Το έργο είναι η υπόθεση της απαγωγής ενός παιδιού. Παίρνει κάποιος τηλέφωνο έναν βιομήχανο και του λέει "σου έχω πάρει το παιδί", αλλά στην πραγματικότητα έχει κλέψει κατά λάθος το παιδί του σοφέρ. Παρ' όλα αυτά, το ποσό των λύτρων παραμένει και αν το δώσει θα καταστραφεί οικονομικά για πάντα, καθώς πρόκειται να κάνει μια πολύ μεγάλη επένδυση. Το ζήτημα είναι τι θα κάνει, θα δώσει τα λεφτά για να σώσει το παιδί του σοφέρ του, αυτοκαταστρεφόμενος, ή όχι; Δηλαδή, το διακύβευμα είναι αν θα σωθεί η δική του ζωή και η οικογένειά του ή όχι. Στο τέλος η ταινία έχει έξωση, ο βιομήχανος τα χάνει όλα και πρέπει να αρχίσει από την αρχή. Είχε ξεκινήσει ως παπουτσής, δεν είναι η περίπτωση ενός πλούσιου που κληρονόμησε την περιουσία του. Είναι η ιστορία ενός αυτοδημιούργητου ανθρώπου που τα κατάφερε πατώντας και επί πτωμάτων». Ο Σύλλας Τζουμέρκας και η Γιούλα Μπούνταλη μας υποδέχονται στον χώρο όπου κάνουν τις πρόβες σε κατάσταση πανικού. Είναι κουρασμένοι από την ένταση της προετοιμασίας αλλά και ενθουσιασμένοι από το έργο που ανεβάζουν την ημέρα των Χριστουγέννων. Το Απ' τα ψηλά στα χαμηλά - Ένας δολοφόνος στο Τόκιο, που βασίζεται στην αριστουργηματική ταινία High and Low του Ακίρα Κουροσάβα και στο pulp βιβλίο του Ed McBain, είναι ένα θρίλερ-παραμύθι με σασπένς, αγωνία και μια μοναδική εμπειρία για τους θεατές που θα ακολουθήσουν τους ηθοποιούς στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, στα φουαγέ, αλλά και έξω από το κτίριο, στα στενά της Συγγρού, όπου θα στηθεί ένα αγωνιώδες ανθρωποκυνηγητό, με εμφανίσεις-έκπληξη, installation, συναυλιακά και ζογκλερικά τρικ, fashion και ποπ σύμβολα. «Η θεματική είναι "πλούσιοι-φτωχοί". Aυτό το δίπολο είναι πολύ έντονο σε αυτό το έργο, αλλά δεν αντιμετωπίζεται καθόλου με τα στερεότυπα του πλούσιου και του φτωχού, ενώ ουσιαστικά τα έχει» λέει η Γιούλα. «Τυπικά παίζουμε με αυτά. Ο πλούσιος, ενώ αντιμετωπίζεται ως κακός και σκληρός, δεν είναι καθόλου – κάποιες φορές είναι». «Νομίζω ότι υπάρχουν όλες οι διαβαθμίσεις του γκρίζου σε αυτό το σκεπτικό» προσθέτει ο Σύλλας.
Γ.ΜΠ. Και νιώθουμε ότι, δεδομένης της πραγματικότητας έτσι όπως τη ζούμε αυτήν τη στιγμή, το να μπορέσουμε να ντιλάρουμε αυτό το γκρίζο είναι η μόνη σωτηρία.
Όσο αλλάζουν οι εποχές, ταυτίζεσαι με διαφορετικό τρόπο, κάνεις διαφορετικές επιλογές. Σήμερα νομίζω ότι πιο πολύς κόσμος θα ταυτιστεί με τον κακό, γιατί έχουν μεγαλώσει πολύ οι αποστάσεις που χωρίζουν τους πλούσιους από τους φτωχούς.
Σ.ΤΖ. Πολύ βασικό για μας είναι πως η συγκεκριμένη ταινία του Κουροσάβα είναι μία από τις πιο αγαπημένες μας και από αυτές που μας έχουν επηρεάσει στο σενάριο της προηγούμενης ταινίας, δηλαδή αποτελεί μία από τις βασικές μας αναφορές. Παράλληλα, βρήκαμε και μια πολύ ωραία ιδέα για το πώς να μπει αυτή η ιστορία στην πόλη. Δεν θα το ξεκινούσαμε, αν ήταν να κάνουμε απλώς μια θεατρική διασκευή. Αυτή η ταινία έχει πρωτοποριακή δομή για την εποχή: τα πρώτα 70 λεπτά διαδραματίζονται αποκλειστικά σε έναν εσωτερικό χώρο και το υπόλοιπο έργο ξεχύνεται σε όλη την πόλη, για να γίνει η αστυνομική έρευνα. Είναι μια ταινία κομμένη στα δύο, με δύο τελείως διαφορετικά μεταξύ τους μέρη. Σκεφτήκαμε ότι θα κάναμε το πρώτο μέρος της παράστασης σχεδόν σαν ρέπλικα της ταινίας, μπουλβάρ: θα εκτυλίσσεται στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, σε εσωτερικό χώρο, όπου όλα θα είναι απόλυτος ρεαλισμός, σαν να βλέπεις ασπρόμαυρη γιαπωνέζικη ταινία – και σκηνογραφικά θα είναι έτσι. Όλο το υπόλοιπο μέρος, όμως, της έρευνας και το κομμάτι που είναι τα πρωτότυπα, δικά μας κείμενα, θα διαδραματίζεται αρχικά στα φουαγέ της Στέγης και στη συνέχεια σε όλο το οικοδομικό τετράγωνο. Κρατάμε απόλυτα τη δομή: α' μισό-εσωτερικό, β' μισό-εξωτερικό. Ο κόσμος του σπιτιού του Γκόντο, του βιομηχάνου, είναι ζεστός, ενώ ο κόσμος του δολοφόνου, που είναι οι φτωχοί της υπόθεσης, είναι κυριολεκτικά παγωμένος.
Γ.ΜΠ. Ο οργανωμένος και ο χαοτικός κόσμος. Μέσα στο σπίτι είναι όλα τακτικά, κι όταν βγεις, αρχίζει η τρέλα της ζωής στην πόλη, της ζωής των φτωχών.
Σ.ΤΖ. Κάτι που αλλάζουμε σε σχέση με τον Κουροσάβα είναι ότι, ενώ οι φτωχοί δεν μιλάνε ποτέ στην ταινία, σ' εμάς έχουν κείμενο.
Γ.ΜΠ. Έχουν μονολόγους όταν βγαίνουμε έξω, που μοιάζει λίγο και με την προσέγγιση του μυθιστορήματος, στο οποίο κεντρικό ρόλο στο β' μέρος έχουν οι απαγωγείς.
Σ.ΤΖ. Στο δεύτερο αυτό μέρος έχουμε χρησιμοποιήσει πολιτικούς, συνεντεύξεις με Φιλιππινέζους που δουλεύουν στη Γλυφάδα, γυναίκες που είναι τρανς και τζάνκι – όλοι αυτοί περιμένουν το κοινό μόλις βγει από τη Μικρή Σκηνή. Παρόλο που οι σκηνές του εσωτερικού χώρου είναι από τις καλύτερα σκηνοθετημένες στην ιστορία του σινεμά, το δεύτερο μέρος είναι τόσο ιλιγγιωδώς έξοχο, γιατί πάει ξαφνικά σε όλο το Τόκιο, σε φτωχογειτονιές, σε πλούσιους, σε κλαμπ, που κατά κάποιον τρόπο σβήνει το πρώτο. Κι έχω την αίσθηση από τις πρόβες ότι το ίδιο συμβαίνει και στη δική μας παράσταση. Ενώ στο πρώτο μέρος είσαι πάρα πολύ μέσα στο μπουλβάρ, μετά, όσα βλέπεις να εκτυλίσσονται εξωτερικά, είναι αυτά που τελικά καρφώνονται στην καρδιά.
Γ.ΜΠ. Η ταινία δεν είναι η κλασική αστυνομική ιστορία όπου ακολουθείς ένα μόνο νήμα. Είναι η ίδια η πόλη και οι χαρακτήρες της και μπορεί να είναι όλοι ύποπτοι γι' αυτή την απαγωγή.
Σ.ΤΖ. Δεν είναι τόσο ένα αστυνομικό έργο, όσο ένα παλιομοδίτικο έργο για την ηθική, π.χ. αλά Ντίκενς. Είναι πιο πολύ Ντοστογιέφσκι και Ντίκενς παρά νουάρ. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ανασυνθέτουμε μια ασύλληπτη αισθητική ομορφιά κι αυτό είναι προκλητικό για μας σκηνοθετικά. Δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τους παλιούς όρους αλλά να ξαναφτιάξουμε με νέους αυτή την απόλυτη ομορφιά που υπάρχει στο έργο, βασιζόμενοι στο χάος και στα σύγχρονα υλικά της πόλης, στο ποπ στοιχείο, σε στοιχεία ετερόκλητα και καινούργια που να δημιουργούν την αίσθηση της καθαρότητας αφενός και του χάους της πόλης αφετέρου. Έχεις ξαφνικά έναν δολοφόνο που δεν μπορείς να αποφασίσεις αν τον λατρεύεις ή αν είναι ένα θλιβερά κωμικό, εγκληματικό πρόσωπο. Έχεις κι έναν πλούσιο που δεν ξέρεις αν είναι ψυχοπαθής ή ένα πρόσωπο γεμάτο ανθρωπιά. Συνήθως αμφότερα τα πρόσωπα είναι και τα δύο, και οι εναλλαγές πολλές φορές γίνονται με απόσταση ενός λεπτού. Όσο αλλάζουν οι εποχές, ταυτίζεσαι με διαφορετικό τρόπο, κάνεις διαφορετικές επιλογές. Σήμερα νομίζω ότι πιο πολύς κόσμος θα ταυτιστεί με τον κακό, γιατί έχουν μεγαλώσει πολύ οι αποστάσεις που χωρίζουν τους πλούσιους από τους φτωχούς. Λέει κάτι πάρα πολύ ωραίο κάποια στιγμή ο δολοφόνος στην τελευταία σκηνή: «Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι εσένα το δωμάτιό σου είχε ζέστη κι εμένα το δωμάτιό μου είχε κρύο τον χειμώνα. Εσένα το δωμάτιό σου είχε κλιματιστικό το καλοκαίρι κι εμείς πεθαίναμε από τη ζέστη». Εδώ είμαστε πέρα από την ηθική. Υπάρχει το γεγονός με το οποίο νομίζω ότι καθένας αναμετριέται με διαφορετικό τρόπο και κοινωνικά και πολιτικά και ηθικά, ανάλογα με την εκάστοτε συνθήκη. Το συναρπαστικό, κατά τη γνώμη μου, σε αυτό το έργο είναι ότι δεν διαχωρίζει τα μέρη του ανθρώπου σε λογική, ηθική, ψυχή. Η λογική, όσον αφορά τα ζητήματα που τίθενται μεταξύ πλούσιων και φτωχών, φτάνει σε αδιέξοδο. Όταν βλέπεις τις ανισότητες, η λογική σου σταματάει. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η καρδιά σου σκληραίνει και η ψυχή σου πάει στην κόλαση; Το έργο παίζει με όλα αυτά ταυτόχρονα. Ένας από τους βασικούς λόγους που κάνουμε αυτό το έργο είναι επειδή, πίσω από όλα αυτά, φωτίζει με μοναδικό τρόπο την παντοδυναμία του φθόνου. Και από τον πλούσιο προς τον φτωχό και από τον φτωχό προς τον πλούσιο και από τον άνθρωπο προς τον άνθρωπο. Πέρα από τα χρήματα, υπάρχει μια παντοδυναμία του φθόνου, η οποία είναι εκρηκτική, άλυτη.
Γ.ΜΠ. Κάθε στιγμή πρέπει να διαχειριστείς τον φθόνο που έχεις μέσα σου. Και είναι εκεί ο φθόνος, παραδέξου το, δεν υπάρχει περίπτωση να είσαι εσύ ο καλός.
Σ.ΤΖ. Και επειδή είναι έτσι το υλικό, αλλά βασιζόμαστε και στον Κουροσάβα, υπάρχει πάνω από όλα αυτά μια φοβερή καλοσύνη στο έργο. Όλοι έχουν μεγάλες στιγμές καλοσύνης, αστυνομικοί, τζάνκι, συνεργοί δολοφόνοι, γι' αυτό είναι πολύ ωραίο που αποφάσισε η Στέγη να ανεβάσει το συγκεκριμένο έργο Χριστούγεννα. Είναι σαν χριστουγεννιάτικο παραμύθι σχεδόν. Πώς υπάρχουν στον Ντίκενς και στον Άντερσεν πολύ φτωχά παιδιά, πιο πλούσια, αλλά όλα αυτά τα σκεπάζει μια φτερούγα καλοσύνης; Αυτό μας ζεσταίνει και μας δίνει φοβερό κέφι.
Γ.ΜΠ. Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό σε πρόβα ως ηθοποιός, σκηνικά να έχω σχέση με ανθρώπους. Να βλέπω αλλαγή στην πλοκή που γίνεται από καλοσύνη, όχι γιατί πρέπει, επειδή έτσι απαιτεί η λογική. Είναι συγκλονιστικό αυτό. Από όλα τα πράγματα που έχω κάνει, πρώτη φορά το αισθάνομαι αυτό, μέσα από μια κατάσταση που έχει τόσο έγκλημα να βγαίνει αυτή η καλοσύνη ως η μόνη διέξοδος. Επίσης να πω ότι έχουμε ενισχύσει την αίσθηση ότι τα πρόσωπα είναι αληθινά. Υπάρχει ένας μονόλογος που γίνεται στον δρόμο από έναν Φιλιππινέζο σκίπερ που λέει πώς τους φέρονται τα αφεντικά τους και βασίζεται σε αληθινή συνέντευξη.
Σ.ΤΖ. Είναι σπουδαίο το έργο. Όποιος κι αν είναι, ό,τι κι αν είναι, είναι δύσκολο να σκοτώσει ένα παιδί. Αυτό που κάνει το High and Low τόσο επίκαιρο είναι ότι ποτέ οι πλούσιοι δεν ήταν πιο απομονωμένοι, λιγότεροι και πιο πλούσιοι απ' ό,τι τώρα. Αυτό το φαινόμενο υπάρχει σε όλο τον κόσμο, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Την τελευταία 15ετία έχουν απομονωθεί οι πλούσιοι πολύ περισσότερο, υπάρχει αυτό το χάσμα που ποτέ στην Ιστορία δεν ήταν τόσο μεγάλο και τόσο έντονο. Είσαι εσύ στην κορφή του λόφου και όλοι εμείς είμαστε από κάτω. Η δική μας παράσταση και γενικά ο τρόπος που βλέπουμε το έργο δεν έχει να κάνει με την έννοια της κρίση, αλλά με το ότι υπάρχουν εκείνοι έχουν πάρα πολλά λεφτά και όλοι οι υπόλοιποι που δεν έχουν. Αυτό δεν είναι κρίση, είναι άλλο φαινόμενο, για το οποίο νομίζω ότι πρέπει να βρούμε ένα άλλο όνομα. Εμφανίζεται κάποια στιγμή στο έργο η Τερέζα Μέι με ένα Πόκεμον και μιλάει πάρα πολύ για όλα αυτά, κεντράροντας με έναν τρόπο που μας ικανοποιεί, γιατί δεν νομίζω πλέον ότι η κουβέντα περί κρίσης είναι ακριβής. Μιλάμε για ένα άλλο πράγμα, πολύ πιο παγκόσμιο, που έχει να κάνει πολύ απλά με αυτή την ψυχοπαθητική συμπεριφορά, στο πλαίσιο της οποίας χάνεται η μεσαία τάξη. Αυτό το πράγμα θα διογκώνεται συνεχώς, μέχρι να εκραγεί. Σε δέκα χρόνια θα έχουμε ένα όνομα γι' αυτό.
Γ.ΜΠ. Να πούμε μόνο ότι όσοι έρθουν να δουν το έργο, θα πρέπει να φοράνε ζεστά ρούχα, ίσια παπούτσια, σκουφιά και κασκόλ για να το ευχαριστηθούν, γιατί θα συνολικά είμαστε μία ώρα στον δρόμο.
Δείτε φωτογραφίες από τις πρόβες:
ΙNFO
«Απ' τα ψηλά στα χαμηλά - Ένας δολοφόνος στο Τόκιο»
25/12/16-8/1/17
Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση
Ώρα: 21.00
Σύλληψη, δραματουργία, κείμενο & σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας & Γιούλα Μπούνταλη
Παίζουν: Χάρης Αττώνης, Κωνσταντίνος Βουδούρης, Θανάσης Δόβρης, Παύλος Ιορδανόπουλος, Ρωμανός Καλοκύρης, Γιούλα Μπούνταλη, Μάκης Παπαδημητρίου, Θάνος Τοκάκης, οι μικροί Ίσα Μανσούρι και Τζουντ Στέφεν Λόπεζ, η Ευγενία, Δελιαλή, η Κατερίνα Κατάκη, η Κάλλη Μαυρομάτη, καθώς και 10 ακόμη ηθοποιοί και σπουδαστές.
Μέρος της παράστασης διαδραματίζεται σε εξωτερικούς χώρους.