Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη, Μια αληθινή ιστορία
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ
ΣΕΛ.: 201, ΤΙΜΗ: €12,00, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ
Με ρεαλιστική επιφάνεια και κάποιο ρομαντικό βάθος στη σύλληψη της ιστορίας του, ο Χρήστος Αστερίου κάνει τα πάντα για να στήσει ένα ύφος με μακροπερίοδο λόγο, ήτοι μεγαλεπήβολο και συνάμα μακρόπνοο. Ο κεντρικός του ήρωας, ονόματι Ιάσων Ρέμβης, θεωρείται άτομο ανωτέρας υποστάσεως, με αιφνίδιες αποφάσεις, με πάθος για τη ζωγραφική και βέβαια για την πατρίδα του, την Ελλάδα, που προσωρινά έχει εγκαταλείψει εν ονόματι της Αυστραλίας. Ολόκληρο το βιβλίο αφιερώνεται στη νοσταλγική (αν μη τι άλλο) επιστροφή του στην Αθήνα, στην αναζήτηση στέγης, στο πάθος του για τη ζωγραφική και στην ιδιότητα πλέον του Αθηναίου που (ειδικώς τα παλαιά σπίτια) ανανεώνουν με κάθε τρόπο την αφήγηση.
«Η πράξη της ενδοσκόπησης ενώπιον του καθρέφτη (γράφει ο Αστερίου) ήταν κι αυτή σημάδι προόδου και στοιχείο βελτίωσης. Σε παλαιότερους χρόνους, πριν από το ατύχημα δηλαδή, και συγκεκριμένα σε περιόδους βαριάς ή ακόμα και ελαφρότερης κρίσης, ο ζωγράφος απέφευγε με κάθε τρόπο να κοιταχτεί σε καθρέφτη. Για μεγάλο διάστημα, μάλιστα, είχε παραιτηθεί –ακριβώς όπως για να αποφύγει να κεντρίσει τα είδωλά του– από το ξύρισμα, το χτένισμα και τον γενικότερο προσωπικό του καλλωπισμό. Τώρα, ωστόσο, ένιωθε πως είχε φτάσει η ώρα να αναλάβει τις ευθύνες του. Κοιτούσε τις διάσπαρτες ρωγμές και τα μικροσπασίματα που είχε προξενήσει ο καιρός σε διάφορα σημεία του καθρέφτη, αλλά κατά προέκταση και στο πρόσωπό του, καθώς αυτό αντικατοπτριζόταν στη στιλπνή επιφάνεια του μακρόστενου κατόπτρου. Υστερα τον καταλάμβανε εκείνος ο ίλιγγος, εντελώς απροσδόκητα άρχιζε να νιώθει εκείνη την επικίνδυνη ελξη και με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε κάθε φορά να αποστρέψει μια ενδεχόμενη πτώση στο γυάλινο κενό του, κενό που δεν ήταν απροσμέτρητο, αλλά οριζόταν κατά το ύψος και κατά το πλάτος... κ.λπ. κ.λπ.».
Παραθέτουμε αυτή την πολυδαίδαλη παράγραφο για να φανεί το ισχυρό ένστικτο του πεζογράφου, ο οποίος τζογάρει την ιστορία του πρώτα με το συντακτικό και κατόπιν με το τρομερό κυνηγητό της λεπτομέρειας. Τα σπίτια των Αθηνών –και δη τα εγκαταλελειμμένα αρχοντόσπιτα– προσφέρουν διαρκώς τόπους, φευγάτες οικογένειες, εγκαταλελειμμένες χήρες, αρχοντοξεπεσμένους ή ανθεκτικούς πλούσιους, νεκρογεννημένα τέκνα, ό,τι τέλος πάντων ο αφηγητής μπορεί να αξιοποιήσει με τα αφηγηματικά του μέσα. Αυτό που κυρίως μεταδίδει πεζογραφική ανωτερότητα είναι μια ανατατική ροπή από σελίδα σε σελίδα που λησμονά την πεζότητα και διαρκώς ανακαλύπτει δράματα.
Η πιο επιτυχής εμφάνιση στη ροή της αφήγησης είναι ασφαλώς η χαροκαμένη σοπράνο Μαρίκα Ναβάρου που ζει μόνη και διπλοκλειδωμένη στο κέντρο της πόλης, έτοιμη να αφηγηθεί τη ζωή της στον Ρέμβη. Οι τρεις φωτογραφίες του βιβλίου (ο μικρός Φασόης, η Ναβάρου και το σπίτι στη Μιχαήλ Βόδα) που παρατίθενται για του λόγου το αληθές ψευτίζουν μάλλον τη διήγηση αντί να της επιτρέψουν να σταθεί στο αρχικό ύψος της. Eννοείται ότι δεν γράφει βιογραφία, κατά συνέπεια η οικονομία του αφηγήματος δεν ανέχεται έξωθεν δάνεια.
Άλλωστε, ο Αστερίου έχει συνάψει ειδικές συνθήκες με το παρελθόν, που βέβαια δεν είναι μονάχα χρόνος αλλά και χώρος πρωτίστως, είναι κάτι που βλέπεις συνεχώς μπροστά σου και, παρότι θέλεις να το αγνοήσεις, εκείνο δεν σε αφήνει να το προσπεράσεις. Πάντως, αν λείπει κάτι στον χώρο του Αστερίου είναι –πώς να το πούμε; – ο χωματόδρομος. Με άλλα λόγια, η πίστη στην πολύκλαδη πρόταση (που θυμίζει διαβάσματα καλοχωνεμένα και ίσως λιγάκι αδικημένα λόγω προσωπικού πάθους) δεν επιτρέπει μια πιο θερμή σχέση με τον πλασματικό κόσμο που έχει φανταστεί.
______________________
Το αυτόματο
TOY ΘANOY ΣTAΘΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΕΛ.: 85, ΤΙΜΗ: €7,46, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Όταν μας αποκαλούν «εσύ», σκεφτόμαστε με κάποια ανυπομονησία: «εγώ» είμαι «αυτός»; Ουσιαστικά, είμαστε θύματα των λέξεων που μέχρι να έρθουν σ' εμάς έκαναν χιλιάδες χιλιόμετρα σε ξένα στόματα, αλήτεψαν σε ξένες καρδιές, απέδειξαν για πολλοστή φορά το «δείρε με, μπορεί να γιάνω, αν με βρίσεις, θα πεθάνω». Αν ρωτήσεις σε μια συντροφιά «ποιος ξέρει τι γίνεται, τέλος πάντων», μόνο κομμένα χέρια θα δεις να σηκώνονται. Η αλητεία θέλει αλητεία για να την καταλάβεις. Τα βιβλία θέλουν βιβλία, και μάλιστα βαριά κιτάπια. Εντέλει, η παλιά φρουρά, αυτή και μόνο, ενδέχεται –λέμε, ενδέχεται– να έχει κάτι να πει και κυρίως τον τρόπο να το πει και να το σώσει. Όλοι, βαριά τραυματισμένοι από τον εαυτό τους, όλοι κρυμμένοι όχι στον χώρο αλλά στον χρόνο, σπουδάζουν τον μανιερισμό του αδικημένου, με άλλα λόγια κανείς δεν μαθαίνει την ιστορία κανενός.
Όλα αυτά τα θυμηθήκαμε ανοίγοντας το «βιβλιάριο εντιμότητος» του φίλου Θάνου Σταθόπουλου που με τα χρόνια αγόρασε μυαλό, ανακάλυψε ότι τα πάντα στην κοινωνία είναι πόζα, φτήνια και παλιανθρωπιά, εκτός από το μαύρο χιούμορ που, απ' όπου κι αν έρχεται, είναι σωτήριο καταπότι: ο Έμερσον έλεγε ότι το καλό του θανάτου είναι πως δεν πας πια στον οδοντογιατρό... Η εντιμότητα φαίνεται από τη συλλογή ξένων φράσεων καθώς και ξένων διαβασμάτων, που εξημερώνουν κατά κάποιον τρόπο το απόξενο εγώ του και για λίγο –όσο κρατάει μια σελίδα ωσότου ξεψυχήσει– νιώθει οικείος με το ανοίκειο τομάρι του.
Στη «Βασιλεία των ουρανών» διηγείται ένα ανέκδοτο: «Προχωρούσα στη Βασιλίσσης Σοφίας, που είναι βεβαίως απ' τις μεγαλύτερες λεωφόρους της Αθήνας» είπε ο Νίκος Καρούζος «και με σταματάει αίφνης κάποιος, μάλλον μεθυσμένος, και μου λέει: "Κύριε, δεν έχω κάνει τίποτα". "Και ποιος σου είπε ότι έχεις κάνει κάτι;" του λέω. "Όχι, δεν έχω τίποτα. Πρέπει να σας το δηλώσω". "Μα, τι να μου δηλώσεις;" ξαναλέω. "Ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις, ούτε ξέρω αν έχεις κάνει κάτι, ούτε φαντάζομαι πως έχεις κάνει κάτι". "Όχι" λέει, "δεν έχω κάνει τίποτα, κι ας λένε". Και προχώρησε. Δηλαδή, εκείνη τη στιγμή, είπε ο Νίκος Καρούζος, εγώ, σαν αόρατος, εκπροσωπούσα στην πλαστή του ενοχή τον δικαστή ή τον εξομολόγο. Για δες, σκέφτηκα, τελικώς η εσχάτη κρίση στους ουρανούς επισυμβαίνει στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας».
Η φράση του Σιοράν «Αναπνέω από προκατάληψη» δηλώνει απερίφραστα την απόσταση από το εγώ και ένα είδος φίμωτρου που φοράει ο Σταθόπουλος (στον πλαϊνό του) για να μην κολλήσει κάποια φιλολογική ασθένεια. Οι σπουδές, προφανώς, μεταδίδουν φιλολογικές ασθένειες εν αφθονία. Γενικά το γράψιμο, και δη το ποιητικό, πάσχει βαθύτατα από δανεικούς εαυτούς, από τερτίπια και αναφυλαξίες που ενίοτε δεν επιδέχονται φαρμακευτική φροντίδα.
Στην αντίθετη περίπτωση, όταν κανείς φτάνει μέχρι σημείου να χάσει το ίδιο το δέρμα του, η ποιητική προκατάληψη μπορεί να μεταστραφεί σε αναζήτηση κάποιας βιογραφίας, σε ένα είδος μεταφυσικής αυτογνωσίας, που σπανίως έχει πάρα πολλά να πει.
σχόλια