ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΕΛΕΓΕ ο Τζον Στάινμπεκ, μοιάζει με σφήνα που χώνεται μες το θολωμένο, από τις καθημερινές σκοτούρες, μυαλό μας. Κι ένα μεγάλο μυθιστόρημα, υποστήριζε, έτσι όπως παραμερίζει βίαια νεύρα και ιστούς, αναζητώντας μια θέση να κουρνιάσει, αφήνει αποτυπώματα που μας συνοδεύουν για καιρό… Να κάτι που ισχύει στο έπακρο για το μυθιστόρημα του Ίαν Μακ Γιούαν «Εξιλέωση» (2001) το οποίο μόλις επανεκδόθηκε από τον Πατάκη, στην ίδια μετάφραση του Γιάννη Σκαρπέλου που είχε δημοσιευτεί από τη Νεφέλη το 2002.
Ποιο έγκλημα ζητάει εξιλέωση εδώ; Ποια ψυχή ζητάει, μέσα από την αυτοτιμωρία της, κάθαρση; Η ιστορία που αφηγείται ο Μακ Γιούαν ξεκινάει την πιο καυτή μέρα του 1935 στην εξοχική κατοικία της μεγαλοαστικής οικογένειας Τάλις, εκεί όπου η δεκατριάχρονη Βρυώνη, αυτή που θα εξελιχθεί αργότερα σε σπουδαία πεζογράφο, αναμετριέται ήδη με την τέχνη της μυθοπλασίας.
Ο «μακάβριος Ίαν», όπως αποκαλούσαν τον Μακ Γιούαν στο ξεκίνημά του, τότε που δημοσίευε τον «Πρώτο έρωτα», τον «Τσιμεντόκηπο» και το «Ξένοι στη Βενετία», σ’ αυτό το ώριμο και ιδιαίτερα φιλόδοξο έργο του που διαδέχτηκε το βραβευμένο με Μπούκερ «Άμστερνταμ», διεισδύει και πάλι στα σκοτάδια της παιδικής ηλικίας.
Ο πατέρας της Βρυώνης βρίσκεται ακόμη στο Λονδίνο, με το πρόσχημα ότι καταστρώνει για λογαριασμό της κυβέρνησης σχέδια άμυνας για τον επερχόμενο πόλεμο, και η μητέρα της τιθασσεύει τις συνήθεις ημικρανίες της, οχυρωμένη στην κρεβατοκάμαρά της. Στο σπίτι, ωστόσο, επικρατεί οργασμός, καθώς καταφθάνουν τα τρία ξαδέλφια της, φιλοξενούμενα θύματα ενός θυελλώδους διαζυγίου, τα μεγαλύτερα αδέλφια της, ο Λίον και η Σεσίλια, φοιτητές στο Κέμπριτζ, κι ακόμα, ο Ρόμπι, ο γιός της οικονόμου του σπιτιού, που, στηριζόμενος οικονομικά από τους Τάλις, σπουδάζει κι εκείνος και μάλιστα διαπρέπει.
Εξιταρισμένη η μικρή Βρυώνη, ανυπομονεί να πρωταγωνιστήσει στη θεατρική παράσταση που ετοίμαζε προς τιμήν της οικογενειακής σύναξης. Τα σχέδιά της, όμως, ματαιώνονται. Και το εκρηκτικό μείγμα της πληγωμένης ματαιοδοξίας της, της αχαλίνωτης φαντασίας της και του ταραγμένου εφηβικού μυαλού της, θα την οδηγήσει σ’ ένα έγκλημα για το οποίο δεν θα εξιλεωθεί ποτέ.
Ακούσιος μάρτυρας της εκδήλωσης ενός υπόκωφου έρωτα (ανάμεσα στη Σεσίλια και τον Ρόμπι) και λαθραναγνώστρια μιας επιστολής που στάλθηκε κατά λάθος («Στα όνειρά μου φιλώ το μουνί σου…») η Βρυώνη θα κατατάξει τον Ρόμπι στην κατηγορία των «μανιακών». Και με την ίδια ευκολία που έπλαθε ως τώρα θεατρικούς ήρωες, θα τον καταδώσει ως βιαστή της ξαδέλφης της, ανύποπτη για τις καταστροφικές συνέπειες του ψέματός της.
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της ιστορίας μέσα από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των πρωταγωνιστών της, και μεταφερόμενος από το ειδυλλιακό τοπίο της εξοχής στους κόλπους των ρημαγμένων στρατιών της Δουνκέρκης, ο αναγνώστης της «Εξιλέωσης» αντιλαμβάνεται σιγά σιγά πως οι σελίδες που ρουφά με απληστία δεν είναι παρά οι διαδοχικές γραφές του ομώνυμου μυθιστορήματος που εξέδωσε η Βρυώνη Τάλις στα βαθιά γεράματά της.
Ενός έργου στο οποίο επιστράτευσε τα διδάγματα της Βιρτζίνια Γουλφ, του Ντ. Χ. Λόρενς και του Ε.Μ. Φόρστερ, για να γαληνέψει τις ενοχές της. Όμως, αλίμονο, τους μυθιστοριογράφους, τους μικρούς αυτούς θεούς που μόνο τη φαντασία τους έχουν για όριο, δεν υπάρχει κανείς για να τους συγχωρέσει…
Ο «μακάβριος Ίαν», όπως αποκαλούσαν τον Μακ Γιούαν στο ξεκίνημά του, τότε που δημοσίευε τον «Πρώτο έρωτα», τον «Τσιμεντόκηπο» και το «Ξένοι στη Βενετία», σ’ αυτό το ώριμο και ιδιαίτερα φιλόδοξο έργο του που διαδέχτηκε το βραβευμένο με Μπούκερ «Άμστερνταμ», διεισδύει και πάλι στα σκοτάδια της παιδικής ηλικίας, ανατέμνει τις ταξικές διαφορές της βρετανικής κοινωνίας, ζωντανεύει με ανατριχιαστική δεξιότητα μια απ’ τις όψεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και, παράλληλα, συνοψίζει την περιπέτεια της γραφής στη διάρκεια του 20ού αιώνα. «Σφήνες» σαν την «Εξιλέωση» είναι μόνο καλοδεχούμενες.