αποδεικνύεται η εμφάνιση των κερκίδων με το ψεύτικο «κοινό» στο βάθος της σκηνής. Προς στιγμήν αναρωτιόμαστε μήπως βλέπουμε ένα όραμα: πού βρέθηκαν όλοι αυτοί; Είναι αληθινοί ή όχι; Είμαστε εμείς ή κάποιοι άλλοι; Και τα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν μέχρις ότου καταλάβουμε ότι αντικρίζουμε κούκλες-ομοιώματα, τα δευτερόλεπτα αυτά περικλείουν όλη την ουσία της –κατά τα άλλα χαμένης– υπόθεσης της βραδιάς.
Info
Λουίτζι Πιραντέλο, Απόψε αυτοσχεδιάζουμε
Μετάφραση- διασκευή-σκηνοθεσία: Δημήτρης Μαυρίκιος
Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης
Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Διασκευή-προσαρμογή- ενορχήστρωση μουσικής: Νίκος Κυπουργός
Σχεδιασμός ήχου- ενορχήστρωση: Στάθης Σκουρόπουλος
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Κίνηση-χορογραφίες: Βάλια Παπαχρήστου
Κινηματογραφική σκηνοθεσία: Δημήτρης Μαυρίκιος, Αγγελος Παπαδόπουλος
Διευθυντής φωτογραφίας-ειδικά εφέ: Αγγελος Παπαδόπουλος
Μοντάζ: Ιωάννα Σπηλιοπούλου
Διανομή: Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Μαρία Βαρδάκα, Αλέξανδρος Βάρθης, Γιάννης Βογιατζής, Δημήτρης Κακαβούλας, Δημήτρης Μαυρίκιος, Γιώργος Μπένος, Ράνια Οικονομίδου, Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, Στέφανος Παπατρέχας, Γιούλικα Σκαφιδά, Νεκτάριος Φαρμάκης, Λυδία Φωτοπούλου
Εθνικό Θέατρο - Κτίριο Τσίλλερ - Κεντρική σκηνή
Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, 210 5288170, www.n-t.gr
10/11/2018-24/2/2019
Tετ., Κυρ.: 19:00, Πέμ.-Σάβ.: 20:30
18/11-2/12/2018: Τετ. & Κυρ.: 17:30, Πέμ.-Σάβ.: 21:00. (Δεν θα πραγματοποιηθεί παράσταση στις 18/11)
Παρ.-Κυρ. αγγλικοί υπέρτιτλοι
Είσοδος: €5 - €25