Αυτή Σφήκα, εμείς κότες

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Οτιδήποτε θετικό εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιό του εαυτού της και της πένας της. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης
0

Όσες αλυσίδες κι αν του περάσουν, όσες φοβέρες κι αν εξαπολύσουν εναντίον του, εκείνος δεν ακούει κανέναν. Kαμία πολιτική εξουσία, καμία κοινωνική επιταγή, κανένας συγγενικός δεσμός, κανένας καθωσπρεπισμός δεν μπορεί να τον φιμώσει. «Πρέπει να λέω την αλήθεια! Πρέπει να τη λέω!» ωρύεται στη μέση της ορχήστρας, δεμένος από το πόδι με ένα μακρύ σχοινί, σαν σκλάβος «παλαιάς κοπής» ή σαν αιχμαλωτισμένο ζώο. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, ακριβώς επειδή λέει όλα όσα απαγορεύεται να ειπωθούν, ο ήρωας της Λένας Κιτσοπούλου, ως άλλος αριστοφανικός Φιλοκλέων, έχει τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, και μάλιστα από τον ίδιο του τον γιο, ο οποίος κατέφυγε στη λύση αυτή προκειμένου να αναγκάσει τον ατίθασο πατέρα του ν’ ασπαστεί τα ήθη και τους κώδικες της εποχής μας.

Το σχέδιο πατρικής αναμόρφωσης δεν μοιάζει να πηγαίνει και πολύ καλά όμως. Γιατί ο αλυσοδεμένος άνδρας επιμένει να επιτίθεται κατά μέτωπο σε όλες τις εκφάνσεις της μόδας, στις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, στα φετίχ του καλλιτεχνικού στερεώματος, στις μανίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση.

Η γλώσσα του τσακίζει κόκαλα: όχι μόνο κοροϊδεύει την ανατομία της ημίγυμνης κοπέλας που εμφανίζεται ζητώντας απελπισμένα βοήθεια αλλά επιχαίρει κιόλας όταν εκείνη πέφτει θύμα βιασμού από έναν ανάλγητο «σωτήρα»-αστυνομικό: «Καλά σου κάνανε! Τα ’θελε η κωλάρα σου! Με τα βυζιά έξω όλη την ώρα!» της φωνάζει. Τα βάζει με τους τουρίστες που «πάνε στα μαγαζιά και κάθονται πέντε ώρες πίνοντας μια μπίρα», ειρωνεύεται τη Βίκυ Καγιά («ήτανε ρούχο αυτό που φόραγε τις προάλλες;»), τις τηλεοπτικές εκπομπές που «παίρνουν τις χοντρές και τους λένε “τράβα να ψωνίσεις, είσαι κούκλα”, τον Κούγια που «πήγαινε στην Ευελπίδων μ’ ένα καλαθάκι να μαζέψει βατόμουρα», τον Σπύρο Μπιμπίλα («Τι θλίψη να ξέρεις τον Μπιμπίλα / Τι ωραία που θα ’ταν η ζωή χωρίς Μπιμπίλα») κ.ο.κ.

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Ετούτος ο ήρωας δεν είναι απλώς αθυρόστομος, είναι πολύ περισσότερα, θέλει να μας πείσει: είναι ο ηρωικός νοσταλγός και ακαταπόνητος υπερασπιστής μιας χαμένης εποχής αυθεντικότητας και ειλικρίνειας, μιας εποχής ένδοξης, όταν οι άνθρωποι έτρωγαν ακόμη αληθινό παστίτσιο και μεζέδες με οδοντογλυφίδα, έλεγαν ανενδοίαστα τον χοντρό «χοντρό», χωρίς να φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν γι’ αυτό, όταν οι άντρες ήταν «άντρες» επειδή άλλαζαν το λάστιχο το παλιό, το τρυπημένο, και η γυναίκα «μπορούσε να στηριχτεί σε μπράτσα ιδρωμένα και παλάμες γεμάτες γράσο» («Άντρες είν’ αυτοί που βάζουν αντισηπτικά στα χέρια, αντί ν’ αφήσουν το γράσο να πιάσει τη ρώγα της γυναίκας;»), όταν οι ομοφυλόφιλοι δεν παντρεύονταν και δεν υιοθετούσαν παιδιά («πόσα “μπαμπά” να πει ένα παιδί;»), όταν στην Ελλάδα δεν ακούγονταν τα ουρλιαχτά των δικαιωματιστών και των καναλιών, εφόσον όλοι οι καημοί εκφράζονταν με τη φωνή του μοναδικού, του ανεπανάληπτου Στέλιου Καζαντζίδη. 

Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πάντως, ότι ο πρώτος εκφράζει πολλές από τις δικές της, προσωπικές εμμονές, με την κριτική στη σύγχρονη γαστρονομία, την απέχθεια στην πολιτική ορθότητα («Εγώ μεγάλωσα τη δεκαετία του ογδόντα», μας έλεγε σε άλλη, πρόσφατη δουλειά της, «και τότε τον πούστη τον λέγαμε πούστη») και την πράξη του βιασμού –για να επιλέξω μερικές– να αναδύονται και πάλι ανατριχιαστικά κυρίαρχες στη θεματολογία της. Και δίχως άλλο, αυτό που τη συνδέει έντονα μαζί του είναι η αδιάσειστη πεποίθηση ότι στέκονται «μόνοι εναντίον όλων» ως άλλες σωκρατικές αλογόμυγες που τσιμπούν επίμονα τον κοιμισμένο ελληνικό λαό, αναλαμβάνοντας πλήρως το ρίσκο των «αντισυμβατικών» λεγομένων τους και αψηφώντας τολμηρά τις συνέπειες.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Σε τι ακριβώς συνίσταται, όμως, αυτό το ρίσκο; Τι είναι αυτό που λένε «έξω από δόντια», χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, ευελπιστώντας ότι θα διαπεράσουν όλες τις στρώσεις της μικροαστικής υποκρισίας μας μέσα από αλλεπάλληλα σοκ; 

Θα είχε ίσως κάποιο νόημα να επαίρεται κανείς για το θάρρος του, αν πράγματι ήταν αποφασισμένος να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο και να επιτεθεί στους ισχυρούς. Τίποτα τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει εδώ: πρώτον, επειδή οι στόχοι που επιλέγονται είναι ως επί το πλείστον ακίνδυνοι (πόσους τριγμούς θα προκαλέσεις στο σύστημα, δηλαδή, αν σατιρίζεις τον Μπιμπίλα, την Καγιά, το αμπελοφάσουλο, τον Νίκο Καββαδία, τον ρακένδυτο τουρίστα, τον Έλληνα «μαμάκια» ή τις κυρίες που ντύνουν με γουνάκια τα σκυλάκια τους;). Και δεύτερον, επειδή, ακόμη και τα σοβαρότερα θέματα που εισχωρούν στην ατζέντα (όπως η αστυνομική βία ή η άνοδος του φασισμού) δεν εξετάζονται εις βάθος. Αυτό που ακούμε είναι μονάχα ο ήχος ενός μύλου που τα αλέθει όλα – από την Πισπιρίγκου και τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο μέχρι τον Αντετοκούνμπο και τον Πέτρο, τον πελεκάνο της Μυκόνου. Ένα διαρκές name dropping που μοιάζει περισσότερο καθοδηγούμενο από το άγχος να βάλει τσεκ στα πρόσωπα της επικαιρότητας με τρόπο επιδερμικό, γαργαλώντας τις μύτες μας, αλλά αποφεύγοντας να ανοίξει έστω κι ένα ρουθούνι. 

Υπάρχουν, φυσικά, μερικές αναλαμπές στη διάρκεια της παράστασης, όπως ο χλευασμός της αγωνίας μας να έχουμε άποψη για όλα και να «δικάζουμε» τους πάντες («Δεν ξέρεις; Μάθε! Μάθε! Να πεθάνει όποιος δεν έχει άποψη για την κηπουρική, τη χειρουργική, τη vegetarian τροφή, τα γαμήσια στην Ευρωβουλή») ή η στιγμή της μεταμόρφωσης του πατέρα σε κοστουμαρισμένο πολιτικό που θα μπει στη Βουλή υποσχόμενος την κατάργηση των συντάξεων, «για να μη νιώθουν άχρηστοι αυτοί οι άνθρωποι». Συμπαθής, τέλος, ο γέρος-Σφήκας, ο τελευταίος εναπομείνας  ενός «αρχαίου» Χορού, που βυθίζεται στη μοναξιά του, αδυνατώντας να κατανοήσει τον ρόλο του μέσα στο σύγχρονο θεατρικό τοπίο.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
O Nίκος Καραθάνος. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Οτιδήποτε θετικό, όμως, εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιο του εαυτού της και της πένας της. Προλαβαίνοντας εκ των προτέρων οποιονδήποτε διανοηθεί να της ασκήσει κριτική («Και θα μου πεις εσύ αν έχω σχέση με τις “Σφήκες”; Την κριτική σου / όπου είσαι / βάλ' την στον κώλο σου / όποιος είσαι»), στέφεται μόνη της βασίλισσα, αυτοαναγορεύεται στην κατεξοχήν, την απόλυτη Σφήκα, αυτή που θα γίνει πεταλίδα «στα μυαλά μας, θα κολλήσει και θα τα γαμήσει», αυτή που θα καπνίσει(!) και θα χαλάσει «τ’ αρχαία τα δοκάρια», αυτή που θα ξεμπροστιάσει «τα αρχαία μας τα έργα μες στο ψέμα», που θα βγάλει ζώα στη σκηνή (κι ας έρθει η Φιλοζωική), που θα κάνει «την καλύτερη παράσταση όλου του καλοκαιριού», που θα φωνάζει όσο έχει ακόμη αναπνοή, κι άμα τα φτύσει, πάλι «θα μας γαμήσει», αυτή που είναι επικίνδυνη για το σύστημα και δεν θα ’πρεπε το Εθνικό να της αναθέσει έργο («Δεν έπρεπε το Εθνικό σε μένα έργο να προτείνει / Δε φταίω εγώ / Εγώ δε φεύγω από δω, μ’ έχουν προσλάβει»), αυτή που πυροβολεί, αυτή που θα τα πει, αυτή που προκαλεί, κι ας την κάψουμε στην Πνύκα ζωντανή. Τι άλλο να κάνουμε σε μια τέτοια Ζαν ντ’ Αρκ που δεν μας αξίζει; Εμείς δεν έχουμε πυγμή, είμαστε σκλάβοι μαλθακοί, κοιμισμένοι και νωθροί.  

Εκείνη βασίλισσα κι εμείς σκλάβοι. Εκείνη Σφήκα κι εμείς «κότες». 

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Θα μπορούσαμε ακόμη και να απολαύσουμε δυο-τρεις ερμηνείες που διασώζονται μέσα στον καταιγισμό (ιδίως του Πάνου Παπαδόπουλου ως «γιου» αλλά και του Θοδωρή Σκυφτούλη ως «πατέρα»).

Αυτό που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε, όμως, είναι η κραυγαλέα απουσία γόνιμης σάτιρας. Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της Δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση. Όσο κι αν ο κεντρικός ήρωας ακκίζεται πως εκφράζει με παρρησία την «αλήθεια», ότι υιοθετεί έναν δήθεν αιρετικό λόγο, εκφράζοντας αυτό που όλοι σκεφτόμαστε, αλλά κανένας μας δεν τολμά να ξεστομίσει, επί της ουσίας αναμασά ισοπεδωτικά κλισέ, ακυρώνει ανθρώπους και ποδοπατά τις πάσης φύσεως διαφορετικότητες.  

Σφήκες
Ελεύθερη διασκευή της Λένας Κιτσοπούλου, βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη
Μια συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 14 και το Σάββατο 15 Ιουλίου

Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη διασκευή - σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά - κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης (ηλεκτρικό μπάσο), Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι), Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης

Αναλυτικά η περιοδεία:
22 Iουλίου: Καβάλα - Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
25 Ιουλίου: Θεσσαλονίκη - Θέατρο Δάσους
30 Ιουλίου: Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
5 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Δίον
29 Αυγούστου: Ηλιούπολη - Δημοτικό Θέατρο Άλσους «Δημήτρης Κιντής»
6-9 Σεπτεμβρίου: Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά
16 Σεπτεμβρίου: Κηποθέατρο Παπάγου
22 Σεπτεμβρίου: Βύρωνας - Θέατρο Βράχων

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέσα στον θησαυρό με τις εμβληματικές φορεσιές της Δόρας Στράτου

Θέατρο / «Κάποτε έδιναν τις φορεσιές για έναν πλαστικό κουβά, που ήταν ό,τι πιο μοντέρνο»

Μια γνωριμία με τη μεγάλη κληρονομιά της Δόρας Στράτου μέσα από τον πλούτο αυθεντικών ενδυμάτων που δεν μπορούν να ξαναραφτούν σήμερα και συντηρούνται με μεγάλο κόπο, χάρη στην αφοσίωση και την εθελοντική προσφορά μιας ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν και συνεχίζουν το όραμά της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Οι Αθηναίοι / Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τους ανθρώπους με αναπηρία, η Βασιλική Δρίβα περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και τις χαρές, και μπορεί πλέον να δηλώνει, έστω δειλά, πως είναι ηθοποιός. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ξαναγράφοντας τον Ίψεν

Θέατρο / Ο Ίψεν στον Πειραιά, στο μουράγιο

«Δεν είναι εύκολο να είσαι ασυμβίβαστη. Όπως δεν είναι εύκολο να ξαναγράφεις τον Ίψεν» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Εχθρός του λαού» σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Lifo Videos / «Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Η ηθοποιός Παρασκευή Δουρουκλάκη μιλά για την εμπειρία της με τον Πέτερ Στάιν, τις προσωπικές της μάχες με το άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και για το θέατρο ως διέξοδο από αυτές.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Θέατρο / Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Από τον ρόλο της Μάσα στην πραγματική ζωή, από το Ηράκλειο όπου μεγάλωσε μέχρι τη ζωή με τους ανθρώπους του θεάτρου, από τον φόβο στην ελευθερία, η ζωή της Μαρίας Σκουλά είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος που όμως την οδήγησε σε κάτι δυνατό και φωτεινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Θέατρο / Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Μέσα από την εναλλαγή αφηγήσεων, εμπειριών, αναπαραστάσεων, χορού, βίντεο και ήχου, η παράσταση του Γιώργου Βαλαή αναδεικνύει τις διαφορές αλλά και τις συνδέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυο διαφορετικών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρομέο Καστελούτσι: «Όπου παρεμβάλλεται το κράτος, δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εναντίον του κράτους και το κράτος εναντίον του έρωτα».

Θέατρο / Ρομέο Καστελούτσι: «Πάντα κάποιος πολεμά τον έρωτα. Και οι εραστές είναι πάντα τα θύματα»

Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, λίγο πριν επιστρέψει στην Αθήνα και στη Στέγη για να παρουσιάσει τη «Βερενίκη» του, μας μίλησε για τον έρωτα, τη γλώσσα και τη μοναξιά, την πολιτική και την ανυπέρβλητη Ιζαμπέλ Ιπέρ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
CHECK How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της συστημικής ιστορίας

Θέατρο / How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της Iστορίας

Σκηνοθετημένη από έναν νέο δημιουργό, η παράσταση που βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη επιχειρεί έναν διάλογο με μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αγορίτσα Οικονόμου

Αγορίτσα Οικονόμου / «Πέφτω να κοιμηθώ και σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει καλά»

Βρέθηκε να κυνηγάει το όνειρο της υποκριτικής, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, αλλά με τη βεβαιότητα ότι δεν ήθελε ποτέ να μείνει με την απορία «γιατί δεν το έκανα;». Μέσα από σκληρή δουλειά και πολλούς μικρούς ρόλους, κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην τέχνη, στον οποίο προχωρά και αισθάνεται τυχερή. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ 

Θέατρο / «Αν κλάψω με ένα έργο, είμαι σε καλό δρόμο»

Ο Χρήστος Θεοδωρίδης, που έχει σκηνοθετήσει με επιτυχία δύο έργα φέτος, του Βιριπάγιεφ και της Αναγνωστάκη, εξηγεί γιατί τον ενδιαφέρουν τα κείμενα που μιλάνε στον άνθρωπο σήμερα, ακόμα κι αν σε αυτά ακούγονται ακραίες απόψεις που ενοχλούν και τον ίδιο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Να είσαι γκέι στη Νέα Υόρκη

Θέατρο / «Η Κληρονομιά μας»: Τι αποκομίσαμε από την εξάωρη παράσταση στο Εθνικό

«Μία ποπ queer saga, παραδομένη πότε στη μέθη των κοκτέιλ Μανχάταν και πότε στο πένθος μιας αλησμόνητης συλλογικής απώλειας» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το πολυβραβευμένο έργο του Μάθιου Λόπεζ, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Γιάννη Μόσχο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη

Θέατρο / «Έχω νιώσει ακατάλληλος και παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα στο θεατρικό τοπίο που αλλάζει»

Με αφορμή το έργο του Μπέρνχαρντ «Η δύναμη της συνήθειας», ο Γιάννος Περλέγκας μιλά με ταπεινότητα και πάθος για το θέατρο, με το οποίο συνεχίζει να παλεύει και που διαρκώς τον νικά. Αυτό, όμως, είναι που τον κρατά ζωντανό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Άρης Χριστοφέλλης

Όπερα / «Ακόμα και όσοι θαυμάζουν σχεδόν ειδωλολατρικά την Κάλλας, λίγα γνωρίζουν για την τέχνη της»

Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, επιστημονικός σύμβουλος του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η θρυλική σοπράνο παραμένει μια ανυπέρβλητη καλλιτέχνιδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Θέατρο / Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Ποια είναι τα προσωπικά της στοιχήματα και ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού - η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτή τη θέση από το 1994.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ