Την Κυριακή 1 Ιουνίου 2008, ο τεχνικός διευθυντής του Αμόρε, που βρισκόταν σε αυτήν τη θέση από το ξεκίνημα του θεάτρου, άρχισε να ξηλώνει το σκηνικό της παράστασης του Δημήτρη Καραντζά στην Κεντρική Σκηνή, «Χιόνι στο στόμα». Το ξήλωμα ήταν η χειρότερη νύχτα του Άντι Φλούτουρε, που είχε μάθει να ξηλώνει ένα σκηνικό Κυριακή βράδυ και να σηκώνει ένα καινούργιο σε τρεις μέρες, αφού ο ρυθμός με τον οποίον λειτουργούσε το θέατρο ήταν περίπου αυτός. Το ένα έργο ολοκλήρωνε τις παραστάσεις του την Κυριακή, το επόμενο ανέβαινε Παρασκευή. Εκείνη τη νύχτα δεν άντεχε να μείνει στο θέατρο κανείς. Τα πράγματα είχαν τακτοποιηθεί, αρχεία είχαν μαζευτεί, το περίφημο βεστιάριο με όλα τα ρούχα είχε παραδοθεί σε ένα άλλο, επαγγελματικό. Οι άνθρωποι του Αμόρε πήραν ελάχιστα πράγματα, σχεδόν τίποτα, μια μολυβοθήκη ή μια φωτογραφία, γιατί θα ήθελαν να το πάρουν όλο μαζί τους. Πήραν τον αέρα του θεάτρου, την αύρα, την εμπειρία, τις φιλίες και μια συζήτηση που κρατάει μεταξύ τους μέχρι σήμερα.
Δεκαπέντε μέρες νωρίτερα, τα «κορίτσια του γραφείου», στα οποία ανήκω κι εγώ, κάναμε το πιο μεγάλο πάρτι του ελληνικού θεάτρου για να αποχαιρετιστούμε για τελευταία φορά. Ανοίξαμε την παραστασιογραφία του θεάτρου, καλέσαμε όλους όσοι είχαν παίξει εκεί τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια, είχαν δουλέψει και ονειρευτεί σε αυτό το κατάμαυρο κουτί της οδού Πριγκιποννήσων, και ήρθαν όλοι, περισσότεροι από πεντακόσιοι άνθρωποι που εκεί ξεκίνησαν, μεγάλωσαν, ωρίμασαν, σκέφτηκαν, δοκίμασαν, δημιούργησαν, πέτυχαν και απέτυχαν, αλλά δεν ένιωσαν ούτε λεπτό ότι είναι μόνοι.
Ο εμπνευστής και καλλιτεχνικός διευθυντής, ο άνθρωπος που ενορχήστρωσε την πιο σοβαρή υπόθεση καλλιτεχνικών συγκλίσεων στο θέατρο των τελευταίων δεκαετιών, ο Γιάννης Χουβαρδάς, μίλησε ελάχιστα για το Αμόρε τα επόμενα χρόνια. Οι άνθρωποι που δούλεψαν εκεί το αναφέρουν συχνά – δεν είναι λίγοι αυτοί που συναντιούνται επαγγελματικά ξανά και ξανά. Το Αμόρε υπάρχει ως σημείο αναφοράς, ως μοντέλο ενός θεάτρου που λειτουργούσε με ρεπερτόριο, παρουσίασε νέα έργα, δοκίμασε νέους ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους και μεταφραστές που συγκροτούν ένα μεγάλο μέρος του εξαιρετικού υλικού που διαθέτει το ελληνικό θέατρο σήμερα.
Λειτούργησε ως μήτρα, ως κυψέλη και ως κουκούλι, καθόλου ως σχολείο, αλλά και ως τόπος ελεύθερης διακίνησης ιδεών, φιλοξενίας διαφωνιών, διαφορετικών καλλιτεχνικών τάσεων, απόψεων, ζυμώσεων και ιδεών. Στο Αμόρε, στην οδό Πριγκιποννήσων 10, ήρθαν περισσότεροι από 500.000 χιλιάδες θεατές. Η χαρακτηριστική απάντηση, όταν κάποιος σήκωνε το τηλέφωνο –«Αμόρε, Θέατρο του Νότου»–, και οι οδηγίες για το πώς θα φτάσουν –«200 μέτρα μετά τα δικαστήρια της Ευελπίδων, στο δεξί σας χέρι»– αντηχούν ακόμα στα αυτιά των ανθρώπων που δούλευαν σε ένα γραφείο δυόμισι επί τρία μέτρα και φιλοξενούσε το ταμείο, τη «διοίκηση», την παραγωγή, τις δημόσιες σχέσεις, όλο το οργανωτικό μέρος του θεάτρου αλλά και τους συντελεστές κάθε παράστασης, που εκεί έλυναν τα τεχνικά τους προβλήματα, και τους ηθοποιούς, που έκαναν ένα μικρό διάλειμμα.
Σε αυτό το γραφείο-σπιρτόκουτο, όπου δούλευαν το λιγότερο δύο και το περισσότερο έξι ή επτά άνθρωποι, οι μισοί όρθιοι ή με βάρδιες στα κομπιούτερ –ο Γιάννης Χουβαρδάς ήταν πάντα όρθιος– ξεκινούσε η προετοιμασία της επόμενης χρονιάς, εννιά με δέκα μήνες πριν, με επτά παραγωγές να τρέχουν – κάποια χρονιά είχαμε φτάσει τις έντεκα, κάτι που σήμερα θεωρείται αδιανόητο στο θέατρο.
Στο Αμόρε δεν υπήρχε ωράριο ή, μάλλον, κανένας δεν το τηρούσε. Από νωρίς το πρωί, που άνοιγε το θέατρο, μέχρι τα μεσάνυχτα και τις Παρασκευές σχεδόν μέχρι τις δύο τα ξημερώματα, μετά τις μεταμεσονύκτιες, οι άνθρωποι σχεδόν περνούσαν εκεί τη ζωή τους. Ο Χουβαρδάς δεν έλεγξε ποτέ κανέναν, αλλά ο καθένας ήξερε ότι έπρεπε να τελειώσει τη δουλειά σε ορισμένο χρόνο, με μηδενική απόκλιση.
Αυτό σήμαινε χοντρικά ότι, ανάμεσα σε πρόβες, παραστάσεις και δουλειές, σε κάθε γωνία του θεάτρου όλο και κάποιος κοιμόταν. Στα κρεβάτια και στους καναπέδες του σκηνικού, στα πάνω καμαρίνια, στους καναπέδες του φουαγέ, στους πάγκους στο υπόγειο – υπήρχαν περιπτώσεις σαν του Ξάφη, που είχε «οργανώσει» μικρό κρεβάτι κάτω από τη σκαλίτσα του Εξώστη. Το Αμόρε είχε δύο σκηνές, την Κεντρική, που άλλαζε κατά τη διάθεση του εκάστοτε σκηνοθέτη –άλλοτε λοξή, κομμένη στα δύο, ελλειπτική ή μακρόστενη–, με τους σκηνοθέτες να αλλάζουν τις θέσεις και την κατεύθυνση του βλέμματος των θεατών, να αφαιρούν σειρές, να κλείνουν, να ανοίγουν πόρτες, να την επεκτείνουν όσο μπορούν, και τον περίφημο Εξώστη, που επικοινωνούσε, και ηχητικά, με την Κεντρική Σκηνή από τη δεξιά πλευρά της, πράγμα που καθιστούσε αδύνατο το παράλληλο ανέβασμα παραστάσεων στις δύο σκηνές. Αυτό σήμαινε μια αδιανόητη τρεχάλα, να τελειώνει η μία παράσταση και να αρχίζει η άλλη, με ηθοποιούς να έχουν μισή ώρα για να αλλάξουν κοστούμια και μακιγιάζ, σε περίπτωση που έπαιζαν και στις δύο παραστάσεις.
Από το θέατρο περνούσαν κάθε χρόνο περισσότεροι από εκατό εργαζόμενοι – ο τρόπος που τους μετράω σήμερα είναι με τα κομμάτια της βασιλόπιτας που κόβαμε κάθε χρονιά. Για ένα μικρό, μεσαίο σε μέγεθος θέατρο αυτό σήμαινε διαρκή συνωστισμό των εργαζομένων στα καλλιτεχνικά, τεχνικά και οργανωτικά κομμάτια. Οι περισσότεροι σήμερα θυμούνται να συμβαίνει με τρόπο φυσικό το στριμωξίδι, κάτι πολύ χύμα και πολύ οργανωμένο ταυτόχρονα, ήταν σαν κανόνας λειτουργίας.
Όταν ο Μιχάλης Μιχαήλ σκέφτηκε να γίνει ένα αφιέρωμα στο Αμόρε, σημείωσε κάποιες λέξεις στο χαρτί του. Είναι αυτές που επανέλαβαν οι άνθρωποι που συνάντησα: «Γιάννης Χουβαρδάς, εμπιστοσύνη, πίστη, μαζί, οικογένεια». Είναι οι λέξεις που επανέλαβαν σχεδόν σαν συνεννοημένοι όλοι όσοι μίλησαν γι’ αυτό. Το Αμόρε υπήρξε μια αληθινή οικογένεια, με πολύ λιγότερες παθογένειες απ’ όσες έχει μια φυσική. Για να το πω πολύ απλά, ο Χουβαρδάς μάς αναγνώρισε ως προσωπικότητες, εκεί μάθαμε ότι πρέπει να κοιτάζουμε τον στόχο και όχι τον διπλανό μας –αλλά να νοιαζόμαστε γι’ αυτόν–, ότι δεν πρέπει να υπάρχει διάκριση, καλλιτεχνική ή άλλη, ότι είμαστε ίσοι, ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε και να πράττουμε ελεύθερα, χωρίς λογοκρισία και με την ευθύνη που μας αναλογεί, να φεύγουμε και να επιστρέφουμε με νέες ιδέες, να προχωράμε μπροστά, να αποδεχόμαστε, να συνδεόμαστε, να μην αδικούμε, να έχουμε μια ηθική και τολμηρή στάση, ευθύτητα και πνευματική οντότητα, να επιμένουμε, να δουλεύουμε σκληρά και αναζωογονητικά και να μην εγκαταλείπουμε.
Ήταν το Αμόρε ένα θαύμα; Για τους ανθρώπους που το έζησαν ήταν μερικά από τα καλύτερά τους χρόνια. Για όλους τους λόγους. Για το ελληνικό θέατρο είναι ένα ανεπανάληπτο παράδειγμα και ένα σημείο αναφοράς. Για να γίνει κατανοητό, θα πρέπει να μην παραγνωριστεί το ότι πρόκειται για τη χρυσή εποχή, για μια αναγέννηση του ελληνικού θεάτρου, στην οποία έπαιξε πολύ κεντρικό ρόλο η πολιτεία. Το Αμόρε δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς το πρόγραμμα των επιχορηγήσεων, ένα σύστημα διετών και τριετών ενισχύσεων, όχι παραστάσεων, αλλά καλλιτεχνών. Με αυτόν τον τρόπο το θέατρο μπόρεσε να έχει ταυτότητα και στίγμα, να τολμήσει να έχει καλλιτέχνες σε ένα ασφαλές εργασιακά περιβάλλον. Το Αμόρε εκμεταλλεύτηκε στο ακέραιο αυτή την ευκαιρία, τα επέστρεψε όλα στο κοινό και στην καλλιτεχνική κοινότητα ακέραια, με ορθή διαχείριση, μεγάλη οικονομία και μεγάλη σπατάλη σε ιδέες, προτάσεις και παραστάσεις. Κατάφερε να καθορίσει με «πόλεμο και ειρήνη», με συγκλίσεις και αντιρρήσεις, αυτό που θεωρήθηκε μοντέλο θεάτρου, φιλοξενώντας τις πιο αμφιλεγόμενες, αντιφατικές και ενδιαφέρουσες προτάσεις, γιατί εκεί η επιτυχία και η αποτυχία μπορούσαν να συμπεριληφθούν, να αφομοιωθούν, να μας δείξουν κάτι.
Ήταν πρωτοπόρο στη θεατρική ζωή και συνδέθηκε με την πόλη, τήρησε αυστηρά τον προγραμματισμό του, πρότεινε το πολυ-ρεπερτόριο, ανέδειξε νέες καλλιτεχνικές δυνάμεις, μας έκανε κοινωνούς των ευρωπαϊκών ρευμάτων, ανανέωσε το θεατρικό κοινό, βάζοντας στο παιχνίδι τους νέους θεατές, δημιουργώντας ένα μεγάλο μέρος του σημερινού.
Φέτος το Αμόρε κλείνει τριάντα χρόνια από τότε που ιδρύθηκε, δεκατρία χρόνια από τότε που έκλεισε. Το Αμόρε, που προκάλεσε στροφή πλεύσης στην ελληνική θεατρική πράξη, λίγο πριν ενηλικιωθεί ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Κατάφερε να κάνει πράξη αυτό που ήθελε όταν το ξεκίνησε ο Χουβαρδάς: να μην εξαρτάται το θέατρο από το ταμείο, ούτε στην επιτυχία ούτε στην αποτυχία. Κατάφερε έναν χώρο πλουραλιστικό, με ρεπερτόριο και καλλιτέχνες ποικίλων τάσεων, που προσπαθεί αδιάλειπτα να αναδεικνύει νέες δυνάμεις.
Μέτρησε 145 παραγωγές, 5 συμπαραγωγές και 1 φεστιβαλική παράσταση στην Επίδαυρο. 502.750 θεατές παρακολούθησαν τις παραστάσεις, 25 απ’ τα έργα που ανέβηκαν ήταν ελληνικά και τα 64 εκδόθηκαν. Μαζί του συνεργάστηκαν 60 σκηνοθέτες, 52 μεταφραστές, 80 σκηνογράφοι και ενδυματολόγοι, 65 διευθυντές φωτισμού και 500 ηθοποιοί. Σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας του προσκάλεσε 6 ξένους θιάσους, δημιούργησε και καθιέρωσε τον ετήσιο κύκλο των «Δοκιμών» κάθε Μάιο, δίνοντας τη δυνατότητα σε νέους συγγραφείς να ανεβάσουν τα έργα τους, παρουσίασε εικαστικούς διαλόγους, πρωτοπαρουσίασε έργα 25 ξένων, άγνωστων έως τότε στη χώρα μας, συγγραφέων, ενώ κλασικά κείμενα ανέβηκαν σε καινούργιες μεταφράσεις.
Ο ιδρυτής και επί δεκαέξι χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Χουβαρδάς και ο Θωμάς Μοσχόπουλος, συνδιευθυντής από το 2000 και καλλιτεχνικός διευθυντής από το καλοκαίρι του 2007, συνυπέγραψαν στις αρχές του 2018 την πιο «δύσκολη» επιστολή που γράφτηκε μέσα στο θέατρο όλα τα χρόνια της λειτουργίας του.
«Το θέατρο Αμόρε, από την ανάληψη των καθηκόντων του Γιάννη Χουβαρδά ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, στερείται σήμερα της φυσικής και καλλιτεχνικής του παρουσίας και της προσφοράς του ιδρυτή του. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αβέβαιη και ασταθή τα τελευταία χρόνια κρατική επιχορήγηση, δημιουργεί ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον για τη συνέχιση της λειτουργίας του. Αισθανόμαστε ότι ολοκληρώσαμε έναν μεγάλο κύκλο και ότι με μια τέτοια ξεκάθαρη τοποθέτηση, όσο οδυνηρή και αν φαίνεται, τιμάμε την καλλιτεχνική αξία, τη στάση, το ήθος και τον επαγγελματισμό των ανθρώπων με τους οποίους συμπορευτήκαμε σε όλες τις δύσκολες και εύκολες, ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές διαδρομές μας. Το Αμόρε δημιούργησε μόνιμους, σταθερούς, διαρκείς και ανθεκτικούς δεσμούς με την τέχνη, με το επάγγελμά μας, με τους γύρω μας και τον εαυτό μας. Μας έδωσε την ταυτότητα που μας οδήγησε στον αυτοπροσδιορισμό και στην αυτοκατάφαση, μας δημιούργησε το βαθύ αίσθημα της ασφάλειας. Στο Αμόρε βγήκαμε από τον ατομικισμό και οδηγηθήκαμε στη συλλογικότητα, την αυτονομία, την εμπιστοσύνη και τη δέσμευση. Ευχαριστούμε όλους τους θεατές που μας ακολούθησαν σε εύκολες και δύσκολες επιλογές, τους συνδρομητές, τους φίλους του θεάτρου, τους χορηγούς. Ξεχωριστά ευχαριστούμε τους φίλους μας, καλλιτέχνες και δημιουργούς, με τους οποίους μοιραστήκαμε το όραμα, τα όνειρα και τις ανησυχίες αυτής της θεατρικής κυψέλης. Είναι αυτοί που έδωσαν το βάρος, το καλλιτεχνικό κύρος και διαμόρφωσαν το στίγμα του θεάτρου, απέναντι στο οποίο στεκόμαστε σήμερα με σεβασμό. Κλείνουμε έναν μεγάλο κύκλο που μας πλούτισε, μας έδωσε πνοή, μας ενέπνευσε, μας χάρισε την πλούσια εμπειρία μιας αληθινής ζωής, αφήνοντας στο τέλος να υπερισχύσει το συναίσθημα της αισιοδοξίας, η ευχή και η ελπίδα να ανανεώσουμε αυτήν τη σχέση και να συναντηθούμε σε έναν επόμενο, εξίσου ζωντανό, δημιουργικό κύκλο».
Αμόρε ήταν και το όνομα του σινεμά που διατηρήθηκε όταν εκεί στεγάστηκε το Θέατρο του Νότου που ίδρυσε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Από κινηματογράφος ερωτικών ταινιών του ’60-’70, έγινε συνεργείο αυτοκινήτων. Το 1982, ένα κομμάτι του Ελεύθερου Θεάτρου που αποσχίστηκε –Ντίνος Αυγουστίδης, Γιώργος Καμπερίδης, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Σαμπάνης– το μετέτρεψε σε θέατρο. Το 1991 το πήρε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Είχε δύο σκηνές εξαρχής, τη μετατρεπόμενη Κεντρική Σκηνή, χωρητικότητας 170-220 θέσεων, και τον Εξώστη, μια δεύτερη σκηνή χωρητικότητας 80 θέσεων, ένα φουαγέ, το οποίο μπορούσε να φιλοξενήσει εκθέσεις και μικρά μουσικά σύνολα, καμαρίνια σε δύο ορόφους, γραφεία και μπαρ. Το Θέατρο του Νότου ήταν το μόνο μη κρατικό θέατρο στη χώρα μας με τη φιλοσοφία των πολλών παραγωγών και πληθώρα συντελεστών, με συνεχή και ποικίλη δραστηριότητα και τεράστιο πλουραλισμό. Οι άνθρωποι που μελετούν το θέατρο θα έχει ενδιαφέρον να διερευνήσουν την προσφορά του Αμόρε, αναζητώντας πιθανώς τους τρόπους για να συμβεί μια νέα αναγέννηση του σημερινού θεάτρου, μια σύγχρονη ανασκευή του κύρους του. Και για να βρει η πολιτεία έναν τρόπο να στηρίξει τη σύγχρονη καλλιτεχνική πράξη, σταθερά και με σχέδιο.
Σε αυτό το γενέθλιο αφιέρωμα στο Αμόρε, αναζητήσαμε τους ανθρώπους που ήταν μέρος αυτού του οράματος και ζητήσαμε να μοιραστούν την προσωπική τους ιστορία, που μας την εμπιστεύτηκαν, κάνοντας ένα ταξίδι σε ένα κομμάτι της ζωής τους που τους διαμόρφωσε. Οι μαρτυρίες τους αποκαλύπτουν και τον τρόπο που συγκροτήθηκε αυτό το θέατρο. Φυσικά, θα κρατηθεί η σειρά που μάθαμε στο Αμόρε, η μόνη αποδεκτή, η αλφαβητική, η σειρά που κρατήσαμε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του θεάτρου και εξασφάλιζε σε όλους εξαρχής ίσο δικαίωμα συμμετοχής σε ένα συλλογικό όραμα που ήταν και ένα δημιουργικό, ευτυχισμένο κομμάτι της ζωής τους.
Τον Γιάννη Χουβαρδά τον συνάντησα αφού είχα μιλήσει με είκοσι τέσσερις ανθρώπους που δούλεψαν στο Αμόρε, άλλοι από την αρχή, μερικοί μέχρι το τέλος, με τους οποίους γελάσαμε, συγκινηθήκαμε, μιλήσαμε για το θέατρο. Και για τον Γιάννη φυσικά. Τον αναφέρουμε συχνά στις μεταξύ μας συζητήσεις με την επωδό «κλασικός Χουβαρδάς», όταν θυμόμαστε τον τρόπο με τον οποίον οργάνωνε και τακτοποιούσε το θέατρο, κατά συνέπεια και τις ζωές μας. Τον Γιάννη τον έχουμε δει χαρούμενο, απόμακρο, λυπημένο, αλλά ποτέ θυμωμένο, ποτέ να συγκρούεται κι αυτό μας κράτησε όλες τις φορές όρθιους. Όλα αυτά τα χρόνια δεν είμαστε ούτε πολύ κοντά, ούτε μακριά, αλλά είναι σαν να ήμασταν και χθες μαζί, όπως κάθε φορά που συναντιόμαστε.
Ο Χουβαρδάς ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής του Αμόρε, ο μόνος στον οποίον χρωστάμε τη συλλογικότητα, της οποίας ψήγματα βρίσκουμε σε ανθρώπους που πέρασαν από κει και εξακολουθούν συχνά να δουλεύουν μαζί. Όταν μας έδινε την ευκαιρία να εκφραστούμε ελεύθερα, δεν μας έδινε ελευθερία, μας έδινε εμπιστοσύνη. Και το ότι είχε γεμίσει ένα θέατρο με τόσα ταλαντούχα άτομα ήταν που μας ώθησε να ανεβάσουμε τον πήχη, και για τον εαυτό μας και για τους άλλους. Νομίζω, είναι σαν να τον ρωτάω για λογαριασμό όλων, γιατί όλοι με τον ίδιο τρόπο έχουμε σκεφτεί, έχουμε αναρωτηθεί, με τον ίδιο τρόπο μάς έχει εμπνεύσει. Η αποσκευή του Αμόρε που κουβαλάμε γράφει το όνομά του.
-Σου λείπουμε καθόλου;
Τρομερή η πρώτη ερώτηση. Κοίτα, αν με ρωτούσες πριν από δέκα χρόνια, θα σου ’λεγα «όχι ιδιαίτερα». Και δεν εννοώ ως άνθρωποι αλλά ως εκείνο που ήταν το Αμόρε εκείνη την εποχή – προφανώς και οι άνθρωποι μαζί. Γιατί τότε σκεφτόμουν ότι είχα λόγο που το άφησα και έκλεισε, αλλά τώρα με έχει πιάσει μια νοσταλγία, ιδιαίτερα από τη στιγμή που με πήρες και είπες «θέλουμε να κάνουμε αυτό το αφιέρωμα». Κάτι περίεργο με έπιασε, συναισθηματικό, που δεν το ’χα παλιότερα. Οπότε, ναι, μου λείπετε.
-Κοιτάζοντας, λοιπόν, πίσω, έκανες αυτό που ήθελες με το Αμόρε;
Ναι, έκανα αυτό που ήθελα, αυτό που χρειαζόμουν εκείνη την εποχή. Εγώ το ξεκίνησα καθαρά με μια αρνητικοθετική διάθεση, δηλαδή έβλεπα γύρω μου διάφορα θέατρα που ήταν πολύ αξιόλογα, αλλά προσωποπαγή. Επίσης, έβλεπα και ζούσα καταστάσεις όπου δεν μπορούσα να ελέγχω τα μέσα παραγωγής. Αυτοί οι δύο λόγοι ήταν που με ώθησαν να ψάξω να βρω έναν δικό μου χώρο. Πρώτον, για να εκφραστώ προσωπικά, χωρίς να έχω τον βραχνά ότι είμαι στο Εθνικό, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος –τότε δεν είχα δουλέψει καθόλου με ιδιώτες παραγωγούς, ενώ στο εξωτερικό άλλοι καθόριζαν το παιχνίδι για μένα–, ήθελα να καθορίζω το παιχνίδι ο ίδιος. Το δεύτερο ήταν ότι ήθελα να ανοίξω το θέατρο σε πολύ κόσμο. Τότε άρχιζε η εποχή που έβγαιναν καινούργια «λουλούδια» στον χώρο το θεάτρου, οπότε ήθελα να αποτελεί μια ανοιχτή πόρτα για να μπαίνει όλος ο κόσμος μέσα, δηλαδή όσοι είχαν κάτι να πουν για την εποχή, και με την αφορμή αυτή να υπάρξουν και καινούργιες προτάσεις και ιδέες για το θέατρο, καινούργια παιδιά – και αυτό συνέβη τελικά. Η ενέργεια που πέρασε από το Αμόρε νομίζω ότι καθόρισε σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό το νέο ελληνικό θέατρο από εκείνη την εποχή και μετά.
-Αυτό έγινε μεγαλύτερο απ’ ό,τι φαντάστηκες αρχικά; Σκέφτηκες μήπως σε ξεπεράσει, ότι μεγαλώνει πολύ;
Ναι, μα δεν το άφησα ποτέ να με ξεπεράσει. Επίτηδες. Δηλαδή θα μπορούσε να με είχε ξεπεράσει, παραδείγματος χάριν θα μπορούσα να πω ότι θέλω να πάω σε μεγαλύτερο θέατρο, δηλαδή να βρω έναν μεγαλύτερο χώρο. Τότε υπήρχε το momentum, θα μπορούσα να το είχα κάνει αυτό ή, μάλλον, θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν ήμουν μόνο εγώ στο θέατρο. Στην αρχή τράβηξα πολύ κουπί, αλλά μετά ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι και τράβηξαν κι εκείνοι κουπί, οπότε, ναι, θα μπορούσαμε να το έχουμε κάνει. Αλλά συνειδητά το κράτησα σε ένα επίπεδο, να είναι αυτό το μικρό, συνοικιακό θέατρο, που όμως έκανε ενδιαφέροντα πράγματα, έβγαζε ενδιαφέροντες ανθρώπους, καινούργιους συγγραφείς. Ακόμα και οι συνεργασίες μας με το εξωτερικό, με σκηνοθέτες που ερχόντουσαν ή με παραστάσεις που γινόντουσαν ως συμπαραγωγές, ήταν σε ελεγχόμενο επίπεδο. Ήταν σε ένα συμπαθητικό, ιδιωτικού θεάτρου επίπεδο και όχι κρατικού και μεγαλεπήβολες. Γι’ αυτό και όταν το μέγεθος αυτό έφτασε στα όριά του και ήρθε συμπτωματικά και η πρόταση για το Εθνικό Θέατρο, είπα ότι εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή για να μεταπηδήσω σε κάτι μεγαλύτερο. Μπορεί να μην είχα το κουράγιο να πω εγώ ο ίδιος «το κλείνω», αλλά νομίζω ότι και οι συνθήκες πια δεν το επέτρεπαν, γιατί ο Θωμάς και οι υπόλοιποι που έμειναν στο θέατρο το προσπάθησαν, το πάλεψαν πάρα πολύ, αλλά, όπως θυμάσαι, ήταν η εποχή που σταμάτησε η επιχορήγηση στα θέατρα.
-Νομίζω ότι δεν γινόταν γιατί είχες φύγει κι εσύ.
Όχι, νομίζω ότι θα μπορούσε να συνεχίσει το θέατρο με τον Θωμά, να έρθει και κάποιος δίπλα του, εάν δεν είχε σταματήσει η επιχορήγηση – αυτό ήταν πολύ βασικό. Από κει και πέρα, είχα πει κι εγώ ότι θα μπορούσα να βοηθάω, αλλά μας κόπηκαν τα πόδια, όπως και σε όλα τα θέατρα αυτού του είδους. Ήταν πολύ δύσκολο. Οι αντικειμενικές συνθήκες, ας το πούμε και λίγο «σοσιαλιστικά», είχαν ωριμάσει για να κλείσει αυτός ο κύκλος –τουλάχιστον έτσι ένιωθα από την πλευρά μου– και να ανοίξει κάποιος άλλος. Εγώ δεν ήμουν ιδιοκτήτης του θεάτρου ποτέ, το Αμόρε δεν ήταν του Γιάννη Χουβαρδά κι αυτό δεν μπήκε ποτέ στη συζήτηση μεταξύ μας. Ήθελα πάντα να υπάρχει έτσι – μπορεί να υπήρχε κι ένας υπολογισμός να έχουμε όλοι την ευθύνη, όχι μόνο εγώ, δεν ξέρω. Κυρίως ήταν έτσι γιατί με ενδιέφερε το ομαδικό παιχνίδι.
-Αν κοιτάξει κάποιος σήμερα τους ανθρώπους που δούλεψαν στο Αμόρε, από απόσταση, δεν μπορεί να καταλάβει αυτήν τη σύνθεση, τους τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες. Μπορείς να μου πεις το βασικό σου κριτήριο, πώς τους διάλεγες;
Καθαρά από ένστικτο. Πενήντα τοις εκατό ένστικτο και πενήντα τοις εκατό η διάθεση του άλλου για δουλειά. Γιατί μη νομίζεις ότι, ειδικά τα πρώτα χρόνια, έκαναν στην ουρά για να μπουν στο θέατρο. Ήταν δύσκολα τα πρώτα χρόνια. Όσο κι αν είχα κάνει μια πορεία, το θέατρο ήταν άγνωστο, η περιοχή άγνωστη, οι οικονομικές συνθήκες δύσκολες, πενιχρά αυτά που μπορούσαμε να προσφέρουμε, όσο κι αν εγώ ήθελα να είμαι επαγγελματίας. Δεν είναι, όμως, μόνο ότι τα ψάρια μαζευόντουσαν γύρω από τον ψαρά, ήταν και ο ψαράς που έριχνε πολύ μακριά την πετονιά και έψαχνε με πυροφάνι να τα βρει. Τελικά, αυτό άρχισε να ανοίγει και να έρχεται κόσμος. Αρκετοί πέρασαν, αλλά δεν έμειναν. Αυτοί που έμειναν, ήταν όσοι ήξεραν συνειδητά ότι, παρά τις δυσκολίες, έμεναν σε ένα περιφερειακό θέατρο που δεν έχει να προσφέρει εκατομμύρια ή μεγάλες αμοιβές και είπαν «είμαι εδώ για την ουσία και το μεράκι». Στην πορεία, πολλοί άνθρωποι μεγάλωσαν, εντός ή εκτός εισαγωγικών, και αποφάσισαν να φύγουν από το Αμόρε ή να σταματήσουν να δουλεύουν με αυτό. Τότε πικραινόμασταν, στενοχωριόμασταν, αλλά, αν το κοιτάξεις σήμερα, από απόσταση, λες πολύ καλά έγιναν αυτά που έγιναν, ήταν η στιγμή να φύγουν, να κάνουν κάτι διαφορετικό. Κάποιοι ξαναγύριζαν, κάποιοι όχι, δεν έχει σημασία, με όλους είμαστε φίλοι.
-Έχουμε δύο περιόδους στο Αμόρε. Η πρώτη κράτησε έξι-επτά χρόνια, μετά μπήκαν νέοι άνθρωποι, ήρθε ο Θωμάς, με τον οποίο ήσασταν και πολύ διαφορετικοί άνθρωποι.
Πολύ διαφορετικοί. Είχα δει τις δουλειές του και ήξερα ότι ήταν ένας σκηνοθέτης που με ενδιέφερε. Ήταν πολύ διαφορετικό το ύφος της δουλειάς του και πολύ διαφορετικός και ο ίδιος, ως άνθρωπος, από μένα, και με ενδιέφερε να έχω μια τέτοιου είδους φωνή και ενέργεια δίπλα μου. Στη συνέχεια, μετά τον Θωμά και αφού το θέατρο άρχισε να μεγαλώνει, αποκτώντας τους δικούς του συνεργάτες και τους δικούς του ανθρώπους, αποφασίσαμε από κοινού να ανοίξουμε το θέατρο και στην πολύ νεότερη γενιά, στους κάτω των τριάντα, κοντά στα είκοσι πέντε- είκοσι έξι που ήταν η Ελευθερία (σ.σ. Σαπουντζή) όταν ήρθε ως τρίτο μέλος της καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Ήταν ένα πολύ ταλαντούχο πλάσμα που μας άφησε με αυτόν τον αναπάντεχο τρόπο, τόσο γρήγορα. Τα επόμενα μέλη αυτής της «παρέας» ήταν η Βίκυ Γεωργιάδου και ο Γιάννης Μόσχος.
-Υπήρξαν φορές που πραγματικά ένιωσες ότι το θέατρο κινδυνεύει, που φοβήθηκες;
Φυσικά. Ο πρώτιστος λόγος πάντα ήταν το οικονομικό. Ήμασταν βέβαια και τυχεροί όλα αυτά τα χρόνια, γιατί, αν εξαιρέσουμε τα πρώτα ένα-δύο, αμέσως μετά άρχισε να μεγαλώνει και να παίρνει σοβαρές διαστάσεις η κουλτούρα της κρατικής επιχορήγησης, με αποκορύφωμα τον Θάνο Μικρούτσικο. Αυτός το έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα με τα πολύ σωστά κριτήρια που είχε θεσπίσει, αλλά κυρίως με το οικονομικό αντίκρισμα. Θυμάμαι, τότε είχαμε φτάσει να παίρνουμε 220.000 ευρώ τον χρόνο. Για δύο χρονιές ήταν μυθικό ποσό για ένα περιφερειακό θέατρο. Προφανώς, ήμασταν στην κορυφή της λίστας, αλλά ο προϋπολογισμός μας ήταν πάντα πολύ μεγαλύτερος από αυτό το ποσό. Ευτυχώς, εκείνη την εποχή είχαμε αρχίσει να αποκτούμε απήχηση με αυτές τις λίγες θέσεις που είχαμε.
-Αυτές τις θέσεις κάθε χρόνο τις μειώνατε όλοι οι σκηνοθέτες, βγάζατε σειρές για να μεγαλώνει η σκηνή, ήταν ο εφιάλτης μας.
Ναι, γιατί είχαμε την καλλιτεχνική φιλοδοξία η σκηνή να είναι όλο και μεγαλύτερη. Αλλά, ναι, υπήρχε αυτή η ανησυχία. Κατά καιρούς, βέβαια, όταν άλλαζε ο υπουργός Πολιτισμού, μπαίναμε στη διαδικασία να αποδείξουμε από την αρχή ποιοι είμαστε, να υποβάλουμε καινούργιες αιτήσεις, σχετικά λογικά πράγματα, αλλά σε μια Ελλάδα που δεν ήταν ποτέ σταθερή στον τομέα του πολιτισμού, με το κράτος να μην είναι ποτέ γενναιόδωρο σε αυτό το κομμάτι, με εξαίρεση τον Μικρούτσικο και ίσως κάποιους άλλους που ήρθαν μετά, τα πράγματα γίνονταν κατά καιρούς δύσκολα. Για άλλους λόγους, είτε καλλιτεχνικούς είτε διαπροσωπικούς, δεν αισθάνθηκα ότι κινδυνεύει το θέατρο. Περάσαμε πολλές κρίσεις, δυσκολίες αλλά πάντα βρίσκονταν αντίδοτα και δρόμοι να τα ξεπερνάμε.
-Δεν ανησυχούσες όταν έφευγες να σκηνοθετήσεις στο εξωτερικό και έλειπες μήνες;
Ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση όταν άρχισα να δουλεύω στο εξωτερικό. Είχα κάνει δουλειές παλιότερα, αλλά, όταν ξεκίνησε το Αμόρε, είπα «δεν θα φύγω από δω, ούτε εξωτερικό, ούτε Εθνικό, τίποτα». Κάποια στιγμή που με προσέγγισαν από την Όπερα του Γκέτεμποργκ, αντιστάθηκα πολύ, αλλά με πίεσαν και αποφάσισα να κάνω μια πρώτη δουλειά εκεί και στη συνέχεια και σε άλλες χώρες. Όταν έφευγα από την Ελλάδα για δύο και τρεις μήνες, είχα μια ανησυχία, αλλά τα καταφέρναμε γιατί είχαμε ανθρώπους σαν εσάς και όλα πήγαιναν καλά. Τα πράγματα ήταν πολύ εντάξει. Το βασικότερο απ’ όλα ήταν ότι στο 99,9 των περιπτώσεων –και κυριολεκτώ– υπήρχε εμπιστοσύνη. Αυτή είναι η λέξη-κλειδί. Υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη σε ένα επίπεδο που δεν ήταν καθόλου τυπικό, το αντίθετο. Δεν ζητούσαμε αποδείξεις για την εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον, αυτή κερδήθηκε σιγά-σιγά και βαθμηδόν. Ο καθένας είχε τις ιδιαιτερότητές του, τα χούγια του, τα προβλήματά του, αλλά το Αμόρε έγινε ένα κοινόβιο –όχι κυριολεκτικά– και οι άνθρωποι που έμπαιναν σε αυτό δύσκολα έβγαιναν. Εγώ, από την άλλη, ως χαρακτήρας δεν είμαι συγκρουσιακός, προοικονομώ τις συγκρούσεις, έχω μια σκληρότητα όπου χρειάζεται, αλλά όχι με την έννοια της επίθεσης, της ακαμψίας. Δεν θέλω να φτάνουν τα πράγματα σε σύγκρουση, γιατί, όταν συμβεί αυτό, είτε εγώ είτε ο άλλος θα χάσουμε τον έλεγχο και θα βρεθούμε σύντομα στη δυσάρεστη θέση να μετανιώσουμε. Όσοι μπήκαν στο θέατρο, δεν μπήκαν αβασάνιστα. Και φυσικά, από ένα σημείο και μετά γίναμε οικογένεια.
-Έχω αναρωτηθεί, και άλλοι μαζί μ’ εμένα, αν είναι ζήτημα χαρακτήρα ή στάσης το ότι δεν λειτούργησες ανταγωνιστικά απέναντι σε παράσταση άλλου, το ότι δεν άσκησες καμία εξουσία, ακόμα και σε «προϊόντα» που θα μπορούσαν να βλάψουν το θέατρο, δεν λογόκρινες, δεν έκοψες, το άφηνες να συμβεί.
Νομίζω ότι είναι ένα συνδυασμός και των δύο πράγματων. Αφενός είναι κομμάτι του χαρακτήρα μου να δίνω ελευθερία στις σχέσεις μου με τους άλλους –σε όλες μου τις σχέσεις–, αφετέρου ήταν και μια συνειδητή στάση. Όταν ξεκίνησε αυτό το θέατρο, ήξερα πολύ καλά ότι αυτό που ήθελα εγώ να αισθανθώ ως δημιουργός, ήθελα να το αισθάνονται και οι άλλοι. Γι’ αυτόν τον λόγο, αργότερα, στο Εθνικό, ακολούθησα την ίδια πολιτική. Ξέρω πολύ καλά ότι και σε μεγάλα και σε μικρότερα θέατρα, κυρίως στο εξωτερικό, που ήταν και το πρότυπό μου, οι διευθυντές ελέγχουν τις παραστάσεις, πολλές φορές τις σταματάνε γιατί δεν τους αρέσουν, δεν τους εκφράζουν, διώχνουν ανθρώπους. Εγώ έβλεπα παραστάσεις και στο Αμόρε και στο Εθνικό. Όσον αφορά την περίπτωση του Αμόρε, υπήρχαν παραστάσεις που μπορεί να μη μου είχαν αρέσει, να μη συμφωνούσα μαζί τους, αλλά σε καμία περίπτωση, ποτέ, δεν μου πέρασε από το μυαλό να σταματήσω κάποια, όσο κι αν αισθανόμουν ότι μπορεί να ήταν αποτυχία ή κάτι για το οποίο μπορεί να υπερηφανευόμουν αργότερα. Κι αυτό ήταν μέσα στο πλαίσιο αυτού που λέγεται «Αμόρε», ότι δηλαδή ο καθένας δικαιούται να κάνει αυτό που πιστεύει. Και όλοι δικαιούμαστε να κάνουμε και λάθη.
-Να μιλήσουμε για τη θρυλική «οργάνωση Χουβαρδά», την οικονομία, τον τρόπο διοίκησης, αλλά και το πλαίσιο που υπήρχε.
Η λέξη «πλαίσιο», που έχει χρησιμοποιηθεί πολύ, εδώ ταιριάζει ακριβώς. Οι συνεργάτες του Αμόρε ήξεραν ποιο ήταν το πλαίσιο και δεν ήταν καταπιεστικό, ήταν τόσο όσο. Τους οδηγούσε, χωρίς να τους καταπιέζει.
-Πάμε λίγο σε αυτή την απίθανη ιστορία, το ξεκίνημα του Αμόρε. Θα ξανάκανες κάτι τέτοιο σήμερα;
Το Αμόρε δεν ξαναγίνεται, ήταν κάτι μοναδικό. Καταρχάς, η σημερινή είναι μια εντελώς διαφορετική εποχή. Οι οικονομικές συνθήκες είναι πολύ δύσκολες, για να μη μιλήσουμε για τις συνθήκες που έχει επιβάλει η πανδημία, που μας έχουν τσακίσει και δεν ξέρω πότε θα συνέλθουμε, ώστε να μπορούμε να κάνουμε σχέδια που εκείνη την εποχή μπορούσες να κάνεις χωρίς κανένα κόστος. Είχα την επιθυμία να κάνω ένα θέατρο σαν το Αμόρε και έβαλα τα χρήματά μου, αλλά αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να γίνει. Είχα μάθει από κάποιον ηθοποιό ότι το Αμόρε, ένα περιφερειακό θέατρο στο Πολύγωνο, το οποίο δεν ήξερα καν ποιος το είχε, το έδιναν. Περνούσα απέξω και έβλεπα ότι έπαιζε ο Κιμούλης εκεί. Πήγα μια μέρα, το είδα, είπα «α, κάτι γίνεται», το είδα ως χώρο. Και άρχισα να το ψάχνω. Έτσι γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους που ήταν μισή γενιά πάνω από μένα, τον Γιώργο Σαμπάνη, την Υβόννη Μαλτέζου, τον Δημήτρη Καμπερίδη και τον Ντίνο Αυγουστίδη, που κάπως δεν συμφωνούσαν. Ο Ντίνος είχε τη λατρεία για τον κινηματογράφο, που την έχει μεταδώσει και στον Ορφέα, και ήθελε να κρατήσει οπωσδήποτε τον κινηματογράφο. Και οι άλλοι είπαν, αφού συμφωνήσαμε στα οικονομικά, «πάρ’ το, αλλά να παίζουμε κι εμείς». Άλλοτε τα κατάφεραν, άλλοτε όχι. Ήταν ηθοποιοί που είχαν μια συγκεκριμένη άποψη για το θέατρο, δεν ήταν εύκολο να τους απορροφήσει ένα θέατρο σαν το Αμόρε, αλλά τον Σαμπάνη τον είχαμε ως ηθοποιό και έπαιξε καταπληκτικά στη «Φαίδρα». Ήταν ένα τρομερό θρίλερ. Το θέατρο δεν ήταν ιδιοκτησία τους, το νοίκιαζαν και μου το υπενοικίαζαν, δηλαδή κάναμε μια εταιρεία όλοι μαζί, διαφορετικά δεν γινόταν, νομικά ή τεχνικά. Το θέατρο ανήκε σε έναν Λασκαράτο, ένα Κεφαλλονίτη νομίζω, ο οποίος ζούσε στο Φάληρο και ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης του κινηματογράφου Αμόρε, που μετά έγινε συνεργείο, μετά κινηματογράφος πορνό και μετά τον πήραν τα παιδιά. Υπήρχε πάντα το άγχος ότι ο ιδιοκτήτης δεν ήταν ευχαριστημένος με τα λεφτά, ότι ήθελε να το πουλήσει, και τελικά το πούλησε στον Παπανδρέου, με τον οποίον ευτυχώς τα βρήκαμε.
-Θέλω να μιλήσουμε για ένα κομμάτι του Αμόρε που πολύ μας απασχολούσε, τους κριτικούς και τον Τύπο.
Εντάξει, ναρκοπέδιο.
-Είχες βάλει κι εσύ το χέρι σου, λέγοντας ότι δεν θέλεις τους κριτικούς στο θέατρο.
Δεν είχα πει αυτό, θα σου πω τι είχα πει. Αυτή η συνέντευξη που είχα δώσει είχε έρθει ως απόρροια κάποιων πολύ αρνητικών κριτικών που είχαν γραφτεί για δικές μου παραστάσεις. Συμπτωματικά ή όχι, δεν γραφόντουσαν τόσο πολύ αρνητικές κριτικές για άλλους μέσα στο Αμόρε. Δεν υπήρχε θέμα ανταγωνισμού, δεν είχα ποτέ κανένα τέτοιο πρόβλημα, γιατί ήξερα πολύ καλά ότι δεν ξεκινούσα μια δουλειά με τη σκέψη ότι έπρεπε σώνει και καλά να αρέσει. Ωστόσο ο τρόπος που γινόταν αυτή η κριτική, θυμάμαι, από συγκεκριμένους ανθρώπους που δεν θέλω να ονοματίσω γιατί δεν υπάρχει λόγος, ήταν πολύ ενοχλητικός, πολύ μονομερής και πολύ προσωπικός. Οπότε, μια, δυο, τρεις, πέντε, δέκα, είπα κι εγώ σχεδόν επί λέξει: «Δεν καταλαβαίνω, εφόσον ένας κριτικός έρχεται συστηματικά στο θέατρο και βρίσκει όλες τις παραστάσεις μου χάλια, για ποιον λόγο επιμένει να ’ρχεται. Οπότε, παρακαλώ να μην έρχεται». Κάποιες άλλες φορές, με κάποιους άλλους, πάλι δεν θα τους ονοματίσω, είχα ζητήσει εγώ να μην έρχονται, γιατί η επίθεση και εκεί ήταν κάτω από τη μέση, προσωπική, πράγμα που έχουν ξανακάνει. Αυτό που ισορρόπησε τα πράγματα ήταν μια σειρά από δημοσιογράφους που, ακολουθώντας τη μόδα τότε, έγραφαν σημειώματα, σχεδόν υποκαθιστώντας τους κριτικούς. Μερικές φορές ήταν πιο ουσιώδη, αλλά είχαν και μεγαλύτερη δημοφιλία από τα κείμενα των κριτικών. Έχει ενδιαφέρον το ότι το Αμόρε, ο μύθος του σε σχέση με τους ανθρώπους που δεν έχουν δει δουλειές εκεί αλλά έχουν ακούσει γι’ αυτές, είναι πολύ μεγαλύτερος από το γκελ που έκανε τότε στους κριτικούς. Ο κόσμος ήταν αυτός που στήριξε το Αμόρε, αγνοώντας τις κριτικές. Και η κοινότητα των καλλιτεχνών. Εάν έπρεπε να το κρίνεις από τις κριτικές, θα έλεγες ότι αυτό το θέατρο ήταν στον πάτο. Περάσαμε πολύ μεγάλες δυσκολίες από αυτή την πλευρά, μα δεν πειράζει, τα καταφέραμε γιατί ο κόσμος ήταν δίπλα μας.
-Ποια παράσταση αγάπησες πιο πολύ, ήταν επιτυχία;
Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Η παράσταση που συνδύασε και τα δύο ήταν η «Βερενίκη». Αλλά έχω αγαπήσει πολύ και την παράσταση του Φόσε, το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών», που πήγε άπατη – διαρκούσε και τέσσερις ώρες. Πιστεύω ότι υπάρχουν καλλιτέχνες που κάνουν παραστάσεις οι οποίες δεν γίνονται επιτυχία την εποχή που παίζονται, αλλά αν τις δεις μετά από πολλά χρόνια, αποκτούν ένα άλλο νόημα – αυτό ισχύει και για βιβλία, για μουσικές, για όλα αυτά. Δεν εννοώ ότι το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» πρέπει να διδάσκεται στα πανεπιστήμια, αλλά σήμερα θα είχε ένα άλλο νόημα.
-Μια και μιλάμε για τα πανεπιστήμια, πώς σου φαίνεται το ότι αυτή η δεκαετία, που κάτι συνέβαινε στο ελληνικό θέατρο, δεν έχει καταγραφεί;
Από καιρού εις καιρόν εμφανίζεται κάποιος φοιτητής που κάνει κάποια εργασία ή καθηγητής που θέλει να παρουσιάσει κάτι, με ρωτάνε. Αλλά είναι ένα από τα θέματα που, αν όχι εκτενώς, τουλάχιστον υπάρχει ως συζήτηση στα πανεπιστήμια.
-Αν σου ζητούσα με μια φράση να βάλεις εσύ τον υπότιτλο αυτού του θέματος, τι θα μου έλεγες;
Τρόπος θεατρικής ζωής. Γιατί είχε διαμορφωθεί ένας τρόπος ζωής στο Αμόρε – πόσες ζωές άλλαξαν, διπλασιάστηκαν, χάθηκαν. Μπορούμε να μιλάμε ώρες γι’ αυτό. Δεν θα άλλαζα τίποτα, αλλά, αν ξεκινούσα σήμερα κάτι, θα το ξεκινούσα με την ίδια φιλοσοφία και ταυτόχρονα πολύ διαφορετικά. Για παράδειγμα, ένα θέατρο στο μέγεθος του Αμόρε δεν θα μου πρόσφερε τίποτα, γι’ αυτό μεταπήδησα στο Εθνικό, όπου δεν ενδιαφέρθηκα να κάνω τρίτη θητεία, είχα κλείσει και αυτόν τον κύκλο.
-Στο Εθνικό τι σε δυσκόλεψε πιο πολύ;
Το ότι ήταν ένας οργανισμός ντρεσαρισμένος εντελώς διαφορετικά, δεν λέω χειρότερα ή καλύτερα, αλλά εντελώς διαφορετικά από τη δική μου φιλοσοφία. Είναι ένα τεράστιο καράβι που πήγαινε σε κατεύθυνση που δεν ήθελα να ακολουθήσω. Ήθελα να στρίψω το τιμόνι, ουσιαστικά να στρίψω ένα τάνκερ, και αυτό πήρε πολύ χρόνο και δουλειά. Το θέμα δεν είναι να πάω σε έναν μεγάλο οργανισμό και να τον διοικήσω –αυτό το έχω χορτάσει– ούτε να κάνω επίδειξη οργανωτικής ικανότητας. Θέλω, έστω και στη φάση και στην ηλικία που είμαι, να ανακαλύψω κάτι καινούργιο και να εμπνεύσω ανθρώπους να το ακολουθήσουν, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω αν αυτή την εποχή μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Σε δύο χρόνια ίσως να είναι διαφορετική η απάντηση. Σήμερα παλεύουν να μείνουν όρθιοι ακόμα και μεγάλοι οργανισμοί, οπότε πρώτα πρέπει να πατήσουμε γερά στα πόδια μας.
-Στην ελεύθερη αγορά πώς είσαι;
Το επιδίωξα συνειδητά, ήθελα να είμαι freelance. Τα κρατικά θέατρα και οι δομές μπορούν να σου κάνουν έναν περιορισμένο αριθμό προτάσεων, δεν μπορεί να είσαι συνέχεια εκεί, οπότε άρχισα να συνεργάζομαι και με ιδιώτες παραγωγούς με ανάμεικτα αποτελέσματα, άλλοτε ευχάριστα άλλοτε δυσάρεστα. Αυτό είναι το πιο δύσκολο για μένα, να κολυμπήσω σε μια θάλασσα που δεν μου πάει προσωπικά, γιατί ο ιδιώτης παραγωγός, όσο καλές προθέσεις και να έχει, όσο συμπαθής και καλλιτεχνίζων και να είναι, έχει σκοπό το κέρδος. Οπότε, όσο καλή κι αν είναι η παράσταση που θα κάνεις, αν δεν τα φέρει στο ταμείο, αυτομάτως θα υπάρξει μια υπόγεια ή ξεκάθαρη σύγκρουση. Ας πούμε, στο Αμόρε αυτό δεν έγινε ποτέ. Από την αρχή, αυτός που έκανε δέκα εισιτήρια ήταν ίσος με αυτόν που έκανε εκατό και κανείς από τους δύο δεν ένιωθε άσχημα. Κι αυτό διαμόρφωσε και μια πάστα ανθρώπων που δεν είχαν ανασφάλεια. Ακόμα και παραστάσεις που είχαν τεράστιο σουξέ κατέβαιναν στην ώρα τους γιατί η επόμενη έπρεπε να ανέβει στην ώρα της. Αυτό δεν υπάρχει στο ελεύθερο θέατρο, αλλά ούτε και τότε το τηρούσε κανένας.
-Θα μου πεις δυο λόγια και για την παράσταση που ετοιμάζεις; Κάνεις πάλι Γιον Φόσε, μάλλον ο αγαπημένος σου τα τελευταία χρόνια.
Η γνώμη μου είναι ότι από τους ζώντες θεατρικούς συγγραφείς είναι ο πιο σημαντικός. Μου πάει ψυχικά πάρα πολύ, γιατί δεν έχει καμία μεγαλοστομία κι εγώ στο βάθος μου ψάχνω αυτό το πράγμα. Παλιότερα την είχαν μια μεγαλοστομία οι δουλειές μου. Αυτό που με συγκινεί στον Φόσε είναι ότι ο ψυχικός του κόσμος είναι εντελώς αρχετυπικός, εντελώς βασικός. Αυτή η ιστορία γίνεται με τα στοιχειώδη και αφορά όλους μας. Είναι εξαιρετικό να επιστρέφεις σε αυτές τις περιοχές.
Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε μόλις είχε γυρίσει από τη RADA και ήρθε να σκηνοθετήσει στο σχολείο μας, στο Αμερικανικό Κολέγιο της Αγίας Παρασκευής. Μετά τον βοηθούσα κάπως πιο ερασιτεχνικά, όταν δούλευε με τη Θεατρική Συντεχνία, και στη συνέχεια με προσέλαβε στο Αμόρε ‒ όταν άνοιξε, νομίζω ήμουν η πρώτη που προσέλαβε.
Όταν αρχίσαμε να κάνουμε πολλές παραγωγές, θυμάμαι πόση εντύπωση έκανε αυτό, δεν το έκανε κανένας άλλος, ο Γιάννης, πρωτοπόρος, έκανε ρεπερτόριο. Ο κόσμος απορούσε στην αρχή και ήταν διστακτικός, τον παραξένευε αυτό, επίσης δεν ήξερε πού ήταν αυτό το θέατρο. Όλοι αρχίσαμε δειλά-δειλά να κάνουμε τις δουλειές μας και μετά μπήκαμε μέσα για τα καλά. Ποτέ δεν αισθανθήκαμε ότι θα μας έλεγε κάποιος «αυτό δεν είναι δουλειά σου», παίρναμε πρωτοβουλίες που, αν είχαν αποτέλεσμα, κανείς δεν θα έλεγε «γιατί δεν ρώτησες». Περάσαμε πολύ ωραία χρόνια. Αυτό το δωμάτιο, που ήταν ταμείο και γραφείο, ήταν η καρδιά του θεάτρου, έρχονταν όλοι για να πουν ένα αστείο, να κάνουν ένα διάλειμμα, δεν γινόταν να έρθεις στο θέατρο και να μην μπεις στο γραφείο. Νομίζω, ο αγαπημένος χώρος του Αμόρε ήταν ο εξώστης και για εμάς ήταν σαν φωλιά ‒ τα διαμαντάκια του Eξώστη έλαμπαν πολύ δυνατά. Στη συνέχεια, όταν το Αμόρε γέμισε κόσμο, είχαμε σχέση με αυτούς τους θεατές, τους ξέραμε, περνούσαν καλά, μιλούσαν στους ηθοποιούς στο φουαγέ, συνέβαινε κάτι που τους αφορούσε όλους.
Ο Γιάννης, στο Αμόρε, όπως και σε όλες του τις δουλειές, ήταν εκπληκτικά οργανωτικός, ένα φαινόμενο, ήξερε τα πάντα, ακόμα και το αν είχαμε λαστιχάκια για τα προγράμματα. Ήταν όλα τακτοποιημένα, οργανωμένα, και για μένα ήταν μια απόλαυση που είχα ένα τέτοιο αφεντικό. Αυτό το κομμάτι δεν σβήνει ποτέ, γιατί είναι μια κανονική οικογένεια, με φοβερές αναμνήσεις, με αγάπη, με τσακωμούς μόνο για τη δουλειά, που ξεχνιόντουσαν το επόμενο λεπτό. Θυμάμαι πολύ έντονα τις πρόβες, είχα φοβερή αγωνία αν όλα θα πάνε καλά, αν θα θυμηθούν οι ηθοποιοί τα λόγια τους, αν θα είναι σωστά τα φώτα, δεν έβλεπα ποτέ πρεμιέρα, νομίζω κανένας μας δεν έβλεπε από την αγωνία του. Περάσαμε πολύ ωραία. Ήταν η τύχη μας και μάθαμε πολλά πράγματα, ό,τι μάθαμε για τις δουλειές μας εκεί το μάθαμε, γιατί ο Γιάννης έδινε ευκαιρίες σε όλους και σε όλες τις ειδικότητες, κάτι που δεν κάνει εύκολα κάποιος.
Πήγα στο Αμόρε εθελόντρια το 1999, μόλις είχα αποφοιτήσει από τη Θεατρολογία της Φιλοσοφικής Αθηνών, και δύο μήνες μετά με έπιασε ο Χουβαρδάς και μου είπε να μείνω και να κάνω ό,τι θέλω. Ήξερε ότι μου άρεσε να κάνω τα προγράμματα, που μέχρι τότε έκανε κάθε βοηθός σκηνοθέτη, και μου είπε να τα αναλάβω και παράλληλα να γίνω βοηθός καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια του:
«Μη φοβάσαι, είναι μια βουτιά στα βαθιά, αλλά θα κολυμπήσουμε μαζί και πάντα θα είμαι δίπλα σου σε ό,τι χρειάζεσαι». Είχε αυτό το πράγμα ο Χουβαρδάς, σε προστάτευε σαν γονιός, αλλά σε έκανε να νιώθεις σημαντικός, ότι έχεις όλη την ελευθερία να ανοίξεις τα φτερά σου. Εσύ προσαρμοζόσουν στις ανάγκες του θεάτρου αλλά και το θέατρο σε άφηνε να δημιουργείς τη δική σου πορεία και να κάνεις πραγματικότητα τις ιδέες σου. Έγραφε νέους κανόνες και ο ίδιος και το θέατρό του, όπως και ο καθένας μας, μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Για μένα άνοιξε μια πόρτα και ένα σπίτι μαζί που δεν θέλησα ποτέ να αποχωριστώ, ενώ στην πορεία άρχισα να κάνω κι άλλα πράγματα. Το Αμόρε είναι πάντα δίπλα μου, ακόμα και σήμερα. Ακόμα κι αν κάνεις πολύ καιρό να δεις κάποιους ανθρώπους, είτε ήμασταν μαζί έναν μήνα είτε δέκα χρόνια, υπάρχει μια «συνωμοσία» που δεν έλειψε ποτέ, μια σχέση που δεν θα ξεφτίσει ποτέ. Το Αμόρε, όπως έβαλε μια σφραγίδα στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, έβαλε και μια σφραγίδα σε όλους όσοι δούλεψαν σε αυτό. Ξεπερνάει τις δουλειές και τις συνθήκες εργασίας και είναι πολύ πιο βαθύ. Η δική μου σχέση, βέβαια, ξεκινάει πολύ πιο πριν, απ’ όταν είδα τη «Δωδέκατη Νύχτα» του Χουβαρδά, τη χρονιά που έδινα Πανελλήνιες και αποφάσισα να δώσω στη Θεατρολογία. Ο Χουβαρδάς άλλαξε και αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου, μαζί του άνοιξε και έκλεισε ένας κύκλος. Η μέρα που πήγα έγκυος λίγων εβδομάδων να ακούσω για πρώτη φορά την καρδιά του μωρού μου ήταν η μέρα που μαζευτήκαμε για την ανακοίνωση ότι κλείνει το θέατρο. Ήταν κύκλοι που ο ένας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον άλλον. Εννοείται ότι εγώ, που είχα μετακομίσει πολύ κοντά στο θέατρο, όπως και πολλοί άλλοι από εμάς που έμεναν εκεί γύρω, δεν μπήκα ποτέ στο σούπερ-μάρκετ που έγινε μετά στη θέση του.
Στο Αμόρε έγινε κάτι που δεν έχω ζήσει αλλού. Δεν το βλέπαμε ποτέ ως δουλειά, πάντα πηγαίναμε με χαρά και επιπλέον κάναμε πράγματα όλοι μαζί, αφού τέλειωνε το ωράριό μας, και αυτές ήταν κάποιες ακόμα μικρές στιγμές ευτυχίας. Εκεί γνώρισα φίλους ζωής και τον Σάκη, τον άντρα μου και πατέρα του παιδιού μου. Μαζί φτιάχναμε παράξενα προγράμματα, μας άφηναν να κάνουμε όλες τις τρέλες που σκεφτόμασταν. Στα προγράμματα όλοι είχαν θέση, από πανεπιστημιακούς μέχρι τεχνικούς του θεάτρου, μιλάμε για απίθανα πράγματα. Και βέβαια, δεν μπορώ να ξεχάσω πως εκεί πρωτοείδαμε ξένη σύγχρονη δραματουργία και νέους Έλληνες συγγραφείς, εκεί έκαναν τις πρώτες τους παραστάσεις ο Λάνθιμος, ο Καραντζάς, ο Μόσχος, ο Λυγίζος, η Μαυραγάνη, η Βίκυ (σ.σ. Γεωργιάδου), η Πορτόλου. Εντυπωσιάζομαι ακόμα με τους ξένους που έφταναν πριν από είκοσι και βάλε χρόνια στο θέατρο και ήταν πάντα ενθουσιασμένοι, ήμασταν συνομιλητές μιας ευρωπαϊκής σκηνής, από τον Μαρκ φον Χένινγκ, τον Φαλκ Ρίχτερ και τη Λίλο Μπάουρ μέχρι τον Φέλιμ Μακντέρμοτ, την Κάριν Χένκελ και τον Ρούφους Νόρις, σημερινό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου στη Βρετανία, που παραλίγο να σκηνοθετήσει σ’ εμάς. Όλα αυτά τα μαγικά έχουν συμβεί σε ένα μαύρο κουτί, στις παρυφές της Κυψέλης, στο Πολύγωνο, εκεί όπου φτιάχτηκε ένα πολυγωνικό σχήμα που μας χωρούσε όλους.
Τι ήταν το Αμόρε για σένα σε τριακόσιες λέξεις. Δύσκολο. Αλλά πάντα έτσι ήταν με την Αργυρώ και τα δελτία της. Ήταν σίγουρα η ενηλικίωση της νεότητάς μου. Ήταν ο χώρος όπου έκανα δύο από τις τρεις αγαπημένες μου παραστάσεις. Ήταν όμορφες συνεργασίες και δύσκολες συναντήσεις. Ήταν η πρωτόγνωρη εμπειρία του ensemble και η επιβεβαίωση της δυνατότητας συνύπαρξης τόσων διαφορετικών ανθρώπων μέσα στον ζωολογικό κήπο της δημιουργικότητας. Ήταν καθημερινότητα και κυρίως ήταν άνθρωποι. Ήταν:
- Η κυρία Ελένη, που δεν πετούσε ούτε βίδα, αν δεν ρωτούσε.
- Η Έλενα. Η Betty Boop που υπάρχει πραγματικά. Η μάγισσα του πλάνου, που ήξερε να βρίσκει τη σωστή θέση για σένα, και μάλιστα όχι μόνο στην πλατεία.
- Η Τίνα. Η στρατηγός του βεστιαρίου και των props. Η επιμέλεια με την οποία αποθήκευε τα αντικείμενα σε όλα τα πιθανά σημεία, επιτρέποντάς τους τελικά να φτιάξουν τη δική τους βιογραφία μέσα στις παραστάσεις του Αμόρε.
- Ο Αλέξανδρος και το αγχωμένο τράβηγμα της κουρτίνας. Περάσανε χιλιάδες αποκόμματα από τα χέρια του. Και το να ταξιθετείς επιτυχίες δεν είναι εύκολη δουλειά.
- Η Αφροδίτη και η φράση της, σε στιγμές κρίσης, «μη μου μιλάς εμένα λογικά». Κι ωστόσο, αυτή η φράση, εκείνη τη στιγμή, ακουγόταν εντελώς λογική!
- Ο Γιάννης (σ.σ. Μόσχος), ένα υποβρύχιο ανοχής, που δεν έχανε ποτέ την ευγένεια και το χιούμορ του.
- Η Βασούλα, η μαχήτρια των deadlines. Το κορίτσι που έγινε ο άνθρωπος πίσω από εκείνη τη σειρά προγραμμάτων-σήμα κατατεθέν των παραστάσεων του Αμόρε.
- Ο Άντι, ο χρυσοχέρης. Ένας από τους πιο αυτονόητα ευφυείς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.
- Ο Γιώργος (σ.σ. Δεπάστας), ο πολύτιμος. Η δοτικότητά του ήταν απλώς αφοπλιστική.
- Ο κ. Χουβαρδάς (ποτέ δεν τον είπα Γιάννη). Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται το παραπάνω μωσαϊκό και τόσα άλλα. Ο άνθρωπος με το ελαφρώς αδιαπέραστο φίλτρο, πίσω από το οποίο, όσο μεγάλωνα κι εγώ, έβλεπα όλο και περισσότερο την αγάπη. Βαθιά αγάπη.
Τις έφτασα τις τριακόσιες λέξεις, αλλά δύο πράγματα ακόμα:
- Το πρόγραμμα-μαθητικό τετράδιο για το φεστιβάλ «Νέοι Συγγραφείς τώρα!». Μια εύγλωττη συμπύκνωση του πώς, ειδικά για τους ανθρώπους της γενιάς μου, το Αμόρε υπήρξε αναμφίβολα ένα πολυτιμότατο σχολείο.
- Η θάλασσα των ανθρώπων μέσα και έξω από το θέατρο σ’ εκείνο το αποχαιρετιστήριο πάρτι που έγινε, για μια στιγμή, η ζωντανή βιογραφία της πορείας του Θεάτρου του Νότου.
Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια από την τελευταία παράσταση στο Αμόρε, όπου λειτούργησε από το 1991 και για δεκαεπτά χρόνια το Θέατρο του Νότου που ίδρυσε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Πάντα, όταν περνώ από το κτίριο της οδού Πριγκιποννήσων, όπου τώρα στεγάζεται ένας Βασιλόπουλος, νιώθω θλίψη και μεγάλη νοσταλγία, όπως φαντάζομαι και όλοι όσοι συνεργάστηκαν και κυριολεκτικά έζησαν μέσα σ’ αυτόν τον μοναδικό πυρήνα θεατρικού οργασμού. Σκέφτομαι πως υπάρχουν πλέον νέοι, ίσως και τριάντα ετών, που δεν γνωρίζουν τι ήταν και τι πρόσφερε στο ελληνικό θέατρο το Αμόρε. Θα προσπαθήσω, με λίγα λόγια, να περιγράψω αυτή την ιδιαίτερη προσφορά. Είχα την τύχη να ξεκινήσω το 1993 μια συνεργασία ως μεταφραστής, τη χαρά να γίνω μέλος του ensemle το 2001 και να συμμετέχω μέχρι το τέλος στη ζωή αυτής της μοναδικής κυψέλης με μεταφράσεις, έρευνα της κλασικής και σύγχρονης θεατρικής γραμματείας, συμμετοχή στη δημιουργία των προγραμμάτων, επιμέλεια για την έκδοση των θεατρικών έργων του ρεπερτορίου από γνωστούς εκδοτικούς οίκους (Ολκός, Εξάντας, Νεφέλη κ.ά.), αναζήτηση και ανάγνωση κειμένων νέων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων και συζητήσεις με το κοινό στο τέλος κάθε πρεμιέρας. Αυτά τα χρόνια είδαν τα φώτα της σκηνής για πρώτη φορά στην Αθήνα κλασικά έργα όπως η «Στέλλα» και ο «Κλαβίγκο» του Γκαίτε, η «Σάρα Σάμσον» του Λέσινγκ, το Βρακί του Στέρνχαϊμ, το «Μπελβεντέρε» (Zur schönen Aussicht) του Χόρβατ, το «Μια μέρα τον Οκτώβρη» (Oktobertag) του Κάιζερ, ανέβηκαν με νέα οπτική γνωστά κείμενα των Σαίξπηρ, Ίψεν, Τσέχοφ, Κλάιστ, Ρακίνα, Μαριβό, Σνίτσλερ, Μπίχνερ και Οστρόφσκι· παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο αθηναϊκό κοινό έργα νέων συγγραφέων, όπως οι Ρόναλντ Σίμελπφενιχ, Ίγκορ Μπάουερσιμα, Κλάους Χεντλ, Ντέιβιντ Κρεγκ, Άμπι Μόργκαν, Κάριλ Τσέρτσιλ, Μαρκ Ρέιβενχιλ, Μάρτιν Μακντόνα, Γιον Φόσε και άλλοι, που διακρίθηκαν και βρήκαν σταθερή θέση στο ελληνικό ρεπερτόριο· διασκευάστηκαν και δραματοποιήθηκαν κείμενα του Οβίδιου («Μεταμορφώσεις»), του Ρέιμοντ Κάρβερ («Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι»), του Γιασουνάρι Καβαμπάτα («Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών») και άλλων· ενώ στο πλαίσιο του κύκλου των «Δοκιμών», κάθε Μάιο, παρουσιάζονταν άγνωστα έργα Ελλήνων και ξένων δραματουργών, που τα ανέβαζαν νέοι σκηνοθέτες. Μία ακόμα από τις πρωτοποριακές για τον ελληνικό χώρο δραστηριότητες του Αμόρε ήταν και η διοργάνωση διετούς διαγωνισμού για νέους Έλληνες συγγραφείς και η ένταξη των δύο πρώτων βραβείων του διαγωνισμού στις παραγωγές του. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες που είναι ενεργοί αυτήν τη στιγμή στο ελληνικό θέατρο ξεκίνησαν από το Αμόρε, ενώ όλοι σχεδόν οι γνωστοί ηθοποιοί του ποιοτικού θεάτρου έχουν περάσει από τις δύο σκηνές του. Το κενό που άφησε πίσω του το Αμόρε, κλείνοντας, πιστεύω ότι δύσκολα θα μπορέσει να αναπληρωθεί.
Στο Αμόρε έφτασα όταν γύρισα από το Παρίσι. Άκουσα ότι εκεί γίνονταν πολύ ωραία πράγματα και πήγα κι έκανα οντισιόν με τον Γιάννη. Ήταν κλεισμένο το πρόγραμμα, αλλά ο Χουβαρδάς πάντα έκανε ακροάσεις και είχε υπόψη του κόσμο και για επόμενες παραγωγές. Μετά από έναν χρόνο πήγα στο Αμόρε και ο πρώτος μου ρόλος ήταν στη «Δωδέκατη Νύχτα». Στο Αμόρε έμεινα δέκα χρόνια με τρεις παραστάσεις τη σεζόν και όσο έμεινα εκεί απέκτησα μια τεράστια εμπειρία σε σχέση με άλλους συνομηλίκους μου που είχαν τα ίδια χρόνια στο θέατρο. Με πήγε πολύ μπροστά και αυτό που ήταν καταπληκτικό ήταν η διαφορετικότητα γενικά και οι διαφορετικοί σκηνοθέτες. Σε μια ηλικία που ρουφούσα σαν σφουγγάρι, συνεργάστηκα με σκηνοθέτες που ήταν ένας κι ένας, επιλεγμένοι από τον καλλιτεχνικό διευθυντή ώστε να έχουν κάτι καινούργιο να προσφέρουν. Για μένα ήταν σαν ένα φυτώριο, συνεργαζόμουν με την αφρόκρεμα των ηθοποιών και από τον καθένα είχα να πάρω κάτι. Στο Αμόρε λειτουργούσαμε ως ομάδα και εμβαθύναμε στις σχέσεις και στη συνεργασία, με αποτέλεσμα, κάθε φορά που δουλεύαμε μαζί να πηγαίνουμε πιο βαθιά. Νομίζω ότι αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για την επιτυχία του Αμόρε. Τότε δεν είχα υποχρεώσεις οικογενειακές και πήγαινα στο θέατρο τέσσερις ώρες νωρίτερα από την παράσταση, έπινα καφέ, μιλούσαμε, ήταν ο χώρος μου, το σπίτι μου. Οι σχέσεις μας, καλλιτεχνικές και ψυχικές, ήταν πολύ βαθιές. Από τότε που τελείωσε το Αμόρε δεν μου λείπουν οι δουλειές που έκανα, μου λείπει η ομάδα, να είμαι με τους ίδιους συνεργάτες. Και αν τότε ήθελα την εναλλαγή ‒ήθελα και να φύγω‒, τώρα καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι να εμβαθύνεις με τα ίδια άτομα.
Υπήρχε τρομερή εμπιστοσύνη, δεν γινόταν τίποτα πισώπλατα, έφτιαχνες με ένα πετραδάκι, έδινες μια νέα πνοή στο θέατρο. Όποιος ήθελε να δει στο θέατρο κάτι νέο, ερχόταν στο Αμόρε. Θυμάμαι να είμαι κλεισμένη στο θέατρο με τις ώρες, νύχτες ολόκληρες να μένουμε όρθιοι να μας φωτίζουν, αλλά ακόμα κι αυτό, που είναι μια θυσία, είναι και μια μαθητεία χρήσιμη. Έχω ζήσει στιγμές τεράστιας χαράς και άλλες, πολύ δύσκολες. Γιατί εκεί είχες να κάνεις με κείμενα με τα οποία πάλευες και υπήρχαν και φορές που το κείμενο σε νικούσε, κατέρρεες εσωτερικά. Εγώ εκεί έχω νιώσει να είμαι σε πάλη με τον ρόλο και να με νικάει. Αλλά όλο αυτό είναι ένα μέρος της εργασίας, είσαι εργάτης, εκεί το ένιωθες αυτό, πόσο εμπλέκεσαι στη δουλειά όταν γίνεται με αυτόν τον τρόπο. Στο Αμόρε μάς το ζητούσαν αυτό, να επενδύσουμε συναισθηματικά. Ό,τι εφόδια έχω τα πήρα από εκεί, ήταν ένα κεφάλαιο και της επαγγελματικής και της ψυχικής και της προσωπικής μου ζωής, η βαλίτσα που κουβαλάω μαζί μου γράφει «Αμόρε». Τώρα, που έχει γίνει σούπερ-μάρκετ, δεν μου αρέσει, αλλά με παρηγορεί ότι έκλεισε στις δόξες του. Αν εξακολουθούσε να είναι θέατρο και να μην πηγαίνει καλά, να μην έχει καλές παραστάσεις, ένα θέατρο που θα είχε χάσει την ταυτότητά του, θα στενοχωριόμουν περισσότερο.
Στο Αμόρε ήμουν από την αρχή μέχρι το τέλος με δύο πολύ μικρά διαλείμματα∙ βρέθηκα εκεί τυχαία. Έλειπα στη Γερμανία, όπου δούλευα ως ηθοποιός, δεκαπέντε χρόνια και όταν γύρισα, την άνοιξη του ’91, δεν ήξερα κανέναν. Τότε, μια παιδική μου φίλη κολλητή, καθηγήτρια αγγλικών και θεατρόφιλη, μου είπε ότι είδε στην «Ελευθεροτυπία» μια αγγελία ότι ο Χουβαρδάς, που εγώ δεν είχα ιδέα ποιος ήταν, άνοιγε ένα θέατρο και έψαχνε ηθοποιούς για το επόμενο καλοκαίρι, για μια παράσταση που θα γινόταν στην Αμερική (ήταν η παράσταση «Ιφιγένεια εν Ταύροις» στο θέατρο La Mama της Νέας Υόρκης) και ζητούσαν κάτι μονολόγους στα αγγλικά, που εγώ δεν ήξερα καλά ‒ ήξερα γερμανικά. Τέλος πάντων, μου λέει ότι θα με βοηθήσει στα αγγλικά και φτάνω στο Αμόρε, που ήταν ένα γιαπί, το φτιάχνανε.
Είχαν στο φουαγέ ένα παιδί που μοίραζε τους μονολόγους, πήρα κι εγώ ένα χαρτί και πήγα σε πέντε μέρες για οντισιόν. Μπαίνω, λοιπόν, ένα απόγευμα στην κεντρική σκηνή και εκεί είναι ο Γιάννης, που με υποδέχεται πολύ φιλικά. Μόλις ακούει ότι ήμουν στη Γερμανία, λέει «κι εγώ ήμουν». Ήξερε, μάλιστα, και το αφεντικό μου στο θέατρο όπου δούλευα, στη Χαϊδελβέργη. Εγώ δεν το περίμενα αυτό με τίποτα. Μου λέει «πες τους μονολόγους στα γερμανικά» και μετά καθίσαμε και μιλούσαμε για μιάμιση ώρα. Μου λέει: «Θα ανοίξω εδώ ένα καινούργιο θέατρο». Έφυγα πετώντας, είχα την αίσθηση της δουλειάς, ακόμα θυμάμαι με πόσο καλή διάθεση έφυγα. Δούλεψα σε έναν μεταμεσονύκτιο «Οθέlλο» που έκανε η Έλενα Πέγκα και από τότε δεν σταμάτησα ποτέ. Δούλεψα και την πρώτη περίοδο, που κράτησε περίπου επτά χρόνια, και τη δεύτερη. Ήταν ένα ωραίο διάστημα, τα πρώτα μου πολύ ευτυχισμένα χρόνια στην Ελλάδα. Ήμουν στο θέατρο από το πρωί μέχρι το βράδυ, τα κλασικά του Αμόρε. Μπήκα σε ένα ensemble πολύ φιλικό, σε ένα ανοιχτό, ωστόσο οργανωμένο θέατρο, όπως αυτό που ήξερα στη Γερμανία. Σου έλεγαν «τότε αρχίζουν οι πρόβες» και τότε άρχιζαν, «τόσα λεφτά θα πάρεις» και τόσα έπαιρνες, ξέραμε τι θα παίξουμε έναν χρόνο νωρίτερα. Ένα πράγμα βασικό, που ήταν μεγάλο κέρδος και μπορεί να το αναφέρει κάποιος πάντα, είναι ότι ο Γιάννης κρατούσε τον προγραμματισμό και ένα ρεπερτόριο που, ως επιχορηγούμενο θέατρο, θα μπορούσε να παραβλέπει. Έπαιζε τη «Δωδέκατη Νύχτα», πήγαινε με ουρές. Κατέβασε τη δική του παράσταση για να κρατήσει το ρεπερτόριο που είχε αναγγείλει, ανεβάζοντας τον «Κλήρο του μεσημεριού» σε σκηνοθεσία Μάγιας Λυμπεροπούλου, μια παράσταση που πήγαινε με είκοσι θεατές. Και την κράτησε. Ποτέ δεν κατέβασε παράσταση λόγω των εισιτηρίων, δεν αδίκησε καμία παράσταση, ένιωθες σιγουριά ότι γινόταν καλά η δουλειά, είτε διαφωνούσες, ακόμα και με τον Γιάννη, είτε είχες άλλο στίγμα. Έπειτα αλλάξαμε, μετά από περίπου έξι-επτά χρόνια κάναμε ένα βήμα ενηλικίωσης. Ο Γιάννης πρότεινε τη διεύθυνση σε μια μεγάλη ομάδα, που είχε και σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Ήθελε να την παραδώσει σε ένα ensemble κι αυτό κράτησε τρία χρόνια. Μαζευόμασταν με κόπους και βάσανα, προτείναμε έργα, φτιάχναμε και τον προγραμματισμό και ο Χουβαρδάς ήθελε να αναλάβουμε και τα οικονομικά. Εμείς μετά αρχίσαμε τα «ελληνικά», δεν συμφωνούσαμε, αυτοδιαλυθήκαμε με ειρήνη, αλλά, φυσικά, συνεχίσαμε να δουλεύουμε μαζί μέχρι το τέλος. Ήταν μια πολύ παραγωγική περίοδος. Αυτός που πούσαρε την ιδέα του ensemble ήταν ο Γιάννης, εμείς συνδιαμορφώναμε τη φυσιογνωμία του θεάτρου, αλλά δεν αντέξαμε πολύ. Κακά τα ψέματα, το θέατρο ήταν ο Γιάννης. Αυτός έκανε κουμάντο και ήταν δύσκολο να μεταφερθεί όλο αυτό σε μια συλλογικότητα.
Ο Χουβαρδάς, και σε πράγματα που διαφωνούσε, τα οποία έβαζαν και σε μια δοκιμασία το θέατρο, δεν λογόκρινε ποτέ, δεν ανακατεύτηκε, δεν μπήκε σε πρόβα ‒ είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που έχω συναντήσει. Ενώ ήταν πολύ καθοριστική η συμβολή του, δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστικός, πράγμα που έγινε παράδειγμα για το ελληνικό θέατρο και τα οφέλη είναι πασιφανή. Άλλαξε τα δεδομένα του ελληνικού θεάτρου, ήταν το πραγματικό εθνικό, ούτε το μικρό ούτε το εναλλακτικό. Εκεί φτιάχτηκε ρεπερτόριο, ζυμώθηκε και εκπαιδεύτηκε ένα μεγάλο κοινό. Αυτά που γίνονταν κομματιαστά και λιγότερο από άλλες μεριές του θεάτρου, το Αμόρε τα περιλάμβανε όλα, δημιουργούσε νέες δυνάμεις, τις ανέτρεφε και σε επίπεδο θεατών και σε επίπεδο καλλιτεχνών, ήταν σπουδαία η δουλειά του και το θεωρώ ευλογία το ότι βρέθηκα εκεί εντελώς τυχαία, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Καβγάδες, κουτσομπολιά, ίντριγκα, ανταγωνισμούς για το ποιον ρόλο θα πάρει ποιος, δεν τα είδαμε ποτέ. Ήσουν πρωταγωνιστής σε ένα έργο, κομπάρσος σε άλλο. Ο Γιάννης έφτιαξε αυτόν τον κόσμο μέσα στον οποίο ζήσαμε κι εμείς, συνδιαμορφώνοντάς τον. Αλλά εκείνος τον έφτιαξε και του χρωστάει το ελληνικό θέατρο, που χωρίζεται σε πριν και μετά το Αμόρε, ένα ορόσημο των αρχών του ’90 και του 2000, τα χρυσά χρόνια που το ελληνικό θέατρο εκσυγχρονίστηκε, εκδημοκρατίστηκε, εξευρωπαΐστηκε. Αυτό πήγε χέρι-χέρι με την καλή συγκυρία της εδραίωσης του επιχορηγούμενου θεάτρου και το Αμόρε έδινε επιχείρημα για να υπάρχει κάτι τέτοιο, ήταν ένα θέατρο εξαιρετικό. Το βασικό στο Αμόρε ήταν το ανθρώπινο υλικό. Ο Γιάννης επέλεγε ανθρώπους με κριτήριο να μην είναι τοξικοί ‒ δεν υπήρχαν τοξικοί άνθρωποι στο Αμόρε. Για μένα είναι ένα ευτυχισμένο και μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και αισθάνομαι τυχερός και ευτυχής που το έζησα. Ακόμα και σήμερα, που δουλεύω με κάποιους από τους ανθρώπους που γνώρισα εκεί, αισθάνομαι ότι δουλεύω με συγγενείς μου.
Είχα μόλις τελειώσει τη δραματική σχολή όταν άνοιξε το Αμόρε και στα πρώτα χρόνια της θεατρικής μου ζωής το θυμάμαι σαν κάτι πολύ ζηλευτό. Ήταν φρέσκο, ζωντανό και αξιόπιστο. Όταν αργότερα εντάχθηκα στο δυναμικό του, ένιωσα ότι μπήκα σε ένα περιβάλλον πολύ δημιουργικό. Υπήρχε εμπιστοσύνη, ελευθερία, κέφι και πολλή δουλειά. Νέοι κυρίως δημιουργοί, άφοβα, αλλά όχι επιφανειακά, πρόσφεραν στο κοινό ένα εναλλασσόμενο ρεπερτόριο σύγχρονων και κλασικών έργων με καινούργια ματιά. Η αμφισβήτηση των μέχρι τότε δεδομένων στη λειτουργία των σκηνοθετών, ηθοποιών και σκηνογράφων και η πρόταση μιας πιο ανοιχτής αντιμετώπισης της θεατρικής διαδικασίας έφτιαξαν έναν χώρο-αναφορά.
Φυσικά, το κοινό ανταποκρίθηκε και τολμώ να πω ότι εκπαιδεύτηκε με έναν διαφορετικό τρόπο. Αλλά και οι νέοι ηθοποιοί εκπαιδευτήκαμε με έναν διαφορετικό τρόπο. Ο ίδιος ο χώρος μάς ωθούσε να γίνουμε τολμηροί, συνεργατικοί, συνδημιουργοί και, κυρίως, προσωπικοί, περιοχές που για μένα ήταν άγνωστες. Το θέατρο Αμόρε μένει στη μνήμη μου ως συνώνυμο της ανανέωσης και του είμαι ευγνώμων.
Τον τόνο, φυσικά, τον έδωσε ο Γιάννης Χουβαρδάς και μιλώντας για το Αμόρε δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον άνθρωπο που κατάφερε αυτή την έκρηξη δημιουργικότητας. Ο Γιάννης συνδύασε δύο χαρακτηριστικά του, που μπορεί να είναι και αντικρουόμενα: ενώ από τη μια είναι άνθρωπος που θέλει να βάζει την προσωπική του σφραγίδα σε ό,τι κάνει, ταυτόχρονα έδινε και πάρα πολύ χώρο στους άλλους. Εμπιστευόταν και άφηνε ελεύθερο ακόμη και τον 20άρη που σκηνοθετούσε για πρώτη φορά.
Λοιπόν, αυτό που θυμάμαι είναι ότι για τους νέους ηθοποιούς σαν εμένα το Αμόρε ήταν το όνειρο, σαν να παίρναμε εισιτήριο για το Βερολίνο, για να παίξουμε εκεί στο καλύτερο θέατρο. Είχα τελειώσει το Τέχνης, έπαιζα στην πρώτη μου παράσταση και είχε έρθει ο Χουβαρδάς να τη δει. Ήταν η «Καταιγίδα» με τη Μάγια Λυμπεροπούλου και εκεί μου είπε ότι ήθελε να πάω στο Αμόρε. Και πήγα. Πρώτη παράσταση ήταν η «Δούκισσα του Μάλφι». Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που μου το είπε, είχα πάρει τόση χαρά, έλεγα «Αμόρε» και ήταν ένα όνειρο. Ήταν το καινούργιο, το φρέσκο, το αβανγκάρντ, ήταν όλοι οι ηθοποιοί και όλοι οι σκηνοθέτες που ήθελες να συναντήσεις. Ήταν μια τρομερά ωραία, δυνατή εμπειρία, αξέχαστη. Θυμάμαι τον Ξάφη μικρό, τον Περλέγκα μωρό, και τώρα έχουμε άσπρα μαλλιά. Στο Αμόρε κάναμε πρόβα όταν έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι και τρέχαμε σαν τρελοί να μάθουμε τι συνέβη, είχε τηλεόραση δίπλα η ταβέρνα ‒ από τα πράγματα που δεν ξεχνάς ποτέ πού ήσουν όταν συνέβησαν.
Ήμασταν σε μια τρέλα, σε μια φρενήρη δημιουργία: το εκ περιτροπής ρεπερτόριο, τα έργα, μια νέα μορφή θεάτρου και τρόπου λειτουργίας, μια απίθανη εμπειρία, πρωτόγνωρα πράγματα. Και, βέβαια, τότε έφταναν συνεχώς άνθρωποι από το εξωτερικό, ήταν κάτι απίθανο να συμβαίνει σε ένα μικρό, ιδιωτικό θέατρο, κάναμε πάρτι, κουβέντες, είχαμε μια αύρα κι έναν αέρα καινούργιο, καθόλου ελληνικό, ακομπλεξάριστο και ελεύθερο.
Τέλη Σεπτέμβρη 1991. Η ανακοίνωση στις εφημερίδες ήταν λιτή και σαφής: «Το Θέατρο του Νότου στο θέατρο Αμόρε απευθύνει κάλεσμα σε νέους σκηνοθέτες που θα ήθελαν να σκηνοθετήσουν στον Εξώστη-Μικρή Σκηνή του θεάτρου». Είχαν περάσει παραπάνω από δύο χρόνια από την επιστροφή μου στην Ελλάδα από τη Νέα Υόρκη, είχα δείξει στην Παιδική Σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων την πρώτη μου δουλειά στην Ελλάδα και περίμενα με αγωνία μια ανακοίνωση σαν αυτή.
Τηλεφωνώ στον αγαπημένο φίλο μου και ηθοποιό Λάζαρο Γεωργακόπουλο και του προτείνω το «Κοντραμπάσο» του Πάτρικ Ζίσκιντ. Ο Λάζαρος, ναι, θα ήθελε να καταπιαστεί με τον μονόλογο. Τηλεφωνώ στο θέατρο, ετοιμάζω ένα στοιχειώδες πορτφόλιο με σπουδές, συμμετοχές ως ηθοποιός και μουσικός και πρώιμες σκηνοθεσίες, και βρίσκομαι στο Αμόρε για να συναντήσω τον Γιάννη Χουβαρδά.
Το βλέμμα του οξύτατο. Με σκανάρει. Πολύ ευγενικά μού λέει πως όλα όσα έχει μπροστά του είναι ενδιαφέροντα και πως εφόσον ο Λάζαρος ανήκει στο δυναμικό του θεάτρου που ετοιμάζει πυρετωδώς τον «Οθέλλο», ένας μονόλογος για τον Εξώστη τού φαίνεται εφικτός. Αυτήν τη λέξη χρησιμοποίησε, «εφικτός».
Σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες με είχε χρίσει δεύτερη βοηθό του στον «Οθέλλο» ‒πρώτη βοηθός ήταν η Λέττα Ανδρεάδη‒, βοηθό παραγωγής-προβολής με την Έλενα Πέγκα, βοηθό του στη «Στέλλα» του Γκαίτε, υπεύθυνη οργάνωσης για τη συμπαραγωγή με το θέατρο La Mama της Νέας Υόρκης, την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη, και σκηνοθέτη του Εξώστη στην πρώτη αμιγώς παραγωγή του Θεάτρου του Νότου στον μικρό χώρο με το «Κοντραμπάσο» του Ζίσκιντ. Από την επόμενη μέρα ξεκίνησε μια διαρκής ανταλλαγή και εκπαίδευση με εξαιρετικούς ηθοποιούς και συνεργάτες, η οποία κράτησε μέχρι και τον Μάρτιο του 1997, όταν με κάλεσε ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Νίκος Κούρκουλος, να σκηνοθετήσω τη Μήδεια του Ευριπίδη. Εάν δεν υπήρχαν ο Γιάννης Χουβαρδάς και το Θέατρο του Νότου, δεν νομίζω ότι θα είχα αυτή την εξέλιξη.
Η πίστη του Γιάννη σ’ εμένα αλλά και το συνεχές σμίλεμα των δυνατοτήτων μου σε μια συναρπαστική καθημερινότητα που απαιτούσε οργανωτικό μυαλό, επικοινωνιακές δεξιότητες, ανακάλυψη πρωτότυπων έργων και μελέτη κλασικών κειμένων που επρόκειτο να ιδωθούν και να παρασταθούν μέσα από μια «άλλη ματιά» ήταν το μεγαλύτερο σχολείο για μένα.
Έχουν περάσει τριάντα ολόκληρα χρόνια και θυμάμαι την πρώτη εξαετία του Θεάτρου του Νότου με ευλαβική ακρίβεια. Όσο διάστημα είχα περάσει στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας τον δρόμο μου στο θέατρο, αλλά τόσα πέρασα και στο Θέατρο του Νότου, αναζητώντας νέους τρόπους σκηνικής πραγμάτωσης και ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό την προτροπή του Χουβαρδά: «προχώρα, τόλμησε κι άλλο».
Ένα από τα πιο γοητευτικά πράγματα ήταν η πότε κρυφή και πότε φανερή συνομιλία των έργων της Κεντρικής Σκηνής με εκείνα του Εξώστη. Περίπου οι ίδιοι συνεργάτες δημιουργούσαν πάνω και κάτω και κάποιες φορές οι ίδιοι ηθοποιοί συμμετείχαν και στις δύο παραγωγές, σε διαφορετικές ώρες. Μοιραζόμασταν τις ίδιες αγωνίες, την ίδια αγάπη, την ίδια έκθεση στο κοινό. Ήμασταν μαζί!
Τον ευχαριστώ για την εμπειρία όλων των παραστάσεων και, βέβαια, ευχαριστώ τους μοναδικούς συνεργάτες ‒ ένα από τα χαρίσματα του Γιάννη ήταν ότι μας έκανε να διαλέγουμε κι εμείς τους καλύτερους, Παναγιώτη Μανούση, Άντι Φλούτουρε, Τίνα Γκίμπου, Ελευθερία Ντεκώ, Λευτέρη Παυλόπουλο, Πάνο Παπαδόπουλο, Μάριον Ιγγλέση, Γιώργο Πάτσα, Ελευθερία Σαπουντζή, Δημήτρη Ιατρόπουλο, Γιώργο Κουμεντάκη, Αλέξανδρο Αλπίδη, Έλενα Κύρου, και εξαιρετικούς ηθοποιούς, Λάζαρο Γεωργακόπουλο, Λυδία Φωτοπούλου, Μαρία Κατσιαδάκη, Μάγια Λυμπεροπούλου, Άννα Μάσχα, Γιάννη Νταλιάνη, Ναταλία Δραγούμη, Θέμη Πάνου, Κώστα Ζαχαράκη, Θανάση Ευθυμιάδη, Χρύσα Σπηλιώτη, Αντώνη Καφετζόπουλο, Τσινγκ Βαλντές, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Στάθη Κακκαβά, Δημοσθένη Παπαδόπουλο, Αλέξανδρο Μυλωνά και όλους όσοι ήταν πλάι μας και μας στήριζαν με κάθε δυνατό τρόπο.
Στο Αμόρε πήγα έξι μήνες αφόρου άνοιξε, με σύστησε η Νικαίτη Κοντούρη για να αναλάβω τα βιβλία ή το ταμείο, και έμεινα μέχρι το τέλος, το 2008.
Ήταν μια μεγάλη εμπειρία, γνώρισα πολλούς ανθρώπους και με πολλούς από αυτούς είμαστε φίλοι μέχρι σήμερα. Ήμασταν μια μεγάλη οικογένεια, εκεί περνούσαμε πολλές ώρες, περισσότερες απ’ όσες στο σπίτι μας.
Εγώ είχα μεγάλη επαφή με το κοινό και τέτοιο κοινό δεν συνάντησα πουθενά. Το κοινό του Αμόρε ήταν καταπληκτικό ό,τι κι αν έκανε. Οι άνθρωποι θύμωναν όταν δεν έβρισκαν θέση, αλλά εμείς κάναμε κυριολεκτικά τα πάντα, μέχρι που σηκωνόμασταν από τις καρέκλες του γραφείου και τις δίναμε. Είχαμε παραστάσεις που βγάζαμε μέχρι και τα μαξιλάρια που είχαμε σε σκηνικά για να καθίσουν. Νομίζω, η καλύτερη ατάκα που έχω ακούσει είναι από έναν θυμωμένο θεατή που δεν μπόρεσε να βρει θέση και γύρισε με φοβερό ύφος και μας είπε «σας ξέρω εσάς τις χορεύτριες». Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι είναι απ’ όταν παίζαμε τις «Τρεις Αδερφές». Είχαμε πάθει στο γραφείο λύσσα με το κινέζικο και τρώγαμε σχεδόν κάθε βράδυ από ένα από τα πρώτα που είχαν ανοίξει με ντελίβερι. Περιμέναμε το φαγητό, δεν ερχόταν, κάποια στιγμή μάς χτυπάει ο ηλεκτρολόγος από την ενδοσυνεννόηση και λέει «ρε κορίτσια, έχει μπει ένας Κινέζος από την πίσω πόρτα με μια παραγγελία κι έχει φτάσει μέχρι τη σκηνή και κοιτάει γύρω-γύρω, έχετε παραγγείλει;». Εμείς πάθαμε εγκεφαλικό, πήγαμε και τον βγάλαμε από την αίθουσα, εκείνος στεκόταν άλαλος κι έβλεπε παράσταση ‒ κάθε φορά που τρώμε κινέζικο αυτό θυμάμαι. Μια άλλη φορά, είχαμε πάρει εισιτήρια της Εργατικής Εστίας, γιατί ήμασταν σε ζόρια οικονομικά ‒αυτά τα εισιτήρια τα έπαιρναν πιο εμπορικά θέατρα, εμείς ήμασταν διστακτικοί‒, γιατί είχαμε ένα έργο δύσκολο, του Κολτές, με τον Ακύλλα και τον Μαρμαρινό σε σκηνοθεσία Πατεράκη, με χώματα και φωτιές στη σκηνή. Ήρθαν, λοιπόν, τρεις άνθρωποι, μπαμπάς, μαμά και παιδί, εμείς κάναμε τα πάντα για να μην μπουν, αλλά δεν θέλαμε να τους πούμε και κάτι που θα το θεωρούσαν προσβλητικό. Φυσικά και δεν καταλάβαιναν οι άνθρωποι και υπέφεραν, ήταν και μαύρο το θέατρο και δεν έβλεπαν από πού να βγουν, δεν έβρισκαν την έξοδο. Έρχεται, τότε, τρέχοντας ο Ακύλλας στο γραφείο και λέει «ρε κορίτσια, είναι τρεις άνθρωποι πάνω στη σκηνή και ψάχνουν να βγουν έξω, ελάτε να τους πάρετε».
Με τους θεατές είχαμε μεγάλες στιγμές και μερικές ήταν πολύ συγκινητικές. Πρώτα απ’ όλα, ξέραμε όλους τους συνδρομητές του θεάτρου ονομαστικά και ξέραμε και πού τους άρεσε να κάθονται. Μας έλεγαν «θα έρθω» και ξέραμε πού θα τους βάλουμε. Υπήρχε ένα ζευγάρι, πολύ αγαπημένοι μας θεατές, που κάθονταν πάντα στην πρώτη σειρά, στο 1-3. Κάποια στιγμή η γυναίκα πέθανε και ο άντρας της εξακολουθούσε να έρχεται και να βλέπει παραστάσεις αγοράζοντας δύο εισιτήρια και κρατώντας τη διπλανή του θέση κενή. Το θυμάμαι ακόμα και σήμερα και συγκινούμαι. Και είχαμε και τα δώρα μας, μας έφερναν χαλβά, λουλούδια, γλυκά.
Σε αυτό το θέατρο τσακωνόμασταν πιο πολύ από πίεση χρόνου, αλλά ίντριγκες, καβγάδες σοβαροί, κακίες, δεν υπήρχαν. Φανταστείτε ότι μέσα σε αυτό το γραφείο-ταμείο ήμασταν πολλοί άνθρωποι, ο καθένας είχε διαφορετικά θέματα με τη δουλειά του, ζούσαμε ο ένας επάνω στον άλλο. Θυμάμαι, μια φορά ο Γιάννης Μόσχος, που δεν τον είχαμε δει ποτέ να χάνει την ψυχραιμία του, προσπαθούσε να τελειώσει τη δουλειά του κι εμάς δεν ξέρω τι μας είχε πιάσει και μιλούσαμε έξι άτομα ασταμάτητα και με ένταση ‒ κάτι είχαμε να διευθετήσουμε. Σηκώνει τότε το κεφάλι του και λέει: «Έξω, κότες! Από το γραφείο, έξω». Κι εμείς βγήκαμε και συνεχίσαμε ατάραχα. Όπως θυμάμαι και μια φορά που είχαμε φέρει στο γραφείο τηλεόραση να δούμε Γιουροβίζιον και μόλις την είδε ο Χουβαρδάς τού γύρισε το μάτι. Με το που μας κοίταξε ‒δεν είπε λέξη‒ την εξαφανίσαμε.
Επειδή στο ταμείο έβλεπαν τον ίδιο άνθρωπο όλα τα χρόνια, με ήξεραν με το όνομά μου. Μερικοί θύμωναν πολύ με τις παραστάσεις μας και με έβριζαν ‒ στην αρχή με έπιανε στενοχώρια, μετά συνήθισα. Και στο τηλέφωνο μας έβριζαν και μας έλεγαν «Αμόρε; Παίζετε τσόντες εκεί;». Ειδικά με μερικά έργα το παράκαναν. Εγώ έκανα και «πατάτες» άπειρες. Τότε δούλευα και σε ένα καφέ, μου παραγγέλνει ένας πελάτης φραπέ μέτριο με γάλα και ένα καπουτσίνο και του λέω εγώ από κεκτημένη ταχύτητα «κράτηση έχετε κάνει»; Μιλάμε για αδιανόητο αχταρμά στο κεφάλι μας, σηκώναμε το τηλέφωνο στα σπίτια μας και λέγαμε «Αμόρε, Θέατρο του Νότου». Περάσαμε ώρες και χρόνια σε ένα μικρό γραφείο και πάντα υπήρχε ο ένας για τον άλλον, αν αργούσες, έκανε κάποιος άλλος ταμείο, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Κάναμε απίθανες πλάκες, αλλά τα πράγματα ήταν σοβαρά, δηλαδή κανένας μας δεν ήθελε να του κάνει παρατήρηση ο Χουβαρδάς, θέλαμε μόνο την επιβράβευσή του, να είμαστε εντάξει. Είχαμε πάθος με αυτό, δεν υπήρχαν περιορισμοί, δεν υπήρχε έλεγχος ‒μόνο να καπνίζουμε δεν ήθελε‒, αλλά στη δουλειά ήταν όλοι, μα όλοι, ξυράφια. Δεν υπήρχε πρόβλημα χωρίς λύση και αυτό που θέλαμε ήταν να τη βρούμε πριν φτάσει στον Γιάννη, να μην τον στενοχωρήσει, να μην τον απασχολήσει. Για να εξηγήσω πόσο «σπίτι» ήταν, θα πω ότι κάθε 15 και 1η του μήνα πληρωνόμασταν. Μία φορά στα δεκαεφτά χρόνια καθυστέρησε η μισθοδοσία μία μέρα. Είχαμε τα φακελάκια με τα χρήματα της μισθοδοσίας σε ένα συρτάρι χωρίς κλειδί. Έμπαινες, άνοιγες το συρτάρι, έπαιρνες το φάκελό σου, έπαιρνες και αυτών που ήταν μαζί σου στο καμαρίνι, υπέγραφες, έφευγες. Όταν έφυγα από το Αμόρε και πήγα να δουλέψω αλλού, έπρεπε να ξεχάσω αυτά που ήξερα, τα πράγματα δεν ήταν απλώς διαφορετικά, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είχαμε ζήσει και μάθει στο Αμόρε. Γι’ αυτό, αυτό που ζήσαμε εκεί δεν το ξεχνάμε ποτέ.
Ενώ πέρασα λίγα χρόνια εκεί σε σχέση με τους μόνιμους συνεργάτες του θεάτρου, αναγνωρίζω ότι διαμόρφωσε και εμένα αλλά και το θεατρικό τοπίο της χώρας.
Αυτό που θυμάμαι να υπάρχει πριν από το Αμόρε είναι το Εθνικό Θέατρο, οι εμπορικοί θίασοι και λίγα θέατρα σκηνοθετών. Το Αμόρε δημιούργησε μια σχολή, άνοιξε την ιδέα του ρεπερτορίου σε μικρότερες σκηνές, ήταν ένα θέατρο μπορούσε να φιλοξενήσει σε μια σεζόν τρεις και τέσσερις παραστάσεις. Ο Γιάννης δεν έφτιαξε ένα θέατρο για τον εαυτό του αλλά για τους άλλους και νομίζω ότι δεν φαντάστηκε την επιρροή που θα είχε. Έτσι το φαντάστηκε κι έτσι το υλοποίησε. Ναι, προφανώς ήταν ο προσωπικός του χώρος, όμως έφτιαξε ένα κουκούλι που φιλοξένησε νεαρές φωνές οι οποίες στη συνέχεια έγιναν πολύ σημαντικές, είτε στη σκηνοθεσία είτε στην υποκριτική, σε όλους τους τομείς τους σχετικούς με το θέατρο.
Αυτό το έκανε με τη θρυλική «οργάνωση Χουβαρδά», τη σχολαστικότητα και την «επιμονή Χουβαρδά», αρετές που μέσα από την εργασία γύρω από την τέχνη τις πέρασε ‒και δεν είναι καθόλου αμελητέες– ως λειτουργίες που δεν είναι καθόλου συνηθισμένες στον τρόπο που δουλεύουμε οι καλλιτέχνες, και δη οι Έλληνες. Εμένα με έχει επηρεάσει ως ηθοποιό και ως σκηνοθέτη και ο ίδιος ο Γιάννης, ο τρόπος που αντιλαμβανόταν την πρόβα,. Του λέω συχνά και γελάει ότι εμένα με διαπέρασε κάτι που είναι στην αλφαβήτα του ηθοποιού και οι περισσότεροι δεν το διδασκόμαστε στις σχολές, «ότι δεν κάνεις μια στίξη κίνησης με μια στίξη φωνητική ταυτόχρονα». Ο Γιάννης μού έμαθε ότι το θέατρο είναι κατά βάση ρυθμός.
Το Αμόρε άλλαξε σελίδα στο θεατρικό τοπίο της χώρας με καλλιτέχνες, δομή, πολλές παραστάσεις, καλά προγράμματα, ένα σύνολο δραστηριοτήτων στα πολύ καλά πρότυπα του εξωτερικού, που αντέγραψαν πολλά θέατρα, αλλά επηρέασε και το θεατρικό ύφος με μια συγκεκριμένη σελίδα του νομίζω, το «Τορκουάτο Τάσο» του Γκαίτε, που σκηνοθέτησε η Κάριν Χένκελ. Και το λέω αυτό γιατί έφερε και είδαμε πρώτη φορά τη γερμανική σχολή της αποδόμησης, που επηρέασε καθοριστικά τους Έλληνες σκηνοθέτες. Δηλαδή το «πετάω μακαρόνια σε τοίχο από πλεξιγκλάς σε έργο μεγάλου Γερμανού δραματουργού» το βλέπαμε πρώτη φορά όλοι μας. Άλλαξε την αισθητική γλώσσα μιας ολόκληρης εποχής.
Ο ίδιος ο Γιάννης έκανε πράγματα «επικίνδυνα» και ρηξικέλευθα ήδη από πριν. Το πολύ σημαντικό που έκανε το θέατρο είναι ότι ως φωλιά έδωσε φωνή, χώρο και υπόσταση σε πολλούς νέους δημιουργούς για να προχωρήσουν και να ενηλικιωθούν καλλιτεχνικά, αλλά δημιούργησε και ένα πολύ φωτεινό παράδειγμα για να το μιμηθούν πάρα πολλοί και σε άλλους χώρους. Μετά το Αμόρε άρχισε να γιγαντώνεται η θεατρική αγορά της Αθήνας που σήμερα περιέχει όλων των ειδών τις προτάσεις.
Το Αμόρε δεν έκανε μόνο επτά παραστάσεις τη χρονιά, έκανε ένα ρεπερτόριο και αισθάνονταν και οι ηθοποιοί και οι συντελεστές ότι υπήρχε μια τρομερή δομή και συγκρότηση μέσα στην οποία προχωρούσαν και οι ίδιοι καλλιτεχνικά, από χρονιά σε χρονιά, από παράσταση σε παράσταση. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι έφερε το κοινό σε μεγαλύτερη επαφή με τους καλλιτέχνες και με το ίδιο το θέατρο, μια δυσκολία αξεπέραστη σήμερα. Τους ανθρώπους που απάρτιζαν το κοινό του Αμόρε μπορούσες να τους ονομάσεις φίλους. Ήξεραν το πλαίσιο περίπου και το πλαίσιο δεν ήταν στενό. Υπήρχε ζητούμενο καλλιτεχνικό, προσδοκία και υπήρχε και ανταπόκριση. Αυτό είναι κάτι ανεπανάληπτο και το χρωστάμε στον Γιάννη.
Νομίζω ότι ο Ακύλλας κι εγώ ήμασταν στο Αμόρε τα πιο πολλά χρόνια, από την αρχή μέχρι το τέλος. Έδωσα οντισιόν στον Χουβαρδά μόλις τελείωσα τη σχολή του Εθνικού το 1991 για την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» που θα έκανε στο La Mama το 1992. Πήγα, έκανα την οντισιόν, ήταν η πρώτη μου γνωριμία το καλοκαίρι του 1991 για μια παράσταση στη Νέα Υόρκη, το ήξερα μόνο ως όνομα, έπρεπε να περιμένω μήνες μέχρι την άνοιξη του 1992 και παραιτήθηκα από το Eθνικό, όπου είχα μπει ως αριστούχος σε διανομές, για να πάω με τον Χουβαρδά.
Αυτός ήταν ένας μαγικός τρόπος να ξεκινήσει κάποιος την επαγγελματική του ζωή. Δύο μήνες στη Νέα Υόρκη με μεικτό θίασο, κάτι μαγικό, μετά στη Βιέννη ‒ ήταν μια καταπληκτική εμπειρία. Μετά εγώ έμεινα εκτός για δύο χρόνια και από το 1994 μέχρι το 2008, με ένα διάλειμμα ενός έτους, ήμουν συνέχεια στο Αμόρε. Το σκέφτομαι σαν μια μεγάλη, ευρεία οικογένεια, μια κοινότητα. Έμπαινες στο θέατρο και υπήρχαν διάφορες υπο-ομάδες που λειτουργούσαν κάτω από τη σκέπη του θεάτρου. Πρώτα απ’ όλα μπαίναμε να κάτσουμε με τους ανθρώπους του γραφείου, μετά στο μπαρ, στο φουαγέ κάποιοι έκαναν κάτι, σε όλο το θέατρο γίνονταν πρόβες, διαρκώς νέοι σκηνοθέτες, νέα έργα, σαν να έμπαινες σε ένα μικρό χωριό. Ήμουν τουλάχιστον σε δύο παραστάσεις κάθε χρόνο, σε επτά χρόνια είχα κάνει δεκαπέντε παραστάσεις, πολλή δουλειά, πολλή ζωή, πολλή κίνηση και όλα υπό τον Χουβαρδά, που ήταν προστατευτικός, καθόλου παρεμβατικός, που όσο και να τον έτρωγε το άγχος, δεν σκέφτηκε ποτέ να μπει σε πρόβα, να δει, να ελέγξει, να κόψει, άφηνε το οτιδήποτε συνέβαινε να συμβεί.
Θυμάμαι ένα σωρό διαφορετικά πράγματα, πρότζεκτ, αυτό το διετές εργαστήρι νέων συγγραφέων και επεισοδιακές συναντήσεις ‒ μέχρι και ροκ συναυλία είχαμε κάνει. Οι δύο καλλιτεχνικοί δρόμοι ήταν τα κλασικά κείμενα ξανακοιταγμένα και πειραγμένα και τα νέα έργα, σαν το Shopping and Fucking, που έκανε θραύση, γιατί και ως θέμα και ως αισθητική ήταν πρωτόγνωρο. Ο Χουβαρδάς είχε ένα πιο μεγάλο όραμα για το θέατρο αυτό, στα πρότυπα κάποιων ευρωπαϊκών, όπου εργάζονται πολλοί άνθρωποι από πολλές ειδικότητες. Οραματιζόταν ακόμα και την παραγωγή του νέου ελληνικού έργου. Ήταν μια ιδιωτική προσπάθεια που άλλαξε το θεατρικό τοπίο της Ελλάδας. Για μένα είναι και ο τόπος όπου μεγάλωσα.
1997. Ετών 26. Μέσα στη χαρά της νιότης και στην τρομερή λαχτάρα να ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο. Μόλις έχω αποφοιτήσει από το Τμήμα Θέατρου του ΑΠΘ και έχω κατέβει από τη Θεσσαλονίκη για να ζήσω στην Αθήνα. Για καλή μου τύχη ο Γιάννης Χουβαρδάς με δέχεται για βοηθό του. Και ξεκινά μία από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής μου, τα χρόνια του Αμόρε. Θα παραμείνω στο θέατρο ‒με ένα μεγάλο διάλειμμα λόγω στρατιωτικών υποχρεώσεων‒ έως το 2005.
Στα πρώτα μου αυτά βήματα ήμουν απίστευτα τυχερός, χρωστάω στο Αμόρε τόσο πολλά. Αντιλήφθηκα τόσα πράγματα για τη σκηνοθεσία ως βοηθός του Γιάννη Χουβαρδά, έμαθα τους μηχανισμούς λειτουργίας του θεάτρου, δουλεύοντας ως διευθυντής παραγωγής (αν και δυσανασχετούσα τότε, νόμιζα βλακωδώς ότι η σκηνοθεσία είναι αμιγώς «καλλιτεχνία»). Αυτή η συνεργασία μού έδωσε την ευκαιρία να κάνω τα πρώτα μου σκηνοθετικά βήματα, μου πρόσφερε τη χαρά να έρθω σε επαφή με τόσο πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες και τόσο άξιους ανθρώπους που δούλευαν σε διοικητικά και τεχνικά πόστα. Είναι πολλοί αυτοί στους οποίους θέλω να αναφερθώ, φοβάμαι μην ξεχάσω κάποιον, όσοι άνθρωποι του Αμόρε διαβάσουν αυτό το κείμενο ξέρουν πολύ καλά ότι αναφέρομαι στον καθένα τους προσωπικά. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, αγαπημένοι μου φίλοι να αναφερθώ μόνο στον δημιουργό και εμπνευστή του Αμόρε, τον Γιάννη Χουβαρδά, που χάρη σ’ αυτόν βρεθήκαμε όλοι μαζί.
Ο Γιάννης δεν είναι μόνο ένας πολύ σημαντικός σκηνοθέτης, έχει και πολλά άλλα ταλέντα: τρομερές ικανότητες στη διοίκηση, στην επιλογή συνεργατών σε όλα τα πόστα, στον συντονισμό όλου του έμψυχου δυναμικού. Δεν έχω ξαναδουλέψει ποτέ άλλοτε σε ιδιωτικό θέατρο που να λειτουργεί με τέτοιο υποδειγματικό τρόπο, ένα τέλεια συντονισμένο «μπαλέτο» καλλιτεχνικού, διοικητικού και τεχνικού προσωπικού. Και το σημαντικότερο: όλοι όσοι δούλευαν στο Αμόρε είχαν τρομερή αγάπη για το θέατρο, μια βαθιά πίστη σε ένα κοινό όραμα. Και παρότι η σφραγίδα του Γιάννη ήταν πανταχού παρούσα, μας άφησε μεγάλη ελευθερία, μας εμπιστεύτηκε και μας ενέπνευσε να δώσουμε όλοι τον καλύτερό μας εαυτό, μας έκανε να γίνουμε μια οικογένεια. Όχι μια «ροζ», ψεύτικη, οικογένεια, αλλά μια πραγματική οικογένεια, με εντάσεις, διαφωνίες και τσακωμούς, με γέλια και χαρές, με γκρίνιες και κουτσομπολιά, με ποτά και φαγητά, με έγνοια ο ένας για τον άλλον, με αγάπη. Γιάννη, σ’ ευχαριστούμε από καρδιάς που μας έκανες μέλη της οικογένειας αυτής. Όλοι μας θα κουβαλάμε για πάντα μέσα μας το Αμόρε.
Όταν κάτι είναι τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής σου, δεν μπορείς να το αναλύσεις, είναι σαν να με ρωτάς τι σημαίνει το πόδι ή το χέρι μου. Όλη μου η διαμόρφωση έχει καθοριστεί από αυτήν τη συνθήκη, που είναι κάτι πολύ κοντινό για να το δω και να το αναλύσω ψύχραιμα, οπότε δεν θα μπορέσω να απαντήσω αντικειμενικά, ούτε θέλω να μπω σε μια συνθήκη νοσταλγίας. Ξέρω ότι είναι ένα από τα σοβαρότερα πράγματα που μου έχουν συμβεί όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και στην κοινωνική μου ζωή, στο αξιακό μου σύστημα, στον τρόπο που έχω διαμορφωθεί και στις σχέσεις μου με τους άλλους. Το Αμόρε είναι μια συγκυρία, μια συνάντηση, πιο πολύ όμως είναι αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας που πρέπει να αποδώσουμε στον Γιάννη.
Ο Γιάννης έκανε μια πρόταση την οποία κάποιοι άνθρωποι αποδεχτήκαμε. Η πρωτοβουλία ήταν στο δικό του μυαλό και δεν μας πούλησε ποτέ φούμαρα, ήταν συγκεκριμένος, οργανωμένος και πραγματιστής. Αυτό για μένα ήταν πολύ μεγάλο μάθημα και αυτό που έμαθα από το Αμόρε και κουβαλάω, αν πρέπει να πω ένα πράγμα, είναι ότι ο καλλιτεχνικός διάλογος δεν είναι μια ανταλλαγή θεωριών, είναι μια πρακτική, κάνω και μου απαντάς με μια πράξη και σχολιάζεις και επηρεάζομαι. Ήταν μια σειρά από πράξεις, εφαρμογές και όχι ιδεολογήματα, με απόλυτο σεβασμό και μια αρχοντιά, ένα κιμπαριλίκι, όπως λέμε στη Θεσσαλονίκη, και όσοι έμειναν, ένας-ένας, είχαν αυτό το αξιακό σύστημα. Πιστεύω ότι δεν θα συνέβαινε αυτό αν δεν υπήρχε μια τόσο απτή πρόταση από τον Γιάννη. Δηλαδή, πέρα από την αγάπη που μπορεί να του έχω, είναι απόλυτος ο σεβασμός μου και γίνεται όλο και μεγαλύτερος όσο περνά ο χρόνος. Όλοι εμείς βρεθήκαμε εκεί γιατί ο Γιάννης μάς προσκάλεσε.
Ήταν πολύ σαφής στα όρια και αυτό μπορούσε να δημιουργήσει ένα πολύ ασφαλές πλαίσιο. Ακόμα και πράγματα που μας δυσαρεστούσαν ήταν συγκεκριμένα. Και έπρεπε να μπεις και να συνδιαλλαγείς με τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν έκανε πράγματα για να κολακέψει τον καθένα από εμάς και τον ναρκισσισμό του. Κάναμε όλοι σημαντικές θυσίες ‒ειδικά εκείνη την εποχή, που το χρήμα έρρεε άφθονο κι εμείς μετρούσαμε και τη δραχμή‒ που τελικά αποδείχθηκαν από τις πιο σημαντικές επενδύσεις για την τέχνη μας. Εξασκηθήκαμε σε μια ουσία θεατρική και κοινωνικής συναλλαγής και αλληλεγγύης που δεν μπορεί να αγοραστεί με καμία μεγάλη παραγωγή που μπορεί να έκανε ο καθένας μετά. Και δεν εννοώ μόνο το χρήμα αλλά και το ξόδεμα της ενέργειας.
Στο Αμόρε υπήρχε μια διερευνημένη αίσθησης της κοινότητας, το Αμόρε δεν ήταν σύστημα κλειστό. Έφταναν κάθε χρόνο άνθρωποι που κάποιοι άλλοι τους πρότειναν, αλλά δεν παρέμεναν όλοι, το σύστημα είχε πολύ ισχυρή ταυτότητα και όποιος μπορούσε να συνδιαλλαγεί με αυτό έμενε. Ήμασταν σε μια άρρητη συμφωνία και αυτό έδινε τη δυνατότητα και να ρισκάρουμε και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Σήμερα υπάρχει μια γενιά που φοβάται να αναλάβει την ευθύνη, ίσως γιατί δεν είχε την υποστήριξη που είχαμε εμείς από τον Γιάννη.
Υπήρχε πολύ μεγάλη ανεξαρτησία και υποστήριξη της αποσύνδεσης του ταμείου από την επιτυχία, ήταν η καλύτερη χρήση της επιχορήγησης που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ξέρουμε ότι δεν ξοδεύτηκε ούτε μία δραχμή χωρίς λόγο, δεν έφυγαν άστοχα λεφτά, και γινόταν πολύ περισσότερη δουλειά απ’ όση είχε επιχορηγηθεί και, φυσικά, ήταν και το πορτοφόλι του Γιάννη που άνοιγε.
Γι’ αυτό του αξίζουν πολύ περισσότερα, ένα τεράστιο ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη, και αισθάνομαι ότι όλοι μας κάναμε ό,τι καλύτερο για να είμαστε άξιοι αυτής της εμπιστοσύνης.
Στο Αμόρε λύναμε τα προβλήματα της καθημερινότητας και μετά το φαντασιακό ερχόταν με μεγάλη ευκολία, κάτι που δεν έχω συναντήσει από τότε. Ο Γιάννης ήταν και μέντορας, σε παρότρυνε, σε τσιγκλούσε να πας πιο πέρα. Και είχε και ένα πολύ ρομαντικό όραμα πίσω από αυτόν τον πραγματισμό.
Μόλις στη δεύτερη δουλειά μου μού έδωσε Εξώστη και Κεντρική Σκηνή, δύο σκηνοθεσίες, δεν το κάνει κανένας αυτό. Και πολύ λίγο αφότου είχα φτάσει στο θέατρο με κάλεσε ένα βράδυ και μου πρότεινε να γίνω καλλιτεχνικός συνδιευθυντής. Μου το είπε στα μούτρα και μου κόπηκαν τα γόνατα, με τον πιο απλό και ευθύ τρόπο. Ήταν και η Ελευθερία η Σαπουντζή και το σύστημα ήταν να είμαστε οι τρεις, ένας από κάθε γενιά, περίπου έτσι. Λίγο μετά χάσαμε την Ελευθερία. Εγώ, αργότερα, κάνοντας αυτοκριτική, του είπα ότι δεν αισθανόμουν ότι πρόσφερα πολλά, ότι δεν τον βοηθούσα αρκετά, και μου είπε «να είσαι αυτός που είσαι, εγώ αυτό έχω ανάγκη».
Τα ρίσκα στο Αμόρε ήταν αληθινά ρίσκα, τότε ζητούσαμε επιχορήγηση για να υπάρξουμε με έναν νέο τρόπο, όχι για να υπάρξουμε απλώς, κάναμε ένα αληθινό κυνήγι για νέα έργα, νέες δυνάμεις, συνεργασίες με το εξωτερικό. Μου λείπει αυτό και από τη ζωή μου και από την Ελλάδα, ήταν ένα καλό θέατρο όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και με την έννοια του ήθους, ένας τόπος χωρίς διασπαστικότητα. Ο πρωταγωνιστής της μιας παράστασης ήταν κομπάρσος στην επόμενη, αυτό σ’ εμάς ήταν απόλυτα φυσικό και, βέβαια, σκέφτομαι συχνά και το κοινό. Ποτέ δεν έχω δει τόσο πλούσιο, με την έννοια της ταυτότητας, κοινό, τους ψαγμένους με τις κυρίες, τα νέα παιδιά, όλους μαζί, όχι μόνο να βλέπουν παραστάσεις αλλά να συζητούν γι’ αυτές μαζί μας μετά από κάθε πρεμιέρα. Ήταν μια συγκυρία ευτυχής.
Αλλά θα το ξαναπώ, ήταν η χειρονομία του Γιάννη ‒ δες τι έγινε μετά και στο Εθνικό, ήταν η καλύτερη εποχή αυτού του θεάτρου. Το Αμόρε ήταν μια στιγμή δημοκρατίας και ο Γιάννης δεν επιβλήθηκε ποτέ, έβαλε κανόνες με ηρεμία και προσήλωση. Για μένα το Αμόρε είναι το φυσιολογικό, γιατί εκεί διαμορφώθηκα και γιατί ο Γιάννης ήθελε να υπάρχει κίνητρο και το φρόντιζε αυτό, είχε έγνοια να νιώθουν οι άνθρωποι ότι εξελίσσονται για να είναι μαζί μας. Νομίζω πως ήταν πολύ γενναίο που αποφασίσαμε να κλείσει το θέατρο και να μην το τραβήξουμε μέχρι να φτάσει σε μια φθορά, την οποία δεν ξέρω με ποιον τρόπο θα συζητούσαμε σήμερα. Νομίζω ότι κάναμε το καλύτερο. Ήμασταν, και φαντάζομαι είμαστε ακόμα, η οικογένεια του Γιάννη. Αλλά, νομίζω, αυτό το ξέρει καλύτερα απ’ όλους μας.
Και ξαφνικά ερωτήθηκα αν θέλω να συμμετάσχω, να απαντήσω, να πω κάτι, με θέμα «το Αμόρε κι εγώ» και η πρόταση με συγκίνησε ‒ ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί, αλλά με συγκίνησε. Ίσως γιατί ποτέ δεν έκανα αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, δεν έκανα ποτέ «επίσημο» απολογισμό. Αλλά κι αυτό μπορεί να μην είναι τυχαίο, δεν ξέρω, δεν έχει σημασία, κάποια πράγματα δεν σηκώνουν ανάλυση, απλώς τα ζεις και τα χρόνια που «έζησα» στο Αμόρε δεν ήταν πολλά, αλλά τα έζησα. Δύσκολα, κοπιαστικά, όμορφα όμως και, τολμώ να πω, μοναδικά. Το μυαλό δεν με αφήνει να ολοκληρώσω μία εικόνα, με πάει συνέχεια στην επόμενη, χωρίς να το θέλω φτιάχνω λίστες. Λίστες ρόλων, έργων, σκηνοθετών, συνεργατών, ανθρώπων. Ανθρώπων που βλεπόμαστε, ανθρώπων που δεν βλεπόμαστε, που χαθήκαμε, που χάθηκαν απ’ τη ζωή, που έφυγαν απ’ τη χώρα, που… Φτιάχνω διαδρομές μέσα στον χώρο και πάλι «μπλέκονται» άνθρωποι, τα κορίτσια στο γραφείο, η Τίνα στο μπαρ, συνάδελφοι και συνεργάτες στα καμαρίνια, στη σκηνή και, πάνω απ’ όλους και απ’όλα, στο γραφειάκι, ο Γιάννης.
Έρχεται στα μάτια μου η πρώτη φορά που μπήκα ως θεατής, η πρώτη φορά που μπήκα ως ηθοποιός του θιάσου, ο Θωμάς, ο Νίκος, ο Γιάννης, ο Αργύρης, η Άννα, ο Σωκράτης, η Ξένια, η Ιωάννα, η Αννούλα, ο Χρήστος, ο Θάνος, η σκάλα για τα πάνω καμαρίνια, ο Εξώστης, που όταν ερχόταν επιτροπή γινόταν βεστιάριο, παράσταση στην Κεντρική και γρήγορα αλλαγή ρούχων, γιατί είναι Παρασκευή κι έχω μεταμεσονύχτια στον Εξώστη, την άλλη μέρα το μεσημέρι πρόβα και καπάκι παράσταση. Και μέσα σε όλα αυτά η κυρα-Λένη (σ.σ. η υπεύθυνη καθαριότητας του θεάτρου, η αγαπημένη μας Ελένη, που έχασε σε δυστύχημα τον γιο της), στα μάτια της η απώλεια, η θλίψη, αλλά στα χείλη της η καλοσύνη και η ευγένεια. Ο Ηλίας (σ.σ. Γιαννακάκης) να παρακολουθεί πρόβα και να καταγράφει με την κάμερα και ξαφνικά στο σήμερα, σε ένα κρύο αστείο… «ντυνόμουνα και βαφόμουνα εκεί που τώρα είναι τα τυριά», και πάλι στο σήμερα, αλλά τώρα στη Σπαθάρη, στον χώρο προβών, υγρασία, κρύο, σόμπες υγραερίου και λέξεις, έννοιες που δεν θέλουν να μπουν σε τάξη, πρόβα, παράσταση, θεατές, εθελοντές, χιούμορ, ειλικρίνεια, μαγεία, άγχος, κατανόηση, εφευρετικότητα, ελευθερία, χαρά, ξενύχτια. Αμόρε.
Η συνεργασία μου με το θέατρο Αμόρε ξεκίνησε με ένα πραγματικό αμόρε... Συνάντησα την υπέροχη Άννα Μάσχα στα «Αδέλφια» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, στον μαγικό Εξώστη. Το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα (τρία «κλουβιά» από πλεξιγκλάς) βραβεύτηκε σε διεθνή ευρωπαϊκό διαγωνισμό σκηνογραφίας. Τα κοστούμια εποχής μάς τα παραχώρησε από το βεστιάριό της η Αλίκη Βουγιουκλάκη, που ήρθε μάλιστα μια Παρασκευή σε μεταμεσονύχτια και ενθουσιάστηκε με την παράσταση.
Ήταν μεγάλη εμπειρία για έναν ηθοποιό να παίζει στον Εξώστη. Ένα κυριολεκτικά «σωματικό» θέατρο, γιατί, καθώς ήταν σχεδόν πάντα ασφυκτικά γεμάτο, η επαφή με τους θεατές δεν ήταν μόνο πνευματική αλλά και σωματική! Οι μεταμεσονύχτιες της Παρασκευής ήταν μια γιορτή θεάτρου. Οι άνθρωποι ξενυχτούσαν, κάνοντας στον εαυτό τους ένα δώρο ζωντανής επικοινωνίας και ζύμωσης ιδεών. Αυτή η εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Παρ’ όλα αυτά, όσοι συνεργαστήκαμε τότε με το Αμόρε, αλλά και όσοι ήταν απλώς θεατές των παραστάσεων, νιώθω ότι διατηρούμε ένα κρυφό νήμα συνεννόησης. Σαν να μοιραστήκαμε κάποτε ένα όνειρο...
Το «Η ζωή είναι όνειρο» του Καλντερόν, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, μετάφραση Νίκου Χατζόπουλου και σκηνικά Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, είναι μια παράσταση που θα ήθελα να ξεχωρίσω ανάμεσα στις τόσες σαν ένα παράδειγμα θεατρικής διαδικασίας και ολοκλήρωσης. Οι αυτοσχεδιασμοί στην αποθήκη της Σπαθάρη μπορούν να γεμίσουν ένα βιβλίο με μεγάλο θεατρολογικό ενδιαφέρον αλλά και με πολλά ξεκαρδιστικά ανέκδοτα.
Στο Αμόρε έκανα και την πρώτη μου σκηνοθεσία στις «Δοκιμές» με το «Nor(w)ay Today». Δύο μαθητές μου, που μόλις είχαν τελειώσει τη σχολή, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου και η Μαρία Φιλίνη, έπαιξαν τους δύο ρόλους του έργου. Δηλαδή από το Αμόρε ξεκίνησαν οι δημιουργοί του θεάτρου Skrow, όπως και τόσοι άλλοι νέοι, που αργότερα δημιούργησαν σημαντικές θεατρικές ομάδες.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς δημιούργησε, κατά τη γνώμη μου, κάτι μοναδικό στο ελληνικό θέατρο: δεν πρόσφερε μόνο σημαντικές παραστάσεις με πρωτοπαρουσιαζόμενα σύγχρονα έργα ή κλασικά με νέα ματιά, αλλά και μέσα στο πλαίσιο ενός πραγματικού καλλιτεχνικού πλουραλισμού έδωσε βήμα σε πάρα πολλούς νέους καλλιτέχνες. Οι περισσότεροι από αυτούς σήμερα έχουν μια σημαντική θέση στο θέατρο.
Από τα χρόνια του Αμόρε, εκτός από τις παραστάσεις και τη γνωριμία με τόσους και τόσους αξιόλογους καλλιτέχνες, θα μου μείνουν αξέχαστες οι βραδιές στο σπίτι του αγαπημένου Γιώργου Δεπάστα που, εκτός από εξαίρετος μεταφραστής και σύμβουλος ρεπερτορίου, είναι και καταπληκτικός μάγειρας! Μας περίμενε τακτικά, όλο το ensemble, μετά από μια κουραστική μέρα γεμάτη πρόβες και παραστάσεις ένα υπέροχο γεύμα. Και ακολουθούσαν συζητήσεις και σχέδια για το μέλλον...
Όταν περνώ ακόμα και σήμερα με το αυτοκίνητο από την Ευελπίδων ‒και κάνω συχνά αυτήν τη διαδρομή‒, αποφεύγω να κοιτάξω το σούπερ-μάρκετ που βρίσκεται στη θέση του πάλαι ποτέ θεάτρου Αμόρε. Θέλω να το κρατήσω εκεί. Ζωντανό στη μνήμη μου. Μαζί με τη θεατρική νεότητά μου.
Η προσωπική μου σχέση με το Αμόρε και η ιστορία της γέννησής μου στο θέατρο ταυτίζονται, εγώ εκεί πρώτη φορά έπαιξα, ανέβηκα πάνω στη σκηνή, πρώτη φορά συνεργάστηκα με ανθρώπους που δεν μπορούσα να φανταστώ ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα, όλα αυτά μέσα σε αυτόν τον χώρο. Ήταν ένας κι ένας όλοι, είχαν βρεθεί σε αυτόν τον χώρο όχι μόνο ως καλλιτέχνες αλλά και ως άνθρωποι.
Εγώ, πριν φτάσω στο Αμόρε, δεν ήξερα ούτε πού είναι το θέατρο, το Πολύγωνο, η Πριγκιποννήσων, κάποια στιγμή έμαθα ότι θα έβλεπε ο Γιάννης Χουβαρδάς σε ένα φοβερό θέατρο, όπου εγώ δεν είχα πάει ποτέ, όλη τη νέα φουρνιά ηθοποιών που ήταν τελειόφοιτοι. Εγώ δεν είχα τελειώσει το τρίτο έτος στο Εθνικό, τότε ήμουν είκοσι χρονών, το 1997. Πήγα σε αυτή την οντισιόν ‒τότε άκουγα χιπ-χοπ, ντυνόμουν αναλόγως και περπατούσα με το χαρακτηριστικό μου βάδισμα, που παλατζάρω δεξιά-αριστερά‒ και ακούω πίσω μου ένα «γιο!». Ήταν ο Γιάννης Χουβαρδάς που εγώ δεν ήξερα, ούτε αυτόν ούτε τη βαρύτητα του βιογραφικού του. Έκανα την οντισιόν, ένιωσα καλά, αλλά δεν ήξερα τι να περιμένω. Μερικούς μήνες αργότερα είχα φύγει από το πατρικό μου και έμενα στο κέντρο για να είμαι πιο κοντά στη σχολή. Έπαιρναν από το θέατρο και με έψαχναν, αλλά οι γονείς μου ξέχναγαν να μου το πουν, κινητά δεν είχαμε. Πήγα Πάσχα να επισκεφθώ τους δικούς μου και κατά τύχη παίρνει τότε ο Γιάννης Χουβαρδάς και μου λέει: «Πλάκα μάς κάνεις; Σε ψάχνουμε, αύριο ο Θωμάς φεύγει για Ιορδανία και αν θέλεις να παίξεις στο έργο που ετοιμάζει (σ.σ. το “Shopping and Fucking”), να πας να τον βρεις αμέσως τώρα». Και πήγα τρέχοντας στο σπίτι του Θωμά και ξεκινήσαμε να μιλάμε, να γνωριζόμαστε, σαν αδέρφια. Ο Θωμάς μου είπε ότι ήταν ένα δύσκολο έργο και πολύ προκλητικό, «το μόνο που ξέρω είναι ότι με αφορά προσωπικά και θα δώσω την ψυχή μου». Και αυτό που μου είπε με έδεσε με αυτό το σχέδιο, μου αφαίρεσε κάθε δεύτερη σκέψη, κάθε φόβο.
Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε, αυτός ήταν ένας καινούργιος κόσμος, πρωτόγνωρος. Στο Εθνικό ήταν μια παλιατζούρα αυτά που κάναμε, ένιωθα πολύ μόνος και οι πρόβες στο Αμόρε ήταν σαν να πηγαίνω στη σχολή από την αρχή. Έπρεπε να κάνω ένα μεγάλο βήμα κατανόησης ενός κόσμου γκέι, ενός ομοερωτικού πλανήτη από τον οποίο δεν είχα εμπειρία, και αυτό το θέατρο και ο Θωμάς με έκαναν να μπορέσω να το συλλάβω, με όλη την αγάπη και την τρυφερότητα που άλλοι τον ζουν. Ήταν μια στιγμή αποκαλυπτική που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ούτε ως ηθοποιός ούτε ως άνθρωπος.
Στο Αμόρε υπήρχε η αίσθηση ότι οποιοδήποτε θέμα και να είχα δεν θα πήγαινα σπίτι μου, δεν θα γύρναγα σε μια άλλη οικογένεια, αλλά θα πήγαινα εκεί και ήξερα ότι όποια ώρα και να πάω, μία το μεσημέρι, μεσάνυχτα, απόγευμα, υπήρχε κάποιος που μπορούσα να του μιλήσω σαν αδελφός, σαν αδελφή και να βρω μια λύση. Για μένα ήταν ο ορισμός της οικογένειας. Και πάντα σκεφτόμουν ότι όλοι οι άνθρωποι έρχονται σε αυτό το μέρος για να δώσουν, ξέροντας ότι δεν είναι θέμα ανταλλαγής ή ανταπόδοσης. Είδα εκεί σπουδαίους καλλιτέχνες που έδιναν διαρκώς και απλόχερα, ιδέες, ενέργεια, κείμενα, εργασία, αυτό ήταν ένα φοβερό μάθημα για έναν νεαρό σαν εμένα, που είχα ανάγκη να καταλάβω ότι θέλω να είμαι σε αυτόν τον κόσμο. Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες με όλο τον κόσμο του και ειδικά με τα κορίτσια του γραφείου, να μιλάμε, να διαβάζουμε, μου άρεσε να σηκώνω τηλέφωνα για άλλες παραστάσεις, να κάνω κρατήσεις. Σκέφτομαι ότι σήμερα παίζω στην παράσταση του Γιάννη Μόσχου, που τότε έκανε την πρώτη του παράσταση στις «Δοκιμές» κι εγώ έκανα μουσική επιμέλεια στο έργο του. Σήμερα δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου χωρίς το πριν, χωρίς το Αμόρε, ήξερα ότι τις στιγμές που ήμουν αδύναμος υπήρχε το θέατρο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ήταν ένα παράδειγμα για μένα, αυτό με κράτησε και μου έδωσε και κουράγιο και έμπνευση να βρω τη δύναμή μου. Έλεγα «εδώ είσαι, Αργύρη, εδώ είναι ο τόπος ο δικός σου». Θυμάμαι κάτι ντάνες κείμενα που διαβάζαμε ώρες, τα κορίτσια του γραφείου, εγώ, όλοι οι ηθοποιοί, οποιοσδήποτε έγραφε οτιδήποτε το έφερνε εκεί, στο Αμόρε. Και δεν διανοούμασταν να μην τα διαβάσουμε όλα και να μην κάνουμε σημειώσεις με προσοχή.
Για πολλά χρόνια δεν μπορούσα να μιλήσω στον ενικό στον Γιάννη. Αυτό είχε να κάνει με το ότι ο Γιάννης έφερνε έναν πολιτισμό με τον οποίο εγώ δεν είχα καμία σχέση, αλλά θαύμαζα. Ήταν ο πιο «Ευρωπαίος» απ’ όλους όσους είχα γνωρίσει, ακόμα και στον τρόπο που χαιρετούσε ‒τα χέρια του, που ήταν σαν παιδιού‒, ένιωθα ότι υπήρχε μόνιμα μια αίσθηση αυστηρότητας και χιούμορ σε αυτά που έκανε και σκεφτόμουν αργότερα ότι ποτέ δεν μας κορόιδεψε στο οτιδήποτε. Ήταν του καθενός θέμα να αντέξει, να μείνει σε αυτό το πλαίσιο, αλλά ό,τι συμφωνούσε, ίσχυε. Δεν είχε κανένα από τα χαρακτηριστικά του τυπικού Ελληνάρα, ο Χουβαρδάς μοίραζε την πίτα και από το παράδειγμά του μόνο πήραμε. Υπήρχε μια σεβαστή απ’ όλους βάση, όλα ήταν διαφανή και πεντακάθαρα και αυτό ήταν το πιο συγκινητικό.
Γνώρισα τον Γιάννη από τη Ναταλία Δραγούμη, που είναι παιδική μου φίλη, ήξερε ότι μόλις είχα επιστρέψει από το Λονδίνο, όπου έκανα σπουδές χορού, και μου ζήτησε να κάνω μια παράσταση για το Αμόρε. Με το «καλημέρα σας» ένιωσα τρομερή εμπιστοσύνη, ούτε να ρωτήσει πώς θα το κάνω, τι θα κάνω, έτσι ήταν ο Γιάννης με όλους. «Έλα να κάνεις ένα έργο, θέλω να πάρω το ρίσκο και να δώσω την ευκαιρία σε νέους ανθρώπους», κάπως έτσι μου είπε. Αυτό ήταν το Αμόρε, μια αγκαλιά με εμπιστοσύνη, μια οικογένεια.
Κατευθείαν έκανα την πρώτη μου δουλειά, μας έδωσε χρήματα να την κάνουμε ‒ την ομάδα Griffon τη ημιουργήσαμε για να γίνει η παράσταση στο Αμόρε. Κάναμε εκεί τρεις χρονιές και το 2004 έφυγα για να κάνω μια παράσταση στους Παραολυμπιακούς. Αυτό που θυμάμαι από το Αμόρε είναι ότι δεν ήμασταν τελείως «μέσα», γιατί δεν ήμασταν ηθοποιοί, ήμασταν λίγο το «καλοκαιρινό σπίτι» και ανησυχούσα λίγο αν οι ηθοποιοί θα μας αποδέχονταν, αν η παράστασή μας θα άρεσε. Ήμασταν χορευτές και δεν μιλούσαμε και πολύ, αλλά σιγά-σιγά μπήκαμε στο κλίμα και μου άρεσε όλη αυτή η κίνηση, ότι γινόντουσαν πράγματα παντού, πάνω, κάτω, στο φουαγέ, στα καμαρίνια. Έμπαινες μέσα στο θέατρο και ταυτόχρονα έμπαινες σε έναν μηχανισμό: αλλού φτιάχνανε σκηνικά, αλλού γκρεμίζανε, αλλού διαβάζανε, όλα ήταν σε άλλο στάδιο και όλα συνέβαιναν ταυτόχρονα. Αυτό το θυμάμαι σαν μαγικό, ότι συνέχεια κάτι ξεκινούσε και κάτι τελείωνε. Θυμάμαι να μπαίνω στο γραφείο και να μιλάω με τα κορίτσια, να καθόμαστε με τα τάπερ να τρώμε το φαΐ μας, όλοι να κυνηγάμε τον Άντι για κάτι κατασκευαστικό.
Μπορεί να μη θυμάμαι τα ονόματα, κάποιους ανθρώπους τους συναντάω μετά από χρόνια σε άλλα μέρη, σε νησιά, σε κολυμβητήρια, σε δουλειές. Τώρα που έχει αλλάξει η ζωή όλων μας κάπως, είναι συγκινητικό, νιώθω σαν να μιλήσαμε χθες. Και γενέθλια θυμάμαι και πάρτι θυμάμαι ‒όλα εκεί τα κάναμε‒ και, βέβαια, τον άντρα μου, τον Γιάννη Νικολαΐδη, που εκεί τον γνώρισα, στην πρόβα της ομάδας. Κι έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια. Κάθε φορά που περνάω απέξω δεν θέλω να κοιτάξω. Αλλά νιώθω ευγνωμοσύνη που βρέθηκα εκεί, ανήκα σε αυτό το θέατρο και είχα αυτή την ευκαιρία.
Εγώ ήρθα από τη Γαλλία το 2003 με την έκθεση «Outlook», δούλευα τότε με τον Tζιρτζιλάκη, αλλά μου είχε ζητήσει η Φένια Παπαδόδημα να είμαι σε μια παράσταση στις «Δοκιμές», στο Αμόρε, που δεν ήξερα τι είναι το Αμόρε, ούτε τον Γιάννη. Μιλούσα τότε σπαστά ελληνικά και ήθελα να κάνω ένα σεμινάριο για να τα μιλάω καλύτερα και να μπορώ να είμαι στην παράσταση. Η Φένια μού βρήκε ένα σεμινάριο του Χουβαρδά στο Θέατρο των Αλλαγών. Έκανα αυτό το σεμινάριο, γνωριστήκαμε με τον Γιάννη και όλα τα άλλα είναι ιστορία.
Μετά μου ζήτησε να κάνω έναν διάλογο στα εικαστικά με τις «Δοκιμές». Έτσι βάλαμε και τα εικαστικά στο θέατρο, κάθε άνοιξη είχαμε τους «Διαλόγους», κάτι πολύ φρέσκο, με καλλιτέχνες που σήμερα είναι εξαιρετικοί εικαστικοί. Τότε ήταν κι εκείνοι πολύ νέοι, η Σαγρή, ο Βελώνης, η Μποφιλίου, ο Αντώνης Χριστοδούλου, η Άννα Καρατζά, ο Κώστας Σαχπάζης, η Ελένη Κοτσώνη. Τους οργανώναμε με τη «locus athens», γίνονταν κάθε άνοιξη στο θέατρο, εκδηλώσεις συνυφασμένες με την εποχή.
Η πρώτη παράσταση που είδα και ερωτεύτηκα ήταν μία του Γιάννη, το «Τόσο όμορφα». Προερχόμουν από τα εικαστικά και η παράσταση μου έδειξε ότι το θέατρο είναι ποίημα, δεν είναι κάτι παλιομοδίτικο. Τότε ερωτεύτηκα και το θέατρο. Και το «Η ζωή είναι όνειρο» του Καλντερόν που έκανε ο Θωμάς και το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» που έκανε η Λίλο Μπάουρ, αυτές οι παραστάσεις με έβαλαν στο πνεύμα, μου γνώρισαν το ελληνικό θέατρο και είπα «αυτό θέλω να κάνω». Η ζωή στο Αμόρε με έκανε να ξεχνάω τα πάντα, να θέλω να είμαι εκεί, έτσι το βίωσα. Μετά μπήκα στη σχολή, έκανα τρία χρόνια και συνέχισα στο Αμόρε.
Εγώ έζησα το θέατρο προς το τέλος και υπήρχε μια περίεργη ατμόσφαιρα, όλη η οικογένεια εκεί ήταν πολύ ταραγμένη που θα έκλεινε το θέατρο. Υπήρχε ένα πένθος, θυμάμαι μια ταραχή, μια βαριά ατμόσφαιρα και ας μη φαινόταν σε τρίτους. Θυμάμαι, μέσα στη δημιουργικότητα και τη χαρά, τον πόνο των ανθρώπων, που δεν είχε να κάνει με το τι θα έκαναν μετά ‒ όλοι συνέχισαν καταπληκτικά. Ήταν πολύ δύσκολη κατάσταση, ειδικά για τους ανθρώπους που ήταν χρόνια εκεί. Εγώ το αγάπησα και μέσα από τις ιστορίες που μου έλεγαν τα παιδιά στο γραφείο. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι το Αμόρε θα μπορούσε να είναι μια σειρά στο Netflix με τόσα επεισόδια, ζωές, εναλλαγές και περιστατικά που συνέβησαν εκεί. Και νομίζω το ότι θυμόμαστε τώρα ξανά το Αμόρε είναι για όλους θεραπευτικό.
Ήμουν στη σχολή όταν είδα πρώτη φορά παραστάσεις στο Αμόρε, τη «Στέλλα» και τον «Οθέλλο». Είχα αυτή την αίσθηση που έχεις όταν βλέπεις ωραίες παραστάσεις, ωραία κείμενα και όλους αυτούς τους υπέροχους ηθοποιούς, έλεγα «έτσι θέλω να παίζω κι εγώ» και θυμόμουν την επιθυμία μου να βρεθώ κι εγώ σε κάτι τέτοιο.
Βρέθηκα, λοιπόν, εκεί, σε ένα θέατρο ανοιχτό, το 1999, να με σκηνοθετεί η Κάριν Χένκελ στο «Τορκουάτο Τάσο», και ένιωσα ότι ήταν κάτι οικείο και φυσικό να είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους, και καινούργιους και άλλους, που ήδη γνώριζα. Αυτό ακριβώς μου έδωσε χαρά και κράτησε πολλά χρόνια.
Η αίσθηση εκείνης της περιόδου ήταν μια μεγάλη ελευθερία, τεράστια, που την έδινε ο Χουβαρδάς, εκτός από την ευτυχία του να βρίσκεσαι με ανθρώπους εξαιρετικούς, όλων των ειδικοτήτων ‒ συγχρόνως, σε όλο αυτό υπήρχε ένα πλαίσιο. Δεν νιώσαμε ούτε λεπτό ότι η ζωή μας, η δουλειά μας εξαρτιόταν από το ταμείο και όλο αυτό ξεκινούσε από τον Γιάννη, που μας πρόσφερε απόλυτη ασφάλεια για να λειτουργούμε, δεν μας άφηνε ποτέ εκτεθειμένους και με αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε κι εμείς να βάλουμε ο καθένας την καλλιτεχνική του επιθυμία σε μια εξέλιξη προσωπική αλλά και συλλογική.
Αυτή η φυσική ροή, η ανταλλαγή μεταξύ μας, η μετακίνηση από παράσταση σε παράσταση, το ότι πηγαίναμε όλοι μαζί προς μια κατεύθυνση όπου μπορούσες να εξελιχθείς και εσύ και η τέχνη σου είναι κάτι που μου λείπει. Σήμερα μπορεί να το βρω μεμονωμένα και αποσπασματικά, αλλά στο Αμόρε, ως καλλιτέχνης, δεν ένιωθες μοναξιά, ήταν τέτοιο το μοντέλο, είχες λαχτάρα να πορεύεσαι ανάμεσα σε συμμάχους. Αυτό μου λείπει σήμερα, νοσταλγώ αυτή την περίοδο μέσα μου και θα ήθελα να ξαναζούσα κάτι τέτοιο.
Στο Αμόρε έμενες γιατί ανανεωνόταν διαρκώς αυτή σου η επιθυμία να είσαι εκεί, όχι γιατί δεν μπορούσες να πας κάπου αλλού. Θυμάμαι ότι υπήρχαν κάποιες παραστάσεις που ακόμα και όταν δεν πήγαιναν πολύ καλά, νόμιζα ότι το θέατρο ήταν γεμάτο και αυτό είχε να κάνει με το πόσο χαρούμενη ένιωθα που έπαιζα εκεί. Δεν φοβόσουν ποτέ ότι κινδυνεύεις εσύ ή η παράσταση, ότι κάτι δεν κάνεις καλά. Αυτό είναι ελευθερία, να είσαι καλλιτέχνης χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτείς ή να κάνεις εκπτώσεις κι έτσι μπορείς να προχωρήσεις μέχρι τα άκρα.
Έχω την αίσθηση ότι το Αμόρε ήταν το κατόρθωμα όλων των ανθρώπων που ήταν εκεί, αλλά ήταν ο Γιάννης που το έφτιαξε και κατάφερε, ενώ ήταν δικό του, δική του επιθυμία, δικό του θέατρο, αν ήσουν μέσα, να είσαι κι εσύ μέρος αυτού που συνέβαινε. Σκέφτομαι συχνά όλους αυτούς τους ανθρώπους που κινούνταν σε αυτόν τον μικρό χώρο, χωρίς καβγάδες, χωρίς γκρίνιες, ήταν αυτονόητο αυτό που είχαμε, αυτό που συνέβαινε ήταν φυσικό και εύχομαι αληθινά στο μέλλον να υπάρξει κάτι που να έχει αυτή την ατμόσφαιρα.
Θυμάμαι τη μέρα που κατέβηκε η επιγραφή απέξω, θυμάμαι πολλά, θυμάμαι τα πάντα. Τους θυμάμαι όλους. Θυμάμαι την αίσθηση ότι ανήκες κάπου, σε μια κοινότητα, θυμάμαι την αίσθηση ελευθερίας και δημιουργικότητας μέσα σε ένα καλά οριοθετημένο και ασφαλές πλαίσιο, τον αλληλοσεβασμό και τα όρια, την αίσθηση ότι εδώ είναι μια ζώνη ελευθερίας όπου το θέμα είναι πώς να κάνεις πράγματα με άλλους, ότι αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα είναι μοναδικό. Θυμάμαι αμοντάριστα πλάνα: τα ξενύχτια για τα προγράμματα δίπλα-δίπλα με τη Βάσω, τον ενθουσιασμό και τη μανία για το κάτι παραπάνω που ο άλλος θα το κρατήσει και θα το φυλάξει, την αγωνία για το πρώτο φλάιερ φυσαρμόνικα, θυμάμαι να κοιτάζουν το πορτφόλιό μου, όταν ήμουν στην τελική τριάδα σχεδιαστών, για να αποφασίσουν ποιος θα αναλάμβανε τον σχεδιασμό των εντύπων και μετά την ελπίδα/αγωνία/προσμονή μου «πότε θα χτυπήσει το τηλέφωνο μου» (Νokia 3210). Θυμάμαι να τρέχω με χαρά και αγωνία μαζί στα τυπογραφεία κάθε φορά που τυπώναμε κάτι για να πάρω το πρώτο φύλλο πριν αυτό δεθεί, θυμάμαι τον Θωμά να μας ζητάει να κάνουμε το πρόγραμμα του «Mainstream», χρησιμοποιώντας μόνο μία εικόνα, να μένουμε σύξυλοι βραδιάτικα και μετά από ξενύχτια να προκύπτει ένα έντυπο ξεχωριστό, τη χαρά και τον ενθουσιασμό γι’ αυτό.
Θυμάμαι την άρνησή μου να δεχτώ ότι το Αμόρε θα κλείσει, όπως τότε που ο πατέρας μου μού είπε στα δώδεκά μου ότι πέθανε ο σκύλος μας κι εγώ άρχισα να γελάω από την αμηχανία μου απέναντι στο συναίσθημα, θυμάμαι να ανεβαίνω εκεί όπου κάποτε ήταν ο Εξώστης και να ψάχνω pumpers και να αναρωτιέμαι εάν αυτό είναι κάποιου είδους κακόγουστο αστείο, θυμάμαι μετά να μην μπορώ να ξανανέβω εκεί και να περνάω από τον άλλον δρόμο για να πάω σπίτι μου, κάνοντας τον κύκλο, θυμάμαι το αποχαιρετιστήριο πάρτι και τη Βάσω με την κοιλιά τούμπανο να κάθεται στο πεζούλι απέναντι από το πλαίσιο όπου έμπαιναν οι αφίσες και μέσα να χορεύουν τρενάκι σαν να μην υπάρχει αύριο, γατί πραγματικά δεν υπήρχε, θυμάμαι πολλά βράδια να θέλω να βγω από το σπίτι και να πηγαίνω στο θέατρο για ένα «γεια» και τελικά να περνάω όλο το βράδυ εκεί, στο γραφείο ή το μπαρ, ενώ μέσα έπαιζαν, θυμάμαι ότι το Αμόρε ήταν το πρώτο θέατρο για το οποίο κάναμε οπτική ταυτότητα (τότε δεν το έλεγαν branding στο χωριό μας), θυμάμαι ότι είχαμε καταλήξει το πρόγραμμα να μην είναι συνοδευτικό της παράστασης αλλά με έναν τρόπο μέρος αυτής, θυμάμαι τα κορίτσια στο γραφείο και στο ταμείο να γελούν συνέχεια με το παραμικρό, θυμάμαι το μήνυμα στον τηλεφωνητή του θεάτρου, θυμάμαι να ανεβαίνω στον Εξώστη Παρασκευή ως θεατής, σε μεταμεσονύκτια παράσταση και να μου βάζουν μια σφραγίδα στο χέρι και μετά, πίσω στη Θεσσαλονίκη, να μην πλένω το χέρι μια εβδομάδα για να μη φύγει το μελάνι, θυμάμαι τη λάμψη στα μάτια της Έλλης όταν μου έφερε να δω το βιβλίο ενός γκραφιτά που είχε βρει στο Λονδίνο, θυμάμαι να ανατριχιάζω πολλές φορές στο υφασμάτινο και άβολο κάθισμά μου την ώρα της παράστασης, θυμάμαι να ακούω και να με ακούνε για να βρεθεί ο κοινός τόπος και όχι για να βγουν από πάνω, θυμάμαι τον Γιάννη να μας λέει κάτι για τα μυρμήγκια και τους ανθρώπους και πώς μοιάζουν, λίγο πριν μας δώσει το τελικό οk για το φλάιερ, θυμάμαι τις «Δοκιμές» και τα πειράματα τόσο στη σκηνή όσο και στο χαρτί, θυμάμαι τον Αργύρη να παίζει Eminem στο Γκαζάκι και να χορεύουμε στις τρεις το πρωί ακούραστοι, θυμάμαι να έχουν μέσα ensemble κι εγώ απέξω να περιμένω για τη συνάντηση για τις εκδόσεις, θυμάμαι ένα νυφικό να κλείνει την παράσταση ψηλά στο κέντρο της σκηνής, θυμάμαι τον Κακανάκη να κάθεται στα σκαλιά σε διάλειμμα από πρόβα του «Disco Pigs» και όταν μπήκα να μου λέει με το χαμόγελό του «έλα, ρε μαν», θυμάμαι να βγάζουμε φωτοτυπίες, να κόβουμε και να συρράπτουμε στο χέρι το προγραμματάκι για τον «Πυρετό» στο σπίτι της Άννας και του Κυριάκου στου Γκύζη, θυμάμαι να δουλεύω στο Pagemaker με ένα Undo διαθέσιμο, θυμάμαι να μπαίνω στο φουαγέ και να πηγαίνω κατευθείαν στο τραπέζι με τα προγράμματα για να δω αν τα παίρνει ο κόσμος και πόσο κόσμο έχει μέσα, θυμάμαι τα μπλουζάκια που είπε η Έλενα να φτιάξουμε για το τελευταίο πάρτι και τα φορούσαμε όλοι ‒ είχαν μια καρδιά και έγραφαν κάτι που πρότεινε η Βάσω: «the end is the beginning is the end». Θυμάμαι τη μέρα που κατέβηκε η επιγραφή απέξω, θυμάμαι πολλά, θυμάμαι τα πάντα, τους θυμάμαι όλους. Μόνο με αγάπη. Έτσι γίνονται τα πράγματα.
Εγώ είχα φτάσει στην Ελλάδα από τη Ρουμανία το 1991, χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτα, μάλιστα έφτασα εδώ κατά λάθος, περπατώντας μία εβδομάδα ‒ στην Ιταλία ήθελα να πάω. Πήγα πρώτη φορά στην Ομόνοια και ψάχναμε μεροκάματο, υπήρχε τότε δουλειά. Ήρθε ο Στέργιογλου και με πήρε για δουλειά, μια φίλη του μετακόμιζε και μετά βοήθησα τον μάστορα που έβαφε το σπίτι του. Μετά από μία εβδομάδα με πήγε στον Γιάννη που έφτιαχνε τότε το θέατρο, μήπως με ήθελε για δουλειά. Ήμουν δεκαεννιά χρονών. Βρεθήκαμε στο θέατρο, εγώ ήξερα αγγλικά και ρουμάνικα. Μου λέει «ξέρεις ηλεκτροκόλληση;». Όχι. «Ξέρεις ξυλουργικά;» Όχι. «Ξέρεις να βάφεις;» Όχι. Τότε του είπα «μην ανησυχείς ό,τι δουλειά είναι να γίνει θα γίνει, θα τη μάθω».
Και με πήρε. Και ξεκίνησα από την επομένη να δουλεύω, δηλαδή έβγαλα όλο το θέατρο έξω, καθίσματα, τα πάντα. Ήμουν πολύ πρακτικός και απορούσα πώς λειτουργούσε το θέατρο πριν. Αυτό το έκανα όλο το καλοκαίρι, έφτιαχνα μόνος μου το θέατρο. Ο Διονύσης Φωτόπουλος έκανε το design του θεάτρου, που πριν ήταν άσπρο μέσα-έξω, και μου είπε: «Πάρε πεντακόσια κιλά μαύρο και βάψε ό,τι βρίσκεις μπροστά σου, εκτός από εμάς». Ο Γιάννης προγραμμάτιζε την πρεμιέρα του «Οθέλλου» κι εγώ συνειδητοποιώ ότι δεν έχουμε ούτε καθίσματα σωστά. Επικρατούσε χάος. Μου λέει «να αναβάλουμε την πρεμιέρα;». Λέω «όχι, είσαι σοβαρός; Δεν το δέχομαι». Έμεινα για μία εβδομάδα να δουλεύω επί είκοσι δύο ώρες κάθε μέρα και τέλειωσα. Ήμουνα με το πινέλο κι έβαφα την ώρα που μπήκε ο πρώτος θεατής. Όταν πήγα να πλυθώ, έβγαζα τη βρόμα με τη σπάτουλα. Έτσι ξεκινήσαμε.
Και μετά άρχισε να αλλάζει το θέατρο, είχαμε τη λοξή σκηνή στην Κεντρική, πήραμε μετά τα γερμανικά τελάρα και την γκρεμίσαμε, αλλάζαμε τον Εξώστη, χτίζαμε, χτίζαμε, δηλαδή μέχρι που κλείσαμε κάναμε εργασίες βελτίωσης σε αυτό το θέατρο. Θυμάμαι, μια φορά, έκαναν ανάγνωση στο φουαγέ κι εγώ έπεσα από τον Εξώστη στα καθίσματα της Κεντρικής Σκηνής από πέντε-έξι μέτρα ύψος. Μπαίνουν όλοι να δουν τι συμβαίνει κι εγώ λέω «μην ανησυχείτε, μια χαρά είμαι, συγγνώμη που σας διέκοψα». Μου λέει ο Γιάννης: «Είσαι τρελός, πας καλά;»
Το θέατρο δεν ήταν μεγάλο, είχαμε διακόσιες είκοσι θέσεις κάτω και μέχρι ογδόντα-εκατό επάνω. Και ερχόταν κάθε σκηνοθέτης και μεγάλωνε τη σκηνή, έτσι που στο τέλος έμπαιναν στη σκηνή κατευθείαν από τα καμαρίνια, δεν υπήρχε κενό. Δεν υπήρχε κενό πουθενά σε αυτό το θέατρο. Ο ρυθμός ήταν καταιγιστικός, έφτιαχνα τα σκηνικά κάτω στο υπόγειο κομματάκι-κομματάκι, διαλύαμε ένα σκηνικό την Κυριακή και την επόμενη Παρασκευή είχαμε πρεμιέρα, δηλαδή Δευτέρα πρωί στήναμε το νέο. Σήμερα αυτό δεν θα τολμούσα να το ξανακάνω, δεν βγαίνει. Αλλά όταν ο Γιάννης με ρωτούσε πότε θα είναι έτοιμο, ήθελα να είναι σύντομα, όσο πιο σύντομα γινόταν, να καταλάβουν και οι άλλοι τον χώρο, οι ηθοποιοί, να μπορούν να δουλέψουν. Δεν αναβάλαμε πρεμιέρα ποτέ, δεν μπορούσαμε να το διανοηθούμε αυτό. Ο χρόνος ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός μας, αλλά όλοι ξέραμε ότι σε αυτή την πίεση θα δουλεύαμε, ήταν ένα ρολόι: ανέβαινε μια παράσταση και την επομένη της πρεμιέρας είχα ραντεβού με τον σκηνογράφο την επόμενης παράστασης.
Ήμασταν εκεί όλη μέρα, αλλά ήταν ωραίο αυτό που γινόταν. Ωραίες στιγμές. Με τους ηθοποιούς είχα μια απίθανη σχέση, ποτέ δεν είχαμε διαφωνίες, οι καβγάδες ήταν της πλάκας. Έχουμε φανταστικές αναμνήσεις, ατέλειωτες συζητήσεις για τεχνικά πράγματα, για τεχνολογία, για μηχανές, για τα πάντα. Δηλαδή είχαμε όλοι μια τρέλα και βρίσκαμε ανθρώπους να τη μοιραστούμε.
Υπήρχε, γενικώς, στριμωξίδι, αλλά εμείς πιστεύαμε ότι θα τα καταφέρουμε όλα και τελικά τα καταφέρναμε. Με τους σκηνογράφους είχα συνδεθεί πολύ, τρώγαμε, δουλεύαμε. Είχαμε τον αφρό των σκηνογράφων και κάθε φορά που χάνεται κάποιος, ο Πάτσας, η Έλλη τώρα, στενοχωριέμαι φοβερά, χάνω τον ύπνο μου. Δουλέψαμε απίθανα, οι σκηνογράφοι έκαναν ό,τι ήθελαν. Πισίνα ήθελαν, την είχαν, χώμα ήθελαν, το είχαν, δεν λέγαμε όχι σε τίποτα, γιατί κι εκείνοι μας σεβάστηκαν φοβερά, δεν ήμασταν οι εργαζόμενοι, ήμασταν μια ομάδα και ο καθένας σε αυτό που έκανε ήταν ο καλύτερος, οι άλλοι τον άκουγαν.
Αρκετά γρήγορα το θέατρο δούλευε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι και όποιος ερχόταν προσαρμοζόταν πολύ γρήγορα. Είχαμε φτάσει σε τέτοιο σημείο συνεννόησης με τους σκηνογράφους, που η Έλλη μού έκανε το σχέδιο ενός σκηνικού σε μια χαρτοπετσέτα και ξεκινούσα να το κατασκευάζω. Σκέφτομαι όλους αυτούς τους ανθρώπους πάντα και όποιον βλέπω είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Αυτό έκανε το Αμόρε, μας ένωσε για πάντα.
Όταν συναντιόμαστε, εμείς που δουλέψαμε εκεί, ακόμα κι αν δεν μιλήσουμε για το Αμόρε, το βλέμμα είναι κάπως αλλιώτικο μεταξύ μας, έτσι το αισθάνομαι. Γιατί έχουμε μοιραστεί κάτι που δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε. Λέω «Θεέ μου, τι τυχεροί που είμαστε», γιατί όταν μεγαλώνεις, είναι δώρο να υπάρχει μια ολόκληρη εποχή της ζωής σου που να τη θυμάσαι με απίστευτη ευτυχία. Και όταν μπορούν κάποια πράγματα να γίνουν τόσο ωραίες αναμνήσεις δεν σε πονάει καν το ότι τέλειωσαν. Υπάρχει η γλύκα ότι «έζησα έτσι καταπληκτικά».
Εμένα με πήρε ο Γιάννης το 1988 ‒κλασικός Γιάννης‒ και μου είπε ότι «το 1991 θα φτιάξω ένα θέατρο όπως το ονειρεύομαι και σου δίνω δύο χρόνια να κανονίσεις τη ζωή σου και να έρθεις στην Αθήνα». Τότε έμενα στη Θεσσαλονίκη και είχα τον Κωνσταντίνο μικρό, δεν ήταν μια εύκολη μετάβαση.
Με τον Γιάννη είχαμε γνωριστεί στο Κρατικό, ήταν ένα νεαρό παιδάκι, εγώ ήμουν είκοσι τριών, εκείνος ελάχιστα μεγαλύτερος και είχε έρθει να σκηνοθετήσει ένα βραβευμένο έργο ενός Έλληνα συγγραφέα ‒ με είχε πάρει να κάνω μια νοσοκόμα. Δουλέψαμε μετά στον «Πειρασμό» και στο «Κρίμα που είναι πόρνη» και στη συνέχεια πήρε και μου είπε ότι «αρχίζουμε με “Οθέλλο”», είχε από τότε φοβερό προγραμματισμό.
Σκεφτόμουν ότι τόσα χρόνια έχω δουλέψει σε τόσα θέατρα, λέω «εργάζομαι, κάνω μια παράσταση με έναν υπεύθυνο, έναν σκηνοθέτη». Στο Αμόρε, ενώ υπήρχε ένας διευθυντής, υπήρχαν κανόνες, δεν ήταν δικό μας το θέατρο, είχαμε την αίσθηση όλοι ότι αυτός είναι ο χώρος μας, το σπίτι μας, οι πρόβες τελειώνανε σε απίστευτες ώρες, ξεχνάγαμε οτιδήποτε και το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να βγει η παράσταση. Η πρώτη παράσταση είχε λίγο κόσμο, ο Γιάννης ψύχραιμος, κάποια στιγμή αποφασίζει να αλλάξουμε έργο, δεν είχε αποφασίσει τότε να κάνει τόσο μεγάλο ρεπερτόριο, και κάναμε τη «Στέλλα» του Γκαίτε. Ήρθε στη γενική το μισό ελληνικό θέατρο, μας αντιμετώπισαν λίγο σνομπίστικα και αμήχανα και θυμάμαι ότι είπαμε: «Ό,τι και να ακούσαμε σήμερα, εμείς λατρεύουμε αυτή την παράσταση και δεν θα μας σταματήσει τίποτα». Και η παράσταση έσκισε. Τελειώναμε και καθόμασταν στο μπαρ με τον Άντι και τη Λέττα, που μας έφτιαχνε τσιπς με μαγιονέζα, ώρες ατέλειωτες και μιλούσαμε. Θυμάμαι, τρεφόμασταν με τσιπς και μαγιονέζα. Με τη «Στέλλα» έγινε ένας χαμός. Ο κόσμος ερχόταν να δει την παράσταση και δυο και τρεις φορές και ήταν η πρώτη μας εμπειρία θεατρικής ευτυχίας εκεί.
Ο Γιάννης ποτέ δεν έλεγε, όταν μια παράσταση πήγαινε καλά, «θα την κρατήσω και του χρόνου». Ακολουθούσε το ρεπερτόριο. Παίζαμε, θυμάμαι, απογευματινή και μετά περιμέναμε και παίζαμε και μεταμεσονύκτια, ενώ είχε μεσολαβήσει και άλλη μία παράσταση. Εγώ ήμουν για χρόνια μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, έφευγα κάθε Κυριακή βράδυ για Θεσσαλονίκη και επέστρεφα κάθε Τετάρτη, που άρχιζαν οι παραστάσεις.
Το Αμόρε ήταν μια υπόθεση αγάπης και σεβασμού, ο Γιάννης έφτιαξε ένα θέατρο ανοιχτό προς όλους, δεν είπε «θα σκηνοθετώ από το πρωί μέχρι το βράδυ», εκεί έφτασαν άνθρωποι που δεν είχαν κάνει δουλειά και τους δόθηκε το πρώτο βήμα.
Μετά άρχισαν να εμφανίζονται θέατρα με ρεπερτόριο και βέβαια υπήρχαν και οι επιχορηγήσεις, αυτά δεν γίνονται αλλιώς. Ξέρω τον Γιάννη τόσα χρόνια και ήταν ο μόνος που μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο θέατρο εκείνη την εποχή, ένα θέατρο που ήταν ανώτερο του Εθνικού, του Κρατικού. Θυμάμαι, πριν γίνει το Αμόρε, είχε πέσει η πρόταση να πάει ο Γιάννης διευθυντής στο Κρατικό και σκέφτομαι ότι θα είχε σωθεί το θέατρο για πάντα. Καλύτερα που δεν πήγε, γιατί έκανε αυτό που ονειρευόταν και επιθυμούσε και έγινε κάτι στην Αθήνα που δεν ξεχνά κανένας.
Συναντάμε κόσμο ακόμα και σήμερα που μας λέει «σε είδα σε αυτήν ή εκείνη την παράσταση». Θυμάμαι τη Λένια Ζαφειροπούλου, που ερχόταν παιδάκι με τη μαμά της σε κάθε παράσταση, και σήμερα ακόμα λέει ότι, βλέποντας τις παραστάσεις μας, είπε «κάτι τέτοιο θέλω να κάνω στη ζωή μου». Όλα αυτά με απίστευτο σεβασμό στους ανθρώπους που δούλευαν, στο κοινό και στους γύρω.
Θα μοιραστώ μια ανάμνηση από τον πρώτο μας φωτιστή, που δεν ζει πια, τον Γιάννη. Καθόταν και κοίταζε από το παραθυράκι στη «Στέλλα» και περίμενε να σηκώσει ο ηθοποιός το δάχτυλο για να αλλάξει φωτισμό ‒ όλοι μαζί έκαναν κάτι, όλοι. Ήταν ασύλληπτο αυτό που έκανε ο Γιάννης σε ένα θεατράκι μικρό, που τώρα βλέπω ότι είναι σούπερ-μάρκετ και έχω μπει μια φορά. Το τόλμησα για να δω τους χώρους και ήταν τόσο περίεργη η αίσθηση. Εύχομαι κάποιοι νέοι άνθρωποι να φτιάξουν έναν τέτοιο χώρο, για να ξαναζήσουν αυτό που ζήσαμε εμείς, αυτό που έφτιαξε ο Γιάννης μαζί μας, έναν κόσμο αλλιώτικό, πρώτα για τον εαυτό μας και μετά για να τον μοιραστούμε με τους άλλους.
Δεν μου είναι τόσο εύκολο να μιλήσω αντικειμενικά γι’ αυτή την εμπειρία. Όσες φορές έχω επιχειρήσει να κάνω μια αποτίμηση, πάντα μπαίνει σε πρώτο πλάνο ένα προσωπικό και συναισθηματικό κομμάτι. Γιατί στο Αμόρε, πολλοί άνθρωποι συνειδητοποιηθήκαμε, ολοκληρωθήκαμε, ως άνθρωποι του θεάτρου. Για μένα, είναι ο χώρος που κατεξοχήν καθόρισε την πορεία μου και ως ηθοποιού και ως μεταφραστή και ως σκηνοθέτη.
Το Αμόρε ήταν άρρηκτα δεμένο με την εποχή του. Αυτή η κυψέλη, η δεξαμενή, όπου άνθρωποι μπορούσαν να συνεργάζονται, σε λιγότερο ή περισσότερο σταθερή βάση, ήταν κάτι που έλειπε εκείνο τον καιρό. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα χρόνια κάποιοι το έλεγαν «το μικρό εθνικό». Ήταν κάτι πολύ καινούργιο, ένα πολυφωνικό θέατρο αλλά με συγκεκριμένη ταυτότητα. Δηλαδή ένας χώρος μέσα στον οποίο οι διαφορετικές φωνές συνυπάρχουν ισότιμα, συντίθενται, για να συγκροτήσουν το ενιαίο πρόσωπο, το στίγμα, ενός καλλιτεχνικού οργανισμού. Και αυτό το στίγμα δεν ήταν τόσο μια ενιαία αισθητική τάση, αλλά ήταν κυρίως μια θέση: ότι η δική μου φωνή μπορεί να συνομιλεί με τη δική σου, όσο κι αν διαφέρουν.
Πολλοί μιμήθηκαν στη συνέχεια αυτό το μοντέλο της πολυφωνίας αλλά χωρίς να συγκροτούν μια συγκεκριμένη ταυτότητα θεάτρου, την οποία το Αμόρε μπορούσε να εξασφαλίσει όντας το ίδιο παραγωγός των παραστάσεων. Δεν φτιάχνεις πολυφωνική ταυτότητα με το να νοικιάζεις απλώς τους χώρους του θεάτρου, φτάνοντας έτσι στο σημερινό φαινόμενο των θεάτρων σούπερ-μάρκετ. Σήμερα η έννοια της καλλιτεχνικής ταυτότητας ενός χώρου έχει πια εξαφανιστεί, και αυτό το θεωρώ μεγάλη απώλεια. Στο Αμόρε, αυτή η ταυτότητα μπόρεσε να χτιστεί σιγά-σιγά μέσα από τις συνεργασίες. Πολύ σημαντικό αυτό. Γιατί, δουλεύοντας τη μια παράσταση μετά την άλλη μαζί με κάποιους ανθρώπους, εξασφάλιζες ένα επίπεδο συνεννόησης, πάνω στο οποίο πατούσες στην επόμενη δουλειά για να πας ακόμα πιο πέρα. Κάπως έτσι γινόταν η σφυρηλάτηση της περίφημης «κοινής γλώσσας».
Φυσικά, αυτές οι συνεργασίες δεν είχαν αποκλειστικό χαρακτήρα, δεν είχαν στεγανά, ανανεώνονταν διαρκώς. Αλλά για μας ήταν μια πηγή χαράς, δηλαδή μας άρεσε να δουλεύουμε μαζί, παρόλο που τα πρόσωπα που συνέθεταν αυτό τον κόσμο ήταν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, και ως προς την αισθητική και ως προς τον χαρακτήρα, και με συμπάθειες και αντιπάθειες. Είχαν όμως κάτι κοινό: έβλεπαν τον εαυτό τους ως μέρος ενός συνόλου. Και ήταν ανοιχτοί στο διάλογο. Άνθρωποι που έβλεπαν τη δουλειά τους με όρους αποκλειστικά προσωπικής καριέρας, τελικά δεν στέριωναν εκεί, τους απέβαλλε ο χώρος. Στα χρόνια μου στο Αμόρε, δεν θυμάμαι ούτε καβγάδες, ούτε ίντριγκες, ούτε αυταρχικές συμπεριφορές. Και η εξασφάλιση αυτού του κλίματος δεν ήταν μέριμνα μόνο του Γιάννη Χουβαρδά αλλά και όλων των εργαζόμενων εκεί.
Αξίζει να αναφερθούμε όμως και στη σχέση του θεάτρου με τους θεατές του. Το Αμόρε είχε ένα πολύ πιστό κοινό. Δε θα ξεχάσω ένα Σάββατο βράδυ, που παίζαμε τον «Θάνατο του Δαντόν». Λάβαμε ένα τηλεφώνημα ότι είχε τοποθετηθεί βόμβα. Είχε μπει μέσα ο κόσμος στην αίθουσα, εμείς ήμασταν ήδη στη σκηνή πριν αρχίσει η παράσταση, και μας ειδοποίησαν από το γραφείο να περάσουμε έξω. Και βγήκαμε όλοι στο πεζοδρόμιο της Πριγκιποννήσων μέχρι να γίνει ο έλεγχος, για μια-μιάμιση ώρα.
Ηθοποιοί με τα ρούχα των ρόλων και θεατές, ήμασταν όλοι μια ωραία μεγάλη οικογένεια, μιλούσαμε, δεν έφυγε κανείς, όλοι περίμεναν, και νιώθαμε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έβλεπαν απρόσωπα τη σχέση τους με το θέατρο, αυτό που γινόταν εκεί τους αφορούσε, ήταν και δική τους υπόθεση. Και είτε οι παραστάσεις πετύχαιναν είτε όχι, ένιωθαν ότι είμαστε ειλικρινείς, ότι δεν τους σερβίραμε την ευκολία μας, τους ναρκισσισμούς και τις αναπαραγωγές συνταγών. Έβλεπαν ότι αυτό που κάναμε το αγαπάμε, καταλάβαιναν ότι αυτή ήταν η συνθήκη της ύπαρξής μας εκεί, αλλιώς γιατί να θέλαμε να δουλεύουμε σε ένα θέατρο όπου και μικρότερες απολαβές από άλλα θέατρα είχαμε, και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας.
Μην ξεχνάμε ότι ήταν και η χρυσή εποχή των επιχορηγήσεων. Τότε δεν επιχορηγούνταν προϊόντα αλλά δημιουργοί. Οι επιχορηγήσεις διαμόρφωσαν ένα τοπίο, αλλά και το τοπίο διαμόρφωσε το σύστημα επιχορηγήσεων. Μ’ αυτή την αμφίδρομη αλληλεπίδραση, το ελληνικό θέατρο «άλλαξε πίστα». Έκανε ποιοτικά άλματα. Και το Αμόρε ήταν στην πρώτη γραμμή αυτής της μεγάλης αλλαγής.
Μέχρι σήμερα, η θεατρική αγορά, στελεχώνεται από ανθρώπους που κατάγονται από το επιχορηγούμενο θέατρο. Το Αμόρε έβγαλε πολλούς απ’ αυτούς. Και αν κατορθώνουν να επιβιώνουν δημιουργικά έως τώρα, είναι γιατί γαλουχήθηκαν σε ένα σύστημα που καλλιέργησε τη σύνθεση και την πολυφωνία. Αυτό προϋποθέτει μια ελαστικότητα. Γιατί σκοπός τους δεν είναι να επιβεβαιώνουν το «στάτους» τους, αλλά να συνδιαλέγονται.
Αυτό μπορέσαμε να μάθουμε εκεί μέσα: πώς συνεργαζόμαστε δημιουργικά με ανθρώπους που δεν είναι αντίγραφα του εαυτού μας. Αυτό ήταν το μεγάλο μάθημα προς την κατεύθυνση που λέγεται θέατρο συνόλου. Σε μια εποχή όπου η τάση ήταν η πολυδιάσπαση των δυνάμεων, το Αμόρε λειτούργησε αντίθετα. Γι’ αυτό και ήταν κάτι σημαντικό στην εποχή του, γι’ αυτό κέρδισε και στην καρδιά μας και στο βίωμα και την ανάμνησή μας μια σημαντική θέση. Λέω πάντα στους μαθητές μου ότι, ναι, είναι χαρά να νιώθεις ότι έχεις πετύχει ατομικά σε ένα ρόλο, αλλά αυτή η χαρά δεν συγκρίνεται με τίποτα με τη χαρά που νιώθεις όταν έχεις πετύχει κάτι μαζί με άλλους.
Την τελευταία μέρα της λειτουργίας του Αμόρε το φορτηγό του τυπογραφείου Μπλέτσας - Κάρδαρη, όπου το θέατρο τύπωνε όλα του τα προγράμματα, τα φυλλάδια και τα εισιτήρια, ξεφόρτωσε εκατόν πενήντα μεγάλες καρδιές, ένα γλυπτό που είχε φτιάξει ο γραφίστας του θεάτρου Σάκης Στριτσίδης με τους τυπογράφους, κρυφά απ’ όλους, με τις παραστάσεις του θεάτρου. Μία από αυτές, μαζί με το αρχείο των προγραμμάτων, τα δημοσιεύματα και τις φωτογραφίσεις, παραδόθηκε και φυλάσσεται σε άριστη κατάσταση στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ). Το οπτικοακουστικό υλικό του θεάτρου παραδόθηκε στο Θεατρικό Μουσείο. Ευχόμαστε να έχει διασωθεί.
Είμαστε σε μια συμπαραγωγή με τους Bad Actors, έναν γερμανικό θίασο, και μια φορά, μπαίνοντας στην πρόβα, τα παιδιά της παραγωγής βλέπουν ότι υπάρχει στο έργο μια πεολειχία. Λάιβ, ωμή. Δεν συνηθίζαμε να συζητάμε ποτέ στο γραφείο για τις πρόβες, δηλαδή μετά από χρόνια μπορεί να είπε κάποιος «αυτό που κάναμε ήταν πατάτα». Δεν συζητήσαμε καθόλου το ζήτημα, άλλωστε ποτέ δεν κόπηκε τίποτα από τη δουλειά κανενός. Υπήρχε απόλυτος σεβασμός, δεν γινόταν καμία κουβέντα για τη δουλειά κανενός εκεί μέσα, μας άρεσε δεν μας άρεσε, για να μη νιώσουν άσχημα, γιατί ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύαμε διαρκώς και ήμασταν και συνηθισμένοι, άλλοτε κάτι πετύχαινε άλλοτε όχι. Όταν ο Χουβαρδάς είδε τη γενική, μπήκε στο γραφείο και είπε: «Δεν έχετε δει τι γίνεται σε αυτή την παράσταση;». Εμείς, θυμάμαι, είπαμε «ναι, την έχουμε δει». Νομίζω ότι είχαμε κάνει παραστάσεις που μπορεί να μην είχαν μια τέτοια σκηνή σεξ, αλλά ήταν πιο σκληρές. Για κακή μας τύχη είδε την πρεμιέρα ο Σαρηγιάννης και αμέσως το έγραψε τότε στα ΝΕΑ και έγινε χαμός. Ήταν από τις πιο δύσκολες μέρες του θεάτρου, μέχρι και στα κανάλια είχε φτάσει το ζήτημα, με τον Ευαγγελάτο τότε στον παλιό ΣΚΑΪ να το κάνει μεγάλο θέμα – γενικώς, είχε δημιουργηθεί ένα κλίμα με δημοσιεύματα του τύπου «Να καούν οι μάγισσες της Κεντρικής Ευρώπης». Ήταν δύσκολα τα πράγματα και επειδή είχε αντιδράσει και το υπουργείο, είχαμε φοβηθεί. Από την άλλη, η πιο δύσκολη στιγμή ήταν όταν πήγαμε στον Άλμπρεχτ Χίρχε και του είπαμε να κόψει τη σκηνή, γιατί κινδύνευε το θέατρο. Φυσικά, η παράσταση ήταν φίσκα από κόσμο που ερχόταν να δει την «τσόντα», που είχε κοπεί από την πρώτη μέρα.
Οι μεγάλοι μας εχθροί στο θέατρο ήταν το χώμα και το νερό. Φοβεροί εχθροί, ιδιαίτερα του Άντι Φλούτουρε, που τραβούσε τα μαλλιά του, γιατί ήξερε ότι θα βρόμιζε όλο το θέατρο. Αλλά ουκ ολίγες φορές οι σκηνοθέτες ζητούσαν πισίνες ή χώμα ή άμμο ή, σε μια περίπτωση, πισίνα με φελιζόλ. Το χώμα κυριολεκτικά βρόμιζε όλο το θέατρο, γέμιζε σκουλήκια, το αλλάζαμε, το ίδιο και τα νερά, τα βγάζαμε με ένα σωληνάκι για ώρες. Και όταν ο Στέφανος Λαζαρίδης έκανε την πρώτη του σκηνοθεσία –ίσως την πιο επεισοδιακή παράσταση στο Αμόρε–, εκτός από το χώμα, έβαλε και 2.000 βιβλία στη σκηνή, που κουβαλήσαμε από το Μοναστηράκι. Όλα τα χρόνια που είχε ο Ντίνος Αυγουστίδης το θερινό Αμόρε, τον κινηματογράφο, ένα κουκλάκι, ζημιά από νερά δεν έγινε στο θέατρο. Όταν το πήρε ο Παπανδρέου, έβαλαν κάτι πελώριες ζαρντινιέρες που τρύπησαν την πλάκα και πότε πότε έσταζε στα κεφάλια των ηθοποιών στην Κεντρική Σκηνή. Μια φορά βλέπαμε τον Ακύλλα, ακίνητο, να υφίσταται το μαρτύριο της σταγόνας και να μην κάνει βήμα μέχρι να τελειώσει η σκηνή.
Είχαμε πλυντήριο στο υπόγειο και ένα βεστιάριο που πιο τακτικό δεν υπήρχε πουθενά και το κρατούσε η Τίνα. Όλα τα χρόνια εκεί μπαίνανε οι μπουγάδες τη Δευτέρα και την Τρίτη, που δεν λειτουργούσε το θέατρο, έτσι τα ρούχα ήταν πλυμένα, καθαρά, κρεμασμένα, με ταμπέλες και σαπουνάκια. Όλο το υπόγειο, όπου ήταν στην αρχή το βεστιάριο –γιατί μετά είχαμε και ένα άλλο δωμάτιο, πίσω από τον Εξώστη, που ήταν και ντουλάπα και πέρασμα των ηθοποιών–, μοσχοβολούσε σαπούνι. Ο Άντι είχε χτίσει ντουλάπια εκεί –βασικά, είχε χτίσει παντού ντουλάπια–, όπου βάζαμε και τα σκηνικά αντικείμενα και άπειρα βιβλία. Όλη αυτή η τάξη ήταν πολύ βασική για το θέατρο και για τη δουλειά μας. Ό,τι και να ζητούσε κάποιος, έπρεπε να είναι έτοιμο, από το μπορντερό του ταμείου μέχρι το τελευταίο μαντιλάκι που είχε χρησιμοποιηθεί πριν από χρόνια σε μια παράσταση. Όλα ήταν αριθμημένα, γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν τόσες φορές, αλλαγμένα ξανά και ξανά, και με αυτόν τον τρόπο οι σκηνογράφοι και οι ενδυματολόγοι έκαναν τη δουλειά τους όσο το δυνατόν πιο εύκολα.
Όταν έφτανε ο έλεγχος για τη λειτουργία του θεάτρου, δεν τηρούσαμε ακριβώς τις προϋποθέσεις, γιατί κι εμείς, όπως όλα τα θέατρα, ήμασταν ένα παλιό θέατρο. Για να περάσουμε τον έλεγχο τη φορά που ανεβάζαμε το «Mainstream», έπρεπε να αδειάσουμε την πισίνα με φελιζόλ που είχε φτιάξει η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, επειδή το φελιζόλ είναι εύφλεκτο υλικό. Το αδειάσαμε με την ηλεκτρική σκούπα, με σακούλες, αλλά, δυστυχώς, δεν τα πήγαμε και πολύ καλά και γέμισε φελιζόλ η Πριγκιποννήσων μέχρι τα δικαστήρια. Όταν μια άλλη φορά μπήκαν στον Εξώστη, που τον παρουσιάζαμε ως αποθήκη, υπήρχε εκεί το σκηνικό της Έλλης για την «Πίστη» – στη μικρή σκηνή υπήρχαν βουνά από αντικείμενα στοιβαγμένα. Όταν είδαν οι άνθρωποι τις στοίβες, γύρισαν και είπαν: «Παιδιά, να τακτοποιείτε λίγο και την αποθήκη, βάλτε μια τάξη».
Λέμε ακόμα και σήμερα σαν αστείο ότι ο Χουβαρδάς ανακάλυψε την ανακύκλωση πριν υπάρξει η λέξη. Σε χαρτί καθαρό, αχρησιμοποίητο, δεν γράφαμε ποτέ. Όταν τελείωναν οι αναγνώσεις των έργων, οι ηθοποιοί έβαζαν τα κείμενα που δεν ήθελαν σε ένα κουτί στο γραφείο και αυτά χρησιμοποιούσαμε για πρόχειρα, για τυπώματα, για σημειώσεις, για να κολλήσουμε τα αποκόμματα. Όποιος ψάξει υλικό του θεάτρου στο ΕΛΙΑ, στο αρχείο δημοσιευμάτων θα δει ότι όλα είναι κολλημένα σε σελίδες έργων της αντίστοιχης χρονιάς. Επίσης, ο Γιάννης σπάνια μας έκανε παρατηρήσεις, αλλά, αν αφήναμε το φως αναμμένο στις τουαλέτες, μια κατσάδα την είχαμε στο τσεπάκι. Αυτό ήταν το χειρότερό μας, να μας κάνει παρατήρηση. Όταν άρχισε να σκηνοθετεί στο εξωτερικό, εμείς νιώσαμε ότι μεγαλώσαμε, ότι το θέατρο ήταν στα χέρια μας, δεν είχαμε περιθώριο να κάνουμε λάθος και να μην τα βρει όλα τέλεια όταν γυρίσει. Είχαμε τον Θωμά, αλλά ούτε εκείνον θέλαμε να πρήζουμε με τέτοια προβλήματα. Νομίζω πως τότε το γραφείο, τα κορίτσια του γραφείου για την ακρίβεια, ενηλικιωθήκαμε.
Ήταν συνήθεια στο Αμόρε, όπως και σε άλλα θέατρα της εποχής, στην τελευταία παράσταση να κάνουν φάρσες οι ηθοποιοί μεταξύ τους, αλλά και ο σκηνοθέτης στους ηθοποιούς, ακόμα και οι τεχνικοί καμιά φορά. Κολλημένα πιατάκια, περούκες, άλλα ρούχα, ατάκες από άλλα έργα, άνθρωποι που δεν έπρεπε να είναι στη σκηνή. Μια φορά οι πλάκες ήταν τόσο πολλές, που λάβαμε επιστολή διαμαρτυρίας.
Μια φορά, σε πρωτοχρονιάτικη πίτα που κοβόταν παραδοσιακά αρχές Ιανουαρίου με τη συμμετοχή όλων των συντελεστών όλων των θιάσων και των εργαζομένων του θεάτρου, ο Χρήστος Λούλης και ο Αργύρης Ξάφης είχαν πιάσει κουβέντα την ώρα που μιλούσε ο Χουβαρδάς. Έκοψε, λοιπόν, ένα κομμάτι στον Χριστούλη και σηκώθηκε να το παραλάβει ο αφηρημένος Χρήστος Λούλης.
Στην παράσταση «Πολύ κακό για το τίποτα» του Σαίξπηρ ο Θωμάς Μοσχόπουλος είχε βάλει άνδρες και γυναίκες να κάθονται ξεχωριστά, σε αντικριστές θέσεις στο εξαιρετικό σκηνικό της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο το σχόλιό του για τη μάχη των φύλων. Έρχεται μια παρέα μεσήλικων στο ταμείο να παραλάβει τα εισιτήρια, η Έλενα τους εξηγεί πως κάθονται από τη μία μεριά οι δύο άνδρες και απέναντι οι γυναίκες τους και ο ένας, με μάτια που πετούσαν σπίθες, ξεστομίζει ενθουσιασμένος: «Είναι πολύ τσόντα το έργο;».
Όταν σηκώναμε το τηλέφωνο, πάντα λέγαμε «Αμόρε, Θέατρο του Νότου». Αν ήμασταν εκεί πολλές ώρες, μπορεί να άκουγες από «Αμόρε, Θέατρο του Νάτο» μέχρι «Αμόρε» σκέτο. Είχαμε έναν τηλεφωνητή στον οποίο έπρεπε να λέμε μέρες και ώρες παραστάσεων, τίτλους έργων, ονόματα συγγραφέων και σκηνοθετών μέσα σε δευτερόλεπτα. Πολλές οι εγγραφές μέχρι να το πετύχεις.
Η μάχη της «ατέλειας» (σ.σ. το πάσο με το οποίο ηθοποιοί, θεατρολόγοι και φοιτητές αντίστοιχων σχολών έβλεπαν δωρεάν παραστάσεις). Τις καθημερινές, που ήταν οι μέρες που επιτρέπονταν οι «ατέλειες» στο Αμόρε, ηθοποιοί και θεατρολόγοι συνέρρεαν για μια θέση. Όλοι οι καλοί χωρούσαν σε σκαλάκια, μαξιλαράκια κ.λπ. Στον Εξώστη πρέπει να έχουν χωρέσει με έναν μαγικό τρόπο έως και εκατό άνθρωποι.
Το πρόγραμμα της παράστασης του 1993 «Δωδέκατη Νύχτα» είναι αφιερωμένο στον πρώτο ηλεκτρολόγο του θεάτρου Γιάννη Ματθιόπουλο, που σκοτώθηκε στην Κρήτη.
Με μια αχνή γραμμή, οι συντελεστές της «Πίστης» αφιερώνουν το πρόγραμμα της παράστασης στην Ελευθερία Σαπουντζή, που πέθανε κατά τη διάρκεια των προβών της παράστασης «Ο θεός είναι DJ». Ο ξαφνικός της θάνατος μας συγκλόνισε και άφησε μια πληγή στο θέατρο που δεν έκλεισε ποτέ. Ενώ είχαμε αρχίσει να σχεδιάζουμε αυτό το αφιέρωμα, πέθανε η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου. Όπως συμβαίνει στις οικογένειες και στους ανθρώπους που έχουν αγαπηθεί πολύ, ο θάνατός της θα πάρει καιρό να τακτοποιηθεί μέσα μας, αν αυτό συμβεί ποτέ. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μας κουβέντα σε όλες αυτές τις συνεντεύξεις που έγιναν. Χάσαμε τον Κωνσταντίνο Παπαχρόνη και τον Βαγγέλη Χατζηνικολάου, δυο καλούς ηθοποιούς, καλούς φίλους, που έφυγαν πολύ νωρίς και άδικα, και τον Γιώργο Πάτσα, έναν φωτεινό, υπέροχο καλλιτέχνη και καταπληκτικό άνθρωπο.
Οι περισσότεροι μιλάμε μέχρι σήμερα ειδικά για το κοινό του Αμόρε. Ακόμα υπάρχουν άνθρωποι, μετά από τόσα χρόνια, που μας ρωτάνε στον δρόμο, σε διακοπές, σε μαγαζιά: «Ήσουν στο Αμόρε»; Και αμέσως μετά μας μιλάνε για μια παράσταση που είχαν δει. Το κοινό του Αμόρε ήταν σταθερό, υποστηρικτικό και πιστό. Ήμασταν ένα θέατρο που από πολύ νωρίς οι κακές κριτικές δεν επηρέαζαν την προσέλευση του κοινού. Μάλιστα, μερικές από αυτές τις κρεμούσαμε στο φουαγέ, στις προθήκες των φωτογραφιών, σε μεγέθυνση. Νομίζω, το κάναμε από πείσμα. Θέλαμε να δείξουμε και στο κοινό αλλά και στους ανθρώπους των παραστάσεων ότι δεν μας ένοιαζε καθόλου, ότι εμείς πιστεύαμε αυτό που γινόταν. Το κοινό που μας παρακολουθούσε μεγάλωνε μαζί μας και είχε μετατοπιστεί μέσα στα χρόνια σε μια πιο ελεύθερης έκφρασης περιοχή. Το καταλαβαίναμε όταν μιλούσαμε και με μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους. Αν μια παράσταση είχε γυμνό, ούτε καν το συζητούσαν, με τον καιρό έγινε αυτό. Αν είχαν αντιρρήσεις ήταν για το κείμενο ή τη σκηνοθεσία, για την ουσία του θεάματος. Οι νεότεροι θεατές, αυτοί που πιστά, επί δεκαεφτά χρόνια, πλημμύριζαν τις μεταμεσονύκτιες παραστάσεις, κάθονταν κάτω, περίμεναν υπομονετικά μια ακύρωση για να μπουν –και η Έλενα έβρισκε τρόπο να μη φύγουν μέσα στη νύχτα από το Πολύγωνο απογοητευμένοι–, ήταν αυτοί που έδιναν τον τόνο, αλλά οι μεγαλύτεροι θεατές ήταν πολύ κοντά μας, έρχονταν ξανά και ξανά, ήταν αυτοί που μας στήριξαν όλα τα χρόνια και ως συνδρομητές.
Όπως όλα τα πράγματα που έγιναν τόσα χρόνια στο Αμόρε, αυτό το αφιέρωμα είναι συλλογικό. Δούλεψαν με χαρά και ενθουσιασμό οι άνθρωποι της LiFO και οι άνθρωποι του Αμόρε. Που έγραψαν, ανέσυραν αναμνήσεις, βρήκαν φωτογραφίες και βίντεο, τηλεφώνησαν δέκα φορές για να δουν πώς πάει όλο αυτό και πώς μπορούν να βοηθήσουν. Αλλά αυτό το αφιέρωμα θέλουμε να κλείσει με το ότι σε αυτά τα δεκαεφτά χρόνια είδαμε στο Αμόρε πολλούς θυελλώδεις έρωτες, γάμους, κουμπαριές, εγκυμοσύνες, γεννητούρια και παιδιά που τα γνωρίσαμε μωρά και σήμερα είναι επιστήμονες, τεχνίτες, καλλιτέχνες, οι νέες μας οικογένειες. Οι περισσότεροι από εμάς του Αμόρε συζητάμε συχνά και ελπίζουμε πάντα να δούμε να δημιουργείται ένα νέο Αμόρε, που θα στεγάσει τα όνειρα άλλων ανθρώπων, νέων ανθρώπων, από άλλες γενιές πια, μέσα στον παλμό της εποχής και πιο πέρα από αυτή, με το βλέμμα στραμμένο μακριά και ψηλά, με τη χειραφέτηση, την ελευθερία και τη φαντασία που έδωσε σ’ εμάς το θέατρο αυτό, τότε και για πάντα.