Διαβάζοντας για να γοητευτούμε
Όταν βλέπεις πως τα πρώτα πιο δημιουργικά σου χρόνια βρίσκονται πια πίσω σου, αρχίζεις μανιωδώς να ψάχνεις τα εργοβιογραφικά των αγαπημένων σου συγγραφέων (σε ποια ηλικία έγιναν γνωστοί; Μήπως είχαν περάσει τα σαράντα; Πότε έγραψαν το πραγματικά μεγάλο τους βιβλίο; Πόσες φορές τούς το απέρριψαν μέχρι να εκδοθεί;) αναζητώντας ομοιότητες και διαφορές, όπως στα απλοϊκά τεστ των περιοδικών με σταυρόλεξα και γρίφους. Όταν το κόλπο σου αποτύχει, γιατί έχεις ήδη φτάσει στα δεύτερα πιο δημιουργικά σου χρόνια, στρέφεσαι στις βιογραφίες — ακόμη καλύτερα, στις αυτοβιογραφίες. Θέλεις να δεις τις ρίζες του ταλέντου τους, τις καμπές της ζωής τους, τα εφόδια που είχαν, τις διαφορές από τη δική σου ζωή. Όταν το κάνεις και αυτό αρκετές φορές, και διαπιστώσεις πως δεν υπάρχει κάποια κοινή φόρμουλα ελαφρώς μεταφυσικού τύπου, απλώς συμβιβάζεσαι με την ιδέα πως εκείνο που τους έκανε να ξεχωρίσουν ήταν ένας συνδυασμός απρόσκοπτης και κοπιώδους δουλειάς, πελώριας γνώσης τού εκάστοτε αντικειμένου, λατρείας της μεθόδου, μανιακής επαναληπτικότητας, και πίστης ότι όφειλαν να πετύχουν: πράγματα που τα ήξερες από πριν, πράγματα που εσένα σού λείπουν. Χρειάζεται και μια στάλα τύχη ίσως, και αυτό που λέμε ταλέντο, αλλά μπροστά στα υπόλοιπα και τα δύο έρχονται δεύτερα.
Πολλοί λένε, και όχι άδικα, πως ένα προσωπικό ημερολόγιο, πόσω δε μάλλον μία αυτοβιογραφία, είναι τα καταλληλότερα πεδία για να ασκήσει κανείς το χάρισμά του, ή μία χαριτωμένη έξη, στην ψευδολογία: στην επινόηση. Αλλά ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι η ίδια μας η μνήμη δεν είναι μία λογοκριμένη εκδοχή του παρελθόντος όπως πιστεύουμε ότι το βιώσαμε; Κανείς δεν μπορεί να πει ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζει η επινόηση σε όσα θυμάται. Όταν, μάλιστα, έχουμε ακριβώς να κάνουμε με έναν επαγγελματία του είδους, ένα συγγραφέα, πόσα από αυτά που μας εξιστορεί για την ίδια του τη ζωή μπορούμε με ασφάλεια να πιστέψουμε; Στην περίπτωση του Τζον λε Καρέ, η απάντηση είναι μία: δεν έχει σημασία — σημασία έχει μόνο η γοητεία που ασκεί επάνω μας. Δεν μπορώ να φέρω στον νου μου πολλούς σύγχρονούς μας πεζογράφους που να έχουν τόσα να αφηγηθούν. Ή μάλλον, που να είναι αναγκασμένοι, αναδιφώντας στη μνήμη τους, να πρέπει να πετάξουν τόσο πολλά, για να μην καταλήξουν με ένα κολοσσιαίο χειρόγραφο στα χέρια τους. Η «Σήραγγα των περιστεριών» δεν είναι μία αυτοβιογραφία — δεν θα μπορούσε να είναι. Είναι αυτό που λέει ο υπότιτλός της: «Ιστορίες από τη ζωή μου». Σταχυολογημένες μέσα από εκατοντάδες άλλες. Και είναι όλες τους συναρπαστικές. Πώς θα ήταν δυνατόν να γινόταν διαφορετικά;
Ο Τζον λε Καρέ δεν «κάνει λογοτεχνία» στη «Σήραγγα των περιστεριών», απλώς αφηγείται. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν σαχλό.
Ένας συγγραφέας που δεν έχει όμοιό του
Διαβάζοντας το βιβλίο, και για τις ανάγκες αυτού του σημειώματος, έκανα κάτι που γενικώς αποφεύγω: υπογράμμιζα σημεία με, κατά τη γνώμη μου, ξεχωριστό ενδιαφέρον. Μέχρι τα μισά του τόμου, βρέθηκα με δεκάδες τονισμένες παραγράφους. Συνέχισα έτσι, πιο πολύ από πείσμα, και πλέον αφενός μεν το βιβλίο είναι κατεστραμμένο, αφετέρου δε οι υπογραμμίσεις μου είναι σχεδόν άχρηστες, καθώς καλύπτουν πάνω από τις μισές σελίδες, και πρέπει να τις ξαναδιαβάσω όλες για να επιλέξω χαρακτηριστικά κομμάτια.
Ο Τζον λε Καρέ δεν «κάνει λογοτεχνία» στη «Σήραγγα των περιστεριών», απλώς αφηγείται. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν σαχλό. Προσπαθεί να είναι ακριβής, ακόμη και όταν το χιούμορ του και ο αυτοσαρκασμός του ξεγλιστρούν και δίνουν τον τόνο. Γράφει ήρεμα, θέλοντας να αποστασιοποιηθεί (από τον εαυτό του!) και να αναστοχαστεί, όπως λένε, και προσφέρει, όχι μόνο ιστορίες από τη ζωή του, αλλά κομμάτια από την πραγματική, μεγάλη Ιστορία του δεύτερου μισού τού 20ού αιώνα. Γιατί την είδε από κοντά, τη στιγμή ακριβώς που γραφόταν. Ήταν εκεί.
Φυγάς από το σπίτι του σε νεαρή ηλικία, εκκολαπτόμενος Βρετανός κατάσκοπος στη Γερμανία στην αρχή της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, καθηγητής γερμανικών σε πολύ υψηλό επίπεδο, μέλος τής ΜΙ5 και κατόπιν τής ΜΙ6, διπλωματικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας στη Βόννη και στο Βερολίνο, ακαταπόνητος ταξιδιώτης σε οποιαδήποτε χώρα μπορούσε να πετάξει αεροπλάνο (έστω και με κίνδυνο να καταρριφθεί), συνομιλητής με πολλούς από τους ανθρώπους που κινούσαν τα νήματα και στις δύο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος, συγγραφέας εμβληματικών βιβλίων που διαβάστηκαν (και εξακολουθούν μανιωδώς να διαβάζονται) από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο και που μεταφέρονται δεκαετίες τώρα στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, απόμακρος και αρκετά μοναχικός παρά το διάσημο όνομά του (ή μάλλον παρά το διάσημο ψευδώνυμό του: στην πραγματικότητα λέγεται Ντέιβιντ Κόρνγουελ), δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει ό,τι του προσέφερε τη μεγαλύτερη προσωπική ευχαρίστηση — να αφηγείται ιστορίες ανθρώπων που το κοινωνικό τους εκτόπισμα ήταν αντιστρόφως ανάλογο του ρόλου που έπαιξαν στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, ανθρώπων που, εμπλεκόμενοι μέσα σε μία πελώρια και αέναη μάχη ανάμεσα στις υπερδυνάμεις του πλανήτη, έγιναν οι ίδιοι ιστορία. Σπουδαίος. Και πέρα για πέρα μοναδικός στο είδος του.
Σπαράγματα
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποια από τα κομμάτια που διηγείται ο Τζον λε Καρέ στη «Σήραγγα», θα επέλεγα μάλλον την επεισοδιακή συνάντησή του με τον Γιασέρ Αραφάτ και το πορτρέτο του Παλαιστίνιου ηγέτη με τα τρυφερά δάχτυλα που σκιαγραφεί, όλες τις ιστορίες του από τη Ρωσία (επί Γκορμπατσόφ, επί Γέλτσιν, επί Πούτιν) και ασφαλώς οτιδήποτε αφορά τις συναντήσεις του με τους μεγάλους πρωταγωνιστές και τους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, όπως τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, για παράδειγμα, μεταξύ τόσων άλλων. Είναι όντως απολαυστικά τα κομμάτια αυτά, και είναι και πολλά — και εν πολλοίς απομυθοποιητικά. Αλλά όλοι οι αναγνώστες θα διαβάσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή το μεγάλο κεφάλαιο που αφορά τον πατέρα του Τζον λε Καρέ, έναν άνθρωπο μεγαλομανή, παραμυθά, απατεώνα, κλέφτη και βίαιο (απέναντι στη μητέρα του κυρίως, που άφησε τον μικρό Ντέιβιντ και τον αδελφό του στον πατέρα τους και το 'σκασε για να γλιτώσει), που μπορούσε να ξεγελάσει τους πάντες και να επινοεί τρόπους για να ζει αρχοντικά σε πεντάστερα ξενοδοχεία ανά την υφήλιο, όσο τουλάχιστον βρισκόταν εκτός φυλακής. Μία σχέση που επηρέασε καθοριστικά τη ζωή του Κόρνγουολ...
Όμως αρκετά. Δίνω τον λόγο στον συγγραφέα, μέσω δέκα παραθεμάτων (θα μπορούσαν να ήταν εκατονταπλάσια), επιλεγμένων στην τύχη:
- Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να παραδεχτώ ότι χρωστώ στην ΜΙ5 ευγνωμοσύνη για κάτι που δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεπληρώσω όπως πρέπει. Η αυστηρότερη διδασκαλία συγγραφής που έλαβα ποτέ δεν προήλθε από κάποιον δάσκαλο ή καθηγητή πανεπιστημίου, και προπαντός όχι από κάποια συγγραφική σχολή. Προήλθε από τα ανώτερα στελέχη του τελευταίου ορόφου των κεντρικών γραφείων τής ΜΙ5, άτομα με κλασική παιδεία που έκαναν φύλλο και φτερό τις αναφορές μου με χαιρέκακη σχολαστικότητα, εκφράζοντας πληθωρικά την περιφρόνησή τους για τις χαλαρά δομημένες προτάσεις μου και την αδικαιολόγητη χρήση των επιρρημάτων μου, γεμίζοντας τα περιθώρια των αθάνατων γραπτών μου με σχόλια όπως περιττό — να παραλειφθεί — να αιτιολογηθεί — προχειρογραμμένο — πραγματικά το εννοείς αυτό; Κανένας από τους επιμελητές που γνώρισα αργότερα δεν ήταν τόσο ακριβολόγος και δεν είχε τόσο δίκιο.
- Σαράντα οχτώ ώρες αργότερα, έντρομος, ήμουν ξαπλωμένος σε ένα στενό όρυγμα, προσπαθώντας να διακρίνω τους ελεύθερους σκοπευτές των Ερυθρών Χμερ που ήταν κρυμμένοι στην απέναντι όχθη του ποταμού Μεκόνγκ. Δεν με είχαν πυροβολήσει ποτέ ώς τότε. Είχα μπει σε έναν κόσμο όπου όλοι έμοιαζαν να έχουν περισσότερο θάρρος από μένα, είτε ήταν πολεμικοί ανταποκριτές, είτε απλοί άνθρωποι που πήγαιναν καθημερινά στις δουλειές τους.
- Δεν είχα ξανακαπνίσει ποτέ ως τότε όπιο, ούτε ξανακάπνισα έκτοτε, αλλά από εκείνη τη νύχτα διατηρώ την ανεύθυνη πεποίθηση ότι το όπιο είναι από εκείνα τα συνταγογραφούμενα φάρμακα με τη φρικτή φήμη που, αν το καπνίζουν λογικοί άνθρωποι σε λογικές δόσεις, δεν κάνει παρά μόνο καλό.
- Μισώ τα αεροδρόμια, τα ασανσέρ, τα αποτεφρωτήρια, τα εθνικά σύνορα και τους συνοριοφύλακες. Όμως τα σημεία ελέγχου είναι μια μισητή κατηγορία από μόνα τους.
- Υπάρχει μια τυπικά αστεία στιγμή σε παλιές κινηματογραφικές κωμωδίες, στην οποία γίνεται μια συζήτηση μέσω διερμηνέα. Υποβάλλεται μία ερώτηση. Μεταφράζεται. Εκείνος στον οποίο απευθύνεται η ερώτηση ακούει με προσοχή κι έπειτα ανεμίζει ζωηρά τα χέρια και ρητορεύει για δύο ολόκληρα λεπτά. Ακολουθεί μικρή παύση και ο διερμηνέας μεταφράζει: «Ναι» ή «Όχι». Ή «Ίσως». Ο [μεγαλομαφιόζος] Ντίμα δεν ανεμίζει τα χέρια του. Μιλά συγκρατημένα στα ρωσικά. Η αυλή του αρχίζει να χαχανίζει. Το ίδιο και οι κοντοκουρεμένοι φρουροί στην πόρτα. Όμως ο Ντίμα συνεχίζει να μιλάει. Ικανοποιημένος τελικά, πλέκει τα χέρια του και περιμένει να μου μεταφέρει το μήνυμά του ο διερμηνέας. «Κύριε Ντέιβιντ, λυπάμαι γι' αυτό που θα σας πω, αλλά ο κύριος Ντίμα λέει να πάτε να γαμηθείτε».
- Με ενδιέφεραν οι Ινγκούς, εν μέρει επειδή κανένας στον δυτικό κόσμο δεν φαινόταν να τους έχει ακουστά: ο Αμερικανός λογοτεχνικός μου πράκτορας, μάλιστα, με ρώτησε μήπως τους είχα επινοήσει εγώ. [...] Ήταν η ίδια περιέργεια που με είχε οδηγήσει στην Κένυα, το Κονγκό, το Χονγκ Κονγκ και τον Παναμά. [...] Τώρα που οι Ρώσοι είχαν απελευθερωθεί από τις αλυσίδες του μπολσεβικισμού, μήπως οι νότιες χώρες που ήταν εξαρτημένες από τη Ρωσία ζητούσαν να απελευθερωθούν από τον ζυγό της; [...] Το τίμημα της καταστολής μπορεί να ήταν η ριζοσπαστικοποίηση εκατομμυρίων μετριοπαθών μουσουλμάνων.
- Και η κυρία Θάτσερ επίσης με κάλεσε για γεύμα. Το γραφείο της ήθελε να με προτείνει για μετάλλιο, κι εγώ είχα αρνηθεί. [...] Στην απαντητική επιστολή μου, φρόντισα να διαβεβαιώσω το γραφείο της πρωθυπουργού ότι η άξεστη στάση που επεδείκνυα δεν πήγαζε από καμία προσωπική ή πολιτική έχθρα, εξέφρασα τις ευχαριστίες μου και τις καλύτερες ευχές μου στην πρωθυπουργό και υπέθεσα ότι δεν θα είχα άλλη επικοινωνία μαζί της. Έκανα λάθος.
- Βλέπετε, είμαι ψεύτης. Γεννήθηκα για να λέω ψέματα, μεγάλωσα με τα ψέματα και εκπαιδεύτηκα στα ψέματα από μια βιομηχανία που ζει από τα ψέματα, στα οποία εξασκήθηκα ως μυθιστοριογράφος. Ως δημιουργός μυθοπλασιών, επινοώ εκδοχές του εαυτού μου, ποτέ τον πραγματικό μου εαυτό, αν υπάρχει.
- Δεν έχω θεό, παρά μόνο ένα εσωτερικό τοπίο, και δεν περιμένω τίποτε από τον θάνατο, παρά μόνο την εξάλειψη. Βρίσκω χαρά στην οικογένειά μου και στους ανθρώπους που με αγαπούν, και ανταποδίδω την αγάπη τους. Και, καθώς περπατώ στα βράχια της Κορνουάλης, με πλημμυρίζουν κύματα ευγνωμοσύνης για τη ζωή μου.
- Ο Γκράχαμ Γκριν λέει ότι η παιδική ηλικία είναι το πιστωτικό υπόλοιπο του συγγραφέα. Αν ισχύει αυτό, τότε γεννήθηκα εκατομμυριούχος.