Λογοτεχνία που σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία της πόλης τα τελευταία εκατό χρόνια μέσα απ’ το συγγραφικό βλέμμα.
Στη μακρόχρονη ιστορία της Αθήνας πάντα βρίσκονταν άνθρωποι διέσωζαν μνήμες, όψεις αλλά και σκηνές του βίου της, γράφοντας γι’ αυτήν. Μια συναρπαστική μητρόπολη στην οποία κυριαρχούν οι αρχιτεκτονικές αντιθέσεις, η ποικιλομορφία, τα ενδιαφέροντα σημεία, οι κρυφές γωνιές και οι αθέατοι μικρόκοσμοι. Αναντίρρητα, εδώ συνυπάρχει το παλιό με το νέο, το μοντέρνο με το κλασικό. Ένας τόπος αιφνιδιασμού, είτε θετικού είτε αρνητικού, που βρίσκεται σε διαρκή μετασχηματισμό και κίνηση, που προκαλεί πλήθος συνειρμών και έχει βιώσει αναρίθμητες ιστορικές στιγμές και μεταλλάξεις. Μια πρωτεύουσα που με την αστική της ταυτότητα εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης αλλά και ένα δημοφιλές θέμα για λογοτεχνικές καταγραφές.
Στο πλαίσιο του αφιερώματος της Λέσχης Ανάγνωσης με τίτλο «Λογοτεχνία για την Αθήνα» επιχειρήσαμε, μέσα από ένα πλούσιο υλικό πεζογραφικών κειμένων που αποτυπώνουν αναπαραστάσεις της πόλης, να συγκεντρώσουμε 25 μυθιστορήματα που σκιαγραφούν τη φυσιογνωμία της πόλης τα τελευταία εκατό χρόνια.
Αρχικά, ζητήσαμε απ’ τη δημοσιογραφική ομάδα της LiFO, ανθρώπους που έχουν οργανική σχέση με το βιβλίο αλλά και βιβλιόφιλους να στείλουν τις προτάσεις τους προκειμένου να δούμε ποιοι τίτλοι θα συμπεριλαμβάνονταν σε αυτή την άτυπη λογοτεχνική βιογραφία της Αθήνας. Στη συνέχεια απευθυνθήκαμε σε μια επιτροπή που συγκροτήθηκε από φιλολόγους, ακαδημαϊκούς και βιβλιοκριτικούς οι οποίοι κατέληξαν στη λίστα με τα βιβλία που θα διαβάσετε στις επόμενες σελίδες. Πρόκειται για την ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, την καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αγγέλα Καστρινάκη, τον ομότιμο καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αλέξη Πολίτη, τον εκδότη της Άγρας, Σταύρο Πετσόπουλο, τον δημοσιογράφο της εφημερίδας «Η Καθημερινή» και γνωστό αθηναιογράφο Νίκο Βατόπουλο αλλά και τον βιβλιοκριτικό της εφημερίδας «Το Βήμα» Αναστάση Βιστωνίτη. Να επισημάνουμε ότι, όπως είναι προφανές, όταν δημιουργούνται τέτοιου είδους λίστες υπάρχει πάντα μια επιφύλαξη ως προς το τελικό αποτέλεσμα αφού οι αναγνωστικές προτιμήσεις υπόκεινται πάντοτε σε υποκειμενικά κριτήρια.
Στη διαδικασία δημιουργίας της λίστας συμμετείχαν οι: Νίκος Μπακουνάκης Τίνα Μανδηλαρά, Αργυρώ Μποζώνη, Χρήστος Παρίδης, Θοδωρής Αντωνόπουλος, Νίκος Κουφάκης, Κώστας Σπαθαράκης, Ειρήνη Γιαννάκη, Γιώργος Δούλος, M.Hulot και Γιάννης Πανταζόπουλος.
Σαράντα έξι διηγήματα, δηλαδή παραπάνω από το ένα τέταρτο του διηγηματικού έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), εκτυλίσσεται στην Αθήνα. Την παρερμηνεία χρόνων πως ο Παπαδιαμάντης είναι –μόνο– ο νησιώτης συγγραφέας των ειδυλλιακών τόπων και του σκιαθίτικου βίου ήρθε να αποκαταστήσει μια και καλή ο συγκεντρωτικός τόμος των Αθηναϊκών που επιμελήθηκε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (ΜΙΕΤ, 2020), έκδοση που αντλεί τα παπαδιαμαντικά κείμενα από την ιστορική πεντάτομη συλλογή των Απάντων από τις εκδόσεις Δόμος (1981-1988), τον θησαυρό που πρόσφερε στην ελληνική γραμματεία ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος και που ο Δόμος ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει εκ νέου (2024).
Ο Παπαδιαμάντης έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην περιοχή πέριξ του Ψυρρή, με εξαίρεση δύο χρόνια στη Δεξαμενή). Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Ζουμπουλάκης, ο Παπαδιαμάντης δεν είχε ζήσει ποτέ σε καμία άλλη πόλη. Επομένως, η εικόνα που διαμορφώνει για τον αστικό τρόπο διαβίωσης προέρχεται αποκλειστικά από τη δική του εμπειρία της Αθήνας. Ποιας Αθήνας όμως; Την εποχή που ο Σκιαθίτης ζει και εργάζεται σε εφημερίδες της Αθήνας, η πρωτεύουσα βιώνει έναν ταχύτατο κοινωνικό-οικονομικό εξευρωπαϊσμό, τεράστια οικοδομικά έργα (βλ. Τρικούπης, Τσίλερ κ.ά.) αλλάζουν το αστικό τοπίο, νέα ήθη επηρεάζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις των κατοίκων της πόλης, οι οποίοι σταδιακά εξελίσσονται σε αστούς. Στον άξονα της αθηναιογραφίας, δηλαδή της λογοτεχνικής παραγωγής του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, ο Παπαδιαμάντης γράφει για την πόλη που αλλάζει, επιλέγοντας, ωστόσο, να μιλήσει μονάχα για την πλευρά της πόλης που ο ίδιος αγαπά – από τη Σταδίου και κάτω.
Στις υποβαθμισμένες γειτονιές της πρωτεύουσας, εκεί όπου οι άνθρωποι μοχθούν για να επιβιώσουν, ζώντας σε άθλια, κοινοβιακά σχεδόν συγκροτήματα δωματίων, τριγυρνούν από ταβερνομπακάλικα σε καπηλειά και πίνουν, και τα ήθη τους παρέχουν πρώτης τάξεως υλικό για έναν δημιουργό, ο Παπαδιαμάντης επιμένει να ζει, νιώθοντας οικεία και εναρμονισμένος με τον παλμό της ζωής αυτής. Η σκληρή καθημερινότητα, τα έντονα συναισθήματα και ο σπαρακτικός θρήνος, η μοιχεία, τα χρήματα, το αλκοόλ, είναι η πρώτη ύλη για τον Παπαδιαμάντη που «θα ζήσει σαν παιδί και σαν γέρος αυτό το δράμα, για να κερδίσει τελικά –μέσα στο έργο του– ό,τι στερήθηκε μέσα στην τρέχουσα πραγματικότητα των πρωτευουσιάνων», καταπώς λέει ο Κωστής Παπαγιώργης.
Μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμού, η Αθήνα στα μάτια του Παπαδιαμάντη είναι διχοτομημένη: από τη μία η μπουρζουαζία των αστών είναι για ’κείνον κόσμος άγνωστος (και συνάμα κατακριτέος), από την άλλη παρατηρεί την ταπεινή χαμοζωή των απόκληρων. Με τα δικά του, αποκλειστικά, μάτια βλέπουμε την Αθήνα δίχως αντικειμενικά και πολυεστιακά φίλτρα. Εκείνος ζει και επεξεργάζεται τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεται και οι οποίοι, ασφαλώς, τον συγκινούν και τον εμπνέουν τόσο ώστε τους ανάγει σε λογοτεχνικούς ήρωες. Άνθρωποι φτωχοί και εξαθλιωμένοι, μέθυσοι και αγιογδύτες, συνθέτουν τον ανθρωπολογικό χάρτη των Αθηναϊκών του. Χάρη σε αυτά τα κείμενα του παπαδιαμαντικού corpus μεταφερόμαστε νοερά στις αθηναϊκές γειτονιές των αρχών του 20ού αιώνα. Και γι’ αυτόν τον πολύτιμο λόγο, ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων» είναι «[…] ο μόνος Έλληνας διηγηματογράφος και ταυτόχρονα διηγηματογράφος πανανθρώπινος, πέρα από καιρό και τόπο, αλλά κάθε καιρού και τόπου, [...] ως τώρα τουλάχιστον –αξεπέραστος– ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», όπως διακηρύσσει ο έτερος μεγάλος άνδρας των ελληνικών γραμμάτων, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος.
«Κρατούσε ένα δωμάτιο πίσω από το Σταθμό της Πελοποννήσου σ’ ένα μικρό σοκάκι, που λέγεται οδός Καλτεζών, πρώην Κουτουτζή. Το στενό αυτό είναι πάροδος της οδού Λένορμαν και πάει να βρει την οδό Αγίας Σοφίας, μα σταματά στα μισά και διαλύεται, μες σε μια μεγάλη, ανώνυμη και άμορφη πλατεία που είναι προορισμένη να χτιστεί κάποτε. Το κυριώτερο οίκημα αυτής της πλατείας είναι το μαγέρικο “Τα περιστέρια”, βρώμικο μα γραφικό, με μιαν αυλή σκεπασμένη με κληματαριές. “Απαγορεύονται τα άσματα πέραν του μεσονυκτίου”». Το μυθιστόρημα Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά, που ολοκληρώθηκε το 1935 και εκδόθηκε το 1936, είναι μια μεγάλη τοιχογραφία της κοινωνίας και των ιδεών κατά τη δεκαετία του 1920, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και μια μεγάλη τοιχογραφία της Αθήνας και του αθηναϊκού χώρου. Με κέντρο της πλοκής την παρακμή μιας μεγαλοαστικής και παραδοσιακής οικογένειας, των Νοταρά, ο Θεοτοκάς φτιάχνει ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που, μολονότι μοιάζει παλιομοδίτικο, δεν μπορείς να το αφήσεις από το χέρια σου λόγω ακριβώς της πλοκής. Οι άνδρες αναζητούν τη δράση και οι γυναίκες το πάθος, όπως στα μελοδράματα. Αλλά κατά έναν παράδοξο τρόπο, που πρέπει να τον αναζητήσουμε στην ιδεολογία του Θεοτοκά, οι άνδρες συνήθως καταποντίζονται, ενώ οι γυναίκες διασώζονται, είτε επαναστατώντας είτε κάνοντας συμβιβασμούς.
Ο μυθιστορηματικός χώρος δράσης είναι η Αθήνα και από την άποψη αυτή ο Θεοτοκάς μετατρέπει την πόλη σε τόπο της λογοτεχνικής γεωγραφίας. Η Αθήνα του Θεοτοκά είναι μια «λευκή πολιτεία», ανοιχτή προς τη θάλασσα που είναι από παντού ορατή: «Η θάλασσα του Φαλήρου γυάλιζε ανάμεσα στους στύλους του Διός». Και ταυτόχρονα είναι μια πολιτεία που αλλάζει με τις νέες συνοικίες των προσφύγων: «Στους προσφυγικούς συνοικισμούς, στο Βύρωνα, στη Νέα Ιωνία, στη Νέα Φιλαδέλφεια, η φτώχεια έχει ζωτικότητα και κέφι».
Περιοχές και τρόποι ζωής: «Έπιασε ένα μικρό διαμέρισμα στη Δεξαμενή, στην αρχή του του δάσους του Λυκαβηττού, με θέα προς την Ακρόπολη και τη θάλασσα. Το επίπλωσε με σκυριανά έπιπλα και χωριάτικα κεντήματα και δεχότανε λογιώ-λογιώ συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενες γυναίκες, που φλυαρούσαν ζωηρά ως τις τέσσερις το πρωί».
Τοπόσημα όπως η Νομική Σχολή: «Η έδρα της μεγάλης αίθουσας της Νομικής στην οδό Σίνα είχε γίνει, θαρρείς, ειδικά γι’ αυτόν. Ήταν ανάλογη με το ανάστημά του, πλατιά τρία ως τέσσερα μέτρα και ψηλή σα σκηνή θεάτρου… Στις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών της Νομικής υπήρχε θέση εκεί να δέρνουνται είκοσι φοιτητές μ’ όλην την άνεσή τους».
Οι δρόμοι: «Προχώρησαν μαζί στην οδό Ακαδημίας, προς τη λεωφόρο Κηφισιάς (σ.σ. την τωρινή Βασιλίσσης Σοφίας), κι από κει, ακολουθώντας τα κάγκελα του Εθνικού Κήπου, μπήκανε στη λεωφόρο του Ηρώδη του Αττικού».
Ο ανοιχτός ορίζοντας: «Ήπιε ένα ουίσκυ με σόντα, άναψε ένα τσιγάρο και στρώθηκε σε μια πολυθρόνα, κοντά σ’ ένα παράθυρο. Από το πίσω μέρος της οδού Βουλής τα ψηλά σπίτια έχουν μια θαυμάσια θέα προς τον κάμπο της Αθήνας, κορνιζαρισμένο από τα μενεξεδένια βουνά, με φόντο τη θάλασσα».
Οι μονοκατοικίες: «Ο καθηγητής Θεόφιλος Νοταράς καθότανε σε μιαν ευρύχωρη μονοκατοικία στην οδό Ομήρου. Ήταν ένα παλιό αρχοντόσπιτο με κήπο και με στάβλους αχρηστευμένους που δεν είχαν μεταβληθεί σε γκαράζι γιατί σ’ αυτήν την οικογένεια οι νεωτερισμοί δεν έμπαιναν πολύ εύκολα».
Τα νέα όρια: «Η μόνη ψυχαγωγία είναι το πέρασμα του τραίνου, που χωρίζει τη συνοικία από την υπόλοιπη Αθήνα, σαν ένα ακατάσχετο ποτάμι από ατσάλι και φωτιά».
Οι χώροι του έρωτα: «Στην οδό Σκουφά, στο περιώνυμο νοικοκυριό της κυρίας Γαβριέλας, όπου σύχναζε όλη η χρυσή νεολαία της Αθήνας, βρήκε μια κοπελιά που του έκανε μεγάλη εντύπωση».
Η φαντασιακή λεωφόρος Συγγρού: «Η ολόϊσια μεταλλική λωρίδα της ασφάλτου, από την ξεσκέπαστη πόρτα που σχηματίζουν οι δύο απομονωμένες κολόνες του Διός ως το γαλάζιο ατλάζι του Αιγαίου. Ολόγυρα το ανώμαλο έδαφος της Αττικής, σα στενγό τσιμένο. Τα τετραγωνα σπίτια, ανάκατα, βγαλμένα θαρρείς μέσα από τη γη, σαν κομμάτια λαξεμένου βράχου, ζωγραφισμένα με ρεκλάμες πελώριες και αισχρές, κηλεπίδεσμοι, καθάρσια, δημοκοπικοί τίτλοι εφημερίδων… Μες στον ουρανό η Ακρόπολη ταξιδεύει ασάλευτη».
RΜπορεί ο περιώνυμος διανοούμενος, εκδότης και κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Κατσίμπαλης, που συγκαταλέγεται στη λεγόμενη Γενιά του ’30, να μην έγραψε ο ίδιος κάποιο μυθιστόρημα, ήταν όμως τέτοια η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του και τόσο γόνιμη η παρουσία του στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής ώστε ο Χένρι Μίλερ συνέγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο θέλοντας να δείξει «την ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτόν και τους συμπατριώτες του», ελπίζοντας «να με συγχωρέσει που υπερέβαλα συγκρίνοντας τις αναλογίες του με εκείνες του Κολοσσού. Όσοι ξέρουν το Μαρούσι θα καταλάβουν ότι δεν υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες σ’ αυτό. Ούτε στον Κατσίμπαλη υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες. Ούτε, στο κάτω-κάτω, υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες σε ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας. Αλλά υπάρχει κάτι το κολοσσιαίο σε οποιονδήποτε άνθρωπο όταν αυτός γίνεται αληθινά και ολοσχερώς ανθρώπινος... Περπατώντας μαζί του στους δρόμους του Μαρουσιού είχα την αίσθηση ότι περπατούσα στη γη μ’ έναν εντελώς καινούργιο τρόπο». Αυτά γράφει στο βιβλίο του Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου το οποίο εμπνεύστηκε κατά την παραμονή του στην Ελλάδα και κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ πρώτη φορά το 1941. Ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας επισκέφθηκε τη χώρα μας το 1939 και παρέμεινε κάπου έξι μήνες, διάστημα κατά το οποίο γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τον κεντρικό ήρωα του Κολοσσού όσο και με τον κοινό τους φίλο Γιώργο Σεφέρη, με τον ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα επίσης. Στο ίδιο βιβλίο εξυμνεί «το φως της Ελλάδας που του άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους και διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή του». Ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές του στον καύσωνα που είχε πλήξει την Αττική εκείνο το καλοκαίρι.
Ο Β’ Παγκόσμιος που βρισκόταν ήδη προ των πυλών θα μετέβαλε ριζικά την εικόνα της Ευρώπης, μαζί και της Ελλάδας, όπου είχε ήδη επιβληθεί η φασίζουσα μεταξική δικτατορία. Η μαρτυρία του, όμως, παραμένει πολύτιμη, όπως και η απεικόνιση μιας Αθήνας και μιας Ελλάδας που στα μάτια των Δυτικών επισκεπτών ακροβατούσε συχνά στο όριο μεταξύ του μύθου και της πραγματικότητας: «Όταν σκέφτομαι τον Κατσίμπαλη να σκύβει για να κόψει ένα λουλούδι από το άγονο έδαφος της Αττικής αναδύεται μπροστά μου ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, παρελθών, παρών και μέλλων. Ξαναβλέπω τους απαλούς, χαμηλούς λοφίσκους όπου θάβονταν οι επιφανείς νεκροί· βλέπω το βιολετί φως στα σκληρά χαμόδεντρα, τα φαγωμένα βράχια, τους τεράστιους βράχους στις ξερές κοίτες των ποταμών να λαμπυρίζουν σαν μαρμαρυγή· βλέπω τα νησάκια να επιπλέουν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στεφανωμένα με εκθαμβωτικές λευκές κορδέλες· βλέπω τους αετούς να εφορμούν από τα επιβλητικά απόκρημνα βράχια στις απρόσιτες βουνοκορφές, τις ζοφερές σκιές τους να σχηματίζουν αργά το φωτεινό χαλί της γης αποκάτω· βλέπω τις σιλουέτες των μοναχικών ανθρώπων να ακολουθούν τα ποίμνιά τους πάνω στη γυμνή ραχοκοκαλιά των λόφων και τα δέρατα των ζώων τους όλα με χρυσαφί τρίχωμα όπως τις ημέρες του μύθου· βλέπω τις γυναίκες να μαζεύονται στα πηγάδια μέσα στους ελαιώνες, τα φορέματά τους, τους τρόπους τους, την κουβέντα τους να μη διαφέρει από τα βιβλικά χρόνια· βλέπω τη μεγάλη πατριαρχική φιγούρα του παπά, το τέλειο συνταίριασμα αρσενικού και θηλυκού, τη θωριά του ήρεμη, ειλικρινή, γεμάτη ειρήνη και αξιοπρέπεια· βλέπω το γεωμετρικό σχέδιο της φύσης να ερμηνεύεται από την ίδια τη γη σε μια σιωπή εκκωφαντική. Η ελληνική γη ανοίγει μπροστά μου σαν το Βιβλίο της Αποκάλυψης». Ο Μίλερ έγραψε κι ένα ξεχωριστό βιβλίο με τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από την Ελλάδα που συμπεριλαμβάνεται στην κυκλοφορία του Κολοσσού από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2017.
Αν ο κινηματογράφος «Κάπιτολ» του Πειραιά δεν έπαιζε την αστυνομική ταινία Οι άνθρωποι της νύχτας, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν δεν θα είχε δει ποτέ το έγκλημα. Ήταν μεσάνυχτα, είχε αρχίσει να βρέχει όταν ο ήρωας επιβιβάστηκε στον «υπόγειο», στον σταθμό του Πειραιά. Το τρένο άρχισε να κινείται, οι στάλες τις βροχές θόλωναν τα τζάμια, το τράνταγμα του βαγονιού νανούριζε τον ήρωα. Δεν αποκοιμήθηκε αλλά με γερμένο το κεφάλι παρακολουθούσε μηχανικά από το παράθυρο τα σπίτια που περνούσαν, τους κάθετους προς τις γραμμές δρόμους, τους στύλους του ηλεκτρικού. Μετά το Μοσχάτο, στα Πετράλωνα πια, ξαφνικά τα φώτα του τρένου φώτισαν ένα σημείο του δρόμου. Μια πόρτα άνοιξε από ένα αυτοκίνητο και ο οδηγός κάτι έσπρωξε από το κάθισμα. Ένα γυναικείο σώμα κυλάει στο χώμα. Ο οδηγός φορούσε σμόκιν. Από εκείνη τη στιγμή η εικόνα τον στοίχειωσε. Ο ήρωας, που δουλεύει ως οπερατέρ σε εταιρεία παραγωγής τριτοκλασάτων ταινιών μετατρέπεται σε ντετέκτιβ και ο Μαρής βρίσκει ευκαιρία να δώσει μια ακόμα νουάρ πλευρά της Αθήνας.
Ο Γιάννης Μαρής, όπως ήδη έχουμε γράψει παλιότερα στη LiFO, δημιούργησε με τρόπο πειστικό και αφηγηματικά ελκυστικό μια νουάρ Αθήνα, μολονότι η πόλη δεν ήταν ποτέ νουάρ. Ιδιαίτερα μέσα από τα κλασικά πλέον μυθιστορήματά του της δεκαετίας του 1950, όπως το Έγκλημα στο Κολωνάκι (1953) και το Έγκλημα στα παρασκήνια (1954), έκανε χιλιάδες αναγνώστες να βλέπουν την Αθήνα αλλά και τον κόσμο μέσα από τη λογική και την πλοκή του αστυνομικού μυθιστορήματος. Συνδεδεμένος με τις εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Απογευματινή», όπου τα μυθιστορήματά του δημοσιεύονταν σε συνέχειες, και με τον εκδοτικό οίκο Ατλαντίς-Πεχλιβανίδης (ο εκδοτικός οίκος της σειράς κόμικ «Κλασσικά Εικονογραφημένα»), ο υπερταλαντούχος και πολυγραφότατος Γιάννης Μαρής έφτιαξε από μόνος του την παράδοση του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Είναι πραγματικά ένας άθλος, αν σκεφτούμε ότι στη Γαλλία η περίφημη σειρά αστυνομικής λογοτεχνίας Série Noire στηρίχτηκε από τον κορυφαίο εκδοτικό οίκο της χώρας, τον Gallimard.
Το μυθιστόρημα Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν, που δημοσιεύτηκε το 1954, φέρνει σε πρώτο πλάνο τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο της Αθήνας και το κατεξοχήν αστικό τοπίο των συνοικιών που διασχίζουν οι γραμμές. Πολλά χρόνια αργότερα ο Πέτρος Μάρκαρης θα γράψει ένα ωραίο κείμενο για τον Ηλεκτρικό και την αστική μυθολογία του. Αλλά ο Μαρής δεν θα μείνει μόνο εδώ. Χάρη στον ήρωά του, τον νέο και ταλαντούχο οπερατέρ, θα μας βάλει στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης και κυρίως στον κόσμο του σινεμά, ιδιαίτερα στον κόσμο των μοντέλων, των στάρλετ και των «πολυτελών γυναικών» – τόσο χαρακτηριστικές μορφές στην τυπολογία των ηρώων του Μαρή. Το θύμα είναι ένα μοντέλο που άκουγε στο όνομα Ζιζή Μενδρινού, όνομα καίριο στη σημειολογία των μυθιστορηματικών ονομάτων του συγγραφέα, ένα όνομα-ταυτότητα.
Η Αθήνα είναι όμως η πραγματική πρωταγωνίστρια, όπως σε πολλά μυθιστορήματα του Μαρή. Ο Ηλεκτρικός αλλά και τα τραμ, το Κολωνάκι αλλά και η πλατεία Λαυρίου και τα Πατήσια, ο Φλόκας, ο Ζωναράς αλλά και η ταβέρνα «Τα Καλάμια». Ο Μαρής φτιάχνει με τον δικό του τρόπο, μέσα από τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες, το ντοκιμαντέρ της νουάρ Αθήνας των δεκαετιών του 1950 και του 1960.
Στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή Το τρίτο στεφάνι πεδίο δράσης είναι δύο πόλεις: η Θεσσαλονίκη, γενέτειρα του συγγραφέα, αλλά κυρίως η Αθήνα, όπου μεγάλωσε μαζί με τη γιαγιά του· αρχικά στο Μεταξουργείο, μετά στον Κολωνό και αργότερα, ως έφηβος, στην Ιπποκράτους. Αυτές είναι οι γειτονιές που αποτελούν τη σκηνογραφία του βιβλίου, εκεί συναντιούνται οι δυο ηρωίδες, η Νίνα και η κυρα-Εκάβη, οι ζωές των οποίων μπλέκονται με φόντο την ιστορία της Ελλάδας από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τον Εμφύλιο. Η αφήγηση της Νίνας ξεκινάει από την ειδυλλιακή Κηφισιά και ένα καθοριστικό ραντεβού στην Ακαδημία κάτω από το άγαλμα του Πλάτωνα, και συνεχίζει με το Νέο Φάληρο που αντικατέστησε το Παλιό, μία από τις ωραιότερες περιοχές της πρωτεύουσας με αρχοντικά, θέατρα, καφενέδες και μπεν-μιξ, που σταδιακά την κατέστρεψαν. Θυμάται τις εκθέσεις ζωγραφικής του Παρνασσού, αναφέρεται στα μοδιστράδικα της Ερμού και στον Σιστοβάρη, απ’ όπου αγοράζει γουναρικά, και στην Αλεξάνδρας, όπου είχε σπίτι ο δεύτερος άντρας της, ο Αντώνης. Μελανό σημείο αποτελεί ο τοξικομανής και ομοφυλόφιλος αδελφός της, ο Ντίνος, για τον οποίο πληροφορείται ότι ψωνίζεται στα ουρητήρια της Κλαυθμώνος. Πάντως, η γειτονιά όπου ζει και συναντάει την Εκάβη δεν είναι άλλη από τη Νεάπολη Εξαρχείων, από εκεί ξεκινά και εκεί τελειώνει το βιβλίο.
Η Εκάβη, αναπολώντας τη δικής της νιότη, λέει πως ο πατέρας της είχε αγοράσει χωράφια στους Αμπελόκηπους, καθώς είχε προβλέψει ότι η Αθήνα θα έφτανε μέχρι εκεί, ενώ το σπίτι όπου μεγάλωσε βρισκόταν στην Αγίων Ασωμάτων και είχε μια μικρή βεράντα με δύο Καρυάτιδες – το αποτύπωσε ο Τσαρούχης σε ακουαρέλα το 1952. Και μόνο η αναφορά σε αυτό δίνει το στίγμα τόσο του αστικού τοπίου του μυθιστορήματος όσο και του περάσματος από μια νεοκλασική Αθήνα στην προπολεμική, οπότε διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του. Όταν η Εκάβη επιστρέφει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα μετά από είκοσι χρόνια παίρνει τον Ηλεκτρικό από τον Πειραιά και φτάνοντας στην Ομόνοια εκπλήσσεται με τα νέα κτίρια και την κοσμοπλημμύρα. Παρατηρεί με συγκίνηση τον Λυκαβηττό και πιάνει σπίτι στην οδό Κολοκυνθούς στο Μεταξουργείο, λίγο πιο πάνω από τη Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Ταχτσής, σκιαγραφώντας μια εποποιία της εποχής και της λατρεμένης του πόλης, περιγράφει επίσης ιστορικά γεγονότα όπως η λαοθάλασσα που συγκεντρώθηκε στην Ομόνοια μετά τη νίκη του ελληνικού στρατού στην Κορυτσά· εκεί πηγαίνει η Νίνα με τον Αντώνη και μετά κάθονται στον «Κρίνο» στην Αιόλου για λουκουμάδες. Σε άλλη περίσταση παρακολουθούν από τη Μητροπόλεως την κηδεία του Μεταξά. Την περίοδο της Κατοχής τα πρόσωπα κάνουν ατέλειωτες διαδρομές σε μια πληγωμένη πόλη, καθώς οι αντιστασιακοί οδηγούνται για εκτέλεση στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Η Απελευθέρωση βρίσκει την Αθήνα χωρισμένη στα δύο: Ζωοδόχου Πηγής και κάτω ελασίτες, Μαυρομιχάλη και πάνω Εγγλέζοι και εθνοφύλακες, η Χαριλάου Τρικούπη ουδέτερη ζώνη. Το επιτελείο του Σκόμπυ στεγαζόταν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Λίγα χρόνια μετά, όταν πια η πόλη γεμίζει «σιχαμένες πολυκατοικίες», η Νίνα ρεμβάζει στην ταράτσα της και διαπιστώνει πόσο μεγάλωσε μια λεύκα στην αυλή του διπλανού σπιτιού, κρύβοντας τη θέα του Λυκαβηττού. Στην πραγματικότητα ο Ταχτσής αναφερόταν στον αγαπημένο του φίκο στην Ιπποκράτους, δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς του, της κυρα-Εκάβης από το Τρίτο Στεφάνι.
27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτήν τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;». Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο, αγαπούσε με πάθος τις αμερικανικές ταινίες και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα, όμως, τον βιώνει κάθε μέρα μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο, μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών.
Το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου αναφέρεται στη γερμανική κατοχή στην Αθήνα του 1941-44 και βασίζεται σε προσωπικά βιώματα της συγγραφέως. Η αλησμόνητη «γιαγιά» της ελληνικής πεζογραφίας έγραψε το βιβλίο αυτό στο Παρίσι, όπου ζούσε αυτοεξόριστη με την οικογένειά της κατά τα χρόνια της δικτατορίας. Ένα εφηβικό μυθιστόρημα που εξακολουθεί να διαβάζεται ως σήμερα και μέσα από τις σελίδες του ξεδιπλώνονται η ατμόσφαιρα, ο παλμός, οι αγώνες και οι θυσίες του ελληνικού λαού την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αναντίρρητα, αφηγείται μία απ’ τις πιο σκοτεινές και σκληρές εποχές της νεοελληνικής ιστορίας. Μικροί και μεγάλοι αναγνώστες κάνουν έναν μεγάλο περίπατο στις κακουχίες της περιόδου της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Ουσιαστικά, παρατηρούμε πώς εξελίσσεται η καθημερινότητα μέχρι και την Απελευθέρωση. Βλέπουμε τους μαυραγορίτες και τους δωσίλογους, τη φρίκη του πολέμου, τον φόβο των ανθρώπων αλλά και τις δύσκολες μέρες της πόλης όπως αυτές εκτυλίσσονται μέσα από το αθώο βλέμμα ενός παιδιού. Η γειτονιά αλλάζει πρόσωπο, το σχολείο γίνεται το μέρος για το συσσίτιο, φίλοι και συγγενείς μετατρέπονται σε σκιά του εαυτού τους.
Η πείνα ταλαιπωρεί τον παππού του Πέτρου και σκοτώνει τη γιαγιά του φίλου του, Σωτήρη. Οι δυο φίλοι κάνουν αντιστασιακές πράξεις, γνωρίζουν τη βαρβαρότητα των κατακτητών, οι οποίοι τελικά θα σκοτώσουν τον Σωτήρη. Από τη μια η παιδική αφέλεια και ο εφηβικός αυθορμητισμός και από την άλλη η Αθήνα των στερήσεων και των εμπειριών της σκληρής αστικής διαβίωσης: συγκινητικό και σκληρό, συναρπαστικό και έντονα συναισθηματικό, ένα βιβλίο που απεικονίζει ακριβώς την ατμόσφαιρα της κατοχικής Αθήνας και καταγράφει με εξαιρετικό τρόπο την ανθρωπογεωγραφία της πόλης την εποχή εκείνη.
Το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε ο Σεφέρης δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του και είναι γραμμένο την ξέφρενη διετία 1926-1928 – υπέστη περαιτέρω επεξεργασία το 1954. Επτά, άγνωστοι σχετικά μεταξύ τους φίλοι –ο αριθμός αυτός είναι μαγικός, καθόλου τυχαίος– συναντιούνται νύχτα με πανσέληνο για έξι, τουλάχιστον, συνεχόμενες φορές (δηλαδή, έξι μήνες-έξι νύχτες στη διάρκεια έξι μηνών) χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, κυρίως από περιέργεια, επιχειρώντας μια παράδοξη πορεία προς τη σωματική και πνευματική αυτογνωσία. Γι’ αυτό το ταξίδι, που πραγματώνεται άλλοτε μέσα από τυχαία περιστατικά άλλοτε μέσα από συγκρούσεις και ερωτικές συνευρέσεις, δεν θα μπορούσε να επιλεγεί άλλος τόπος από την Αθήνα, πιο συγκεκριμένα την Ακρόπολη, που ασκεί μια μυστικιστική επίδραση στον ψυχισμό. Παρότι απογυμνωμένη από το συμβολικό βάρος που συνήθιζαν να της αποδίδουν, η Ακρόπολη επιλέγεται σκόπιμα από τον Σεφέρη ως το συνδετικό σημείο πολλών ετερόκλητων ιστοριών και αντιδράσεων: όλες οι φαινομενικά ασυνάρτητες αφηγήσεις και φιλοδοξίες των πρωταγωνιστών –του Στράτη (alter ego του Σεφέρη), της Σαλώμης, του Καλλικλή, της Λάλας, του Νικόλα, του Νώντα και της Μαριγώς, που εμφανίζεται με το παρατσούκλι «Σφίγγα»– εδώ φαίνεται να αποκτούν επιτέλους νόημα, απαντώντας στην αρχική φοβία της Σαλώμης πως είναι «πολύ σκορπισμένοι και πρέπει να αποκτήσουν συνοχή». Οι διαρκείς αυτές και ετερόκλητες, αλληγορικού τύπου περιγραφές των ιστοριών τους, άλλοτε πιο πραγματικές και άλλοτε πιο φαντασιωτικές, εκφράζονται λογοτεχνικά μέσα από ημερολογιακές καταγραφές, φραγκμέντα και λεκτικά παιχνίδια που μοιάζουν με αποτέλεσμα ενός άκρως πρωτότυπου stream of consciousness και ενός μοντερνισμού που σπάνιζε στα ελληνικά δεδομένα. Πρωτοπόρος και ανατρεπτικός, ηδυπαθής και τολμηρός, ο ποιητής Στράτης-Σεφέρης προασπίζεται μέσα από ένα μυθιστόρημα την αλήθεια της ποίησης όχι μέσα από μια ανώφελη νοσταλγία που συνήθως κατέληγε σε αμετροεπή λυρισμό αλλά μέσα από την αλήθεια των πράξεων. Δηλαδή σε αντίθεση με τον ομότεχνό του αμετροεπή ποιητή Λογκομάνο, ο ίδιος δείχνει να προτιμά τα «παιχνίδια των ποετάστρων» ως κατεξοχήν αληθινές πράξεις απέναντι στο ψέμα μιας επίπλαστης συγκίνησης, κάτι που υπαγορεύει η ίδια η παρουσία της Ακρόπολης και της πόλης. Όλη η αλήθεια, εν ολίγοις, της σεφερικής κοσμοθεωρίας συνοψίζεται σε αυτές τις υπαρξιακές βόλτες και τις σωκρατικού τύπου πνευματικο-ερωτικές αναζητήσεις κάτω από το φεγγάρι της αθηναϊκής πανσελήνου και την κυρίαρχη εικόνα της Ακρόπολης χωρίς αποκλειστικό σκοπό, πέρα από την περιπέτεια της ζωής της ίδιας (δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας εξακολουθεί στις αναζητήσεις αυτές να διαβάζει την Οδύσσεια). Γιατί, όπως λέει και η Σαλώμη προς το τέλος του βιβλίου, «στην Αθήνα ήσουν τόσο διαφορετικός, πότε ένα τερατώδικο κεφάλι, πότε ένα τερατώδικο σώμα. Τώρα, καθώς διάβαζες, η φωνή σου ήταν κορμί και ψυχή, ένα πράγμα».
Όποιος κατεβαίνει την Πειραιώς, στη συμβολή της με την Ιερά Οδό, εκεί όπου σήμερα είναι το πάρκο του δήμου, απέναντι από το τότε «Γκάζι» και σημερινή Τεχνόπολη μπορεί να φανταστεί τη Βιοτεχνία υαλικών του Μένη Κουμανταρέα σε ένα δίπατο σπίτι που έχει πια κατεδαφιστεί. Έργο-σταθμός του συγγραφέα, εκδόθηκε το 1975 και διαδραματίζεται σε ένα μελαγχολικό Γκάζι που σήμερα, με τα νυχτερινά κέντρα και τους πορτιέρηδες, φαντάζει πιο σκοτεινό.
Όποιος κατεβαίνει την Πειραιώς, στη συμβολή της με την Ιερά Οδό, εκεί όπου σήμερα είναι το πάρκο του δήμου, απέναντι από το τότε «Γκάζι» και σημερινή Τεχνόπολη μπορεί να φανταστεί τη Βιοτεχνία υαλικών του Μένη Κουμανταρέα σε ένα δίπατο σπίτι που έχει πια κατεδαφιστεί. Έργο-σταθμός του συγγραφέα, εκδόθηκε το 1975 και διαδραματίζεται σε ένα μελαγχολικό Γκάζι που σήμερα, με τα νυχτερινά κέντρα και τους πορτιέρηδες, φαντάζει πιο σκοτεινό.
Το Ηράκλειο, η Πετρούπολη, τα Νέα Λιόσια, η Καλογρέζα, είναι τα προάστια όπου η Μπέμπα και ο Βλάσης στα νιάτα τους μοίραζαν προκηρύξεις, πιστεύοντας σε έναν δίκαιο κόσμο. Στα Χαυτεία και στην Αθηνάς ενεχυροδανειστές πουλούν ρολόγια και ανταλλάζουν χρυσές λίρες μέσα σε ξύλινα κουβούκλια – δίπλα η φτωχολογιά συνωστίζεται σε λεωφορεία-σαράβαλα, χαζεύει αχνιστούς λουκουμάδες και τρώει στα όρθια ένα σουβλάκι. Η Αθήνα είναι μια πόλη σκληρή, κόσμος πολύς, με ελπίδες και όνειρα, συνωστίζεται και συντρίβεται στο μαλακό της υπογάστριο, σε στενούς δρόμους, σε χαμοκέλες και αυλές που σε λίγο θα γίνουν πολυκατοικίες κι εκείνοι κάτοικοι ανήλιαγων υπογείων. Η βιοτεχνία υαλικών δεν θα γίνει ποτέ «Μεγάλη εμπορία υάλινων ειδών και φωτιστικών», θα παρακμάσει και θα κλείσει, και το οικόπεδο θα γίνει πολυώροφο μέγαρο τουριστικής περιοχής. Η μεταμόρφωση της περιοχής και της Αθήνας βρίσκει τη Μπέμπα στην άκρη, τότε, της πόλης, στη λεωφόρο Αθηνών, να έχει μεταφέρει τη βιοτεχνία, που, όπως η ιδιοκτήτριά της, ανήκει σε μια άλλη εποχή, να αναπολεί τα απραγματοποίητα όνειρά της, να βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας και της ιστορίας. Στη Βιοτεχνία Υαλικών η ιστορία της Αθήνας διαγράφεται σαν χάρτης μιας κοινωνίας με μεγάλες ανισότητες. Ο συγγραφέας τη γνωρίζει, την αγαπά και την απεχθάνεται, όπως οι κάτοικοί της σήμερα που δεν θυμούνται πώς ήταν κάποτε και ίσως να μην έχει και καμία σημασία πια.
Το καλοκαίρι του 1965, ειδικά ο Ιούλιος –εξού και όσα διαδραματίστηκαν ονομάστηκαν «Ιουλιανά»–, ήταν από τα πιο «καυτά» για την Ελλάδα και συγκεκριμένα για την Αθήνα, όχι τόσο από πλευράς θερμοκρασιών, που κινήθηκαν σε μάλλον φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα, αλλά εξαιτίας του εξαιρετικά τεταμένου πολιτικού κλίματος. Ο νεαρός τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος εξώθησε σε παραίτηση τον εκλεγμένο πρωθυπουργό και πρόεδρο της Ένωσης Κέντρου (Ε.Κ.) Γεώργιο Παπανδρέου όταν εκείνος ζήτησε να αναλάβει και το υπουργείο Αμύνης, οι Λαμπράκηδες διαδήλωσαν δυναμικά στους δρόμους με κεντρικό σύνθημα το «1-1-4», στις 21/7 δολοφονήθηκε σε φοιτητική διαδήλωση από αστυνομικούς ο Σωτήρης Πέτρουλας, δύο μέρες αφότου το Παλάτι σχημάτισε μια πρώτη κυβέρνηση με τους «αποστάτες» βουλευτές της Ε.Κ. Η συνεχιζόμενη πολιτική ανωμαλία «έστρωσε» τον δρόμο για τους επίορκους συνταγματάρχες δύο χρόνια αργότερα, ο ηγέτης των οποίων Γ. Παπαδόπουλος είχε μάλιστα οργανώσει το προβοκατόρικο «σαμποτάζ του Έβρου» τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ενοχοποιώντας την αριστερά: «Πάνω από τη χαμένη Άνοιξη μετεωριζόταν τώρα ο γύπας του πραξικοπήματος, έτοιμος να ριχτεί και να σπαράξει τον τόπο»…
Την ταραγμένη εκείνη περίοδο που σημάδεψε την πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας εξιστορεί μυθιστορηματικά ο Τσίρκας μέσα από τους έρωτες του Αντρέα, της Φλώρας και της Ματθίλδης στη Χαμένη Άνοιξη που εξελίσσεται στους δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας –αυτούς τους ίδιους δρόμους και πλατείες όπου μέχρι και σήμερα διοργανώνονται πολιτικές συγκεντρώσεις και πορείες– μέσα σε είκοσι μόλις μέρες (4-23/7/65) και που αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί λίγο διαφορετικά θα μπορούσε να ήταν μια «κερδισμένη άνοιξη», δικαιώνοντας έτσι τον επί 18 χρόνια εξόριστο Αντρέα, ο οποίος κάπου στην αρχή του βιβλίου, καθώς επιστρέφει επιτέλους στην πατρίδα του, αναφωνεί «Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου!». Με τον υπέρτιτλο Δίσεχτα χρόνια, ο Αιγυπτιώτης συγγραφέας σχεδίαζε μια νέα τριλογία στο πρότυπο των Ακυβέρνητων Πολιτειών που θα κάλυπτε ιστορικά την περίοδο της χουντικής επταετίας, δυστυχώς όμως τον πρόλαβε το μοιραίο κι έτσι η τριλογία αυτή έμεινε ανολοκλήρωτη. Ωστόσο η Χαμένη Άνοιξη, ο πρώτος της τόμος, εξακολουθεί να είναι ένα από τα σημαντικότερα αναγνώσματα της νεοελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας.
Το άλμπουμ ασπρόμαυρων φωτογραφιών του Ανδρέα Μπελιά με εκτενές κείμενο του Γιώργου Ιωάννου υπό τον τίτλο Ομόνοια 1980 είναι ένα ενθύμιο μιας προ-νεωτερικής εποχής, ντοκουμέντο της ανθρωπογεωγραφίας της πιο πολυσύχναστης πλατείας της Ελλάδας, σημείου αναφοράς χιλιάδων επισκεπτών και τυχαίων ή μόνιμων περαστικών. Η μαρτυρία μιας Ομόνοια της μετα-αγροτικής τότε Αθήνας στην οποία κατέφθαναν και διέσχιζαν καθημερινά επαρχιώτες, φαντάροι, ναύτες, λοκατζήδες, ιεραπόστολοι, παπατζήδες, εργάτες, ναυτικοί, συνταξιούχοι, επαγγελματίες εραστές, νεαροί μπατιροτουρίστες. Αρκετά πριν εμφανιστούν οι πρώτοι μετανάστες και πρόσφυγες, είτε από τα βόρεια σύνορά μας είτε εξ Ανατολάς, καθημερινά στην περιοχή επέλαυνε μια αδιανόητη φτωχολογιά μαζί με το λούμπεν στοιχείο. Ο Ιωάννου καταγράφει με την παρατηρητικότητα ρεπόρτερ και την τολμηρότητα του ανατόμου μιας κοινωνίας αλλόκοτων, συχνά κοινωνικά απόκληρων, κρατώντας αποστάσεις και ενίοτε με τρυφερή ματιά. Από τη μια είναι σαν να σχολιάζει τις φωτογραφίες του συνεργάτη του και από την άλλη προσπαθεί να κάνει μια όσο γίνεται εμπεριστατωμένη και ειλικρινή εξέταση του συρφετού που περιφέρεται. Παρόλο που δηλώνει ότι δεν πρόκειται για ένα εγκυκλοπαιδικής αντίληψης βιβλίο με χρονολογίες και στατιστικές, το κυρίως κείμενο ξεκαθαρίζει ότι «σ’ αυτό που λέμε Ομόνοια ανήκουν, εκτός των άλλων, και ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, που η μια από τις πλευρές τους βλέπει και σχηματίζει την πλατεία» – παράλληλα «τρέχει» σαν προμετωπίδα, στην κορυφή κάθε σελίδας, ένα ακόμα κείμενο, το «Μουρμουρητό».
Σήμερα όλος αυτός ο κόσμος που παρελαύνει μέσα από τις φωτογραφίες του Μπελιά ανήκει στο ανδροκρατούμενο σύμπαν μιας Αθήνας σκονισμένης και κουρελούς – πρόσωπα και φιγούρες μιας μακρινής εποχής: νέοι άντρες με σκληρά χαρακτηριστικά, ρούχα ανατολίτικης αισθητικής, διαφημίσεις προϊόντων που έχουν πάψει να κυκλοφορούν, αφίσες συναυλιών του Καλογιάννη και της Βίσση (σε αδιανόητα νεαρή ηλικία), της Ολυμπιάδας της Μόσχας με το αρκουδάκι-μασκότ Μίσα, το καφενείο Νέον, η υπόγεια αγορά του Ηλεκτρικού, οι γύρω στοές, τα λουτρά «Φοίνιξ», ο Μπακάκος, τα λαϊκά φαγάδικα, το ξενοδοχείο Ομόνοια (Hondos), ο ίδιος ο Ιωάννου σε τραπεζάκι καφενείου ή στις κυλιόμενες σκάλες. Δίνοντας καθημερινά το «παρών», εξιστορεί την εξέλιξη της πλατείας μέσα από την ιστορία των κτιρίων, των ξενοδοχείων, των καφενείων και κυρίως μέσα από τους χαρακτηριστικούς τύπους που αντικρίζει σε κάθε του κάθοδο. Συχνά γίνεται αποκαλυπτικός εκθέτοντας την ερωτική ζωή της εποχής, όπως όταν περιγράφει τα «τζουρά», δηλαδή τα υπόγεια ουρητήρια της Ομόνοιας, «όπου μέσα στην μπόχα και την αμμωνία συνάπτονται απειροπληθή ειδύλλια επί τη εμφανίσει» ή όταν γράφει «δίπλα μου θα συνάπτονται οι γνωριμίες και τα ειδύλλια της μιας ώρας, οι τρυφερές συζητήσεις περί χρημάτων και ταρίφας με βιζιτάδες». Αλλά και εξομολογητικός όταν μιλάει για τους Άραβες: «Μου αρέσει η αράπικη γλώσσα, ρουφάω τους ήχους με ευχαρίστηση. Μου αρέσει και η αράπικη μυρωδιά του κορμιού και των ρούχων. Δύο χρονάκια στη Βεγγάζη τούς συνήθισα. Και τώρα, αυτός είναι ακόμα ένας λόγος για να κάθομαι με ευχαρίστηση στα πεζούλια». Καταλήγει στη διαπίστωση ότι το καλύτερο είναι να συχνάζεις χωρίς να σε ξέρουν, ώστε να παρατηρείς χωρίς να σε προσέχουν. Και ολοκληρώνει με λυρικό οίστρο, αναφερόμενος στον Ξέρξη, ο οποίος κατά τον Ηρόδοτο, όταν επιθεώρησε τον στρατό και τον στόλο του, και αφού μακάρισε τον εαυτό του, δάκρυσε και είπε: «Ούτε ένας από αυτούς δεν θα υπάρχει σε εκατό χρόνια».
Ο Τζέιμς Άξτον είναι ίσως ό,τι κοντινότερο στον Ντο Ντελίλλο, ενσωματώνοντας στις περιγραφές του τη δική του παράδοξη επαφή με την Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του ’80, οπότε έζησε ο συγγραφέας, βιώνοντας αντίστοιχες πτυχές εκκωφαντικών ιστοριών, τρομοκρατίας, μυστικισμού και αρχαιολατρίας. Το θορυβώδες κέντρο της πόλης με τα αυτοκίνητα και τις κόρνες, που παραπέμπει σε σκηνές από τη μακρινή Ανατολή, λειτουργεί αντιστικτικά ως προς τη γοητευτική σιωπή και τον εσωτερικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας που μαγεύει τον συγγραφέα και εμπνέει τον τίτλο του βιβλίου. Άλλωστε, η δική του απάντηση στους φόνους της 17Ν που απασχολούσαν τους Αμερικανούς που ζούσαν τότε στα μέρη μας, όπως κι εκείνος, είναι μια γλωσσολογο-θρησκευτική τρομοκρατική ομάδα με τον ελληνικό τίτλο «Ta onomata», που κρύβεται πίσω από τους μυστηριώδεις φόνους στο νησί Κούρος. Στη λύση του μυστηρίου σημαντική είναι η παρουσία της αρχαιολόγου γυναίκας του Κάθριν, που είναι πολύ κοντά στην αρχαιογνωσία και στα μυστήρια της μινωικής γλώσσας και των προφορικών αφηγήσεων. Ο διαχρονικός, προφορικός χαρακτήρας της ελληνικής γλώσσας που διαπερνά τους αιώνες φαίνεται να ασκεί στον Ντελίλλο γοητεία εξίσου έντονη με την επιβλητική παρουσία της Ακρόπολης. Όταν υποστηρίζει ότι οι Αμερικανοί κάποτε επισκέπτονταν την Αθήνα για να γράψουν, να εμπνευστούν και να μελετήσουν σε βάθος και όχι για να κάνουν μπίζνες, αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι το μνημείο στο πιο περίοπτο σημείο της Αθήνας, με ό,τι αυτό περικλείει, που επιβάλλει τη δυναμική παντοκρατορία του. Χωρίς να παρασύρεται από το φολκλόρ, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι ξένοι συγγραφείς, ο Ντελίλλο μελετά την Αθήνα στη συγχρονικότητα και στις αντιφάσεις της, μιλάει, εκτός από την Ακρόπολη, και για το μπαλκόνι του που βλέπει στον Λυκαβηττό και για το θορυβώδες κέντρο, για τα σκαλιά της Πλάκας, γοητεύεται από τον παράξενο εξωτισμό και την έντονη πολιτικοποίηση, εξερευνώντας τα ακραία στοιχεία και τον φανατισμό που θα μπορούσαν να συνοδεύουν πολλές πτυχές της πόλης, την οποία προσεγγίζει με πραγματικό αλλά και αρχαιολογικού τύπου ενδιαφέρον. Σχολιάζει τη ζέστη και τον καύσωνα και δείχνει να μην έχει ξεπεράσει τις οδυνηρές αναμνήσεις του μεγάλου σεισμού του ’81, κάτι που περιγράφει και σε ένα εξαίσιο διήγημα της συλλογής Άγγελος Εσμεράλδα, γνωρίζοντας ότι σε αυτή την πόλη τα πάντα αποκτούν τη δική τους σημασία, π.χ. αντιλαμβάνεται ότι για τον Αθηναίο έχει μεγάλη σημασία το κουλούρι που θα φάει στον δρόμο το πρωί και η δυνατότητα μιας εξόδου το βράδυ. Κυρίως, όμως, η ομορφιά του βιβλίου είναι η έντονη αγάπη του Ντελίλλο για την ελληνική γλώσσα, η οποία ακούγεται, για πρώτη φορά τόσο δυνατά, αληθινά και πολύπλοκα σε ξένο βιβλίο. Όλα αυτά μοιάζουν στον σπουδαιότερο εν ζωή Αμερικανό συγγραφέα τόσο γοητευτικά ακριβώς επειδή είναι τόσο αλλότρια, ίσως γιατί η αποξένωση είναι, πολλές φορές, εξίσου δυνατή με την οικειότητα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά ως προς την απεικόνιση της παλιάς αστικής Αθήνας βιβλία, από έναν συγγραφέα που αναμφίβολα έχει συνδεθεί με τη μοίρα της, είναι το Πεθαμένο Λικέρ. Περιγράφοντας την Κυψέλη της δεκαετίας του ’50 με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο, ο Ξανθούλης εισέρχεται στα άδυτα ενός χαρακτηριστικού αθηναϊκού σπιτιού όπου μεγάλωναν οι μεσοαστικές οικογένειες της εποχής, με τα κρυφά υπόγεια, τις ωραίες αυλές και τα επιβλητικά δωμάτια, τα οποία έμοιαζαν ικανά να αφηγηθούν από μόνα τους φαντασιώσεις και ιστορίες. Πρόκειται για την Αθήνα των πολύχρωμων εικόνων και όχι των γκρίζων συνειδήσεων της αντιπαροχής και των στοιβαγμένων ψυχών μέσα σε ουδέτερα διαμερίσματα. «Ο Ψου-Ψου-Ψου αποκρυπτογραφήθηκε. Σήμαινε αντιπαροχή. Θα δίναμε το σπίτι αντιπαροχή. Θα χτιζόταν μια πολυκατοικία που κατά κάποιον τρόπο θα μας έκανε κάπως πλούσιους, με τα μέτρα της εποχής. Το σπίτι θα γκρεμιζόταν και στη θέση του επιτέλους θα στηθεί ένα σύγχρονο μοντέρνο κτήριο, με τέλεια υδραυλικά, μπάνια, πλακάκια, μάρμαρα, τι ωραία!» περιγράφει ειρωνικά το χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου που είναι από τα πλέον αντιπροσωπευτικά της αστικής ηθογραφίας την οποία εισήγαγε ταυτόχρονα ως ανοιχτό τραύμα και ως νοσταλγία στα σύγχρονα συγγραφικά ήθη ο Γιάννης Ξανθούλης. Με τον χαρακτηριστικό πίνακα του Σάρτζεντ στο εξώφυλλο, το βιβλίο που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1987 από τις εκδόσεις Καστανιώτη θεωρήθηκε από τα πιο αγαπημένα μπεστ-σέλερ των αναγνωστών, οι οποίοι βρήκαν στις σελίδες του τις δικές τους αλλόκοτες ιστορίες, όπως αυτή της μονογονεϊκής οικογένειας που μεγαλώνει στο κυψελιώτικο σπίτι. Εκεί η χήρα μητέρα της οικογένειας, η οποία δείχνει να βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά ενός πρώην κομμουνιστή, μεγαλώνει τα δίδυμα αγόρια και την αδελφή τους Ραλλού μαζί με θείες και αμέτρητους συγγενείς που βάζουν ο καθένας τη δική τους πινελιά σε αυτή την ατελείωτη αστική «μυσταγωγία». Πίσω από τα βλέμματα, τις χειρονομίες και τα ερωτικά σκιρτήματα, πίσω από τους τοίχους των επιβλητικών αυτών σπιτιών δεν κρύβονται, ωστόσο, μόνο όμορφες εικόνες αλλά και σκοτεινά μυστικά: αν στα κυρίως δωμάτια φιλοξενούνται οι επισκέπτες, στα υπόγεια βρίσκουν καταφύγιο παράνομοι εραστές ή τα περίεργα παιδιά της οικογένειας, τα οποία ακολουθούν εκεί όχι μόνο τα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα, που μοιάζουν να παίρνουν ακόμα και διαστάσεις αιμομιξίας, αλλά και ιστορίες από το μακρινό παρελθόν. Εκεί, στο υπόγειο, στα απομεινάρια αυτού του παλιού ποτοποιείου που ήταν κάποτε οικογενειακή επιχείρηση, βρίσκονται τα μυστικά του πνιγμού μιας εργάτριας για λόγους ερωτικούς που συνδέονται με τον παππού τους. Όλα αυτά μπλέκονται με τις παραισθήσεις που δημιουργεί στα νεαρά μέλη το αλκοόλ, των οποίων ο απόηχος μπλέκεται με την πραγματικότητα με έναν τρόπο που εκπλήσσει, όπως πάντα, τους αναγνώστες, οι οποίοι έχουν αγαπήσει τον Ξανθούλη όχι μόνο για την πρωτόγνωρη, τότε, τόλμη του αλλά και για τη βαθιά αγάπη και το παραστατικό του βλέμμα σε μια αξέχαστη Αθήνα που, σε αντίθεση με το λικέρ, δεν πεθαίνει και δεν σβήνει από τη μνήμη ποτέ.
Μάιος 1987. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος πραγματοποιεί την τελευταία επίσκεψη στο νοσοκομείο του Παρισιού. Έχει διαγνωστεί ήδη με τη νόσο του Hodgkin σε αρκετά προχωρημένο στάδιο. Ξεκινά νέο κύκλο χημειοθεραπειών που τελειώνει τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς. Λίγο αργότερα, αισθάνεται καλύτερα και αποφασίζει να ολοκληρώσει τη συλλογή διηγημάτων του που φέρει τον τίτλο Νέες αθηναϊκές ιστορίες. Βρισκόμαστε στο 1989, όταν τελικά κυκλοφορεί το βιβλίο και η πρώτη έκδοση εξαντλείται μέσα σε λίγους μήνες. Το βιβλίο αυτό απαρτίζεται από δέκα σύντομες ιστορίες με φόντο το κέντρο της Αθήνας τη δεκαετία του ’80. Είναι ιδιαίτερες, αινιγματικές και έξυπνες. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος στον σύντομο βίο του υπήρξε λάτρης του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας. Σε αυτήν τη μικρή συλλογή διηγημάτων αποτυπώνεται ξεκάθαρα η φιλοσοφική του σκέψη. Έζησε λίγο, αλλά διένυσε μια προσωπική διαδρομή με ακόρεστο πάθος. Οι ήρωες των μικρών αθηναϊκών ιστοριών του σπαταλούν την ώρα τους σε πολύβουα καφενεία, πλατείες και εμβληματικούς αθηναϊκούς δρόμους όπως η οδός Καλλιδρομίου. Μιλώντας κάποτε στον Νίκο Μπακουνάκη με αφορμή την κυκλοφορία των Νέων Αθηναϊκών Ιστοριών, είχε πει: «Η Αθήνα είναι μια κρυφή πόλη όπου τίποτα δεν είναι φανερό και στην οποία χώροι, άνθρωποι και καταστάσεις συνυπάρχουν ενωμένα μέσα από ένα αδιόρατο νήμα».
Είναι αλήθεια ότι μιλάμε για έναν συγγραφέα που τον γοήτευαν το απρόβλεπτο και το φαινομενικά ασήμαντο. Ξεχώριζε για το χιούμορ και το οξυδερκές πνεύμα του. Στη συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων ανατέμνει εικόνες και στιγμιότυπα της Αθήνας, χρησιμοποιώντας την παρατήρηση και την ανάμνηση. Χαρακτήρες όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων περιπλανιούνται σε συνοικίες του ευρύτερου κέντρου, από την Κυψέλη και την Ομόνοια ως το Κολωνάκι. Περιγράφει με τον δικό του τρόπο, αγγίζοντας πολλές φορές τα όρια του μεταφυσικού, τοπόσημα της πόλης όπως το καφενείο και η λαϊκή αγορά και περιγράφει μοναδικά αθέατες όψεις του αστικού ιστού. Για παράδειγμα, στο διήγημα με τον τίτλο «Είκοσι τέσσερις ώρες για την Ακρόπολη» ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να διαβάσει τις περιγραφές του βραχώδους λόφου μέσα απ’ τη ματιά ενός επαρχιώτη. Αναμφίβολα, οι Νέες αθηναϊκές ιστορίες διαβάζονται αβίαστα, ενώ πηγή έμπνευσης του συγγραφέα αποτελούν η καθημερινότητα της πόλης αλλά και το κλίμα της εποχής. Αναφέρονται σε μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία η πόλη μετασχηματιζόταν χάρη στη ραγδαία ανοικοδόμηση και τη μεταβολή της πολιτισμικής ισορροπίας που προκαλούσε η παγκοσμιοποίηση. Μια χρονοκάψουλά της συναισθηματικής τοπογραφίας της Αθήνας.
Επίσης, αντιλαμβανόμαστε τους λόγους που η περιοχή της Κυψέλης ήταν για τον ίδιο μια γειτονιά που του άρεσε να αγκυροβολεί. Στο προαναφερθέν διήγημα διαβάζουμε: «Υπάρχουν πράγματα αιώνια, όπως η Ακρόπολη. Το μέρος αυτό έγινε διάσημο και το επισκέπτονται απ' όλα τα μέρη της γης. Εμείς δεν έχουμε πάει ακόμη να το δούμε γιατί ζούμε πολύ κοντά, όποια στιγμή θέλουμε το βλέπουμε. Ύστερα πρέπει να περπατήσεις πολύ από κει που σε αφήνει το τρόλεϋ. Όποιο τρόλεϋ μπαίνει στην Κυψέλη, από την Κοδριγκτώνος μέχρι την πρώτη στάση, θεωρείται αμέσως εχθρικό, αυτό συμφωνήσαμε με τον Άγγελο, τον Σπύρο και τελευταία στιγμή ήρθε για να μη χάσει ο Παπαδάκος. Τεντώσαμε ένα σκοινί από την αρχή της Επτανήσου –στο τριγωνάκι που μπροστά έχει ένα περίπτερο με κουφό περιπτερά– μέχρι την Κυψέλης για να σταματήσουμε το εχθρικό τρόλεϋ. Εκείνο όμως έσπασε το σκοινί με τη φόρα που είχε, μετά όμως, απ’ ό,τι μάθαμε, στη στάση απέναντι από το κουρείο του έφυγε ο τρολές. Στο κουρείο εκείνη την ώρα καθόταν ο πατέρας του Άγγελου, από κει το μάθαμε. Στη μια πολυθρόνα καθόταν αυτός, στη μεσαία ο ψιλικατζής της οδού Σποράδων και στην ακριανή πολυθρόνα στο βάθος κουρεύανε τον Καρύδα, που δουλεύει στο Ρόξυ, και πουλάει σάμαλι, κωκ, τυρόπιτες. Αυτός έχει χάσει πολλές χρονιές και λέει ότι έχει πάει σε γυναίκα. Δεν τον πιστεύει κανείς, αλλά λες να έχει πάει; Ένα άλλο ψέμα που λέει είναι ότι πέρασε από την Ελληνική Παιδεία, το σχολείο που έχουν στην οδό Κύπρου αυτές του κατηχητικού με τον κότσο [...] Όταν έφυγε ο τρολές, μέσα στο τρόλεϋ ήταν αυτός ο στρατηγός που μένει στη Ζακύνθου δίπλα στο Κυψελάκι. Αυτός βγήκε πολύ νευριασμένος και είπε του οδηγού ότι πρέπει να μάθει ποιοι γιεγιέδες έβαλαν το σκοινί».
Αναμένεται να επανακυκλοφορήσει
Ο Κάρολος πηγαίνει στην τρίτη δημοτικού και η Λίλη στην πρώτη. Ο μπαμπάς τους δουλεύει στη σωληνουργία. Είναι καλός και αστείος. Η μαμά τους μοιάζει με τη Μαίρη Πόπινς, αλλά πίνει πολύ ουίσκι. Η κεντρική πλοκή της ιστορίας εστιάζει σε μια οικογένεια με δύο παιδιά, η οποία ζει ανάμεσα σε θορύβους από μπουλντόζες και κομπρεσέρ, σε μια πολυκατοικία της ολοένα αναπτυσσόμενης και ανοικοδομούμενης Αθήνας. Η Κυψέλη της δεκαετίας του 1960, τα μοντέρνα διαμερίσματα, η ταχύτατη αστικοποίηση της πόλης και η νέα κοινωνική διαστρωμάτωση. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε μια τυπική ελληνική οικογένεια η οποία ξενυχτά, γλεντά και πηγαίνει βόλτες σε αναψυκτήρια και βεγγέρες. Μια οικογένεια που διαλύεται και, ταυτόχρονα, ανασυγκροτείται.
Το Αύριο, μια άλλη χώρα είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου, και πρωτοεκδόθηκε το 1997. Σε αυτό η συγγραφέας περιγράφει το μοναδικό πράγμα που μπορεί κανείς να ονομάσει «πατρίδα» του: μια παιδική ηλικία γεμάτη μικρά και μεγάλα γεγονότα, εκπλήξεις και πικρίες. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε γειτονιές της κεντρικής Αθήνας λίγο πριν ξεσπάσει το πραξικόπημα του 1967 και ήρωές της είναι τα μέλη μιας μεσοαστικής οικογένειας, το καθένα από τα οποία βλέπει τον κόσμο με τον δικό του τρόπο. Μολονότι δεν πρόκειται για αυτοβιογραφικό αφήγημα, όπως έχει δηλώσει η ίδια η συγγραφέας, αποτελεί μαρτυρία για μια ολόκληρη εποχή. Σε συνέντευξή της είχε πει: «Είναι η ιστορία μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας μέσα στην ιστορία μιας ευρύτερης μεσοαστικής οικογένειας. Οι άνθρωποι αυτοί –οι μεγάλοι και οι μικροί– συνδέονται αναπόφευκτα με όσα συμβαίνουν στη χώρα, στον κόσμο γύρω τους, τίποτα δεν μπορεί να τους αφήσει ανεπηρέαστους, ακόμα κι όταν προσπαθούν να κλείσουν τις κοινωνικές ταραχές και τις αδικίες έξω απ’ το σπίτι τους. Με την έννοια αυτή το Αύριο, μια άλλη χώρα είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα: μιλάει για μια οικογένεια που, αν και σχετικά προνομιούχα, στερείται ό,τι είναι πιο σπουδαίο σ’ αυτόν τον κόσμο: τη δημοκρατία. Επίσης, καταγράφει την ατμόσφαιρα μιας εποχής, τα γεγονότα της δεκαετίας του ’60».
Γλυκόπικρο και ευαίσθητο, χιουμοριστικό και ειρωνικό, ευφυές και σπαρταριστό. Η πολυδιαβασμένη συγγραφέας σκιαγραφεί οπτικές της εμβληματικής δεκαετίας του 1960 και το πετυχαίνει μέσα από την καθημερινότητα μιας αθηναϊκής οικογένειας. Περιγράφει με πάθος και νοσταλγία την Αθήνα ως το «μαγικό τοπίο όπου οι μεγάλοι έχουν ένα σωρό μυστικά και οι μικροί ένα σωρό απορίες». Ουσιαστικά, μέσα απ’ αυτό το ολιγοσέλιδο αφήγημα επιχειρεί να αναδείξει τη μετάβαση από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, μια χώρα ανέχειας και έλλειψης ατομικής προόδου στην Ελλάδα της υπερκατανάλωσης και της κοινωνικής ανέλιξης.
Όταν κυκλοφόρησε ο Άχρηστος Δημήτρης του Γιώργου Συμπάρδη ο Μένης Κουμανταρέας έγραψε: «Σ’ αυτό το αριστοτέχνημα απόκρυψης ο αναγνώστης δεν περιμένει να μάθει την έκβαση της υπόθεσης... αλλά μένει ένας ηδονοβλεψίας μέσα από χαραμάδες και κλειδαρότρυπες μιας όψης της ελληνικής πραγματικότητας». Σε τετρακόσιες και πλέον σελίδες ο Γιώργος Συμπάρδης πλάθει μια ιστορία με σχεδόν ασήμαντα περιστατικά, μικρά, σχεδόν απροσδιόριστα, σαν ανεπαίσθητα αγγίγματα, για να περιγράψει κάτι που μοιάζει να είναι μια μεγάλη φιλία, ένας μεγάλος έρωτας, μια ιστορία ζωής αλλά και μια αυταπάτη, μια φαντασίωση. Θα μπορούσαν να διαβαστούν αλλιώς;
Όλα ξεκινούν από μια μικρή διαδρομή από το Θησείο, από την οδό Ιουλίου Σμιθ μέχρι την Κουμουνδούρου – αυτό το χιλιόμετρο αλλάζει τη ζωή του Γιώργου. Γιατί εκεί, στο σπίτι του Λάκη, γνωρίζει τον Δημήτρη, έναν τύπο σχεδόν ανεξιχνίαστο, με τον οποίο θα συνάψει μια μακρόχρονη φιλία, μια σχέση που διακόπτεται και αρχίζει ξανά, σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτα. Ποτέ δεν υπάρχει ερώτηση, όλα μοιάζουν ανεξήγητα. Οι δυο άντρες, ο ένας δικηγόρος, ο άλλος γκαρσόνι, ναυτικός, υπάλληλος γραφείου ταξιδίων, μπάρμαν, ηθοποιός, ζουν την περιπέτειά τους μέσα στην πόλη, της οποίας τα σημεία αναφοράς χαρακτηρίζουν και τη σχέση τους. Πρωταγωνίστρια η Αθήνα του 1973, σταθερά παρούσα στις περισσότερες σελίδες. Ενώ τα πρόσωπα, άντρες και γυναίκες, μπαίνουν στην ιστορία και μετά εξαφανίζονται και ο Συμπάρδης το κάνει να μοιάζει φυσικό –τίποτα δεν κρατάει για πάντα σαν να λέει, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη–, η πόλη βρυχάται, με την τρυφερότητα και τα παράδοξά της, πίσω από τους ώμους των δυο ανδρών. Είναι το Θησείο στο κάδρο, όταν δεν ήταν πεζόδρομος η Αποστόλου Παύλου, με το σπίτι του Γιώργου πάνω από τα βραχάκια της Αγίας Μαρίνας, εκεί όπου έφτασε μια μέρα ο Δημήτρης για να κοιμηθεί, και ο σταθμός του Θησείου, και ο κόσμος μιας πόλης όπου όλοι γνωρίζονται και τα μεγάλα όνειρα δεν σημαίνουν τίποτα, όπως έλεγε ο φίλος Λάκης, που μια μέρα εξαφανίστηκε για πάντα.
Σουλατσάρουν οι φίλοι στο τσίρκο Μεντράνο, συχνό επισκέπτη της Αθήνας του ’70, και στο Αιγάλεω με τα μικρά σπίτια, σε ταβέρνες με ορχήστρες που ήταν η μόδα, και φτάνουν σε ξενοδοχεία στον Σκαραμαγκά, σε χαρτοπαικτικές λέσχες της Κυψέλης και σε μέρη περίεργα, σχετίζονται με παράξενα κορίτσια, με μια Βέρα και μια Σόνια και μια Ελεονόρα που ρίχνουν νερό στον μύλο της ιστορίας της σχέσης δυο αντρών που μοιάζει όλο και πιο απόμακρη ή ότι θα διαρκέσει για πάντα. Στα παλιατζίδικα μια Κυριακή ο Δημήτρης ρώτησε: «Λες να υπάρχει κάποιος που να θέλει να αγοράσει άχρηστους ανθρώπους. Απάντηση δεν πήρε και συνεχίστηκε η ζωή των δυο συγκατοίκων και μαζί και χώρια στα σινεμά της Ομόνοιας με ταινίες του Μπρους Λι και στα θέατρα της λεωφόρου Αλεξάνδρας· και ήρθε και μια Μαρία που μπορεί να τα άλλαξε όλα σε αυτήν τη φιλία που είχε «μια γλυκόπικρη γεύση, ένα αγκάθι μοναξιάς». Αυτή η ανυπέρβλητης γοητείας ιστορία είναι σαν γυρισμένη στο ημίφως της Αθήνας, εδώ που όλοι γνωριζόμαστε.
Το Πάντα Καλά στον τίτλο του βιβλίου του Παύλου Μάτεσι είναι η στερεοτυπική ευχή που συνοδεύει την επίσης στερεοτυπική ερώτηση «όλα καλά», μια ευχή που έχουν στο στόμα τους όλες οι πρωταγωνίστριες στη λαϊκή γειτονιά της Αθήνας όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα. Η προσφυγική γειτονιά που θυμίζει κάπως τον μαχαλά από τη Μαντάμ Σουσού του Ψαθά βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη (το σπίτι της Μελανίας, της καφετζούς, «έβλεπε» Ακρόπολη). Πρόκειται για μια Αθήνα οικεία και πλέον μάλλον νοσταλγική, αν και οι χαρακτήρες είναι διαχρονικοί, λαϊκοί και αγνοί, με αφέλεια αλλά και πονηριά – το πανόραμα πράξεων και συναισθημάτων που περιγράφεται είναι στα όρια του γκροτέσκ. Πρωταγωνίστριες είναι οι γυναίκες της γειτονιάς, η Νάνσυ, που κάνει συνεχώς αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, η αδερφή της η Μελανία, η σεμνότυφη φαρμακοποιός, η Βασιλεία, ο Γιάγκος ο μπακάλης, η Σταυρούλα η μορφωμένη που έδερνε τον άντρα της, η Φιλαδέλφεια, η κυρία Αρσενία, ο Ζώης ο αστυνομικός που γοητεύεται από την «ιδανική αυτόχειρα» Νάνσυ, η Κεβή η κομμώτρια. «Σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει μια ευφορία», έλεγε ο συγγραφέας. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι ξαρμάτωτοι, δεν έχουν ούτε παιδεία ούτε ιδιαίτερη ευφυΐα ούτε χρήματα ούτε γοητεία ούτε τίποτα. Έχουν όμως μια ευγνώμονα στάση απέναντι στη ζωή. Ό,τι και να γευθούν, το χαίρονται. Ένα ποτήρι νερό πίνουν και το απολαμβάνουν. Ξέρουν τι εστί ζωή και τους αρέσει που ζουν». Αυτό ακριβώς είναι το βιβλίο, ένα «πικάντικο», απολαυστικό αθηναϊκό μυθιστόρημα ανθρώπων που είναι αγράμματοι και ο τρόπος που μιλούν είναι γεμάτος ξεκαρδιστικά λάθη, νεολογισμούς και κλισέ που ενίοτε σου προκαλούν αμηχανία και γέλιο. Με κάποιον τρόπο το Πάντα Καλά είναι μια ανακεφαλαίωση όλων των (μέχρι τότε) βιβλίων του συγγραφέα, γιατί σε σημεία εμφανίζεται η Ραραού της Μητέρας του σκύλου που κρατά στα χέρια της το βιβλίο στο οποίο η ίδια πρωταγωνιστεί, ενώ το γνωρίζει και η φαρμακοποιός Βασιλεία. Ο Μάτεσις χαρακτήριζε το Πάντα Καλά ως «αισθηματικό μυθιστόρημα» που έχει μέσα του Αθήνα σε μεγάλες δόσεις, παρότι οι περιγραφές περιορίζονται στα διαμερίσματα και στον μικρόκοσμο της γειτονιάς: το ταψί με το αρνί που πάει στον φούρνο, οι είσοδοι των πολυκατοικιών και τα παράθυρα που βλέπουν στον δρόμο, το φαρμακείο, το κομμωτήριο, το ΙΚΑ, το νεκροταφείο και οι ήχοι μοτοσικλέτας ντύνουν τις σχέσεις μιας παρέας γυναικών που αγωνίζονται να επιβιώσουν και να ερωτευτούν σε έναν κόσμο βάναυσο. Και μπορεί οι ηρωίδες του να έχουν έρθει από την επαρχία, αλλά έχουν προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής της πρωτεύουσας και προσπαθούν να μιλήσουν και πρωτευουσιάνικα με καταστροφικά αποτελέσματα. Ο Μάτεσις έγραψε ένα βιβλίο που θυμίζει το Τρίτο Στεφάνι –σε κάποια σημεία είναι σαν την κωμική εκδοχή του–, ξεκάθαρα λογοτεχνία ελληνική, αθηναϊκή, που χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή.
Η Αθήνα αποτελεί συχνά το φόντο για τα ιστορικά μυθιστορήματα και τις γλαφυρές τοιχογραφίες εποχής της Αθηνάς Κακούρη. Στο μυθιστόρημά της Ο χαρταετός μας μεταφέρει στις παραμονές της εποχής του Τρικούπη και στην Αθήνα της περιόδου 1871-1873. Οι δίκες για τη σφαγή στο Δήλεσι που μόλις έχουν ξεκινήσει, οι εορτασμοί των 50 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, η άφιξη του λειψάνου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και το σκάνδαλο των Λαυρεωτικών αποτελούν το ιστορικό συγκείμενο του βιβλίου. Η Κακούρη εξυφαίνει την πλοκή της σε μια πόλη που ταλανίζεται από τις πολιτικές διαμάχες και την οικονομική κρίση αλλά και σε μια χώρα που προσπαθεί να ανασυσταθεί και να πατήσει γερά στα πόδια της.
Πόσο γνωστή μάς είναι όμως η Αθήνα του 1871-1873; Η καρδιά της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της πόλης χτυπά στο Σύνταγμα, το Πολυτεχνείο έχει μόλις εγκατασταθεί στο μισοτελειωμένο ακόμα κτίριο της οδού Πατησίων, το Αρχαιολογικό Μουσείο είναι με σκαλωσιές, τα περισσότερα σπίτια είναι δίπατα, δωρεές πλούσιων ευεργετών προσπαθούν να κάνουν τη νεόκοπη πρωτεύουσα να δείχνει ευρωπαϊκή. Μεγαλοαστικά νεοκλασικά αρχοντικά με αριστοκρατικές προσόψεις αρχίζουν να υψώνονται, ενώ πλινθόκτιστα σπιτάκια βρίσκονται στους πρόποδες της Ακρόπολης. Στα Πατήσια απλώνονται περιβόλια και στο Αιγάλεω δεν υπάρχουν παρά μόνο χωράφια, οι δρόμοι πνίγονται στη σκόνη σε κάθε φύσημα του ανέμου, ο Ιλισός είναι ποτάμι, στη Σταδίου ακούγονται χλιμιντρίσματα από τους Βασιλικούς Στάβλους και ο φημολογούμενος πλούτος του Λαυρίου έχει ανοίξει την όρεξη σε τυχοδιώκτες και πλιατσικολόγους. Ξένοι περιηγητές και ομογενείς καταφτάνουν στην Αθήνα, παρακινημένοι από το ήπιο κλίμα της και από το αρχαίο κλέος της, στο καφενείο «η Ωραία Ελλάς» δημοκόποι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και ποιητές διαπληκτίζονται, ενώ η Ακρόπολη δεσπόζει επιβλητική και διακρίνεται από παντού.
Η Κακούρη εικονογραφεί μια Αθήνα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε περασμένες δόξες, παράτες και τυμπανοκρουσίες από τη μια και την ανάγκη να γίνει μια σύγχρονη πόλη από την άλλη. Η δράση των ηρώων βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τον περιβάλλοντα χώρο και το αττικό τοπίο. Τα οξυμένα πολιτικά πάθη, τα fake news που διασπείρει ο Τύπος της εποχής, η διαφθορά της εξουσίας και οι δολοπλοκίες των επιτήδειων μοιάζουν με κλασικά εικονογραφημένα, ενώ τα Λαυρεωτικά έχουν πολλές ομοιότητες με την υπόθεση του Χρηματιστηρίου του επόμενου αιώνα. Ο Χαρταετός που υψώνεται στον ουρανό της Αθήνας δεν είναι παρά μια υπόμνηση των φαντασιώσεων και των ψευδαισθήσεων στις οποίες επενδύει σταθερά η πόλη. Η Αθηνά Κακούρη περιγράφει σ’ αυτό το βιβλίο μια πρώιμη πρωτεύουσα που έψαχνε ακόμα τα πατήματά της και στην οποία έμπαιναν τότε τα θεμέλια για αρκετά απ’ όσα συναπαρτίζουν τη σημερινή της όψη· ενίοτε με έναν υποβλητικό μυστικισμό για ένα τοπίο σχεδόν μεταφυσικό που σήμερα εκλείπει: «“Τι τόπος!” μονολόγησε ο Μανώλης. Νότες η αρμονία των γραμμών, ψίθυροι απόκοσμης ζωής στα λαμπρά ερείπια, στα φύλλα, στις αναδενδράδες, γνέφει το μακρινό νερό, τίποτα δεν κοιμάται, ούτε ποτέ σωπαίνει η κρυφή και πανάρχαιη ζωή ολόγυρα –υπερφυσικά τα πάντα».
Ξέρεις ότι είναι άνοιξη όταν μοσχοβολούν οι νεραντζιές στο Σύνταγμα, ξέρεις ότι είναι καλοκαίρι όταν μοσχοβολάνε οι συκιές στην αυλή μιας ερειπωμένης μονοκατοικίας στα Εξάρχεια και αυτό τον καρπό δεν μπορείς να τον φτάσεις, πολλές φορές ούτε να τον δεις. Ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Ηπειρώτης συγγραφέας που έχει ζήσει μέσα στη φύση και αφουγκράζεται τους ήχους και τις σιωπές της, κάτοικος της μεγάλης πόλης, λάτρης των δέντρων, της ανθοφορίας και της καρποφορίας τους, μοναχικός μετρονόμος των εποχών και των αλλαγών τους, φτιάχνει έναν απροσδόκητο χάρτη των οπωροφόρων της Αθήνας στο ομότιτλο βιβλίο του. Τα καταγράφει και τα επισημαίνει όπου και αν βρίσκονται. Στο Μετς, στο Φάληρο, στον Εθνικό Κήπο βλέπει τις νεραντζιές και τις κορομηλιές, τις ροδιές, τις μουριές και τις τζιτζιφιές, τις ελιές, τις φραγκοσυκιές και τις συκιές, τις μελικοκιές και τις κακαβιές, τις μεσκουλιές, τις κοντούλες, τις σπαραγγομάνες. Λίγα αναγνωρίζει από αυτά ο σημερινός βιαστικός διαβάτης, τα άγνωστα σε αυτόν είδη τα προσπερνά, χωρίς να γνωρίζει το όνομα ή την ύπαρξή τους. Ο Δημητρίου άρχισε να γράφει από πρωτογενή αγάπη στις λέξεις. Λέει πώς «ήτανε στα χέρια μου παιχνίδια. Είχαν και έχουν όγκο, μυρωδιές, χρώματα. Έχουν πλάκα». Οι λέξεις του μοιάζουν με τα οπωροφόρα του, μοσχοβολούν στην εποχή τους.
Ο ήρωάς του, μοναχικός και ακατανόητος σε πολλούς κυκλοφορεί, σε αυτό τον κήπο της Εδέμ, το ίδιο αφανής με τα άγνωστα οπωροφόρα, προσπαθώντας να σχετιστεί με όσους συναντά, συνταξιούχους και συνεπιβάτες στα λεωφορεία, πρόσωπα διστακτικά, ήρωες χαμένους στη μοναξιά τους. «Ξέρουν δε όλοι οι επιβάτες έναν κανόνα απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν κοιτάζονται, ιδίως στο πρόσωπο, ιδίως στα μάτια. Ίσως ντρέπονται τη συγκυριακή, ανύπαρκτη κοινωνικότητα. Απλώς έτυχε να συνταξιδεύουν για λίγο. Ίσως ακόμα να ντρέπονται για το πρόσωπό τους που δεν είναι πια προστατευμένο στο οικείο κοινοτικό πρόσωπο, παρά είναι αδέσποτο, χωρίς κύρος. Εμένα, όμως, το καλάθι και το καλάμι μάς κοιτάζουν όλοι με μεγάλη ελευθερία. Περιέργως, εγώ δεν παρεξηγούμαι», γράφει στα Οπωροφόρα. Έτσι είναι οι ήρωές του, αυτοί που του αρέσει να ταυτίζεται μαζί τους, οι παλαβοί, οι αθώοι, οι πολύ μελαγχολικοί. «Πρέπει να είναι λίγο εξτρέμ ο άλλος. Όταν τα ’χεις όλα, μονά-ζυγά δικά σου, δεν είσαι ήρωας. Πρέπει να έχεις απόκλιση», λέει.
Υπάρχει μια παιδική αθωότητα στα Οπωροφόρα, σαν μια στάση ζωής που λέει ότι ποτέ δεν θα μάθουμε τίποτα, όσο πιο πολύ σκάβουμε τόσο πιο πολύ η ουσία απομακρύνεται, οπότε αυτό που μπορούμε ας το κάνουμε για να γελάσουμε λίγο. Η Αθήνα των οπωροφόρων είναι μια κρυφή Αθήνα, μια πόλη με κρυμμένες όψεις που δεν είναι ανύπαρκτες, απλώς είναι μη ορατές, δεν μας απασχολούν γιατί ίσως δεν είναι χρήσιμες ή και επικερδείς. Μέσα από τα καταπράσινα φύλλα και τους πολλές φορές περιφρονημένους καρπούς ανατέλλει μια Αθήνα αυθεντική με μια ψίχα ζουμερή και αδιαμεσολάβητη που χάνεται από το βλέμμα μας· δεν ξεχνάμε να δώσουμε ένα λεπτό από τον χρόνο μας για να αναρωτηθούμε σε ποιού δέντρου τη σκιά καθόμαστε. Μέσα στον αχανή αστικό ιστό αυτό είναι ένα οδοιπορικό στη ζωή, τη λογοτεχνία και τη Αθήνα, σαν επιστροφή σε μια πιο φωτεινή λησμονημένη κάπως πλευρά της ζωής.
Ελάχιστοι συγγραφείς έγραψαν για την Αθήνα της κρίσης την περίοδο των μνημονίων και ακόμα πιο λίγοι με τον παραστατικό τρόπο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, ενός από τους πιο αντιπροσωπευτικούς σύγχρονους πεζογράφους. Ήρωας του βιβλίου είναι ένας πρώην βιοτέχνης κουμπιών και νυν οδηγός ταξί που άλλαξε επάγγελμα ύστερα από μια μεγάλη χρεοκοπία η οποία είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες μετατροπές στη ζωή του. Ένας χαρτοφύλακας με ένα τεράστιο ποσό που βρίσκει στο ταξί του μοιάζει με ειρωνεία της τύχης και είναι αφορμή για μια σειρά από επιπλέον περιπέτειες, καθώς, παρά τα προσωπικά, οικονομικά και οικογενειακά του προβλήματα, το κυνήγι με τους τοκογλύφους και τα αδιέξοδα, ο οδηγός αποφασίζει να το επιστρέψει. Πρόκειται για μια ουσιαστική ευγενική χειρονομία –εξίσου ευγενικό είναι και το ότι τολμά να σώσει με κίνδυνο της ζωής του έναν τραυματισμένο σκύλο–, η οποία, ωστόσο, προκαλεί επιπλέον προβλήματα αφού δεν έχει κανένα αντίκρισμα στη σκληρή πραγματικότητα που ζει. Η εξωτερική αλλοτρίωση είναι, ως εκ τούτου, σε απόλυτη αντιστοιχία με την εσωτερική και ηθική κατάπτωση του παρηκμασμένου τοπίου της πόλης. Τα κλειστά μαγαζιά, οι εξαθλιωμένοι κάτοικοι οι διαρκείς συγκρούσεις μοιάζουν με σκηνές από κινηματογραφική ταινία, αλλά είναι απόλυτα πραγματικοί. Έτσι, μέσα από την περιπλάνηση του ταξιτζή Αργύρη στους δρόμους της Αθήνας έχουμε την ευκαιρία να θυμηθούμε όλη τη ρεαλιστική και σκληρή σκηνογραφία του κέντρου την εποχή της κρίσης, ενός ακραία ρεαλιστικού ντεκόρ που καθιστά το μυθιστόρημα του Τζαμιώτη νατουραλιστικό, με ακραίες, ιλαροτραγικές στιγμές: η εξαγριωμένη νεολαία στα Εξάρχεια, ένας φτωχοδιάβολος που πέφτει θύμα ξυλοδαρμού, γυναίκες που προσφέρουν το σώμα τους για ένα κομμάτι ψωμί, τα ναυάγια της ζωής στα πέριξ της Ομονοίας, ένας τρωγλοδύτης που μάταια προσπαθεί, σε ένα από τα πιο παραστατικά ενστανταντέ του βιβλίου, να μεταφέρει ένα θεόρατο ψυγείο – όλες οι έμψυχες στιγμές της Αθήνας ενυπάρχουν στις σελίδες του. Παρότι έχει περάσει πάνω από μια δεκαετία από την κυκλοφορία του βιβλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, μοιάζει να είναι βγαλμένο από το πιο οδυνηρό μας ασυνείδητο, αφού οι διαρκείς εσωτερικές ήττες ενδεχομένως να μην έχουν βρει ακόμα την επιδιωκόμενη λύτρωση και να μην υπακούν σε καμία μεταφυσική πέρα από τη σωτηρία της ψυχής. Άλλωστε η πιο ένδοξη στιγμή του βιβλίου είναι η ανθρωπιά, ενσαρκωμένη από τον πιο ανυπεράσπιστο κάτοικο της πόλης που είναι ο ταξιτζής Αργύρης, ένας από αυτούς που συναπαρτίζουν την πιο απτή πραγματικότητα της Αθήνας και εκφράζουν την κρυφή καλοσύνη των ανώνυμων κατοίκων της. Γιατί η υπέρβασή της γίνεται ακριβώς εκεί που δεν το περιμένεις, στην επόμενη γωνία, με τους άγραφους κανόνες σαν αυτούς που μάθαινε στον Αργύρη ο λαϊκός πατέρας του, όταν ήταν μικρός.
Το 2010 ο Πέτρος Μάρκαρης έγραψε ένα βιβλίο για τους ξένους επισκέπτες της Αθήνας, την Αθήνα της μιας διαδρομής. Πείστηκε και το εξέδωσε και στα ελληνικά, ευτυχώς. Η πόλη έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα βιβλία του με ήρωα τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο που τη διασχίζει ανακαλύπτοντας τα μυστικά της με το Μirafiori και αργότερα με το Seat του. Αυτήν τη φορά είναι ο συγγραφέας που διασχίζει την πόλη ακολουθώντας τη διαδρομή του Ηλεκτρικού που οι νεότεροι ξέρουν ως πράσινη γραμμή, από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά.
«Είναι η ψυχή της συγκοινωνιακής Αθήνας», λέει ο Μάρκαρης που κανένα άλλο μέσο συγκοινωνίας δεν του δίνει τόση ευχαρίστηση όσο ο Ηλεκτρικός και οι διαδρομές του. Και σαν παλιός κάτοικος της πόλης την έχει δει μέσα από τα τζάμια του να μεγαλώνει, να μεταμορφώνεται και να αλλάζει δραματικά ακόμα και μέσα σε λίγες δεκαετίες. Η διαδρομή με τον Ηλεκτρικό είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να ανακαλύψει κάποιος την Αθήνα και την κοινωνική της διαστρωμάτωση όπως διαμορφώθηκε μέσα στον χρόνο. Ο ατμοκίνητος συρμός που έκανε το παρθενικό του δρομολόγιο από το Θησείο στον Πειραιά το 1869 αγαπήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο μέσο από τους Αθηναίους ίσως γιατί εκπροσωπούσε και το όνειρο του εξευρωπαϊσμού της πρωτεύουσας. «Πήρα τον Ηλεκτρικό» σήμαινε ταχύτητα, σταθερή τροχιά, μια συνέπεια που σπάνια έβρισκες στους αθηναϊκούς δρόμους.
Η διαδρομή με το τρένο κρατάει περίπου μία ώρα, κάνει είκοσι τέσσερις στάσεις και διασχίζει την πόλη σε μήκος 25,7 χιλιομέτρων. Όλες οι όψεις της Αθήνας αποκαλύπτονται στον φιλοπερίεργο επιβάτη που θα θελήσει να κατέβει σε κάθε στάση και να εξερευνήσει την περιοχή γύρω από τον σταθμό. Ένα καζάνι εκατομμυρίων ψυχών, φτωχικές συνοικίες και νεόπλουτα προάστια, περιοχές με αρχαιότητες και εργοστάσια, με άτσαλες ανοικοδομήσεις, με ένα κράμα αντιθέσεων και εκπλήξεων. Ο Μάρκαρης κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν των συνοικιών, ξεκινώντας από τον Πειραιά, την Τρούμπα και τα φαντάσματα των παλιών μπαρ, που σήμερα είναι κλειστά. Περνάει από το Φάληρο, την κάποτε συνοικία των καπεταναίων που σήμερα συμπιέζεται ανάμεσα στους όγκους του Καραϊσκάκη και του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, από το Μοσχάτο των προσφύγων και του πλημμυρισμένου Κηφισού, με τον «αέρα» σε αναμονή για τον όροφο που θα χτιζόταν κάποτε, από την Καλλιθέα, τη μοναδική μεσοαστική γειτονιά μεταξύ Πειραιά και Ομονοίας, από τη μικροαστική συνέχειά του, τον Ταύρο, τα κάποτε υποβαθμισμένα Πετράλωνα και το Θησείο, το πιο παλιό κέντρο της Αθήνας. Κι έτσι συνεχίζει η διαδρομή μέχρι να φτάσει στην Κηφισιά, στο τέλος της διαδρομής και στο προάστιο που είχε καθοριστική επιρροή στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της νεότερης Ελλάδας./p>
Παράλληλα με την ιστορία κάθε συνοικίας στην οποία κάνει στάση ο Ηλεκτρικός παρουσιάζεται όχι μόνο ένα χρονικό της σύγχρονης ζωής, που σε πολλές περιπτώσεις αναβαθμίστηκε χάρη στον Ηλεκτρικό, αλλά και ιστορίες παρακμής, γαστρονομικές νεοελληνικές συνήθειες, ταβέρνες και ζαχαροπλαστεία, αγορές και αρχαιολογικοί περίπατοι, η άνοδος και η πτώση της Ομόνοιας με τις μεγάλες αντιθέσεις. Σε 24 στάσεις η Αθήνα περιγράφεται με τρόπο ζωηρό και γλαφυρό μέσα από έναν οδηγό στο παρόν και το παρελθόν και ένα από τα καλύτερα βιβλία για να μάθεις την ιστορία της πόλης.
Γραμμένη μέσα στην κρίση, η νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα ανατέμνει ποιητικά και δημοσιογραφικά την άνοδο και την πτώση μίας από τις αστικές γειτονιές της Αθήνας που για χρόνια βρίσκεται στην πρώτη γραμμή κάθε είδους αντιπαραθέσεων. Με το βιβλίο του Η Βικτώρια δεν υπάρχει και τη δυναμική του λόγου του ο συγγραφέας έρχεται να μας υπενθυμίσει το πέλαγος της υποκρισίας στην οποία πλέουμε. Το πώς κατοικήθηκε η γειτονιά πέριξ της ιστορικής πλατείας δεν αποτελεί μυστήριο.
Οι κάτοικοι, μάλλον οι απόγονοί τους, την εγκατέλειψαν και τράβηξαν για τα προάστια. Παρέμειναν εκεί οι ηλικιωμένοι, η τοπική αγορά που άλλοτε έσφυζε κατέρρευσε, τα μαγαζιά έκλεισαν, τα σπίτια νοικιάζονταν με το ζόρι. Και μετά ήρθαν οι ξένοι, που έπιασαν τα υπόγεια και τα ισόγεια και γέμισαν την πλατεία με κόσμο και ζωή και υπερασπίστηκαν τη ζωντάνια της. Κι έπειτα οι πρόσφυγες που κάποιοι τούς αράδιασαν και θα μπορούσαν να τους ξεχάσουν κιόλας εκεί, στην πλατεία, στη μέση του δρόμου. Και έγινε η πλατεία Βικτωρίας, που δεν είναι ακριβώς συνοικία σαν την Κυψέλη και τα Εξάρχεια, πεδίο μάχης λαμπρό. Και ο παλιός της πληθυσμός μετατράπηκε σε ξενοφοβικούς ρατσιστές που αναζητούν μια επινοημένη ευμάρεια από πολλά χρόνια χαμένη.
Ο Τσίρμπας, μέσα από τη συνάντηση δυο αγνώστων σε ένα τρένο, σκιαγραφεί τον θυμωμένο (με τους ξένους) μέσο κάτοικο της περιοχής. Ο ήρωάς του, σε έναν χειμαρρώδη μονόλογο, αφηγείται την ιστορία του. Έχει ξεμείνει στη γειτονιά, ζει με τους ηλικιωμένους γονείς του, αισθάνεται αδικημένος, μη προνομιούχος, φοβικός απέναντι σε κάθε αλλαγή που δεν του υπόσχεται κάτι καλύτερο. Η «ιδανική» πλατεία του παρελθόντος είναι μια χαβούζα με μετανάστες, βρόμα, σκουπίδια και βία. Μυρωδιές από κρεμμύδια και κάρι περνάνε μέσα από τους φωταγωγούς των πολυκατοικιών και από μικρά διαμερίσματα που φιλοξενούν πολλούς στριμωγμένους μετανάστες.
Ένα ποθεί ο ήρωας: να μπει τάξη στο χάος και, αν χρειαστεί, θα καταφύγει σε μια δικής του έμπνευσης «τελική λύση», δηλητηριάζοντας το φαγητό που θα αφήνει για λόγους «φιλανθρωπίας» δίπλα στους κάδους. Ποιο είναι το εσωτερικό σύστημα που μας οδηγεί σε αυτή την έλλειψη συμπόνιας, στην αποκτήνωση, πώς είναι δυνατό μια ανθρώπινη ζωή να μην έχει σημασία; Εύκολα μπορεί να οδηγηθεί κάποιος εκεί τελικά. Όποιος έχει ζήσει σε αυτή την περιοχή και λίγο πιο κάτω το γνωρίζει, αν είδε στην Αχαρνών και στον Άγιο Παντελεήμονα τη γέννηση, την άνοδο και τον θρίαμβο της Χρυσής Αυγής που παρίσταναν τους προστάτες των αδύναμων. Κι αν σοκάρεται με τη σκληρή πραγματικότητα που η υπόκωφη συγκρότηση του ρατσισμού ενθαρρύνει, ας ρίξει μια ματιά στον συνταξιδιώτη, τον γείτονα, τον συνάδελφο που απέχει, αδιαφορεί, σκέφτεται απαθώς ότι εκείνος δεν είναι σαν αυτούς που μένουν σε αυτές τις γειτονιές, δεν θα μείνει ποτέ εκεί, άρα δεν τον αφορά η αλήθεια τους. Θα βγει από το τρένο, το γραφείο, τη συζήτηση και θα κατευθυνθεί προς τα βόρεια προάστια, στην ασφάλεια ενός λεκανοπεδίου πολλών ταχυτήτων. Το βιβλίο του Τσίρμπα είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο για την πόλη που αλλάζει ραγδαία και ένα ανθρωπολογικό σχόλιο για τη δική μας αλλαγή σε μια πόλη με περιοχές ποτισμένες με φόβο.
Η Ρέα Γαλανάκη είναι μια συγγραφέας που ζει και γράφει στο εσωτερικό των ημερών, που αφουγκράζεται τα πιο καίρια κομμάτια της ελληνικής ιστορίας, όπως το γενεαλογικό τραύμα, η απώλεια, ο μύθος, και διαμορφώνει μια λογοτεχνία που αφήνει τη δική της διαχρονική σφραγίδα, συνδέοντας το παρελθόν με το αιώνιο μέλλον. Εξού και οι ιστορίες των πρωταγωνιστών της, κυρίως των γυναικών, όπως περιγράφονται στην Αθήνα της κρίσης μέσα από τις σελίδες της Άκρας Ταπείνωσης μας θυμίζουν γιατί οι ιστορικές στιγμές αυτής της πόλης ταυτίζονται με τα πιο παραστατικά ενσταντανέ του προσωπικού μας βίου: αναρχικοί, ακροδεξιοί, γυναίκες που περιθωριοποιήθηκαν σε ένα ίδρυμα λόγω ηλικίας και ψυχικής αστάθειας, φτωχοί άνθρωποι της καθημερινότητας, συνταξιούχοι, εργαζόμενες, κακοποιημένες σύντροφοι σε μια εποχή που ελάχιστοι μιλούσαν γι’ αυτό μαζί με μετανάστες παρελαύνουν σε ένα μυθιστόρημα από τα χρόνια της εξαθλίωσης και των μνημονίων, εν ολίγοις της ακραίας κρίσης ταυτότητας, μοιάζοντας με τον Χορό μιας τραγωδίας. Σαν ηρωίδες ενός κλασικού μυθιστορήματος, οι πρωταγωνίστριες Τειρεσία και Νύμφη –τα ονόματα συμβολοποιούν το μυθολογικό σθένος της Ιστορίας, όπως συμβαίνει συχνά στα βιβλία της Γαλανάκη– αποφασίζουν να εξορμήσουν στην Αθήνα των ακραίων γεγονότων του 2012 και από το σοκ δεν θυμούνται τον δρόμο της επιστροφής. Η κρίση μνήμης είναι, εν προκειμένω, αντίστοιχη με την έλλειψη ιστορικού μνημονικού που χαρακτηρίζει συλλήβδην τους Έλληνες αλλά και με την αλλοτρίωση που διαπερνά τα πιο έμψυχα κομμάτια μιας πόλης που μοιάζει ξένη ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό της, αν και, παρά την ακραία σκληρότητά της, διατηρεί το μυθικό της κλέος. Ως εκ τούτου η καταστροφική πυρκαγιά των δυο ιστορικών σινεμά Αττικόν και Απόλλων φαντάζει σαν ένας παραστατικός οδυνηρός πίνακας, αναρτημένος εφ’ όρου ζωής στην πινακοθήκη της πιο σκοτεινής αίθουσας της αθηναϊκής ιστορίας, και συνδιαλέγεται άμεσα με την «Άκρα ταπείνωση» του Νικολάου Τζαφούρη, αυτή την εικόνα της ύστερης βυζαντινής περιόδου που απεικονίζει το θείο δράμα. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν δέκα χρόνια από την πρώτη έκδοσή του το πολύπαθο 2015, το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη μοιάζει πιο απτό και τολμηρό από ποτέ, ανοίγοντας διάλογο για θέματα ταυτότητας, πολιτικής και προσωπικής αλλοτρίωσης σε μια πόλη και μια χώρα που ακόμα παλεύει να γιατρέψει, μάταια ίσως, τα ανοιχτά της τραύματα. Η σημερινή Αθήνα του υπερτουρισμού μπορεί να είναι διαφορετική από αυτή των διαρκών πολιτικών συγκρούσεων, αλλά δεν φαίνεται να έχει επιλύσει κανένα από τα ζητήματα που της έδωσαν το στίγμα της αλλοτρίωσης που επικαλείται η Γαλανάκη, και χάνεται στο πέρας των αιώνων, σαν τον κύκλο της αρχαίας τραγωδίας που θα μας ακολουθεί ό,τι και αν γίνει. Ωραίο πλεονέκτημα του βιβλίου και ενδεχομένως ηθικό του δίδαγμα η αρετή και η αρτιότητα της γλώσσας, μιας ζωντανής αττικής διαλέκτου που συναντά την προφορικότητα της κρητικής ποίησης και δείχνει ότι εκεί τελικά φωλιάζουν τα μόνιμα και διαρκή μας όπλα.
Η Αθήνα της Cara Hoffman είναι καλοκαιρινή και ποτισμένη στον ιδρώτα. Την ημέρα ο καύσωνας σε διαλύει, κάνει δύσκολες τις διαδρομές ενός κράχτη, και τη νύχτα κάνει ανυπόφορη τη διαβίωση στο μικρό δώμα όπου ζει με τους δυο συντρόφους της, ένα ζευγάρι queer Άγγλων, τον μαύρο ποιητή και μποξέρ Μάιλο και τον λευκό αλκοολικό Τζάσπερ, δημιουργώντας ένα περίεργο ερωτικό τρίγωνο. Εργάζονται ως κράχτες στο ξενοδοχείο Ολύμπια απέναντι από τον σταθμό Λαρίσης και για να έχουν δωρεάν κατάλυμα πρέπει να φέρνουν μπατιροτουρίστες στο φτηνό ξενοδοχείο. Η γνωριμία τους σημαδεύει για πάντα την Μπράιντι. Είναι 1988 και κινούνται αθόρυβα και μάλλον απαρατήρητοι σε μια Αθήνα που ζει σε μια φούσκα ψεύτικης ευημερίας, και αφόρητης ζέστης. «Εκείνη την ημέρα είχε καύσωνα, δεν μπορούσες ούτε να σκεφτείς, κι ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει στο κεφάλι μου. Μικρά αυτοκίνητα διέσχιζαν με ταχύτητα τη βρόμικη λεωφόρο. Έστριψα στην οδό Καρόλου, πήγα στη σκιά, και πέρασα μπροστά από μια σειρά ακατοίκητα κτίρια και κλειστά καφενεία για να βρω προσωρινά καταφύγιο από τις ακτίνες του ήλιου και τη φασαρία της λεωφόρου. Σταμάτησα σε ένα καφέ και ζήτησα ένα ποτήρι νερό. Κι όταν ο σερβιτόρος μού το έδωσε, τα δάχτυλά του για μια στιγμή χάιδεψαν τα δικά μου κι εγώ απέφυγα το βλέμμα του».
Οι χώροι του κέντρου στους οποίους κινούνται για να μαζέψουν τουρίστες είναι η διαδρομή που καλύπτει ο Ηλεκτρικός από την πλατεία Βικτωρίας και την Ομόνοια μέχρι τον Πειραιά, αλλά και πέριξ του σταθμού και του ξενοδοχείου όπου μένουν, τα Εξάρχεια, το Μοναστηράκι, το μπαρ Drinks Time που μαζεύει Άγγλους και Ιρλανδούς και είναι το στέκι τους. Η Αθήνα που περιγράφει στο βιβλίο είναι μια Αθήνα αθέατη για τους κατοίκους της εκείνη την εποχή, σκοτεινή, άγρια, επικίνδυνη, με διανοούμενους επαναστάτες, δραπέτες και δολοφόνους, καιροσκόπους και αλήτες που προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο σε μια πόλη που είναι βίαιη σε κάθε επίπεδο, αλλά και γοητευτική, όμορφη με έναν περίεργο τρόπο, φιλόξενη, με ψήγματα ιστορίας σε κάθε γειτονιά και σημείο, με παραδόσεις που αυξάνουν τη μαγεία που ασκεί σε έναν ξένο. Αυτός ήταν και ο λόγος που η συγγραφέας επέλεξε να την κάνει βάση της και να περνάει τον μισό χρόνο της στην Αθήνα.
Η αναδρομική αφήγηση ξεκινάει με έναν θάνατο που αλλάζει ριζικά τη ζωή όλων των ηρώων και συνεχίζεται περιγράφοντας τη ζωή της εκτός Ελλάδας, που με κάποιον τρόπο καταλήγει πάλι στην Αθήνα. Η Αθήνα γίνεται η μοίρα της Μπράιντι από την πρώτη στιγμή που πατάει το πόδι της εδώ και ταυτόχρονα αρωγός της στην προσπάθειά της να ζήσει με την απώλεια, τους πειρασμούς και τις απογοητεύσεις που συνοδεύουν τη μοναχική πορεία της, τους άντρες που την έβαλαν σε περιπέτειες και της άλλαξαν την κοσμοθεωρία, με τη φιλία που άντεξε στον χρόνο, την αγάπη και τον θρίαμβο της επιβίωσης επειδή κάθε τραύμα την έκανε πιο δυνατή. Γιατί αυτό που έχει σημασία, τελικά, είναι να συνεχίσεις να ζεις, να επιβιώνεις με τις πληγές σου και να κάνεις τις εμπειρίες σου λογοτεχνία.
Ένας σκηνοθέτης βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στο υπόγειο του θεάτρου Πλάκας. Μια νεαρή κοπέλα από την Γκάνα βρίσκεται δολοφονημένη στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Μια έγκυος γυναίκα, με καριέρα μοντέλου, δολοφονείται άγρια στη μονοκατοικία της στο Καβούρι. Ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος και οι συνεργάτες του θα κληθούν να διαλευκάνουν τρεις υποθέσεις που αναμένεται να απασχολήσουν την κοινή γνώμη. Τα Στο πίσω κάθισμα», Αλκυονίδες Μέρες και Πόλη στο φως είναι τα τρία μυθιστορήματα της Ευτυχίας Γιαννάκη που συνθέτουν την Τριλογία της Αθήνας και έχουν πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο. Αν και διαβάζονται αυτόνομα και με οποιαδήποτε σειρά, συγκροτούν ένα λογοτεχνικό παζλ στο οποίο η πόλη λειτουργεί ως μια μικρογραφία της χώρας. Η συγκεκριμένη σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων εμπεριέχει διαχρονικά ζητήματα, χαρακτήρες, τόπους και πρόσωπα που συνδέονται μεταξύ τους και ξετυλίγονται μέσω μιας καθηλωτικής αφήγησης. Η συγγραφέας ξεχωρίζει επειδή φιλοτεχνεί μια πολυεπίπεδη αστυνομική πλοκή, κάνοντας την Αθήνα πρωταγωνίστρια των έργων της. Πετυχαίνει να παρουσιάσει την τοιχογραφία των ανθρώπων της πόλης, να κάνει το δικό της κοινωνικό σχόλιο και να δημιουργήσει ένα επιτυχημένο ψυχογράφημα όλων όσα απασχολούν τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Το βέβαιο είναι ότι το μεταβαλλόμενο περιβάλλον της πρωτεύουσας υφαίνεται με εξαιρετικό τρόπο στο συγγραφικό σύμπαν της Ευτυχίας Γιαννάκη.
Σε μια συνέντευξη που είχαμε κάνει στο παρελθόν η συγγραφέας είχε πει: «Η Αθήνα είναι ένα σχήμα, η αναζήτηση ενός κέντρου στον έκκεντρο κόσμο μου. Έχει τα χαρακτηριστικά της μητρόπολης, μέσα στην οποία φωλιάζουν εκατομμύρια ιστορίες, σπινθηρισμοί αυτών που ξεκινούν, μουρμουρητά αυτών που αποσύρονται, προσδοκίες και διαψεύσεις, κουβαλάει όλες τις αντιφάσεις ενός ευρωπαϊκού σύμπαντος με ανατολίτικα χαρακτηριστικά, τον συντηρητισμό και φατρίες που πολεμάνε μεταξύ τους, ένα τεράστιο χωριό όπου όλοι γνωρίζουν, κι αν δεν γνωρίζουν, διαισθάνονται τι συμβαίνει. Έχει κι έναν υπόγειο κόσμο που επιβιώνει φορώντας γυαλιά ηλίου κάτω από το ατέλειωτο, το αστείρευτο φως της. Στρώματα Ιστορίας, θρίαμβοι και συντριβές, ένας αέναος κλαυσίγελος, όλα παραμένουν θαμμένα ‒και συνήθως γραμμένα στα παλιά μας τα παπούτσια‒, αλλά είναι πάντα εκεί. Για μένα αποτέλεσε ιδανικό πεδίο ανάπτυξης αστυνομικών ιστοριών, αφού η Αθήνα, καθώς την εσωτερικεύω, είναι πάντοτε επαρκώς ρευστή και μυστηριώδης, όπως ακριβώς και οι ήρωές μου».
«Χωρίς τον αόρατο κόσμο, δεν θα υπήρχε ο ορατός». Δρόμοι που περπατάς καθημερινά. Γειτονιές που γνωρίζεις καλά, είτε μένεις είτε εργάζεσαι σε αυτές, είτε τις επισκέπτεσαι αραιά μέσα στα χρόνια. Ονόματα δρόμων που έχουν ξεμείνει λέξεις ξερές – Ασκληπιού, Ιπποκράτους, Δεινοκράτους, Λασκάρεως, Βατάτζη, Συγγρού. Ο Λυκαβηττός, η Πατησίων, η Στοά του Άστυ, το εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου, ο Άγιος Παντελεήμονας, Αρματολών και Κλεφτών, η Νεάπολη. Το ιστορικό κέντρο. Η βουνοκορφή της Πάρνηθας. Η Αθήνα. Οι κήποι, οι αυλές, τα ερειπωμένα αρχοντόσπιτα, οι κοφτές πολυκατοικίες, ίχνη νεκρών εποχών και ανθρώπων.
Αυτή την Αθήνα βλέπει η Μαρία Μήτσορα πίσω από τα μαύρα της γυαλιά καθώς κινείται λαθραία στους δρόμους της. Κατηφορίζει την Ασκληπιού, χάνεται στα στενάκια της Ερμού, γλιστράει στα υφασματάδικα της Καπνικαρέας, διαλέγει υφάσματα που θροΐζουν για να φτιάξει φουστάνια «αποχαιρετισμών». Όχι μόνη της. Τα δίνει στην ξακουστή μοδίστρα των Εξαρχείων, την κυρία Τασία. Πόσες φορές την έντυσε για να χωρίσει από ανθρώπους αγαπημένους. Και τώρα, νεκρή από χρόνια η κυρία Τασία, ανεβαίνει από τις κλίμακες του Άδη στην επιφάνεια της Ασκληπιού, κοντά στο κλειστό ζαχαροπλαστείο Τριανόν. Εκεί, πλάι σε έναν κάδο ανακύκλωσης, η νεκρή γυναίκα σαρκώνεται, μαζί με τον γάτο Γουλιέλμο ΚαταΒάθος –έναν φιλέλληνα πιλότο αερομαχητικών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου– και βοηθούν τη Μήτσορα να έρθει σε επαφή με όσους αγάπησε κι έχασε. «Έχω γυρίσει όλα τα παζάρια του κόσμου ψάχνοντας να βρω αυτό που μου λείπει».
Στο τελευταίο της βιβλίο, Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος ΚαταΒάθος, η Μήτσορα δεν κρύβεται πίσω από ιστορίες άλλων – ανθρώπων και τόπων. Είναι η ίδια που εκλιπαρεί τη νεκρή μοδίστρα της θεραπευτικής οδού να τη βοηθήσει να οργανώσει το Δείπνο της Εκάτης. Η κυρία Τασία έχει ανοίξει ένα Γραφείο Ευρέσεως Φαντασμάτων, επομένως είναι η κατάλληλη για τέτοιους νεκρόδειπνους. Ο πατέρας, ο αδελφός, οι εραστές – καλεσμένοι όλοι σε αυτήν τη σκοτεινή σύναξη του πίσω κήπου της πολυκατοικίας της, στη δυτική πλαγιά του Λυκαβηττού.
Στην Κυρία Τασία η Μήτσορα δεν στήνει κάποιο ιδιαίτερο «λογοτεχνικό» σκηνικό για να αφηγηθεί την προσωπική της μυθιστορία. Καταγράφει την πόλη και τους ανθρώπους της όπως ακριβώς είναι. Και μια πόλη δεν είναι μόνο δρόμοι και κτίρια. Είναι οι άνθρωποι. «Έβγαινα στο μπαλκόνι το απόβραδο κι έβλεπα έναν μεσήλικα με μακρύ παλτό που βροντοφώναζε: “Βοήθεια, νυχτώνει!”, ενώ στο απέναντι πεζοδρόμιο μια γυναίκα σταυροκοπιόταν». Εξάρχεια, Κολωνάκι, Πανεπιστήμιο, Σύνταγμα, Μοναστηράκι: όλη η Αθήνα κάτω από τις αεικίνητες σόλες των παπουτσιών της (αν κάποτε θελήσει κάποιος να γράψει τη βιογραφία της, θα πρέπει να γράψει τη βιογραφία των παπουτσιών της). Μια πόλη απ’ όπου πάντα προσπαθεί να φεύγει για χώρες μακρινές της υφηλίου, μα που πάντοτε λαχταρά να επιστρέψει σε αυτήν. Εκεί που γεννήθηκε, ερωτεύτηκε, διασκέδασε, έγραψε, έκλαψε, έζησε.
Η ισόβια αναζήτηση του παλαιού κήπου και των φευγάτων κατοίκων του. Η ψηλή μάντρα, τα ξύλα, τα φρεσκοφυτεμένα λουλούδια, οι πικροδάφνες και οι γάτοι. Αυτός είναι ο δικός της κόσμος. Αναζητά πάντα την εξοχή, τριγυρνώντας αδιάκοπα στους δρόμους της Αθήνας. Αν τη δείτε κάποια μέρα να στέκεται επίμονα μπροστά σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο ή οικόπεδο, μην την ενοχλήσετε, θα συνομιλεί με τα όντα της άλλης πλευράς.