Είναι γνωστό πως η Έλενα Ναθαναήλ (1947-2008) δεν ήταν μόνον η κούκλα που πάντα θα απολαμβάνουμε στις ταινίες του παλιού κινηματογράφου, αλλά κι ένας άνθρωπος με ανησυχίες και ενδιαφέροντα που ξεπερνούσαν την πιο αυστηρή δουλειά της – τις ταινίες και το θέατρο.
Πόσοι γνωρίζουμε, φερ’ ειπείν, πως η Έλενα Ναθαναήλ ήταν εκείνη που είχε τραγουδήσει στην τηλεόραση της ΕΡΤ, το Νοέμβριο του 1977, τα τραγούδια του Ανακρέοντος Παπαγεωργίου και της Κωστούλας Μητροπούλου για το Πολυτεχνείο, από το πασίγνωστο βιβλίο (τής Μητροπούλου) «Το Χρονικό των Τριών Ημερών»;
Ή, πάλι, πόσοι γνωρίζουμε το βιβλίο της «Πώς έμαθα να βλέπω» από το 1979 (εκδόσεις Αστέρι), ένα θαυμάσιο αφήγημα, σχετικό με τη ζωή ορισμένων τυφλών παιδιών σ’ ένα αθηναϊκό οικοτροφείο της εποχής;
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 ο αγώνας των τυφλών για αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, μόρφωση κ.λπ. είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, ευαισθητοποιώντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας.
Το βιβλίο της Έλενας Ναθαναήλ «Πώς έμαθα να βλέπω» κυκλοφόρησε το 1979, στο τέλος μιας εποχής δηλαδή όπου οι αγώνες των τυφλών για αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, μόρφωση κ.λπ. είχαν λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς είχαν προηγηθεί η εξέγερση στον Οίκο Τυφλών στην Καλλιθέα το 1976, η βίαιη «απάντηση» του κράτους, η σχετική ταινία της Μαρίας Χατζημιχάλη-Παπαλιού το 1977... Θυμόμαστε τα γεγονότα με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Όρασης (Κατά της Τύφλωσης).
Όλα ξεκίνησαν τον Μάιο του 1976 –ένας άλλος ελληνικός αλλά άγνωστος «Μάης»–, όταν στις αρχές εκείνου του μήνα (2/5) δεκαεξαμελής Επιτροπή Τυφλών καταλαμβάνει τον Οίκο Τυφλών στην Καλλιθέα, βάζοντάς τα με το πανίσχυρο ΔΣ του Οίκου (πίσω του βρισκόταν η επίσημη Εκκλησία), το οποίο απαντά με μήνυση εναντίον της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα των Τυφλών για… παράνομη κατάληψη.
Διαβάζουμε στον Ριζοσπάστη της εποχής (13/5/1976), στο σχετικό άρθρο με τίτλο «13η μέρα χωρίς φαγητό οι τυφλοί μαθητές της Καλλιθέας»:
«Συνεχίζεται για 13η μέρα σήμερα η παραμονή των τροφίμων του Οίκου Τυφλών στη Σχολή. Στο μεταξύ η Διοίκηση του Ιδρύματος εξακολουθεί να κρατάει κλειστή την αποθήκη τροφίμων και να μην επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να πάνε να διδάξουν. Αξίζει να σημειωθεί η δικαιολογία που πρόβαλε ο πρωτοπρεσβύτερος Σχοινιωτάκης για την τελευταία αυτή απαγόρευση: “Μπορεί να χαθούν τίποτα χαρτιά” είπε “και να κατηγορηθούν γι’ αυτό οι δάσκαλοι”. Από την άλλη μεριά τα μηνύματα συμπαράστασης στους τυφλούς όλο και αυξάνουν: με το σχετικό ψήφισμα του Συλλόγου Φοιτητών Ιατρικής Αθήνας έφθασαν χθες τον αριθμό 67. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι οργανώσεις νεολαίας, σύσσωμος ο λαός της Αθήνας διαδηλώνει με κάθε μέσο τη συμπάθειά του στον δίκαιο αγώνα των τυφλών».
Ή όπως έγραφε και ο Αντώνης Μοσχοβάκης στην Αυγή (8/10/1977):
«Ο Οίκος Τυφλών, τις βάσεις του οποίου έβαλε πριν 70 χρόνια ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, διοικείται σήμερα από τρεις κληρικούς, με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, κι έναν στρατηγό. Διαθέτει τεράστια περιουσία (δυόμιση δισεκατομμύρια δραχμές), έσοδα από εράνους, κληροδοτήματα, έσοδα από την δουλειά των τροφίμων του και ωστόσο οι τυφλοί ζητιανεύουν στο πεζοδρόμιο, δεν έχουν τα μέσα να μορφωθούν, δεν βρίσκουν δουλειά…».
Τι ζητούσαν οι τυφλοί;
«Ψωμί, παιδεία και όχι επαιτεία» ήταν το βασικό σύνθημα που κυριαρχούσε. Και ακόμη… νομοθετική κατοχύρωση της επαγγελματικής τους αποκατάστασης, κρατικοποίηση των Ιδρυμάτων (ο Οίκος Τυφλών ήταν ιδιωτικός), συμμετοχή τυφλών στα ΔΣ, έλεγχος των Ιδρυμάτων από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Τυφλών, σύνταξη στους ανήμπορους για εργασία, δανειοδότηση για στέγαση κ.ά.
Οι αγώνες των τυφλών θα συνεχίζονταν επί μήνες, και καθώς θα κινηματογραφούνταν, το 1977, από την Μαρία Χατζημιχάλη-Παπαλιού στο 90λεπτο φιλμ «Ο Αγώνας των Τυφλών» (μάλιστα, κάπου βλέπουμε και τον φοιτητή, τότε, της Νομικής και σημερινό υπουργό Παναγιώτη Κουρουμπλή να μάχεται από μικροφώνου) το μήνυμα θα ξεπερνούσε τα σύνορα, αφού η προβολή τής ταινίας στο Παρίσι θα ευαισθητοποιούσε εκτός από τον απλό κόσμο και τη διανόηση – με τους Ζαν Πωλ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μπωβουάρ, Μισέλ Φουκώ, Ρεζί Ντεμπρέ, Φελίξ Γκαταρί, Κώστα Βεργόπουλο, Νίκο Πουλαντζά, Υβ Μοντάν, Ηλία Πετρόπουλο, Κώστα Γαβρά, Άλκη Ζέη, Σιμόν Σινιορέ, Αλέξη Φασιανό κ.ά. να υπογράφουν σχετικό μήνυμα υποστήριξης του αγώνα των ελλήνων τυφλών.
Όμως και η ταινία της Παπαλιού είχε συναντήσει προβλήματα από το… κράτος της Δεξιάς. Διαβάζουμε τα λόγια της σκηνοθέτιδας στο κινηματογραφικό περιοδικό «Τσόντα» (τεύχος 2, Μάρτιος ’79):
«Μετά την πολιτική αλλαγή του 1974 έγιναν πολλές απεργίες και πολιτικές κινητοποιήσεις. Τις παρακολούθησα από κοντά και τις κινηματογράφησα με μια μικρή ομάδα. Γύρω στον Μάη (σ.σ. του ’77) συνάντησα τους τυφλούς απεργούς στην πλατεία Συντάγματος. Συζήτησα μαζί τους και τους κινηματογράφησα. Βρέθηκα απέναντι σ’ ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα: την πρώτη εξέγερση μιας περιθωριακής ομάδας στην Ελλάδα. Εξέγερση ενάντια στην Εκκλησία και την φιλανθρωπία, που πλουτίζουν στο όνομα της δυστυχίας των τυφλών(…). Ο αγώνας των τυφλών χτυπήθηκε άγρια. Άμεση βία, τρομοκρατία, δυσφήμιση, δικαστική τρομοκρατία. Μαζί με τους τυφλούς κυνηγήθηκε επίσης και το φιλμ. Μέχρι τώρα τέσσερις μηνύσεις κατατέθηκαν εναντίον μου από στελέχη της Εκκλησίας και κατηγορήθηκα ανάμεσα σε άλλα για ηθικός αυτουργός και για προσβολή της θρησκείας(…). Εμπόδια ορθώθηκαν επίσης στην εξαγωγή του φιλμ στο εξωτερικό. Το συμβούλιο του Υπουργείου Τύπου και Πληροφοριών απαγόρευσε την εξαγωγή του φιλμ “γιατί το περιεχόμενό του δεν συμφωνεί με το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο του ελληνικού λαού”. Μετά από πολλές διαμαρτυρίες του Τύπου, αυτή η απόφαση ακυρώθηκε…».
Το 1979 ο Οίκος Τυφλών γίνεται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και με την επωνυμία Κέντρο Εκπαιδεύσεως και Αποκαταστάσεως Τυφλών (Κ.Ε.Α.Τ.) πορεύεται μέχρι και σήμερα… Ήταν τότε, εκείνη την εποχή, το 1979, όταν η Έλενα Ναθαναήλ θα τυπώσει το βιβλίο της…
Το «Πως έμαθα να βλέπω» (με το εξώφυλλο του σπουδαίου Γιώργου Βακιρτζή) ξεκινά μ’ έναν πρόλογο της Έλλης Αλεξίου. Σημείωνε μεταξύ άλλων η διακεκριμένη συγγραφέας και παιδαγωγός:
«Το βιβλίο της Έλενας Ναθαναήλ σε κατακτά ευθύς από την αρχή, γιατί το περιεχόμενο, από το ξεκίνημά του, είναι εξομολογητικό μιας πάσχουσας συνείδησης.(…) Δεν εκθέτει η κ. Ναθαναήλ ατομικά της αδιέξοδα: συμβάντα της δικής της ζωής, περιπέτειες συναισθηματικές ή οικονομικές δυσχέρειες, χωρισμούς, παρεξηγήσεις, αρρώστιες, θανάτους… Το βιβλίο τούτο έχει την ανωτερότητα να γίνεται εξομολογητικό, αυτοβιογραφικό, χωρίς να είναι σε κανένα του σημείο αυτοβιογραφία.
Η κ. Ναθαναήλ έχει ξεχάσει αν έχει να λύσει τα ατομικά της προβλήματα. Δε μαθαίνουμε τίποτα για το δικό της κόσμο. Γιατί το δράμα των τυφλών παιδιών που την απασχολεί, πανίσχυρο και σφόδρα βασανιστικό, καλύπτει ολοκληρωτικά τα ατομικά της ζητήματα.(…)
Το βιβλίο βαθμιαία όσο προχωρούν οι σελίδες, γίνεται αποκαλυπτικό μιας σκληρής συμπεριφοράς ανθρώπων, ανεπίτρεπτων καταστάσεων, εγκληματικών, που υπάρχουν πέντε βήματα από το οπτικό μας πεδίο. Κι όμως ποτέ δεν φροντίσαμε να πλησιάσουμε αυτούς τους χώρους. Γνωρίζαμε πολύ καλά, πως εκεί μέσα διαβιούν ανήλικα παιδιά, που όντας στερημένα της όρασης, εύκολα γίνονται θύματα εκμετάλλευσης».
Η Έλενα Ναθαναήλ γράφει άμεσα, απλά και χωρίς περικοκλάδες. Μπαίνει σ’ ένα οικοτροφείο τυφλών παιδιών, που δεν το κατονομάζει, γιατί ο γραπτός της λόγος αρχικά δεν είναι στενά καταγγελτικός, και επιχειρεί να μάθει από τα ίδια τα παιδιά το πώς σκέφτονταν, πώς δρούσαν, τι τους απασχολούσε… Επιχειρεί ν’ ακούσει, για να δώσει λύσεις… Τις δικές της ανθρώπινες λύσεις…
Το βιβλίο ξεκινάει με χίλια…
Δε μου λες άνθρωπε! Εσύ που έχεις την ευχέρεια να διαβάζεις τώρα αυτές τις γραμμές με τα μάτια σου, και το θεωρείς απόλυτα φυσικό, πώς θα ’νιωθες αν ποτέ σου δεν είχες δει τίποτα; Αν ζούσες σ’ ένα πηχτό και απαίσιο σκοτάδι;
Μη βιαστείς ν’ απαντήσεις, γιατί, ή δεν ξέρεις, ή δε θα μου πεις την αλήθεια.
Δε σε κατηγορώ.
Πριν λίγο καιρό κι εγώ δεν ήξερα ν’ απαντήσω.
Μου φαινόταν αδιανόητο κι αληθινά σταματούσε το μυαλό μου, όταν σκεφτόμουνα πώς μπορείς να υπάρχεις όταν δε βλέπεις. Από το ωραιότερο μέχρι το ασχημότερο πράγμα στη ζωή σου, να μην έχεις καμιά μνήμη ή εμπειρία ενός προσώπου, μιας ματιάς, δυο χεριών! Και το χειρότερο να μη βλέπεις όνειρα…
Μ’ αυτές τις απορίες, και αμέτρητες ακόμη, με κέντριζε και με συγκινούσε πάντα το πρόβλημα των ανθρώπων που ήταν τυφλοί και μ’ ενδιέφερε αφάνταστα το θέμα τής ατομικής ψυχολογίας και της κοινωνικής συμπεριφοράς τους. Περίμενα πάντα την κατάλληλη στιγμή για να καταπιαστώ μ’ αυτό.(…)
Ξαφνικά, πριν δυο χρόνια περίπου, διάβασα στις εφημερίδες για μια απεργία πείνας. Ίσως τίποτα ιδιαίτερο στα καθημερινά συμβάντα τής τόσο ταραγμένης εποχής μας, αν την απεργία δεν την έκαναν τυφλοί! Τυφλοί κάθε ηλικίας, κάθε λογής.
Παρακολούθησα το θέμα από τον Τύπο, που αποσιωπήθηκε και σχεδόν ξεχάστηκε, όπως όλα τα γεγονότα μικρά ή μεγάλα. Στο μυαλό μου όμως έμεινε αυτή η ιστορία, και απλώς ξεπεράστηκε προσωρινά, κρυμμένη με πολλή αγάπη και σεβασμό.
Αργότερα, σχεδόν πρόσφατα, ήρθε στην επικαιρότητα ένα ντοκυμανταίρ με τίτλο «Ο Αγώνας των Τυφλών» της Μαρίας Παπαλιού. Φασαρίες λοιπόν για την ταινία, κυνηγητά, γνώμες και αμέτρητοι πάλι ερεθισμοί για μένα, που οι ανησυχίες μου μεγάλωναν.(…)
Πρώτη μου σκέψη μια ταινία μικρού μήκους. Κουβεντιάζοντάς το όμως με φίλους σκέφτηκα πως ένα τέτοιο τεράστιο θέμα θα ’ταν κουτό να περιοριστεί σ’ ένα φιλμάκι 10-15 λεπτών και ακόμη άπειρη σκηνοθετικά, έτρεμα για την ιεροσυλία που ετοιμαζόμουν να κάνω. Κατόπιν σκέφτηκα να μιλήσω –με τη βοήθεια ενός φίλου γιατρού– με ανθρώπους εκ γενετής τυφλούς, που εγχειρίστηκαν και βρήκαν το φως τους. Τέτοια μαρτυρία με ερέθιζε και ήταν εξ ίσου συγκλονιστική. Σκέψη μου να κινηματογραφήσω τις αφηγήσεις αυτών των ανθρώπων. Και τέλος πάντων στο διάβολο η απειρία μου! Μ’ έκαιγε τόσο το θέμα, που πίστευα πως θα τα κατάφερνα από πάθος, θέληση και πείσμα.(…)
Βασικά έψαχνα να βρω ένα τρόπο να μιλήσω με τυφλούς, να μάθω για το χαρακτήρα και τις αντιδράσεις τους, τις ασχολίες και τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, και χίλια ακόμη πράγματα που ίσως δεν υποπτευόμουν.
Πού θα τους έβρισκα όμως;
Στα χέρια μου έπεσε μια εφημερίδα τους, που μιλούσε για κάποιο “οικοτροφείο”. Τηλεφώνησα αμέσως, δισταχτικά ανέφερα το πρόβλημά μου σ’ ένα κορίτσι που απάντησε στο τηλέφωνο. Θαρρώ φοβήθηκε όταν άκουσε τη λέξη “ταινία”. Αργότερα έμαθα τους λόγους. Την καθησύχασα λέγοντάς της πως δεν θα τους αναμίξω, αλλά θέλω μόνο να μιλήσω με τα παιδιά για καθαρά ψυχολογικά τους θέματα. Μου είπε λοιπόν ευγενικά να πάω σύντομα, γιατί ήταν περίοδος εξετάσεων, το σχολείο και το “οικοτροφείο” θα ’κλειναν σε μια βδομάδα και πως τα περισσότερα παιδιά θα πήγαιναν στα σπίτια τους για καλοκαίρι. Έτσι θα ’πρεπε να περιμένω μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη. Ρωτώντας τ’ όνομά της, και μη γνωρίζοντας κανέναν εκεί, αποφάσισα να πάω το ίδιο κιόλας βράδυ. Ο χρόνος ελάχιστος και πολύτιμος. Έτσι ξεκίνησα για την πρώτη μας συνάντηση.
Θ’ ακολουθούσαν άλλες τέσσερις συναντήσεις (πέντε συνολικά) μέσα από τις οποίες η Έλενα Ναθαναήλ, καθώς ερχόταν σιγά-σιγά σε πιο στενή επαφή με τα τυφλά παιδιά του οικοτροφείου, θα έδινε συγκλονιστικές μαρτυρίες και εικόνες απ’ αυτόν τον «άλλο» κόσμο, μεταφέροντας στο χαρτί όλη την αγάπη και το ενδιαφέρον της για μιαν ομάδα ανθρώπων που ζούσε σε πολλές περιπτώσεις λάθρα, κρυφά, στο περιθώριο της κοινωνίας.
Το τέλος του βιβλίου της θα ήταν εξ ίσου μοναδικό…
(…)Συνεχίσαμε να κουβεντιάζουμε για πολλά, αμέτρητα πράγματα, ήθελα να κερδίσω απεγνωσμένα το χαμένο χρόνο, και προκαταβολικά το χρόνο που θα μεσολαβούσε μέχρι να ξαναβρεθούμε το φθινόπωρο.
Ρωτούσα τα παιδιά που δεν είδα για τον Β. που, τελικά, μέχρι σήμερα, δεν μιλήσαμε ποτέ. Ζήτησα να μου υποσχεθούν πως ό,τι συνέβαινε θα με ειδοποιούσαν. Η ώρα όμως πέρασε πολύ γρήγορα. Έπρεπε να φύγω, κι αυτή τη φορά να φύγω για τρεις μήνες τουλάχιστον…
Σηκώθηκα με μισή καρδιά, έσφιγγα στα χέρια μου το μεγάλο γαλάζιο χαρτόνι με τις ακαταλαβίστικες κουκιδίτσες, που σε λίγο καιρό όμως θα σήμαιναν τόσα πράγματα για μένα.
Βγήκαμε όλοι μαζί μέχρι την εξώπορτα. Θαρρώ πως και τα παιδιά ήταν συγκινημένα όπως κι εγώ. Χέρια νευρικά έσφιγγαν τα δικά μου. Κάποιο απ’ αυτά χάιδεψε με αφάνταστη τρυφεράδα τα μαλλιά μου, ένα άλλο σκούπισε τα μάτια μου. Δεν ξαφνιάστηκα πια. Ήξερα… Οι φωνές τους ανακατεμένες ηχούσαν ακόμα στ’ αυτιά μου.
Η πόρτα έκλεισε πίσω μου, κάνοντας έναν απαίσιο θόρυβο.
Βρέθηκα στο δρόμο. Πόση ερημιά ένιωσα σαν βρέθηκα ξανά μέσα στον κόσμο που ’χα μάθει να ζω μέχρι τώρα.
Αλήθεια! Πόσα πράγματα δεν μου ’μαθαν τα παιδιά, σε τόσο λίγο καιρό. Πόσα πράγματα δεν “είδα” μαζί τους, που δεν τα ’χα “δει” ποτέ πριν, πόσα πράγματα ξεπέρασα. Με μάθανε να “βλέπω” από άλλο πρίσμα τους ανθρώπους, τις σχέσεις μ’ αυτούς, ακόμα και την ίδια τη ζωή. Έμαθα πως μ’ όλες αυτές τις μάταιες μικροπρέπειες και την κακία δεν κερδίζει κανείς τίποτα. Η διαφοροποίηση του χαρακτήρα μου ήταν καίρια.
Τώρα σκέφτομαι πως με τα παιδιά δεν μιλήσαμε ποτέ για δυο πράγματα: τον έρωτα και τον θάνατο. Δεν ξέρω γιατί δεν το τόλμησα μέχρι τώρα…
Προχωρούσα αργά, κόσμος πηγαινοερχόταν γύρω μου σπρώχνοντάς με. Στάθηκα σα χαμένη.
Όχι, όσο μπορέσω, δε θα σας αφήσω ν’ αγγίξετε ή να σπρώξετε τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας…
Και σας παρακαλώ, αν καμιά φορά δείτε κανένα από τα παιδιά μου ευτυχισμένο να χαμογελάει, να μου το πείτε.
Μη μ’ αφήνετε να στέκω έτσι λυπημένη.
Ε.Ν.
σχόλια