Η παρουσία του ελληνικού θεάτρου στη σημαντικότερη πολιτιστική σκηνή του κόσμου έχει εξελιχθεί σε ετήσιο ραντεβού. Μετά την περσινή μεγάλη επιτυχία και το τριπλά sold out πρότζεκτ «The Artaud Diptych» στο The Tank Theater της Νέας Υόρκης, η διεθνής Ελληνίδα σκηνοθέτις Ιόλη Ανδρεάδη (σε συνεργασία με τον συγγραφέα Άρη Ασπρούλη) επέστρεψε για πέμπτη συνεχή σεζόν με μια νέα παράσταση στο φημισμένο θέατρο του Μανχάταν. Για τρεις βραδιές η παράσταση «The Cenci Family» (με αγγλικούς υπέρτιτλους) κέρδισε τις εντυπώσεις και απέσπασε το θερμό χειροκρότημα του απαιτητικού νεοϋρκέζικου κοινού.
Περπατώντας στον καλλιτεχνικό πυρήνα της Νέας Υόρκης αντιλαμβάνεσαι ότι τα θέατρα του Broadway αποτελούν ένα δημοφιλές τουριστικό αξιοθέατο. Τεράστιες φωτεινές επιγραφές, μακροχρόνιες επιτυχίες, ατελείωτες ουρές, μοντέρνοι χώροι αλλά και κορυφαία ονόματα της βιομηχανίας του θεάτρου συνθέτουν το παζλ της πολιτιστικής εμπειρίας στη συναρπαστική μεγαλούπολη. Η παράσταση «The Cenci Family» ανέβηκε στην κεντρική σκηνή ενός απ’ τα πιο επιδραστικά off-off Broadway θέατρα της πόλης, του Tank Theater, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του Μανχάταν. Είναι ένας ζωντανός, πρωτοπόρος και σύγχρονος χώρος δημιουργίας, που πρωταγωνιστεί στα θεατρικά δρώμενα της αμερικανικής μητρόπολης.
Η Ιόλη Ανδρεάδη πέτυχε να δημιουργήσει μια παράσταση υψηλής αισθητικής η οποία διατήρησε στο ακέραιο τη δυναμική της και ξετύλιξε μια αιχμηρή αφήγηση που ανέδειξε μείζονα ηθικά ζητήματα, όπως η αλαζονεία της εξουσίας και η πατριαρχία.
Η παράσταση εντάχθηκε στο φετινό ρεπερτόριο του The Tank σε μια επετειακή σεζόν για τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια συνεργασία ουσιαστικής εξωστρέφειας που δεν έχει υπάρξει ξανά στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, αφού τα έργα των δύο Ελλήνων δημιουργών εντάσσονται κάθε χρόνο σταθερά στο ρεπερτόριο ενός σημαντικού θεάτρου της Νέας Υόρκης, μια συνεργασία χάρη στην οποία το ελληνικό θέατρο προβάλλεται σε ετήσια βάση στο φημισμένο Broadway. Συγχρόνως, εκτός από τα πέντε διαφορετικά ελληνικά έργα στη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, εδώ και μια δεκαετία το συγκεκριμένο θεατρικό δίδυμο έχει ανεβάσει 14 θεατρικά έργα, 7 πρωτότυπα και 7 διασκευές σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Σόφια και Φιλιππούπολη.
Το καστ της παράστασης αποτελούνταν από τους Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ιφιγένεια Καραμήτρου και Θάνο Κόνιαρη, μια εξαιρετική τριάδα ηθοποιών, οι οποίοι ξεχώρισαν όχι μόνο για τη μοναδική χημεία που έχτισαν στη διάρκεια της παράστασης αλλά και γιατί καθήλωσαν το κοινό φωτίζοντας με τη σκηνική τους παρουσία την πρώτη ύλη ενός πρωτότυπου θεατρικού έργου. Ακολούθησαν πιστά τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ιόλης Ανδρεάδη και ενσάρκωσαν με υποδειγματικό τρόπο τις απαιτήσεις μιας διαφορετικής θεατρικής πρότασης, η οποία στηρίζεται στο δίπολο σωματικότητα - στατικότητα. Το πιο σημαντικό είναι, όμως, ότι κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού με τη συμμετρική τους παρουσία πάνω στη σκηνή. Η Ιόλη Ανδρεάδη πέτυχε να δημιουργήσει μια παράσταση υψηλής αισθητικής η οποία διατήρησε στο ακέραιο τη δυναμική της και ξετύλιξε μια αιχμηρή αφήγηση που ανέδειξε μείζονα ηθικά ζητήματα, όπως η αλαζονεία της εξουσίας και η πατριαρχία. Δεν είναι τυχαίο ότι στα πολύ θετικά σχόλια των θεατών η συζήτηση επικεντρώθηκε στη προσωπική σκηνοθετική της μέθοδο και γλώσσα.
Η υπόθεση του έργου ανατρέχει στη Ρώμη του 1599. Ο κόμης Τσέντσι είναι ο πλουσιότερος άνδρας της εποχής. Είναι έξυπνος, ασεβής και κυνικός. Οι φήμες για εκείνον οργιάζουν. Λέγεται πως τα εγκλήματά του δεν έχουν προηγούμενο και πως οι ορέξεις του, παρά την ηλικία του, δεν γνώρισαν ακόμη το μέτρο. Ένα βράδυ, δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη. Στο μέγαρό του καταφτάνει ο απεσταλμένος διαπραγματευτής του Πάπα, σινιόρ Καμίλο. Ο Κόμης δυσκολεύεται να βρει το καλό στις προθέσεις του απρόσκλητου επισκέπτη και η βροχή που τον συνοδεύει δεν μοιάζει με αγαθό οιωνό. Ο σινιόρ Καμίλο λέει στον Τσέντσι πως αν επιθυμεί να παραμείνουν άγνωστα τα μέχρι τώρα εγκλήματά του, οφείλει άμεσα να παραχωρήσει στο Βατικανό το ένα τρίτο της περιουσίας του. Ο γερο-Τσέντσι, παρά τις αντιρρήσεις του, έκπληκτος από την πρόταση της Ιεράς Εξέτασης να φιμωθεί με τον ίδιο του τον χρυσό, αποφασίζει να συνθηκολογήσει. Στο όνομα, όμως, αυτής της συνθηκολόγησης −και αφού το χρυσάφι που παραχωρεί μοιάζει αρκετό για μερικά εγκλήματα ακόμα− σχεδιάζει το ανομολόγητο: ένα τεράστιο όργιο, όπου θα σκοτώσει τους δυο του γιους και θα σπιλώσει την τιμή της μονάκριβης κόρης του, της Βεατρίκης. Η ατιμασμένη κόρη του είναι και η μόνη σε ολόκληρη τη Ρώμη που έχει το θάρρος να τον εκδικηθεί για τα ανομήματά του. Η πατριαρχία, όμως, είναι μια εξουσία χωρίς δικαιοσύνη και επιστρέφεται σ’ όποιον την πολεμά. Το ικρίωμα που την περιμένει είναι ζεστό. Και η ιστορία είναι πραγματική.
Η «Οικογένεια Τσέντσι» είναι ένα θεατρικό έργο που εμπνέεται από την πραγματική ιστορία της οικογένειας Τσέντσι, από τους «Τσέντσι» του Αντονέν Αρτό και από το ομώνυμο χρονογράφημα του Σταντάλ. Το έργο αποπειράται να παρουσιάσει ένα γεγονός του 16ου αιώνα τοποθετώντας το στο σήμερα, με έναν τρόπο διαμεσολαβημένο και χωροταξικά περιορισμένο, παρουσιάζοντας τους ήρωες εγκλωβισμένους σε μια ιδεατή βιτρίνα, η οποία τους προσδίδει κύρος, αλλά τους αφαιρεί κάθε οδό διαφυγής. Οι «Τσέντσι» («Les Cenci») του Αρτό χαρακτηρίστηκαν έργο-ορόσημο για το λεγόμενο «θέατρο της σκληρότητας» και το κείμενό του θεωρήθηκε υψηλής δραματουργικής δύναμης και μεγάλης επιρροής σε πολλαπλά πεδία και κινήματα των τεχνών του 20ού αιώνα. Συγχρόνως, τα πάθη της οικογένειας των Τσέντσι, τα φρικαλέα εγκλήματα του κόμη Τσέντσι και η γενναία και τραγική αυτοθυσία της 16χρονης Βεατρίκης αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για κορυφαίους ποιητές, στοχαστές και ζωγράφους, όπως ο Σέλεϊ, ο Σταντάλ, ο Μοράβια και η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι.
Είναι πάντως ενδεικτικό ότι το κοινό της Νέας Υόρκης ξεχωρίζει για ένα βασικό χαρακτηριστικό που δεν το συναντάς εύκολα στις εγχώριες παραστάσεις. Είναι ιδιαίτερα ανοιχτό και φιλοπερίεργο, αφού μετά το τέλος των παραστάσεων πολλοί θεατές παρέμειναν στον χώρο και είχαν την ανάγκη να συζητήσουν για το έργο που είδαν καθώς και να ανταλλάξουν ιδέες και προβληματισμούς. Αυτό το αντιλήφθηκα από τις συζητήσεις που ακολούθησαν στο φουαγέ του θέατρου με διακεκριμένους καλεσμένους από τον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού. Μάλιστα, σημαντικοί στο είδος τους Αμερικανοί καλλιτέχνες του θεάτρου δήλωσαν αστειευόμενοι πως θα «κλέψουν» από αυτό που είδαν και θα το χρησιμοποιήσουν ως υλικό για έμπνευση. Επίσης, όλοι εκδήλωσαν την έκπληξή τους για τις τρεις ερμηνείες και ήθελαν να συγχαρούν και να συζητήσουν με τους ηθοποιούς για τη διαδικασία, ενώ ήταν ευγνώμονες για αυτό που είχαν δει. Ακολουθούν όσα δήλωσαν στη LiFO για την παράσταση «The Cenci Family».
Meghan Finn: «Μια εκθαμβωτική παράσταση που μας θύμισε τι θα πει καλό θέατρο»
Η Meghan Finn είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου The Tank και μια από τις σημαντικότερες Αμερικανίδες σκηνοθέτιδες. Μας είπε: «Η παράσταση ήταν εκθαμβωτική και η σκηνοθεσία ανέσυρε στην επιφάνεια απλούς, πρωταρχικούς θεατρικούς κώδικες που όλοι όσοι έχουν διδαχθεί θέατρο γνωρίζουν την ύπαρξή τους, αλλά τους χρησιμοποίησε με τέτοιο τρόπο που ήταν σαν να τους επανεφευρίσκει και να τους επανασυστήνει». Και συμπλήρωσε: «Ήταν σαν να έχω φάει στη ζωή μου άπειρα κομμάτια κέικ και ξαφνικά να δοκιμάζω και να τρώω με απόλαυση ένα κομμάτι κέικ που μου θυμίζει τι είναι κέικ. Η παράσταση αυτή μάς θύμισε τι θα πει καλό θέατρο. Πρόκειται για πολύ καλό θέατρο. Θέατρο που θα έπρεπε να αποτελεί πυξίδα. Μιλάμε για την επιστροφή στην πρωταρχική απλότητα του θεάτρου. Η Ιόλη τόλμησε να χρησιμοποιήσει μέσα που όλοι γνωρίζουν στο θέατρο −τα σώματα, την κίνηση στον χώρο, την εικόνα− αλλά με έναν τρόπο τολμηρό, νέο και λειτουργικό».
Peter Danish: «Αυτή η παράσταση σε ξεσηκώνει»
Ο Peter Danish είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους και πολυγραφότατους Αμερικανούς κριτικούς, ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια αρθρογραφεί σταθερά στο «Broadway World», το σπουδαιότερο θεατρικό site στον κόσμο. Μεταξύ άλλων είναι και συγγραφέας των μυθιστορημάτων «The Tenor» και «Medjugorje - The Final Prophecy». Παρακολούθησε την παράσταση την τελευταία ημέρα και, αφού δήλωσε εκστασιασμένος απ’ αυτό που είδε, επισήμανε ότι: «Υπάρχουν δυο είδη θεάτρου, αυτό που κάθεσαι καλά σφηνωμένος στην καρέκλα σου και καταναλώνεις το θέαμα μπροστά σου και αυτό που κάθεσαι τεντωμένος, χωρίς καν να ακουμπάει η πλάτη σου στο κάθισμα, και επικοινωνείς, συμμετέχεις και φαντάζεσαι έναν ολόκληρο κόσμο, γνωρίζοντας τελικά καλύτερα τον εαυτό σου. Η παράσταση “The Cenci Family” που παρακολουθήσαμε απόψε ανήκει ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία και είναι εμφανές πως αυτό οφείλεται σε ένα νέο σύστημα από τη σκηνοθέτιδα, μια προσωπική μέθοδο, η οποία φτιάχνει μια μοναδική θεατρική γλώσσα. Πρόκειται για σκηνοθετική τόλμη, η οποία δεν πάει ενάντια στο κείμενο, ούτε είναι ερήμην του κειμένου, αλλά βασίζεται σε αυτό και το ερμηνεύει αιχμηρά και με καινοτόμο τρόπο».
Sarah Farrington: «Απόψε είδαμε αβανγκάρντ στη Νέα Υόρκη μετά από χρόνια»
Η Sarah Farrington, θεατρική συγγραφέας και ειδική αναλύτρια της νεοϋορκέζικης θεατρικής αβανγκάρντ, συγγραφέας του διάσημου βιβλίου «The Lost Conversation: Interviews with an Enduring Avant-Garde», δήλωσε για την παράσταση: «Στην Αμερική δεν βλέπεις πια συχνά θεατρική αβανγκάρντ − όλα τα θεάματα συνήθως φτιάχνονται με στόχο να είναι απλώς εύπεπτα και επηρεάζονται από το ευτελές γούστο και τις προτιμήσεις των παραγωγών, που στοχεύουν στο γρήγορο κέρδος. Απόψε, όμως, είδαμε αβανγκάρντ στη Νέα Υόρκη μετά από χρόνια. Η παράσταση αυτή με μάγεψε με την ομορφιά και την απλότητά της και με έκανε να σκεφτώ, να φανταστώ, τόσο λόγω της σκηνοθετικής επιλογής να μη δίνονται όλα ευθέως στον θεατή, αλλά να υπονοούνται, όσο και λόγω των ερμηνειών που ήταν εξαιρετικά μεστές, γοητευτικές και δουλεμένες από τον κάθε ηθοποιό, με ξεκάθαρο στόχο. Είχα χρόνια να δω μια παράσταση που να ανήκει πραγματικά στην παγκόσμια αβανγκάρντ».
Laura Tesman: «Εδώ έχουμε ένα σύγχρονο, ολοζώντανο θεατρικό έργο που μιλά για το τώρα»
Τέλος, η Laura Tesman, καθηγήτρια θεάτρου, πρόεδρος του Τμήματος Παραστατικών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Μπρούκλιν και σκηνοθέτις, αναφέρθηκε με ενθουσιασμό στις φορές που έχει δει την παράσταση «The Cenci Family» − σ.σ. είχε έρθει στην Αθήνα να μιλήσει για τις τρεις παραστάσεις της τριλογίας για τον Αρτό όταν παίζονταν στη διάρκεια της ίδιας βραδιάς στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στην Αθήνα («Αρτό/Βαν Γκογκ», «Οικογένεια Τσέντσι», «Κόκκαλο», Οκτώβριος-Νοέμβριος 2022). Η ίδια δήλωσε: «Μέσα στον χρόνο, και ιδίως αυτήν τη φορά, η παράσταση βαθαίνει, τα πυκνά νοήματα διαφαίνονται πιο ξεκάθαρα, οι ερμηνείες των ηθοποιών ωριμάζουν και η ιστορία που θέλουν να πουν ξεκαθαρίζει ως μια πολυεπίπεδη και ταυτόχρονα εξαιρετικά απλή πρόταση». Συμπλήρωσε, μεταξύ άλλων, πως «εδώ έχουμε ένα σύγχρονο θεατρικό έργο, ολοζώντανο, το οποίο μιλάει για τα σημερινά προβλήματα −Τραμπ, εθνικισμός, πόλεμοι, πατριαρχία, εξουσιομανία− που βασανίζουν την ανθρωπότητα και για την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας ιδιαίτερα, την έκρηξη της οποίας γνωρίζουμε παγκοσμίως από την πανδημία και μετά».
Τέλος, ειδική μνεία αξίζει σε μια Αμερικανίδα μεγαλύτερης ηλικίας, που ήθελε να παραμείνει ανώνυμη και συμμετείχε στη συζήτηση που ακολούθησε μετά την παράσταση λέγοντας: «Αυτό που φτιάξατε ήταν τόσο οργανικό, που πραγματικά ανέπνεε. Ελπίζω να δω ξανά την παράσταση αυτή στα όνειρά μου. Ξέρετε, εγώ είμαι θύμα κακοποίησης σε μικρή ηλικία και η θέαση της παράστασης με έκανε να προχωρήσω την προσωπική δουλειά που κάνω μόνη μου, σχετικά με την αυτοθεραπεία μου».
Η παράσταση «The Cenci Family» πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη με την ευγενική χορηγία του Κοινωφελούς Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια και υπό την αιγίδα του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη.
Το έργο κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Κάπα Εκδοτική
Σκηνοθεσία: Ιόλη Ανδρεάδη
Κείμενο: Ιόλη Ανδρεάδη και Άρης Ασπρούλης
Μετάφραση στα αγγλικά: Ιόλη Ανδρεάδη
Σκηνογραφία - Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Video Trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Οργάνωση Παραγωγής: Ορέστης Τάτσης
Εκτέλεσης Παραγωγής: ΡΕΟΝ
Ερμηνεύουν: Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Θάνος Κόνιαρης