Ο Γιάννης Βογιατζής γνώρισε τις δόξες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Με τις ξεκαρδιστικές ατάκες του έγραψε ιστορία στο σινεμά και στις ασπρόμαυρες ταινίες της Φίνος Φιλμ. Ένας σπουδαίος ηθοποιός που αφοσιώθηκε στη θεατρική τέχνη με θρησκευτική προσήλωση και καλλιτεχνική ευαισθησία. Από το 1955 που πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή, κατάφερε να οικοδομήσει μια αξιοζήλευτη καριέρα εβδομήντα ετών.
Τον συναντώ ένα χειμωνιάτικο πρωινό στο σπίτι του που βρίσκεται στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου. Στους τοίχους του διαμερίσματος έχει στήσει μια πινακοθήκη προσωπικών στιγμών, αφού είναι γεμάτοι με ζωγραφικούς πίνακες του αδελφού του, Γιώργου, αλλά και πολλές φωτογραφίες με τον γιο του, τον συνονόματο εγγονό του και τη γυναίκα του, Βασιλική. Λίγο πριν ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας, διαπιστώνω ότι θυμάται αναλυτικά κάθε έργο που έχει παίξει, όλους τους ρόλους, όπως και τους συμπρωταγωνιστές του. Ο τρόπος που ξεδιπλώνει τις σκέψεις του έχει μια θεατρικότητα και ένα ακαταμάχητο πάθος.
Μπροστά μου έχω μια πολύπλευρη προσωπικότητα και μια εμβληματική μορφή της υποκριτικής τέχνης. Καθηλωτικός, ευγενής και συνάμα αφοπλιστικά ειλικρινής. Όπως μου λέει, συνεχίζει ακόμη και σήμερα να αδημονεί για τη στιγμή που θα βγει στη σκηνή.
Στα 97 του χρόνια, παραμένει ακούραστος, μεθοδικός και αφοσιωμένος σε κάθε ρόλο που καλείται να ερμηνεύσει. Καθημερινά ακούει ραδιόφωνο και συγκεκριμένα Τρίτο Πρόγραμμα, αφού εξακολουθεί να τον σαγηνεύει η κλασική μουσική. Στον καναπέ του, μεταξύ πολλών αναγνωσμάτων, ξεχωρίζω έναν τόμο για το Αιτωλικό, τον τόπο καταγωγής του, ένα λεξικό αλλά και την «Ελληνική Νομαρχία, Λόγος Περί Ελευθερίας», τη σημαντικότερη πραγματεία πολιτικής σκέψης του ελληνικού προεπαναστατικού διαφωτισμού.
Αν φτάσεις στο σημείο να γνωρίσεις την ευτυχία, για μένα παύεις να είσαι άνθρωπος. Αν πάψεις να αναζητάς το κάτι παραπάνω και θεωρείς ότι έχεις βρει το ιδανικό, έχεις ήδη καεί, διότι δεν υπάρχει πλέον ζωή.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο αγαπημένος ηθοποιός αποκαλύπτει για πρώτη φορά ότι σε λίγους μήνες θα ανέβει ξανά στο θεατρικό σανίδι για να υποδυθεί ίσως τον πιο δύσκολο ρόλο της καριέρας του, συμμετέχοντας σ’ ένα έργο που φέρει την υπογραφή του Γιάννη Χουβαρδά.
Την ίδια στιγμή, εξομολογείται άγνωστες στιγμές και παρασκήνια από την πολύχρονη καριέρα του αλλά και τη συνεργασία του με άλλους ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Επίσης, μιλά με τρυφερότητα για τη γυναίκα του και τις δύσκολες στιγμές που έζησε όταν πέθανε, εξηγεί τι σημαίνει για αυτόν η φράση «μεγάλος ηθοποιός» και περιγράφει ποια είναι η ειδοποιός διαφορά στην τέχνη συγκριτικά με το παρελθόν.
— Ετοιμάζεστε για τον πιο δύσκολο ρόλο της καριέρας σας;
Αυτό είναι αλήθεια. Φέτος, η Ελευσίνα είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Σε λίγο καιρό, στα τέλη Μαΐου, θα παίξω σε μια παράσταση που σκηνοθετεί και υπογράφει ο Γιάννης Χουβαρδάς με τίτλο «Πώς φαντάστηκα τον Άδη. Στ’ όνειρό μου ένα βράδυ». Στον χώρο του Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας, το οποίο θα μεταμορφωθεί σε ένα ερειπωμένο και εγκαταλειμμένο Hotel Spectre, τα φαντάσματα των μυθικών εραστών Ορφέα και Ευρυδίκης, σε διαφορετικές ηλικίες, θα «ζωντανέψουν» σε μια ονειρική διαδρομή τις μοιραίες στιγμές του τραγικού έρωτά τους.
Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα έργο σπονδυλωτό στο οποίο θα συμμετέχουν κορυφαίοι ηθοποιοί. Ο δικός μου ρόλος είναι, όμως, εμπνευσμένος απ’ την πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, θα ερμηνεύσω τον εαυτό μου.
— Έχει να κάνει με τον θάνατο της γυναίκας σας;
Πράγματι. Αρχικά, θέλω να πω ότι οφείλω πάρα πολλά στον Γιάννη Χουβαρδά για πολλούς –και προσωπικούς– λόγους. Έχω μια εκλεκτική συγγένεια μαζί του και τον εκτιμώ πολύ.
Τώρα, αυτός θα είναι ένας ιδιαίτερος ρόλος για μένα γιατί θα προσπαθήσω να δώσω πνοή στο πιο αγαπημένο μου πρόσωπο, που ήταν η γυναίκα μου, Βασιλική. Επομένως, δεν έχεις να υποδυθείς έναν κλασικό ρόλο αλλά να ενσαρκώσεις μια αληθινή σελίδα της ζωής σου.
Άλλωστε, τι είναι το θέατρο παρά η έκφραση της βαθύτερης αλήθειας του εαυτού σου. Αν δεν σε διακατέχει το συναισθηματικό πάθος, δεν μπορείς να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις της υποκριτικής τέχνης. Δεν ερμηνεύεις έναν ρόλο, είσαι ο ρόλος.
— Θα θέλατε να μας περιγράψετε αυτόν τον ρόλο;
Κάποια στιγμή εγώ κοιμάμαι στο κρεβάτι μου. Ξυπνώ και συνειδητοποιώ ότι έχουν έρθει κάποιοι άνθρωποι και με κοιτάζουν επίμονα. Σηκώνομαι αμέσως και έχω την προσδοκία ότι μεταξύ αυτών θα είναι και η γυναίκα μου. Έχω το βλέμμα μου στραμμένο συνεχώς προς όλους αυτούς και αγωνιώ κάπου να ανακαλύψω και τη σύντροφό μου. Αλλά διαπιστώνω ότι δεν βρίσκεται πουθενά. Στα χέρια μου κρατώ μια φωτογραφία της. Περπατώ, βρίσκω ένα κάδρο στον τοίχο και την τοποθετώ στη θέση της.
Ύστερα παίρνω από την ντουλάπα ένα φόρεμα, κάτι ανάμεσα σε νυχτικό και νυφικό, και το απλώνω δίπλα μου στο κρεββάτι. Είναι η στιγμή που τελικά συνειδητοποιώ ότι όλο αυτό που είχα πλάσει στο μυαλό μου ήταν ένα ψέμα. Και τότε ο ήχος από ένα παρατεταμένο κλάμα κατακλύζει τον χώρο.
Στη διάρκεια όλης αυτής της σκηνής ακούγεται το πιο θρηνητικό μέρος από το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ, το οποίο μας άρεσε πάρα πολύ με τη γυναίκα μου. Μέσα στις σκέψεις μου προσπαθώ να αναπαραστήσω την παρουσία της σαν να ζει ακόμη. Όμως, ζω μέσα σε ένα ψέμα. Προσπαθώ να δώσω ζωντάνια σε κάτι που δεν υπάρχει…
— Πώς ξεπερνιέται η απώλεια;
Δεν ξεπερνιέται, γιατί αν αυτό συμβεί δεν είναι αληθινή η απώλεια. Ίσως ο χρόνος να βοηθά στο πώς να εκπαιδεύεσαι για να τη θεραπεύσεις.
— Τι είναι αυτό που σας παρακινεί να ανέβετε ξανά στο θεατρικό σανίδι;
Χαίρομαι καταρχάς που το μυαλό μου λειτουργεί ακόμη καλά. Κάθε φορά που παίζω νιώθω, αισθάνομαι, συγκινούμαι. Κάπως έτσι, λοιπόν, καταγράφω μικρές καθημερινές νίκες απέναντι στη φθορά του χρόνου και του γήρατος. Στη ζωή μου, άλλωστε, δεν έμεινα ποτέ άνεργος. Το θέατρο δεν το θεωρώ μια απαγγελία, ούτε μια τέχνη απομνημόνευσης λέξεων.
Η ύψιστη τέχνη και το υποκριτικό ταλέντο φαίνονται όταν «κατακτάς» τις σκηνές με την ψυχή σου. Όταν μεταμορφώνεις ένα κείμενο και μαγεύεις το κοινό, ακτινοβολώντας. Στο θέατρο και στην υποκριτική δεν σταματάς ποτέ να ανακαλύπτεις. Όταν ακούω συναδέλφους να λένε ότι βαριούνται να παίζουν τους ίδιους ρόλους, τους θεωρώ αποτυχημένους. Αν δεν είσαι ο ρόλος, έχεις χάσει το νόημα διότι κάθε φορά χρειάζεται να δίνεις μια άλλη διάσταση στο κείμενό σου.
— Τι είναι η τέχνη για εσάς;
Για μένα ορίζεται ως η προσπάθεια του ανθρώπου να γίνεται συνεχώς καλύτερος, ξεπερνώντας κατά πολύ όλα όσα συνθέτουν την πραγματικότητα.
— Σήμερα υπάρχουν μεγάλοι καλλιτέχνες;
Αυτοί είναι οι οδηγητές της κοινωνίας μας. Αλίμονο αν δεν είχαμε.
— Πάντα θέλατε να γίνετε ηθοποιός;
Από μικρό παιδάκι. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός και είχαμε έντονες διαφωνίες. Ήθελε να ακολουθήσω άλλους δρόμους και επειδή εκείνος ήταν πρόεδρος του Αρείου Πάγου ήθελε να γίνω δικαστής ή νομικός, τα οποία ούτε να σκεφτώ δεν ήθελα. Ευτυχώς, είχα πολύτιμο στήριγμα τη μητέρα μου.
Θυμάμαι, ήταν περίπου το 1933, ήμουν έξι ή επτά ετών και είπα ένα ποίημα σε μια σχολική εορτή: «Μηχανικός θέλω να γίνω / αυτό είναι εκείνο που με συγκινεί / αν πάλι σέκος απομείνω; / αν μου χαλάσει η μηχανή;». Και από τότε δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.
— Σας πρόλαβε ο πατέρας σας στις δόξες σας πάνω στη σκηνή;
Άργησε πολύ να με δει στο θέατρο, αλλά τελικά ήρθε μια φορά όταν έπαιζα στο θέατρο Μουσούρη.
— Πώς είναι να έχετε δάσκαλό σας τον Δημήτρη Χορν;
Ο Δημήτρης Χορν έδινε σάρκα και οστά σε κάθε του ερμηνεία. Σπουδαίος και χαρισματικός. Είχε μια ασύγκριτη σκηνική γοητεία αυτός ο άνθρωπος. Θυμάμαι, του είχα ζητήσει να με ακούσει σε ένα απόσπασμα για να μου πει τη γνώμη του. «Αν μου πείτε ότι κάνω για ηθοποιός, θα γίνω ηθοποιός. Αν μου πείτε ότι δεν κάνω, πάλι θα γίνω», του είπα με ένα απύθμενο θράσος. «Ε, τότε, να γίνεις», μου απάντησε εκείνος. Και έκτοτε κρατήσαμε επαφή.
— Πώς θα χαρακτηρίζατε την εποχή μας;
Ζούμε σε μια περίοδο αλλεπάλληλων γεγονότων. Πανδημίες, πόλεμος, πρωτοφανή εγκλήματα, ομαδικοί βιασμοί, σεισμοί. Είναι στιγμές που σκέφτομαι ότι επιστρέφουμε στις εποχές της ζούγκλας. Σαν να γυρίζει ο άνθρωπος σε μια ζωώδη κατάσταση. Νιώθω σαν να έχει απομείνει μόνο ο λούστρος από τον πολιτισμό μας. Όλα τ’ άλλα κάπως σαν να ξεφτίζουν.
— Τι σας ενοχλεί στην ελληνική κοινωνία;
Το ότι κοιτάμε μόνο το συμφέρον και τη βολή μας. Και τείνω πλέον να πιστεύω ότι τα οικονομικά είναι το μόνο που ενδιαφέρει τους ανθρώπους στις μέρες μας. Τα ιδανικά και οι αξίες έχουν εκριζωθεί. Μάλιστα, αν εξακολουθείς και πορεύεσαι με αυτά, θα σε πουν και γραφικό ή αφελή.
Ξαφνιάζομαι όταν ακούω άλλους να λένε «ξέρεις, πόσο πλούσιος είναι αυτός» και το θεωρούν μια μεγάλη νίκη. Τα υλικά αγαθά είναι, όμως, πάντοτε προσωρινά. Από πότε το χρήμα έγινε ο βαθύτερος σκοπός του ανθρώπου; Σκέψου να είμασταν αθάνατοι τι θα συνέβαινε. Σοφά, λοιπόν, πεθαίνει ο άνθρωπος γιατί τελικά όλα μένουν εδώ, τίποτα δεν παίρνουμε μαζί μας.
— Νοσταλγείτε τις παλιές εποχές δόξας του ελληνικού κινηματογράφου;
Δεν τις νοσταλγώ γιατί πάντοτε μου άρεσε να κοιτάζω στο μέλλον. Ωστόσο, συγκριτικά, αυτό που παρατηρώ είναι ότι σήμερα οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο σκληροί. Ο ανταγωνισμός έχει γιγαντωθεί. Πρυτανεύει μόνο το οικονομικό κέρδος και όχι το περιεχόμενο του έργου που καλείσαι να ερμηνεύσεις.
Η τηλεόραση έβλαψε πολλούς χαρακτήρες και πολλοί ηθοποιοί ψωνίστηκαν επειδή έτυχε να παίξουν έναν ρόλο στο γυαλί. Θεωρούν δηλαδή την αναγνωρισιμότητα μια μεγάλη ευτυχία. Για μένα, όμως, είναι δυστυχία.
Λυπάμαι τους ανθρώπους που καβαλήσανε το καλάμι. Κι άραγε, πώς κοιμούνται το βράδυ, ποιες σκέψεις τους κατακλύζουν; Είναι, τελικά, ευτυχής αυτός που κολυμπάει στα χρήματα και στα αυτόγραφα;
— Βλέπετε τηλεόραση;
Παρακολουθώ κάποιες σειρές και χαίρομαι επειδή υπάρχουν κάποιοι που αξίζουν. Αντιλαμβάνομαι, επίσης, πότε ένας ηθοποιός είναι καλός, όταν γνωρίζει πώς να αρθρώσει την ελληνική γλώσσα. Όταν έδωσα στη Δραματική του Εθνικού ήταν στην επιτροπή ο Ροντήρης, ο Τερζάκης. Σε έπιανε δέος.
Αν θυμάμαι καλά, είπα ένα απόσπασμα από τους «Πέρσες» του Αισχύλου και το κομμάτι όπου ο Εξάγγελος διηγείται με παραστατικά λόγια τη φοβερή καταστροφή, αναγγέλλοντας ωστόσο πως ο Βασιλιάς Ξέρξης επέζησε. Το έλεγα με στεντόρεια φωνή και ο Ροντήρης με διακόπτει. Εκείνη τη στιγμή με ρώτησε τι είχα καταλάβει από το κείμενο που απήγγειλα. Και τότε επέλεξα να το πω με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Κι έτσι πέρασα.
Το ίδιο βλέπεις να συμβαίνει ακόμη και στις εκκλησίες, όπου πολλοί παπάδες ή ψάλτες αισθάνονται ότι κάνουν αγγαρεία, ψέλνοντας χωρίς κανείς να καταλαβαίνει τι λένε.
— Τι σημαίνει μεγάλος ηθοποιός;
Αυτός που πρώτα αισθάνεται και μετά ερμηνεύει.
— Τόσα χρόνια στην υποκριτική τι κερδίσατε και τι χάσατε;
Προσπάθησα να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Μόνο χαρά και πληρότητα έλαβα πάνω στο σανίδι ή στα κινηματογραφικά στούντιο. Επομένως, μόνο κέρδισα από την υποκριτική, τίποτα δεν έχασα. Οι ρόλοι είναι ερμηνείες μέσα από τις οποίες αφήνεις το στίγμα σου στην ιστορία. Υπήρχαν χαρακτήρες που δεν είχαν κείμενο και αυτοί ήταν οι δυσκολότεροι.
Για παράδειγμα, στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου έπαιζα δίπλα στον Μιχαήλ Μαρμαρινό αλλά ως σκιά του. Το μεγάλο θέατρο είναι όταν ο άλλος συλλάβει αυτό που εκπέμπεις. Διότι είναι άλλο το θέατρο και άλλο ο θεατρινισμός. Για μένα εκείνος ο ρόλος ήταν μια ξεχωριστή ερμηνευτική εμπειρία γιατί κλήθηκα να παίξω ένα αντίστροφο καθρέφτισμα του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ήταν μια σκηνή που έβαλε ο Γ. Χουβαρδάς χωρίς να υπάρχει στο κείμενο.
Πολλοί θεατές στο τέλος σχολίαζαν ότι ήταν συγκλονιστική η σκηνή που ο Βογιατζής έτεινε το χέρι του στον Μαρμαρινό και τον κοιτούσε στα μάτια. Εκείνη η στιγμή δεν θα χαθεί ποτέ στον χρόνο, παρά το ότι δεν υπήρχε κείμενο. Η ψυχή προηγείται της ερμηνείας.
— Η πιο άβολη στιγμή της πορείας σας;
Η πρώτη φορά που ανέβηκα στη σκηνή σε ένα θέατρο της Καλλιθέας, παίζοντας ένα έργο του Σαίξπηρ. Θυμάμαι τι σκεφτόμουν για να ξεπεράσω τον φόβο μου. Είπα στον εαυτό μου: «Ή μένεις στη σκηνή ή φεύγεις διαπαντός και ασχολείσαι με όσα ήθελε ο πατέρας σου». Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να ξεχάσω αυτήν τη σκηνή που συνέβη στις 20/05/1955. Και έμεινα. Έκτοτε, ακολούθησε ένας διαρκής αγώνας.
— Οι παλιές, θρυλικές ταινίες παίζονται συνεχώς στην τηλεόραση.
Και επιλέγω συνειδητά να μην τις βλέπω. Πάντα αναγνωρίζω λάθη και έτσι δεν κάθομαι να τις παρακολουθήσω γιατί στενοχωριέμαι. Αποφεύγω να βλέπω τις ταινίες γιατί όταν τις βλέπω λέω από μέσα µου: «Αυτήν τη σκηνή θα την έκανα πολύ καλύτερα. ∆εν είναι καλό αυτό το πλάνο, δεν με αντιπροσωπεύει». Μεγαλώνεις και αναγνωρίζεις καλύτερα αυτό που θα είχες κάνει διαφορετικά.
Μάλιστα, κάποια στιγμή, είχε έρθει ο αείμνηστος Γιάννης Δαλιανίδης και μου ζήτησε να ξανακάνουμε κάτι, αλλά αρνήθηκα κατηγορηματικά. Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι δυνατές ερμηνείες από το παρελθόν δεν μπορείς να τις επαναλάβεις. Επιλέγεις να τις ερμηνεύσεις άπαξ, και τέλος.
— Με ποιους ηθοποιούς συνδεθήκατε πιο πολύ;
Με τον Δημήτρη Χορν, τη Μαίρη Αρώνη, τον Σταύρο Ξενίδη, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Νότη Περγιάλη, τον Σωτήρη Μουστάκα. Θυμάμαι ότι η Βλαχοπούλου ήταν μια ηθοποιός που επέλεγε να κάνει προσθήκες ακόμη και την ώρα της ερμηνείας της και έπρεπε να είσαι σε ετοιμότητα για να ανταποκριθείς.
— Ποιος σκηνοθέτης ήταν ο πιο απαιτητικός απ’ όσους συνεργαστήκατε;
Ο Δαλιανίδης, γιατί ήταν πολύ αυστηρός. Έλεγε διαρκώς ότι άλλο η δουλειά και άλλο η παρέα. Σ’ ένα γύρισμα είχε καθυστερήσει να έρθει περίπου μισή ώρα η αείμνηστη Μάρθα Καραγιάννη. Ο Γιάννης περπατούσε εκνευρισμένος και όταν ήρθε η Μάρθα στο γύρισμα άρχισε να της φωνάζει: «Μα τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι; Είναι δυνατόν να περιμένουν όλοι εσένα;». Και η ίδια του απάντησε: «Μα, βρε Γιάννη μου, μαζί ήμασταν όλη τη νύχτα, κοιμήθηκα λίγο παραπάνω». Άλλο η δουλειά, άλλο η παρέα, της είπε και πρόσθεσε: «Δεν μπορείς να κρεμάς έναν θίασο». Τότε είχαμε ξαφνιαστεί όλοι.
— Ποιο είναι το μυστικό της μακροζωίας;
Να μην κοιτάς τον χρόνο και να μη σκέφτεσαι την ηλικία σου. Ο θάνατος είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Έχω τον γιο μου και τη νύφη μου, τον εγγονό μου, τα βιβλία μου, τους φίλους μου. Δεν μου φτάνει το 24ωρο και γι’ αυτό δεν πλήττω ποτέ.
— Τι θυμάστε περισσότερο από τη σύζυγό σας;
Έφυγε από τη ζωή το 2019. Υπήρξε μια κυρία ανεπανάληπτη. Η απόλυτη σύζυγος, που τη λάτρεψα και τη θαύμαζα. Ήμασταν παντρεμένοι πάρα πολλά χρόνια. Ζήσαμε μια ζωή ολόκληρη. Αλλά το τελευταίο διάστημα ήταν πολύ δύσκολο. Είχε πάθει Αλτσχάιμερ, μια νόσο που, σταδιακά, έσβησε όλα όσα είχαμε ζήσει στο παρελθόν. Δεν θυμόταν τίποτα. Καμία ανάμνηση. Ερχόταν ο γιος μας και δεν τον αναγνώριζε. «Είμαι ο γιος σου», της έλεγε το παιδί μας κι εκείνη απαντούσε: «Δεν έχω γιο». Και κλάματα ο γιος μου…
Ουσιαστικά, πέθανε στα χέρια μου. Την ημέρα της κηδείας, όμως, επέλεξα να παίξω κανονικά στο θέατρο, γιατί η Βασιλική μου δεν θα μου το συγχωρούσε ποτέ.
— Γνωρίσατε την ευτυχία;
Γιάννη μου, αν φτάσεις στο σημείο να γνωρίσεις την ευτυχία, για μένα παύεις να είσαι άνθρωπος. Αν πάψεις να αναζητάς το κάτι παραπάνω και θεωρείς ότι έχεις βρει το ιδανικό, έχεις ήδη καεί, διότι δεν υπάρχει πλέον ζωή.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Πρώτα απ’ όλα, την ανιδιοτελή αγάπη. Έπειτα να λειτουργεί το μυαλό σου, να έχεις ήσυχη τη συνείδησή σου και να είσαι έντιμος όχι μόνο απέναντι στους άλλους αλλά και με τον εαυτό σου.