Αυτή Σφήκα, εμείς κότες

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Οτιδήποτε θετικό εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιό του εαυτού της και της πένας της. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης
0

Όσες αλυσίδες κι αν του περάσουν, όσες φοβέρες κι αν εξαπολύσουν εναντίον του, εκείνος δεν ακούει κανέναν. Kαμία πολιτική εξουσία, καμία κοινωνική επιταγή, κανένας συγγενικός δεσμός, κανένας καθωσπρεπισμός δεν μπορεί να τον φιμώσει. «Πρέπει να λέω την αλήθεια! Πρέπει να τη λέω!» ωρύεται στη μέση της ορχήστρας, δεμένος από το πόδι με ένα μακρύ σχοινί, σαν σκλάβος «παλαιάς κοπής» ή σαν αιχμαλωτισμένο ζώο. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, ακριβώς επειδή λέει όλα όσα απαγορεύεται να ειπωθούν, ο ήρωας της Λένας Κιτσοπούλου, ως άλλος αριστοφανικός Φιλοκλέων, έχει τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, και μάλιστα από τον ίδιο του τον γιο, ο οποίος κατέφυγε στη λύση αυτή προκειμένου να αναγκάσει τον ατίθασο πατέρα του ν’ ασπαστεί τα ήθη και τους κώδικες της εποχής μας.

Το σχέδιο πατρικής αναμόρφωσης δεν μοιάζει να πηγαίνει και πολύ καλά όμως. Γιατί ο αλυσοδεμένος άνδρας επιμένει να επιτίθεται κατά μέτωπο σε όλες τις εκφάνσεις της μόδας, στις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, στα φετίχ του καλλιτεχνικού στερεώματος, στις μανίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση.

Η γλώσσα του τσακίζει κόκαλα: όχι μόνο κοροϊδεύει την ανατομία της ημίγυμνης κοπέλας που εμφανίζεται ζητώντας απελπισμένα βοήθεια αλλά επιχαίρει κιόλας όταν εκείνη πέφτει θύμα βιασμού από έναν ανάλγητο «σωτήρα»-αστυνομικό: «Καλά σου κάνανε! Τα ’θελε η κωλάρα σου! Με τα βυζιά έξω όλη την ώρα!» της φωνάζει. Τα βάζει με τους τουρίστες που «πάνε στα μαγαζιά και κάθονται πέντε ώρες πίνοντας μια μπίρα», ειρωνεύεται τη Βίκυ Καγιά («ήτανε ρούχο αυτό που φόραγε τις προάλλες;»), τις τηλεοπτικές εκπομπές που «παίρνουν τις χοντρές και τους λένε “τράβα να ψωνίσεις, είσαι κούκλα”, τον Κούγια που «πήγαινε στην Ευελπίδων μ’ ένα καλαθάκι να μαζέψει βατόμουρα», τον Σπύρο Μπιμπίλα («Τι θλίψη να ξέρεις τον Μπιμπίλα / Τι ωραία που θα ’ταν η ζωή χωρίς Μπιμπίλα») κ.ο.κ.

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Ετούτος ο ήρωας δεν είναι απλώς αθυρόστομος, είναι πολύ περισσότερα, θέλει να μας πείσει: είναι ο ηρωικός νοσταλγός και ακαταπόνητος υπερασπιστής μιας χαμένης εποχής αυθεντικότητας και ειλικρίνειας, μιας εποχής ένδοξης, όταν οι άνθρωποι έτρωγαν ακόμη αληθινό παστίτσιο και μεζέδες με οδοντογλυφίδα, έλεγαν ανενδοίαστα τον χοντρό «χοντρό», χωρίς να φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν γι’ αυτό, όταν οι άντρες ήταν «άντρες» επειδή άλλαζαν το λάστιχο το παλιό, το τρυπημένο, και η γυναίκα «μπορούσε να στηριχτεί σε μπράτσα ιδρωμένα και παλάμες γεμάτες γράσο» («Άντρες είν’ αυτοί που βάζουν αντισηπτικά στα χέρια, αντί ν’ αφήσουν το γράσο να πιάσει τη ρώγα της γυναίκας;»), όταν οι ομοφυλόφιλοι δεν παντρεύονταν και δεν υιοθετούσαν παιδιά («πόσα “μπαμπά” να πει ένα παιδί;»), όταν στην Ελλάδα δεν ακούγονταν τα ουρλιαχτά των δικαιωματιστών και των καναλιών, εφόσον όλοι οι καημοί εκφράζονταν με τη φωνή του μοναδικού, του ανεπανάληπτου Στέλιου Καζαντζίδη. 

Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πάντως, ότι ο πρώτος εκφράζει πολλές από τις δικές της, προσωπικές εμμονές, με την κριτική στη σύγχρονη γαστρονομία, την απέχθεια στην πολιτική ορθότητα («Εγώ μεγάλωσα τη δεκαετία του ογδόντα», μας έλεγε σε άλλη, πρόσφατη δουλειά της, «και τότε τον πούστη τον λέγαμε πούστη») και την πράξη του βιασμού –για να επιλέξω μερικές– να αναδύονται και πάλι ανατριχιαστικά κυρίαρχες στη θεματολογία της. Και δίχως άλλο, αυτό που τη συνδέει έντονα μαζί του είναι η αδιάσειστη πεποίθηση ότι στέκονται «μόνοι εναντίον όλων» ως άλλες σωκρατικές αλογόμυγες που τσιμπούν επίμονα τον κοιμισμένο ελληνικό λαό, αναλαμβάνοντας πλήρως το ρίσκο των «αντισυμβατικών» λεγομένων τους και αψηφώντας τολμηρά τις συνέπειες.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Σε τι ακριβώς συνίσταται, όμως, αυτό το ρίσκο; Τι είναι αυτό που λένε «έξω από δόντια», χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, ευελπιστώντας ότι θα διαπεράσουν όλες τις στρώσεις της μικροαστικής υποκρισίας μας μέσα από αλλεπάλληλα σοκ; 

Θα είχε ίσως κάποιο νόημα να επαίρεται κανείς για το θάρρος του, αν πράγματι ήταν αποφασισμένος να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο και να επιτεθεί στους ισχυρούς. Τίποτα τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει εδώ: πρώτον, επειδή οι στόχοι που επιλέγονται είναι ως επί το πλείστον ακίνδυνοι (πόσους τριγμούς θα προκαλέσεις στο σύστημα, δηλαδή, αν σατιρίζεις τον Μπιμπίλα, την Καγιά, το αμπελοφάσουλο, τον Νίκο Καββαδία, τον ρακένδυτο τουρίστα, τον Έλληνα «μαμάκια» ή τις κυρίες που ντύνουν με γουνάκια τα σκυλάκια τους;). Και δεύτερον, επειδή, ακόμη και τα σοβαρότερα θέματα που εισχωρούν στην ατζέντα (όπως η αστυνομική βία ή η άνοδος του φασισμού) δεν εξετάζονται εις βάθος. Αυτό που ακούμε είναι μονάχα ο ήχος ενός μύλου που τα αλέθει όλα – από την Πισπιρίγκου και τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο μέχρι τον Αντετοκούνμπο και τον Πέτρο, τον πελεκάνο της Μυκόνου. Ένα διαρκές name dropping που μοιάζει περισσότερο καθοδηγούμενο από το άγχος να βάλει τσεκ στα πρόσωπα της επικαιρότητας με τρόπο επιδερμικό, γαργαλώντας τις μύτες μας, αλλά αποφεύγοντας να ανοίξει έστω κι ένα ρουθούνι. 

Υπάρχουν, φυσικά, μερικές αναλαμπές στη διάρκεια της παράστασης, όπως ο χλευασμός της αγωνίας μας να έχουμε άποψη για όλα και να «δικάζουμε» τους πάντες («Δεν ξέρεις; Μάθε! Μάθε! Να πεθάνει όποιος δεν έχει άποψη για την κηπουρική, τη χειρουργική, τη vegetarian τροφή, τα γαμήσια στην Ευρωβουλή») ή η στιγμή της μεταμόρφωσης του πατέρα σε κοστουμαρισμένο πολιτικό που θα μπει στη Βουλή υποσχόμενος την κατάργηση των συντάξεων, «για να μη νιώθουν άχρηστοι αυτοί οι άνθρωποι». Συμπαθής, τέλος, ο γέρος-Σφήκας, ο τελευταίος εναπομείνας  ενός «αρχαίου» Χορού, που βυθίζεται στη μοναξιά του, αδυνατώντας να κατανοήσει τον ρόλο του μέσα στο σύγχρονο θεατρικό τοπίο.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
O Nίκος Καραθάνος. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Οτιδήποτε θετικό, όμως, εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιο του εαυτού της και της πένας της. Προλαβαίνοντας εκ των προτέρων οποιονδήποτε διανοηθεί να της ασκήσει κριτική («Και θα μου πεις εσύ αν έχω σχέση με τις “Σφήκες”; Την κριτική σου / όπου είσαι / βάλ' την στον κώλο σου / όποιος είσαι»), στέφεται μόνη της βασίλισσα, αυτοαναγορεύεται στην κατεξοχήν, την απόλυτη Σφήκα, αυτή που θα γίνει πεταλίδα «στα μυαλά μας, θα κολλήσει και θα τα γαμήσει», αυτή που θα καπνίσει(!) και θα χαλάσει «τ’ αρχαία τα δοκάρια», αυτή που θα ξεμπροστιάσει «τα αρχαία μας τα έργα μες στο ψέμα», που θα βγάλει ζώα στη σκηνή (κι ας έρθει η Φιλοζωική), που θα κάνει «την καλύτερη παράσταση όλου του καλοκαιριού», που θα φωνάζει όσο έχει ακόμη αναπνοή, κι άμα τα φτύσει, πάλι «θα μας γαμήσει», αυτή που είναι επικίνδυνη για το σύστημα και δεν θα ’πρεπε το Εθνικό να της αναθέσει έργο («Δεν έπρεπε το Εθνικό σε μένα έργο να προτείνει / Δε φταίω εγώ / Εγώ δε φεύγω από δω, μ’ έχουν προσλάβει»), αυτή που πυροβολεί, αυτή που θα τα πει, αυτή που προκαλεί, κι ας την κάψουμε στην Πνύκα ζωντανή. Τι άλλο να κάνουμε σε μια τέτοια Ζαν ντ’ Αρκ που δεν μας αξίζει; Εμείς δεν έχουμε πυγμή, είμαστε σκλάβοι μαλθακοί, κοιμισμένοι και νωθροί.  

Εκείνη βασίλισσα κι εμείς σκλάβοι. Εκείνη Σφήκα κι εμείς «κότες». 

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Θα μπορούσαμε ακόμη και να απολαύσουμε δυο-τρεις ερμηνείες που διασώζονται μέσα στον καταιγισμό (ιδίως του Πάνου Παπαδόπουλου ως «γιου» αλλά και του Θοδωρή Σκυφτούλη ως «πατέρα»).

Αυτό που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε, όμως, είναι η κραυγαλέα απουσία γόνιμης σάτιρας. Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της Δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση. Όσο κι αν ο κεντρικός ήρωας ακκίζεται πως εκφράζει με παρρησία την «αλήθεια», ότι υιοθετεί έναν δήθεν αιρετικό λόγο, εκφράζοντας αυτό που όλοι σκεφτόμαστε, αλλά κανένας μας δεν τολμά να ξεστομίσει, επί της ουσίας αναμασά ισοπεδωτικά κλισέ, ακυρώνει ανθρώπους και ποδοπατά τις πάσης φύσεως διαφορετικότητες.  

Σφήκες
Ελεύθερη διασκευή της Λένας Κιτσοπούλου, βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη
Μια συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 14 και το Σάββατο 15 Ιουλίου

Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη διασκευή - σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά - κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης (ηλεκτρικό μπάσο), Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι), Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης

Αναλυτικά η περιοδεία:
22 Iουλίου: Καβάλα - Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
25 Ιουλίου: Θεσσαλονίκη - Θέατρο Δάσους
30 Ιουλίου: Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
5 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Δίον
29 Αυγούστου: Ηλιούπολη - Δημοτικό Θέατρο Άλσους «Δημήτρης Κιντής»
6-9 Σεπτεμβρίου: Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά
16 Σεπτεμβρίου: Κηποθέατρο Παπάγου
22 Σεπτεμβρίου: Βύρωνας - Θέατρο Βράχων

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Merde!»: Μια παράσταση για τα κωμικοτραγικά παρασκήνια του θεάτρου

Θέατρο / «Merde!»: Μια παράσταση για τα κωμικοτραγικά παρασκήνια του θεάτρου

Ο Βασίλης Μαγουλιώτης και ο Γιώργος Κουτλής συνσκηνοθετούν τον Νίκο Καραθάνο και την ομάδα των «Παιχτών» σε ένα νέο έργο με έναν αδηφάγο παραγωγό, έναν «ποιοτικό» σκηνοθέτη, έναν «εμπορικό» ηθοποιό, και τον γολγοθά της προετοιμασίας μιας παράστασης που πρέπει να αφορά τους πάντες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Πριονίζοντας τα ποδ(άρ)ια της πατριαρχίας

Θέατρο / Πριονίζοντας τα ποδ(άρ)ια της πατριαρχίας

Πατροκτονίες δεν επιτελούν, πλέον, μόνον οι γιοι αλλά και οι θυγατέρες, όπως διαπιστώνουμε στη μαύρη κωμωδία «Ο τρόμος του κροκόδειλου» που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ένα τετραήμερο με ψηφιακή και αναλογική τέχνη στη Νέα Υόρκη

Αποστολή στη Νέα Υόρκη / «Ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι είναι πιο έξυπνος από το AI, αλλά ότι μπορεί να γίνει πιο δημιουργικός»

Η LiFO παρακολούθησε τέσσερα έργα ψηφιακής τέχνης και χορού με τα οποία το Ίδρυμα Ωνάση και η πλατφόρμα Onassis ONX συμμετείχαν στο φημισμένο νεοϋορκέζικο φεστιβάλ «Under the radar».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
O οdy icons τραγουδάει Λαπαθιώτη σε μια παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη και της bijoux de kant

Θέατρο / «Ο Λαπαθιώτης έφερνε τη νύχτα μέσα στη μέρα, κάτι που σήμερα αποκαλούμε "κουίρ"»

Ο περφόρμερ και δημιουργός της αβανγκάρντ μουσικής οdy icons ερμηνεύει ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μελοποιημένα από τον Χρίστο Θεοδώρου στη νέα παράσταση της bijoux de kant.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Σημασία έχει ν’ αγαπάς (και να χορεύεις)

Θέατρο / Σημασία έχει ν’ αγαπάς (και να χορεύεις)

Η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα «Το Συνέδριο για το Ιράν» του Βιριπάγιεφ, έναν ιδιότυπο αγώνα λόγου που είναι σμιλεμένος σκηνοθετικά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μοιάζει με ακαδημαϊκή «εισήγηση».
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δεν είναι ρομαντικό το ότι πέθανε τόσο νέα η Σάρα Κέιν, είναι βάναυσο και θλιβερό»

Θέατρο / «Δεν είναι ρομαντικό το ότι πέθανε τόσο νέα η Σάρα Κέιν, είναι βάναυσο και θλιβερό»

Τριάντα χρόνια μετά το εκρηκτικό ντεμπούτο της στη θεατρική σκηνή με το έργο «Blasted», συνάδελφοι και συνεργάτες της σπουδαίας συγγραφέως μιλάνε για την ίδια και το έργο της.
THE LIFO TEAM
Ο γαλήνιος και ανησυχητικός χορός του Χρήστου Παπαδόπουλου

Portraits 2025 / Ο γαλήνιος και ανησυχητικός χορός του Χρήστου Παπαδόπουλου

Εδώ και δέκα χρόνια ο Χρήστος Παπαδόπουλος χορογραφεί εικόνες γαλήνιες ή ανησυχητικές, με το μινιμαλιστικό του λεξιλόγιο να εκφράζει τη δύναμη της ανθρώπινης επαφής, την προσωπική ελευθερία στη συνθήκη της κοινής εμπειρίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζαβαλάς Καρούσος: Η θυελλώδης ζωή του ηθοποιού που είπε πρώτος το περίφημο «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Τζαβαλάς Καρούσος: Ο ηθοποιός που είπε πρώτος το περίφημο «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις»

Ηθοποιός, μεταφραστής, αγωνιστής της αριστεράς, ο Τζαβαλάς Καρούσος που πέθανε σαν σήμερα το 1969 είχε ως στόχο του τη βελτίωση της ζωής των συνανθρώπων του και τη δικαίωση του καθημερινού τους μόχθου μέσα από τον σοσιαλισμό.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Το "δημοφιλής" είναι ό,τι πιο προσβλητικό έχουν πει για μένα»

Portraits 2025 / Η Ελένη Ράντου κάνει το πάρτυ της ζωής της. Και στο τέλος ξεσπά σε λυγμούς.

Με την παράσταση-φαινόμενο «Το πάρτυ της ζωής μου» η Ελένη Ράντου ξετυλίγει με χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια πενήντα χρόνια «τραυμάτων» με φόντο τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και αναζητά τους λόγους που αξίζει να ζεις.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Portraits 2025 / Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Η χορογράφος και στενή συνεργάτιδα της Ελένης Φουρέιρα, αφού έφτιαξε την πιο viral χορογραφία της χρονιάς για το «Αριστούργημα», αποφάσισε να δοκιμαστεί και στη συναυλία της Άννας Βίσση στο Καλλιμάρμαρο. Και ναι, πήγε καλά αυτό.
ΒΑΝΑ ΚΡΑΒΑΡΗ
Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ