Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον Έντι Καρμπόνε. Ο ολέθριος μηχανισμός έχει τεθεί σε λειτουργία από τα πανάρχαια χρόνια. Ο χαμός του είναι προδιαγεγραμμένος.
Ούτε ο εαυτός του, ούτε οι οικείοι του, ούτε ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής μπορούν να σταθούν εμπόδιο στον σκοτεινό χείμαρρο που θα ξεχυθεί από μέσα του.
Κι εμείς καλούμαστε να παρακολουθήσουμε αυτό το θρίλερ, όπως οδηγείται σε κορύφωση και λύση, τους έξι τελευταίους μήνες της ζωής του μεσήλικα Ιταλοαμερικανού λιμενεργάτη Έντι Καρμπόνε.
Ο Μίλερ θεωρούσε αυτό το έργο την «ελληνική» τραγωδία του. Αν ο σοφόκλειος ήρωας είναι «αυτός που, αβοήθητος από τους θεούς και αντιμέτωπος με την ανθρώπινη αντιξοότητα, λαμβάνει μια απόφαση που πηγάζει από τα βαθύτερα στρώματα της ατομικής φύσης του και μετά τυφλά, άγρια, ηρωικά, διατηρεί αυτή την απόφαση ακόμη κι αν τον οδηγεί στην καταστροφή του»*, τότε μπορούμε να δούμε σε ποιον βαθμό ο Μίλερ ακολουθεί ετούτο το υψηλό πρότυπο, πλάθοντας τη δική του εκδοχή, εφαρμόζοντας την πεποίθησή του ότι η τραγωδία ως είδος μπορεί να αφορά όχι μόνο εξέχοντα μέλη της κοινωνίας αλλά και ανθρώπους της εργατικής τάξης.
Ο Έντι Καρμπόνε υπερασπίζεται μέχρι τελικής πτώσης τη σκοτεινή, αιμομικτική επιθυμία της καρδιάς και του σώματός του, ακόμη κι αν αυτή κρίνεται φρικώδης από τον περίγυρό του. Αρνείται την κοινή ηθική, παραβιάζει τους κανόνες, θυσιάζει τα πάντα για χάρη του τρομερού σκοπού του.
Σίγουρα η συμπεριφορά του στερείται ηρωισμού και μόνο αξιοθαύμαστη δεν μπορεί να θεωρηθεί: «Ξέρω καλά πως ο Έντι είχε άδικο και ξέρω επίσης πως ο θάνατός του ήταν ανώφελος» συνοψίζει τα αισθήματά μας ο δικηγόρος Αλφιέρι, αφηγητής της ιστορίας και άτυπος εκπρόσωπος του Χορού, «αλλά στη δική μου μνήμη άφησε κάτι αγνό. Όχι, όχι, η πράξη του δεν ήταν αγνή, ο ίδιος ήταν αγνός, γιατί ξεγύμνωσε την ψυχή του και μας την έδειξε όπως ήτανε. Γι' αυτό νομίζω πως τον αγαπάω πολύ περισσότερο απ' όλους τους λογικούς πελάτες μου»**.
Αμφιβάλλω αν η κωμωδία θα περνούσε ποτέ από το μυαλό του. Κι όμως, αυτή την εντύπωση αποκομίζουμε στο πρώτο μέρος της παράστασης του Εθνικού. Κι ενώ κάνουμε υπομονή, πιστεύοντας πως σταδιακά το ανάλαφρο κλίμα θα υποχωρήσει, τα πράγματα εξελίσσονται ολοένα προς το χειρότερο.
Το Ψηλά από τη γέφυρα λειτουργεί σε δύο τουλάχιστον σημαντικά επίπεδα: το ένα αφορά τη σωματικότητα, το πάθος, τα ένστικτα, τους νόμους του αίματος, ενώ το άλλο αφορά την πολιτική συνείδηση, όπως αυτή διαμορφώνεται τη δεκαετία του '50 σε μια Αμερική που ταλανίζεται από την ψυχροπολεμική υστερία και το κυνήγι «κόκκινων» μαγισσών του γερουσιαστή Μακάρθι.
Ο Μίλερ, αν και βασίζεται σε αληθινή ιστορία, παίρνει πολύ μεγάλο ρίσκο συνταιριάζοντας στο ίδιο έργο την παράνοια της αιμομικτικής επιθυμίας με την παράνοια που είχε σπείρει στη χώρα η κυβερνητική τρομοκρατία, δηλητηριάζοντας τις ψυχές των ανθρώπων.
Αν η πρώτη αναδύεται σαν ανεξέλεγκτη ασθένεια, η δεύτερη συνιστά καθαρή βαρβαρότητα. Εγκλωβισμένος ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες διαστρεβλώσεις, την εσωτερική και την εξωτερική, ο Έντι καταλήγει στα πρόθυρα της τρέλας και διαπράττει την πλέον βδελυρή πράξη του χαφιεδισμού: καταδίδει στις Αρχές τους δύο μετανάστες που φιλοξενεί σπίτι του, προκειμένου να εμποδίσει τον γάμο του νεότερου από αυτούς με το αντικείμενο του πόθου του, την ανιψιά του.
Ο Πίτερ Μπρουκ, ο οποίος σκηνοθέτησε το παρθενικό ανέβασμα του έργου στο Λονδίνο το 1956, ανέδειξε τη φυσική υπόσταση της φτωχογειτονιάς του Μπρούκλιν όπου κατοικούν οι ήρωες και μετέτρεψε την κοινότητα αυτή σε μια εξωτερίκευση της συνείδησης του ήρωα.
Ο Βέλγος σκηνοθέτης Ίβο βαν Χόβε, στη δική του εκδοχή πριν από τρία χρόνια, έγδυσε το έργο από κάθε νατουραλιστικό στοιχείο και αφηγήθηκε μια ιστορία αρχετυπικών συγκρούσεων μέσα σε έναν άδειο, περιφραγμένο χώρο, όπου τα σώματα παλεύουν με τα πάθη τους.
Φορώντας ρούχα καθημερινά, οι ήρωες «μοιάζουν να υπάρχουν ταυτόχρονα στην παρούσα στιγμή και στην αιωνιότητα με την ίδια ένταση»***.
Όποιον δρόμο και αν διαλέξει κανείς, αμφιβάλλω αν η κωμωδία θα περνούσε ποτέ από το μυαλό του. Κι όμως, αυτή την εντύπωση αποκομίζουμε στο πρώτο μέρος της παράστασης του Εθνικού.
Κι ενώ κάνουμε υπομονή, πιστεύοντας πως σταδιακά το ανάλαφρο κλίμα θα υποχωρήσει, τα πράγματα εξελίσσονται ολοένα προς το χειρότερο.
Ο βασικός πομπός της αστεΐζουσας διάθεσης, ο Γιώργος Κιμούλης, ενώ διαθέτει τα προσόντα να ανταποκριθεί στις δραματικές απαιτήσεις του κεντρικού ρόλου, επιλέγει να κατεβάσει το επίπεδο τόσο χαμηλά ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα επιστροφής σε καμία διεκδίκηση σοβαρότητας.
Είναι λυπηρό να παρακολουθεί κανείς έναν ηθοποιό να θέτει τόσο ανενδοίαστα τις ακονισμένες τεχνικές του ικανότητες στην υπηρεσία του ευτελούς χιούμορ.
Στη σκηνή μεταξύ Έντι και Αλφιέρι, όταν ξεδιπλώνεται στο κείμενο η ομοφοβική κριτική του πρώτου απέναντι στον νεαρό Ροντόλφο, το «καναρίνι» με τα εκκεντρικά σακάκια που ξέρει να ράβει φορέματα, να μαγειρεύει και να τραγουδάει με άνεση τις ψηλές νότες –περίτρανες, κατά τη γνώμη του Έντι, αποδείξεις για τη «γυναικωτή» φύση του μετανάστη που έχει ερωτευτεί την ανιψιά του–, ο πρωταγωνιστής ενδίδει σε έναν δόλιο χλευασμό του αντιπάλου του, που μόνο σε κακή επιθεώρηση ταιριάζει.
Γκριμάτσες, κοροϊδίες και «κλεισίματα του ματιού» επιστρατεύονται για να εξασφαλίσουν σε άφθονες δόσεις το γέλιο του κοινού, που παρασύρεται έτσι προς το πιο ποταπό είδος διασκέδασης: το κράξιμο του (πιθανολογούμενου) γκέι «θύματος».
Μπορεί ο Έντι Καρμπόνε να είναι λιμενεργάτης, γαλουχημένος στο υπερ-αρρενωπό περιβάλλον του λιμανιού, σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογείται η απόδοση του ρόλου μέσα από τέτοιες ειρωνικές κορόνες που κραυγάζουν για την υποκριτική ευκολία τους.
Όπως είναι αναμενόμενο, ακόμη κι όταν στο δεύτερο μέρος της παράστασης ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να αλλάξει τόνο και να σταματήσει τις «πλάκες», είναι πια αργά.
Η κρίσιμη σκηνή όπου ο Έντι φιλάει αιφνιδιαστικά στο στόμα τον Ροντόλφο προκαλεί μοιραία το γέλιο του κοινού, το οποίο εκτονώνει την αμηχανία του με τον τρόπο που του έχουν ως τώρα υποδείξει. Όπως έσπειρες, θα θερίσεις.
Καταδικασμένη από την ερμηνεία του πρωταγωνιστή της, η παράσταση χάνει κάθε ελπίδα να ανακάμψει στην πορεία.
Η σκηνοθεσία αδυνατεί να πλάσει ένα στέρεο οικοδόμημα, να μεταδώσει την αίσθηση της κορυφούμενης απειλής, να παρουσιάσει πειστικά ανθρώπους που παλεύουν με νύχια και με δόντια να επιπλεύσουν, αλλά πνίγονται τελικά στη θάλασσα των πιο βίαιων ενστίκτων τους.
Το αποτέλεσμα παραμένει σχηματικό, ένα περίγραμμα της δράσης, την οποία παρακολουθούμε σχεδόν αμέτοχοι, παγωμένοι.
Από τον υπόλοιπο θίασο διασώζεται ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, ο μόνος που καταφέρνει να μας μεταδώσει την αγωνία του ήρωά του, του Ροντόλφο, όταν υπερασπίζεται με πάθος τη θέση του αλλά και την αξιοπρέπεια των μεταναστών στην πρώτη σκηνή της Β' Πράξης.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου, παρά το ταλέντο και την εμπειρία της, μοιάζει κι αυτή παροπλισμένη στον ρόλο της συζύγου του Έντι.
Μοναδική παρηγοριά μας το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, μια εντυπωσιακή «βροχή» από αλυσίδες και σκουριασμένους ναυτικούς γάντζους που κρέμονται πάνω από τις ζωές των ηρώων, έτοιμοι να τους συνθλίψουν ανά πάσα στιγμή.
*Bernard M.W. Knox, «The Heroic Temper: Studies in Sophoclean Tragedy» (μετάφραση δική μου)
** «Ψηλά από τη γέφυρα», μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ
*** Ben Brantley, The New York Times
Info:
Άρθουρ Μίλερ
Ψηλά από τη γέφυρα
Μετάφραση: Γιώργος Κιμούλης - Νικαίτη Κοντούρη
Σκηνοθεσία-διασκευή: Νικαίτη Κοντούρη
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Μουσική: Σοφία Καμαγιάννη
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Επιμέλεια κίνησης: Αγνή Παπαδέλη-Ρωσσέτου
Βίντεο: Γιώργος Ζώης
Διανομή:
Γιώργος Κιμούλης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Νίκος Χατζόπουλος, Ηλιάνα Μαυρομάτη, Στάθης Παναγιωτίδης, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Κώστας Φαλελάκης, Πάρις Θωμόπουλος, Τάσος Πυργιέρης, Νικόλας Χανακούλας, Ίλια Αλγκάερ, Κώστας Κοράκης, Θάλεια Γρίβα, Γιώργος Ματζιάρης, Αναστάσης Συμεών Λαουλάκος
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Αγίου Κωνσταντίνου
22-24, 210 5288170-171, 210 7234567
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια