Την επιλογή των βιβλίων έκαναν οι: Σπύρος Αθανασίου (βιβλιοπωλείου Adagio II, Ναύπακτος), Άγης Αθανασιάδης (Librofilo, Κουκάκι), Δημήτρης Ανανιάδης (Zatopek, Καλλιθέα), Σπύρος Βαλτετσιώτης (Fata Libelli), Σπύρος Ξένος (Λεμόνι, Θησείο), Κώστας Σπαθαράκης (εκδόσεις Αντίποδες), Μικέλα Χαρτουλάρη, βιβλιοκριτικός-δημοσιογράφος της ΕΦ.ΣΥΝ., Νίκος Γρηγοριάδης δικηγόρος και δημιουργός του blog Proust & Kraken, Ματίνα Αποστόλου, δημιουργός του bookstagram «Intellectual Thighs, ο Κώστας Αγοραστός, αρχισυντάκτης του Bookpress.gr, ο Νίκος Κουφάκης, συγγραφέας, ιδρυτής και επιμελητής των εκδόσεων Loggia, τα βιβλιοπωλεία Πολιτεία και Κομπραί και η συντακτική ομάδα της LiFO (Μιχάλης Μιχαήλ, M.Hulot, Αλέξανδρος Διακοσάββας, Τίνα Μανδηλαρά, Σταυρούλα Παπασπύρου, Γιάννης Πανταζόπουλος, Νίκος Ευσταθίου, Ζωή Παρασίδη). Τα βιβλία δεν παρουσιάζονται με αξιολογική σειρά.
Μια συγκλονιστική αφήγηση σε γλώσσα προφορική, αρβανίτικη, με ιστορίες τιμής που καθορίζονται από τον νόμο του αίματος. Ρεαλιστικές ιστορίες ανομολόγητων πράξεων, βιασμοί, δολοφονίες, δεισιδαιμονίες, ηθικές δοκιμασίες, καταστροφή και αφανισμός, ήρωες στρατιώτες που πολέμησαν στα άγρια πεδία των μαχών στη Μικρά Ασία, θύτες και θύματα, γιατί «καθαρός δεν είναι κανένας, μοναχά ο άπραγος». Μια σπουδή στη βία και τον άγριο λυρισμό που κυριαρχεί στα διηγήματα του βιβλίου από την αρχή μέχρι το τέλος. Το τέταρτο βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου έγινε μπεστ σέλερ, θεατρικό, απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών - Ιδρύματος Πέτρου Χάρη και το Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας του περιοδικού «Αναγνώστης», περισσότερο απ’ όλα, όμως, άνοιξε τον δρόμο για μια γενιά συγγραφέων, «απενοχοποιώντας» την ντοπιολαλιά στην ελληνική λογοτεχνία.
Με την πρώτη του «κινηματογραφική» νουβέλα, που έγραψε στα 21 του, στην οποία απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα το 2020, ο Μιχάλης Μαλανδράκης κατάφερε να μιλήσει με τρόπο συναρπαστικό για τους μετανάστες στην Ελλάδα, έναν κόσμο μετέωρο που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο πατρίδες, χωρίς να ανήκει σε καμία. Ο νεαρός Αγκίμ, μετανάστης από την Αλβανία, παρότι είναι περισσότερα από δέκα χρόνια στην Ελλάδα, παραμένει οικειοθελώς στο περιθώριο και ονειρεύεται να γίνει επαγγελματίας κλαρινίστας. Όταν ένας άγνωστος συμπατριώτης του τον προσεγγίζει εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του και του προτείνει να δουλέψει σε νυχτερινό μαγαζί στην Αθήνα, αποδέχεται την πρόταση. Εκεί, κρύβοντας την καταγωγή του, ως «Γιάννης από τα Γιάννενα» μπλέκεται σε μια άγρια ιστορία και γίνεται μάρτυρας πολύ σκληρών περιστατικών που ορίζουν οι νόμοι της νύχτας. Αναγκάζεται να κάνει πράγματα που δεν θέλει, κερδίζοντας όμως όλα αυτά που ονειρευόταν: λεφτά και αναγνώριση.
Ο Φανούρης είναι ένα 15χρονο αγόρι που στην πρώτη κηδεία που πάει στη ζωή του ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούει τους νεκρούς, να του μιλάνε και να τους μιλάει. Όταν ο θείος του ανακαλύπτει το χάρισμά του, τον παίρνει και φεύγουν απ’ το χωριό. Περιφέρονται στην Κρήτη από κηδεία σε κηδεία ως διερμηνείς των πεθαμένων, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς τους αλλά και των νεκρών να αλλάξουν τη μοίρα όλων. Για τον Φανούρη η περιπέτεια που ξεκινάει και του κάνει άνω κάτω τη ζωή είναι μια βεβιασμένη ενηλικίωση με απρόβλεπτες συνέπειες, και μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα και πόνου. Το τρίτο βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα με χιούμορ και συγκίνηση, βλάσφημο, βρόμικο, όσο πρέπει σουρεαλιστικό, με ανατροπές, εν ολίγοις με όλα τα συστατικά της «μεγάλης» λογοτεχνίας.
Στα 22 του (και μέσα σε ενάμιση μήνα!) ο Χάρης Καλαϊτζίδης έγραψε ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της γενιάς των millennials, πολιτικό, ερωτικό, φιλοσοφικό, queer, για τη σεξουαλικότητα, τον φασισμό αλλά και για τη δυνατότητα απελευθέρωσης, με ήρωες διαλυμένους συναισθηματικά και ευάλωτους, που προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Ο Διονύσης και η Αριάδνη, θύματα της διαφορετικότητάς τους, ερωτεύονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές τον Βαρθολομαίο που εξελίσσεται σε χρυσαυγίτη, καταστρέφοντας συναισθηματικά και τους δύο. Πέρα από το βασικό στόρι που επιδέχεται πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, θέτοντας φιλοσοφικά ερωτήματα με έναν ιδιοφυή τρόπο, ο Καλαϊτζίδης έχει φτιάξει ένα μυθιστόρημα το οποίο χάρη στη γλώσσα του μετουσιώνεται σε υψηλή λογοτεχνία, βίαιη, ωμή, αλλά και ποιητική, που σε ταράζει και σε αφυπνίζει.
Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Παλαβού, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Βραβείο Διηγήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης», αποτελείται από δεκαεπτά «ψυχογραφικές» ιστορίες με φόντο τη μακεδονική ενδοχώρα αλλά και τους «ανήλικους ενήλικες του άστεως», και είναι γραμμένο με σουρεαλισμό αλλά και μαγικό ρεαλισμό, ονειρική διάθεση, ευαισθησία, έντονη συγκίνηση και χιούμορ. Σύντομες αφηγήσεις με τον μοναδικό τρόπο του Παλαβού που παραπέμπουν σε σημαντικές στιγμές της ελληνικής λογοτεχνίας: Βιζυηνό και Θεοτόκη στα «Φώτα», Βικέλα στο «Στο Δάσος», στη Ραραού από τη Μητέρα του Σκύλου του Μάτεσι στο «Γέροι άνθρωποι», σύγχρονες όμως και μοντέρνες, με έναν λόγο αναγνωρίσιμο και ιδιαίτερο, «αιρετικό» και ιδιαίτερα πλούσιο.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Μάνου Ραγιάδη, που κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2020 ως «το βιβλίο που προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα», είναι μια νουάρ ιστορία βίαιης ενηλικίωσης με γερές δόσεις σπλάτερ και κεντρικό χαρακτήρα ένα κορίτσι που θέλει να είναι αγόρι. Το 7χρονο παιδί, που ονομάζει τον εαυτό του Ντόναλντ, ενώ η μητέρα του το αποκαλεί «κοριτσάκι μου», βρίσκεται σε μια «δυσλειτουργική» οικογένεια και μπλέκεται στη δίνη μιας σειράς φόνων που σημαδεύουν τη ζωή του σε διάστημα έξι ημερών. Αυτό που κάνει το Αγόρι συναρπαστικό δεν είναι μόνο το ερώτημα για το φύλο του παιδιού, που σε απασχολεί σχεδόν μέχρι το τέλος του βιβλίου, αλλά και η περιγραφή των χαρακτήρων, της μητέρας, της θείας, οι κοφτοί, ρεαλιστικοί διάλογοι που κάνουν το βιβλίο σχεδόν «θεατρικό» ή σαν σενάριο κόμικ ‒ ένα φορμάτ που δεν συνηθίζεται στην ελληνική λογοτεχνία.
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Βραχνού στα ελληνικά (είχαν προηγηθεί δυο ποιητικές συλλογές στα ισπανικά) περιέχει 48 συνοπτικές αφηγήσεις φανταστικών ιστοριών, όπου με πειρακτική διάθεση και σε ατμόσφαιρα νοσηρού υπερθεματισμού περιγράφονται πρόσωπα και στιγμιότυπα, κοινά ή ευτελή, εξού και ο νεολογισμός «ρωπογραφήματα». Πρόκειται για αφηγήματα που δεν ξεπερνούν τις εκατό λέξεις, σουρεαλιστικά, αλλόκοτα, με ήρωες «κομπάρσους στο κέντρο μιας πραγματικότητας οριακά ή αδιάφορα πραγματικής, εντελώς παραβλέψιμους και αντικαταστάσιμους, με βίους ανούσιους και θλιβερούς». Το «απλό, στρωτό, σχεδόν υπηρεσιακό» γλωσσικό ιδίωμα του Βραχνού «δίνει τη μέγιστη δυνατή ρεαλιστική υπόσταση στη φανταστική επινόηση» και μαζί έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο στην αφήγηση.
Προτού ο Οικονόμου καταστεί διεθνής ‒τα βιβλία του μεταφράζονται πλέον σε διαφορετικές γλώσσες, κατακτώντας τις πρώτες θέσεις στα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου, αποσπώντας παράλληλα θερμές κριτικές‒, η δεύτερη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα, και μάλιστα με μια συλλογή διηγημάτων, είχε συζητηθεί όσο λίγες. Το νατουραλιστικό ύφος, η κοφτερή ματιά και η αιχμηρή γραφή και η βαθιά αλήθεια των ιστοριών από τα περιθώρια της πόλης, τον Πειραιά, τα Καμίνια, το Κερατσίνι, όπου ρίχνουν φως οι περιγραφές του Οικονόμου, κέρδισαν αμέσως τους αναγνώστες και τους κριτικούς. Η ρεαλιστική εξιστόρηση, ωστόσο, αντισταθμίστηκε από ένα μοντέρνο ύφος και ένα αφηγηματικό παιχνίδι που έφεραν τον συγγραφέα εξαρχής στην πρώτη γραμμή, μια θέση που δικαίως κατέχει ακόμα και τώρα ‒ μάλιστα, ετοιμάζεται για ένα ακόμα βιβλίο από τις εκδόσεις Πόλις.
Ο καταξιωμένος ως συγγραφέας θεατρικών έργων και προσφάτως λιμπρέτων Γιάννης Αστερής είχε κάνει τη διαφορά μια δεκαετία πριν με τη νουβέλα Νουθεσία ημιόνου, αναγκάζοντας τους κριτικούς λογοτεχνίας να μιλάνε για μια άκρως μοντέρνα φωνή που, ωστόσο, πατάει γερά στο ελληνικό φαντασιακό και τις φαντασμαγορίες της βαθιάς παράδοσης. Εκμεταλλευόμενος τις ιατρικές του γνώσεις είχε περιπλέξει ψυχολογικές καταστάσεις με φιλοσοφικές σκέψεις, στοιχεία θρίλερ με πειραματισμούς στην έκφραση και συμβολισμούς, και όλα σε μια άκρως υποβλητική ατμόσφαιρα. Ελάχιστοι έχουν καταφέρει να γράψουν ένα φανταστικό και πρωτότυπο μυθιστόρημα με φόντο τα μοναστήρια. Κάποιοι είχαν μιλήσει για «αριστούργημα», ενώ ο Παπαγιώργης, παρά τις ενστάσεις του, έγραφε τότε ότι ο «Αστερής επέτυχε κάτι που δύσκολα επιτυγχάνεται» και ότι «είναι έμπειρος για τα περαιτέρω», κάτι που επαληθεύτηκε στην πορεία.
Ικανότατος επιμελητής, ρέκτης της ανάγνωσης και των διαφορετικών εκδοχών του λόγου, θιασώτης οποιασδήποτε μυθοπλαστικής έκφρασης ο Κυθρεώτης ήταν από τους ανθρώπους που ο Ουμπέρτο Έκο συνήθως τοποθετούσε στο παρασκήνιο του βιβλιοφιλικού κόσμου. Ωστόσο, όταν τέτοιου είδους συνεπείς αναγνώστες αποφασίζουν να βγουν μπροστά, το αποτέλεσμα είναι ενίοτε αξιοθαύμαστο. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Κυθρεώτη, ο οποίος αντλώντας το περιεχόμενο του βιβλίου του από το πολυσύνθετο, μεταπολιτευτικό σκηνικό, συνθέτει ένα εξαιρετικό παζλ όλων των απωθημένων και των αδιεξόδων της νεοελληνικής πραγματικότητας. Με αφορμή το εικοσιτετράωρο ενός νεαρού δικηγόρου καταφέρνει, μέσα από τις σκέψεις του, τις οποίες δομεί βάσει καλά επεξεργασμένων σεκάνς, να στήσει ένα μυθιστόρημα για μια Ελλάδα που πάντοτε διαψεύδει ή ενίοτε κατακρεουργεί με τρόπο τραγελαφικό τα μικροαστικά όνειρα και πάντοτε έρχεται, σαν ένα γεωτρύπανο στον Ορχομενό, να διαλύσει, με καβαφικό τρόπο, κάθε ελπίδα. Εν ολίγοις, η πρώτη αυτή εμφάνιση του Κυθρεώτη δεν αποκάλυπτε ένα πρωτόλειο πόνημα αλλά ένα καλά μελετημένο μυθιστόρημα-μάθημα προς τους καταξιωμένους συγγραφείς, τους οποίους τόσα χρόνια καλούνταν να «φροντίσει» και να διορθώσει. Ήταν, ίσως, φυσική εξέλιξη το έγινε ταινία από τον Σωτήρη Γκορίτσα.
Γραμμένο την περίοδο της κρίσης και εντοπισμένο στην καρδιά των αστικών συγκρούσεων, το βιβλίο Η Βικτώρια δεν υπάρχει ήταν επόμενο να συγκεντρώσει την προσοχή των αναγνωστών και των κριτικών, οι οποίοι αναζητούσαν διακαώς μια συγγραφική φωνή που θα αποτύπωνε τα πολλαπλά κοινωνικά και προσωπικά αδιέξοδα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον με την περίπτωση του πρωτοεμφανιζόμενου το 2013 συγγραφέα δεν ήταν μόνο το ότι το βιβλίο του μιλούσε για την εξαθλίωση των μεταναστών και των ντόπιων στα πέριξ της πλατείας Βικτωρίας τις εποχές που μαίνονταν οι συγκρούσεις με τη Χρυσή Αυγή αλλά ότι διέθετε μια πρωτοτυπία έκφρασης και λεκτικές εξάρσεις οι οποίες δεν συνηθίζονταν στα μετρημένα αφηγήματα της εποχής. Σπάζοντας τους φραγμούς της πολιτικής ορθότητας ο Τσίρμπας είχε τολμήσει να φέρει έναν νέο αέρα στο ασφυχτικό σύμπαν της ελληνικής μυθοπλασίας, αλλά κανείς δεν ξέρει αν τα σημερινά δεδομένα θα επέτρεπαν στο βιβλίο να γραφτεί ξανά με τους ίδιους όρους. Η ξαφνική «εισβολή» του Τσίρμπα είχε προκαλέσει μεγάλο θόρυβο και είχε καταφέρει να ταρακουνήσει για τα καλά τα κάπως λιμνάζουσα τότε, σε σχέση με την πραγματικότητα, λογοτεχνική κοινότητα.
Από τα βιβλία που θες να γράφονται από τους πρωτοεμφανιζόμενους σαν αστραπή ή σαν κρότος που σκάει στο χαμηλό υπογάστριο της αφήγησης και συνταράσσει τα κεντρικά της δεδομένα. Κάπως έτσι εμφανίστηκε το απρόσμενα παραληρηματικό, σαν τον θάνατο που διαπερνά κάθε αφηγηματική γραμμή του, «Ιερό Βουνό» του Βεργέτη για να αναστατώσει τις προβλέψιμες ατραπούς του ελληνικού σύμπαντος. Χωρίς σημεία στίξης, απρόσμενο και τολμηρό ήταν το βιβλίο που δεν περίμενες να γράψει ο ντράμερ των Tango with Lions με θέμα την καταβύθιση του ήρωα στο κενό της ύπαρξης του. Το βιβλίο συζητήθηκε πολύ από στόμα σε στόμα και έγινε θεατρική παράσταση από τους Ζωή Ξανθοπούλου και Κώστα Μπάρα.
Ιλιγγιώδες, καλειδοσκοπικό, περίτεχνο, απρόσμενο: δεν ξέρω πόσα επίθετα θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στο ορμητικό αυτό μυθιστόρημα, που μπορεί να ήταν το δεύτερο του Κύπριου συγγραφέα, αλλά έσκασε σαν πυροτέχνημα στον ελληνικό χώρο. Με πλείστες αναφορές σε όλο τον λογοτεχνικό μηχανισμό, σε αυτόν του εγκεφάλου και των επιστημών, που αντίστοιχα με αυτόν του Αργού Σιδήρου αποδεικνύεται ταυτόχρονα εύθραυστος και ισχυρός, ανάλογα με τις προσμείξεις του, ο μηχανισμός που αναδεικνύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου οδηγεί τον πρωταγωνιστή σε μια σειρά από περιπέτειες στον χώρο της ονειροφαντασίας, της ψευδαίσθησης και της πιο ασύλληπτης πραγματικότητας. Η ευφυΐα του αφηγήματος είναι ότι καταφέρνει σε ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, πρωτότυπης λογοτεχνίας και υψηλής σύλληψης να (συν)δέσει μοναδικά τεχνολογία, νευροεπιστήμες και αναζητήσεις που θέτουν μόνο τα μεγάλα μυθιστορήματα. Κάπου εκεί υπεισέρχεται και το δαιμόνιο χιούμορ του Κράους που κρατάει τις συνδέσεις ενεργές, κάνοντας όλους εμάς να αναρωτιόμαστε αν έχουμε ξαναζήσει τέτοια ψυχεδελική-αναγνωστική εμπειρία. Η δυστοπική επενέργειά του θαρρώ πως κρατάει ακόμα και η απόδειξη είναι ότι το μυθιστόρημα μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες, ακόμα και στα ρωσικά. Πρόσφατα κατέκτησε και τη Γαλλία με την εφημερίδα «Libération» ήδη να γράφει ύμνους. Τελικά, μερικές πρώτες εμφανίσεις φαίνονται να είναι βραδύκαυστες και αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας.
Στις 16 Μαΐου 1948 ο Αμερικανός δημοσιογράφος βρίσκεται από έναν βαρκάρη να επιπλέει στα νερά του Θερμαϊκού στη Θεσσαλονίκη. Εν μέσω Εμφυλίου και υπό την πίεση των ξένων διπλωματών, η υπόθεση δολοφονίας του ανταποκριτή του CBS Τζορτζ Πολκ κουκουλώνεται εσπευσμένα, όταν ο κατηγορείται και καταδικάζεται γι’ αυτήν ο επίσης δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος που επιλέχθηκε ως εξιλαστήριο θύμα. Αυτό το πραγματικό συμβάν διασταυρώνεται με τη μυθοπλασία, την ιστορία ενός μαθητή που τη δεκαετία του 2010 αρνείται να εξεταστεί στις Πανελλαδικές και έπειτα από προτροπή ενός καθηγητή του αρχίζει να σκαλίζει την υπόθεση ‒ η συγγραφέας γνωρίζει τις παθογένειες του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος ούσα η ίδια καθηγήτρια. Η φράση «όταν χορεύουν οι ελέφαντες πάντα την πληρώνουν τα μυρμήγκια» αφορά τους ήρωες, τόσο αυτούς του παρελθόντος όσο και αυτούς του παρόντος. Το βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου είναι ένα από τα λίγα σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα που μεταφράστηκαν στα αγγλικά και κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ από τον εκδοτικό οίκο Melville House το 2015, σε μετάφραση Karen Emmerich.
Γνωρίζετε τι είναι το R.I.P, ίσως να το έχετε ποστάρει κι εσείς τη μέρα κάποιου διάσημου θανάτου. Όμως τo R.I.F (Rest In Facebook) που πραγματεύεται στο τελευταίο της βιβλίο η Μαρία Γιαγιάννου είναι κάτι που μάλλον δεν είχατε ξανακούσει, αλλά μας αφορά πιο άμεσα. Σε ένα πεζογράφημα δομημένο με έναν ασυνήθιστο τρόπο, σε ένα βιβλίο που παντρεύει τη μυθοπλασία με τον δοκιμιακό λόγο, τo χιούμορ και τα επινοημένα επιτάφια επιγράμματα με την κοινωνική παρατήρηση συνειδητοποιούμε ότι στον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί η εικόνα που έχουμε χτίσει να μην πεθάνει ποτέ, ενώ η γραφή, που συχνά εξασφαλίζει την υστεροφημία όσων έχουν αφιερωθεί σε αυτήν, ίσως αποτελεί ένα αποδοτικό μέσο επιβίωσης.
Πατώντας πάνω στην προφορική ιστορία, βασισμένη σε μαρτυρίες από τον τόπο της και οικογενειακές αφηγήσεις, η συγγραφέας μάς μεταφέρει, μέσω τεσσάρων διηγημάτων της και με τη χρήση ιδιωματικής γλώσσας, στην καθημερινή ζωή της θεσσαλικής επαρχίας. Από την Κατοχή έως τις απαρχές της Μεταπολίτευσης, η ιστορία ενός αντάρτη, η φιλία δυο μικρών κοριτσιών και μια επαίσχυντη πράξη για μερικά ζαχαρωτά, μια οικογένεια με μέλη που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους πάρα χάνονται ο καθένας στα δικά του όνειρα και στους εφιάλτες, τρεις καθηγητές που διορίζονται σε έναν απομονωμένο τόπο που τους κάνει να ασφυκτιούν: «η συγγραφέας απαθανατίζει έναν κόσμο που έχει πια χαθεί, κι ας μην υπήρξε ποτέ πραγματικός».
Δύο γενιές μιας οικογένειας Ελλήνων μεταναστών στο Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ, η μετ’ εμποδίων πορεία των μελών της και οι μεταξύ τους δύσκολες σχέσεις, το βόλεμα σε μια ανέμπνευστη ζωή και η ενηλικίωση σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η σκληρότητα και η αδικία επιβεβαιώνουν ότι αυτό στο οποίο πολλοί πίστεψαν κάποτε είναι κάτι το άπιαστο. Το αμερικανικό όνειρο δεν σημαίνει τίποτα αλλά σημαίνει και πολλά, δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να το ζήσει μόνο και μόνο επειδή το έχει επιθυμήσει και έχει προσπαθήσει πολύ γι’ αυτό. Το βιβλίο της Κάλλιας Παπαδάκη τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2017.
Η Ευτυχία Γιαννάκη με το πρώτο μέρος μιας τριλογίας αστυνομικών μυθιστορημάτων («Η Τριλογία της Αθήνας») στήνει αριστοτεχνικά ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα. Ένας σκηνοθέτης βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στο υπόγειο του Θεάτρου Πλάκας. Ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος και οι συνεργάτες του θα κληθούν να διαλευκάνουν μια υπόθεση που αναμένεται να απασχολήσει την κοινή γνώμη. Σύντομα θα αντιληφθούν ότι θα χρειαστεί να αναζητήσουν τα αίτια της δολοφονίας στο σκοτεινό παρελθόν του σκηνοθέτη, ξετυλίγοντας ένα κουβάρι κοινών μυστικών, συγκάλυψης και βίας στην καρδιά της σημερινής Αθήνας. Η συγγραφέας, στην παρθενική της εμφάνιση, εισχώρησε δυναμικά στο σύμπαν της αστυνομικής λογοτεχνίας και με την τριλογία της αποτυπώνει το δικό της κοινωνικό σχόλιο. Επίσης, επιτυγχάνει να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο ψυχογράφημα όλων όσα απασχολούν σήμερα τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Σκέψεις, προβληματισμοί και ερωτήματα για τη μνήμη, το παρελθόν και την απώλεια υφαίνονται με εξαιρετικό τρόπο στο συγγραφικό σύμπαν της Ευτυχίας Γιαννάκη.
Με τον Βορρά ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας Φοίβος Οικονομίδης, ο οποίος πέρσι απέσπασε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, φιλοτεχνεί με αφηγηματική άνεση μια νεανική τοιχογραφία της σύγχρονης πραγματικότητας. Στις σελίδες του συναντάμε την Generation Z, μια βιωματική καταγραφή της Αθήνας αλλά και το στοιχείο της μνήμης. Ο ήρωάς του, Αλέξανδρος, φοιτητής στην Αθήνα, ασφυκτιά. Βρίσκεται στην αφετηρία της επίπονης διαδικασίας ενηλικίωσης. Μιλά για όσα αγαπά και μισεί∙ και ελπίζει. Συνεχίζει να αναζητά τον προορισμό, να ψάχνει να βρει τι είναι η ευτυχία. Ο κεντρικός άξονας του βιβλίου εστιάζει σε κάποια υπαρξιακά ερωτήματα: τι θα γινόταν αν σε εννιά μέρες τα συναισθήματα των ανθρώπων πάγωναν; Τι θα συνέβαινε αν ένας κομήτης έπεφτε στη Γη, οι τοξίνες του απελευθερώνονταν στην ατμόσφαιρα και εξαιτίας τους οι άνθρωποι αισθάνονταν για το υπόλοιπο της ζωής τους ακριβώς όπως ένιωθαν την ώρα της σύγκρουσης; Ο Αλέξανδρος θα ψάξει βαθιά μέσα και γύρω του και θα πασχίσει να κατανοήσει τους ανθρώπους, τον έρωτα, τον πόνο και τη νοσταλγία. Αγωνιά να προφτάσει την ευτυχία, ώστε να την εξασφαλίσει για πάντα. .
Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο βιβλίο του συγγραφέα Μάκη Τσίτα, το οποίο κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Κίχλη και επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ανήκει πλέον στα κλασικά του είδους. Σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθούμε τον μεσήλικα ήρωα Χρυσοβαλάντη, έναν αγαθό και θεοσεβούμενο άνθρωπο στην Αθήνα της εποχής λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Είναι ένας άνθρωπος αρκετά ταλαιπωρημένος από τους πρώην εργοδότες του, τις γυναίκες και την οικογένειά του. Ένας τυπικός αντιήρωας της εποχής, εμμονικός, συντηρητικός, θαμώνας της εκκλησίας και των οίκων ανοχής. Θα λέγαμε ότι θυμίζει λίγο τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας συμβατικής κατηγορίας νεοέλληνα. Ο Μάκης Τσίτας γράφει με χιούμορ και σαρκασμό για τη ζωή ενός ανθρώπου που παραπαίει ανάμεσα στο μεγαλείο και την κατάντια, την αγάπη και το μίσος. Να σημειώσουμε πόσο διορατικός υπήρξε ο συγγραφέας όσον αφορά την κρίση που ενέσκηψε στην Ελλάδα μετά τους Αγώνες. Όπως και ότι το 2014 το μυθιστόρημα απέσπασε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες.
Η Μοναδική Οικογένεια είναι ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα για την επινόηση του εαυτού και τις οικογενειακές σχέσεις, την έλλειψη επικοινωνίας και τη διαδικασία της συγγραφής στην εποχή του ίντερνετ, καθώς και για το πέρασμα από έναν κόσμο παγιωμένων ψευδαισθήσεων σε έναν κόσμο δυσοίωνων αμφιβολιών. Ο συγγραφέας, εμφανώς επηρεασμένος από τους σύγχρονους Αγγλοσάξονες πεζογράφους, σχηματίζει μια ενδιαφέρουσα πλοκή με ιδιαίτερη τεχνική και ύφος. Οι ήρωές του είναι διανοούμενοι και έξυπνοι, αλλά ταυτόχρονα συναντάμε και οικογένειες δυσλειτουργικές και άτομα διαταραγμένα. Λίγες μέρες προτού δώσει τέλος στη ζωή του, ο νεαρός Ανδρέας Αριθμέντης, αρχιτέκτονας και συγγραφέας, γιος και αδελφός φιλόδοξων συγγραφέων, ολοκληρώνει ένα θεατρικό έργο, το μοναδικό που θα καταφέρει να τελειώσει στη βραχύβια συγγραφική καριέρα του. Είναι η ιστορία «της μοναδικής ελληνικής οικογένειας που δεν έπαιξε στο χρηματιστήριο», όπως φροντίζει κάθε τόσο να υπενθυμίζει ο Μιχάλης, συγγραφέας-φάντασμα ευτελών ευπώλητων ρομάντζων και ανέκδοτων σοβαρών αφηγημάτων, στη σύζυγό του Μάρθα και στην εννιάχρονη κόρη τους Χριστίνα, το παιδί-θαύμα που σαρώνει τους ανήλικους αντιπάλους της στο σκάκι και κατατροπώνει τους ενήλικους συμπαίκτες της στο τηλεπαιχνίδι γνώσεων όπου συμμετέχει κατ' εξαίρεση. Όμως ο Ανδρέας δεν σκοπεύει να αφήσει πίσω του μόνο το θεατρικό έργο. Με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Λευτέρης Καλοσπύρος απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα για το 2014.
Ο Πάνος Τσίρος στο βιβλίο του Δεν είναι έτσι; γράφει ιστορίες οικείες, καθημερινές αλλά και αλλόκοτες. Στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του εξερευνά όλα εκείνα που σταδιακά διαβρώνουν την καθημερινότητα απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Στα συνολικά δεκατρία διηγήματα περιγράφει ζωές ασήμαντες και πληκτικές, χωρίς υπερβάσεις, χωρίς ανατροπές. Ζουν; πεθαίνουν; Κανείς δεν ξέρει. Μέχρι που ένα πρόσωπο από το παρελθόν θα κάνει την εμφάνισή του. Ένας μυστηριώδης επισκέπτης που η παρουσία του διαπερνά τις ιστορίες διακριτικά και υπαινικτικά. Το βιβλίο ξεχωρίζει για τον προσωπικό του τόνο, ενώ είναι βέβαιο ότι πηγή έμπνευσης του συγγραφέα αποτέλεσε η περίοδος της οικονομικής κρίσης που ταλαιπώρησε τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Αποφεύγοντας τον βερμπαλισμό, ο διηγηματογράφος προσφέρει στον αναγνώστη ένα σπονδυλωτό αφήγημα με ήρωες και πρωταγωνιστές ανθρώπους που επιδιώκουν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα.
Με επίκεντρο ένα βουνό σε μια ακριτική περιοχή της Κύπρου, ξεδιπλώνεται η ιστορία του Ξενή, της Κόρης και του Σουηδού.
Η σπονδυλωτή αφήγηση των γεγονότων που διατρέχει το μυθιστόρημα ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του '70 για να οδηγηθεί με αντίστροφη κίνηση στις αρχές του περασμένου αιώνα - στο ασφυκτικό περιβάλλον της ορεινής Κύπρου, αλλά και στις αρχαιολογικές ανασκαφές των Σουηδών στο βουνό κατά την εποχή της αγγλοκρατίας. Από το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη και από την Τηλλυρία ως το Φαλούν της Σουηδίας, το μυθιστόρημα αφουγκράζεται τους πιο μύχιους ψιθύρους της ύπαρξης -τις δεύτερες φωνές που παρασιτούν κάτω από τις πρώτες- για να αφηγηθεί την ταραγμένη ιστορία του τόπου, αλλά και την επαναλαμβανόμενη ιστορία του ξεριζωμού της καρδιάς από το στήθος.
Η μόνη σταθερά στον ρου του χρόνου που διατρέχει το βιβλίο είναι το ίδιο το βουνό καθώς δεσπόζει πάνω από ξηρά και θάλασσα.
Ακόμα θυμάμαι την έκπληξη που ένιωσα καθώς ρουφούσα τις σελίδες του «Μπλε Υγρού», του πρώτου και τρομερά διεισδυτικού βιβλίου της Βίβιαν Στεργίου που κυκλοφόρησε το 2017. Προτού καλά καλά η Ελλάδα μεταβολίσει τα θυελλώδη χρόνια της κρίσης, η Στεργίου έπλεξε ένα ακομπλεξάριστο love letter στην Αθήνα του έρωτα και της απογοήτευσης, της αδράνειας και της επιμονής, του αστικού γκρίζου αλλά και των πιο έντονων αποχρώσεων μέσα από δεκαέξι αυτοτελή διηγήματα που διαβάζονται απνευστί. Περισσότερο απ’ όλα με συνεπήρε η αφοπλιστικά φρέσκια, καινοτόμα millennial γραφή της. Πρόσφατα, στην επανάγνωσή μου, συνειδητοποίησα πως πίσω από την υπερρεαλιστική προσέγγιση της Στεργίου και τους καθημερινούς ήρωες ‒συχνά αντι-ήρωες‒ του ντεμπούτου της βρίσκεται ένας αριστουργηματικά δουλεμένος συναισθηματισμός, μια βαθιά ανθρώπινη ταύτιση της συγγραφέως με τις αόρατες ιστορίες που εκτυλίσσονται τριγύρω μας καθημερινά. «Το μπλε υγρό είναι όλα», όπως γράφει η ίδια. «Η ζωή είναι ένα κολλώδες μπλε υγρό».
Ένα αστικό μωσαϊκό αποσπασματικών εικόνων του κέντρου της Αθήνας, αποτελούμενο από μικρά και λιτά διηγήματα που άλλοτε κορυφώνονται, μα συχνότερα κινούνται ελλειπτικά και στέκονται μετέωρα είναι το πρώτο βιβλίο του Σπύρου Βγενή, «Η εποχή του ταράνδου». Ημιτελείς διάλογοι, μπαφάκια και πολυσυντροφικότητα, γκραφιτάδες και ηδονοβλεψίες μπλέκονται σε αυτό το ρευστό και αυθεντικό πορτρέτο της πόλης που ενίοτε θυμίζει υπερρεαλιστική ποίηση ‒ο Βγενής, άλλωστε, ως ποιητής ξεκίνησε και διατηρεί αυτή την ιδιότητα‒ και άλλοτε διάσπαρτες εικόνες αστικού ντοκιμαντέρ. Τέτοια αμεσότητα χτίζει η προσέγγιση του συγγραφέα, που καλλιεργεί την εντύπωση πως μοιράζεσαι το ίδιο τραπέζι με τους αντισυμβατικούς του ήρωες, οι οποίοι περιπλανιούνται άσκοπα στην πόλη, ακούγοντας σε πρώτο πρόσωπο τις ιστορίες και τις αφηγήσεις τους. Μια συναρπαστική πρόσφατη κυκλοφορία που ήδη έχει εντυπωσιάσει και προβλέπω πως θα αντέξει το πέρασμα του χρόνου.
Μια συλλογή από αλλόκοτες ιστορίες, συχνά μονοσέλιδες, πάντοτε αριστουργηματικά δουλεμένες, που παντρεύουν με μοναδικό τρόπο την ποίηση με το πεζό και τη συγγραφική οικονομία με την αφοπλιστική γλωσσική δεξιοτεχνία. Η Ούρσουλα Φωσκόλου ρίσκαρε πολλά με την αντισυμβατική της προσέγγιση μέσα από το «Κήτος», αλλά το αποτέλεσμα τη δικαίωσε και με το παραπάνω. Ένα ονειρικό βιβλίο πλούσιο σε ενδοσκόπηση και νοσταλγία, γεμάτο συναισθηματισμό και συγκίνηση, αφοπλιστική ομορφιά αλλά και υφέρπον σκοτάδι, το ντεμπούτο της Φώσκολου καταφέρνει να δημιουργήσει τρομερή ένταση με ελάχιστες προτάσεις, δίχως ωστόσο να πέφτει ποτέ στην παγίδα της υπερβολής. Δικαίως απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα το 2017, δικαίως φώλιασε στις καρδιές κάθε είδους αναγνωστών, ρεαλιστών και ονειροπόλων.
Τεχνικά αυτό που κατάφερε ο νεαρός συγγραφέας στο μυθιστόρημα που έκανε το όνομά του γνωστό στο ευρύ κοινό (ο ίδιος είχε κυκλοφορήσει ήδη μια βραβευμένη ποιητική συλλογή, ένα ακόμα μυθιστόρημα, μια συλλογή διηγημάτων, ένα βιβλίο για παιδιά και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις) είναι πολύ δύσκολο: τρία διαφορετικά λογοτεχνικά στυλ, τρεις διαφορετικές γλώσσες αφήγησης σε μια οικογενειακή σάγκα που εκτείνεται από την Αλβανία των αρχών του προηγούμενου αιώνα ως την Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης κι έπειτα στη σημερινή Αμερική. Ειδικά το δεύτερο μέρος, όπου ο Γκέζος χρησιμοποιεί το γλωσσικό ιδίωμα της γενέτειράς του, της Χειμάρρας, αναδεικνύοντας έξοχα τη μουσικότητα και τον ρυθμό του, είναι κάτι πραγματικά ξεχωριστό για τα ελληνικά γράμματα.
Τη συγγραφική ικανότητα της Ερωφίλης Κόκκαλη την είχαμε αντιληφθεί ήδη από δυο κείμενα γνώμης που είχαν δημοσιευτεί παλιότερα στη LiFO, οπότε το υψηλό επίπεδο του πρώτου της μυθιστορήματος δεν μας εξέπληξε καθόλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάδυσης της νέας queer ελληνικής λογοτεχνίας, η «Λόλα Καραμπόλα» δεν αποτελεί μόνο μια δυνάμει «εκπαιδευτική» παρουσίαση της τρανς ταυτότητας σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό που ενδεχομένως δεν είναι εξοικειωμένο με το θέμα αλλά και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που, όπως εύστοχα σχολίασε στην εισαγωγή της παρουσίασης και συνέντευξής του με τη συγγραφέα ο Θοδωρής Αντωνόπουλος, «με αμεσότητα, ζωντάνια, αλλά και οξυδέρκεια παντρεύει θαυμάσια το προσωπικό με το πολιτικό στοιχείο, το προσωπικό βίωμα με τη μυθοπλασία και το πηγαίο χιούμορ με μια σκληρή, συχνά, πραγματικότητα».
Ο φουτουριστικός, εντελώς πεσιμιστικός κόσμος που έπλασε ο Νίκος Α. Μάντης στο μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε πριν από δέκα χρόνια, είναι αξιομνημόνευτος όχι μόνο επειδή το είδος της επιστημονικής φαντασίας είναι ίσως από τα πιο υποτιμημένα στην ελληνική λογοτεχνία. Η Αθήνα του 22ου αιώνα είναι σαφώς μια δυστοπία, οι κάτοικοί της χωρίζονται σε ανθρώπους και υπανθρώπους, αλλά το «εμβόλιο της ευφυΐας» πάνω στο οποίο ο Μάντης έστησε την πλοκή του φαντάζει σήμερα ακόμα πιο προφητικό. Τέσσερα χρόνια μετά, ο συγγραφέας βραβεύτηκε με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών για το επόμενο μυθιστόρημά του, «Οι Τυφλοί», που κινήθηκε σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια.
To πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημά του Μάκη Μαλαφέκα, στο οποίο συστήνει τον Μιχάλη Κρόκο, εκκολαπτόμενο συγγραφέα, που εν μέσω καύσωνα επιστρέφει στην Ελλάδα και ετοιμάζεται να εκδώσει το βιβλίο του με θέμα τον τζαζίστα Τζον Κολτρέιν. Στην καλοκαιρινή Αθήνα του 2017 η Ντοκουμέντα επισκιάζει κάθε πολιτιστικό γεγονός, και την κυκλοφορία του βιβλίου του, και ο Μιχάλης φτάνει στην Αθήνα αναμένοντας ένα προδιαγεγραμμένο φιάσκο. Η πόλη τον υποδέχεται με καύσωνα και σύγχρονη τέχνη, ρεκόρ τουρισμού και παντιλίκια, μνημόνιο και Airbnb, πεφωτισμένους χάκερ, παρανοϊκούς ταξιτζήδες και μοιραία κορίτσια, φόνους, απαγωγές, και την κλοπή ενός πίνακα με όλα τα μυστικά του κόσμου. Ένας συγγραφέας χαμένος στην παλιρροιακή δίνη της εποχής του, στη λάθος πόλη, στο λάθος καλοκαίρι. Ο Κρόκος συνέχισε την περιπλάνησή του στον κόσμο των χίπστερ, των γκρούβαλων και φασαίων και στη Μεσακτή, στην Ικαρία, δημιουργώντας αγωνία για το κλείσιμο της τριλογίας.