Ο Ηρακλής Πουαρό λερώνει πάντα το μουστάκι του, είναι λάτρης των κοσμημάτων, του καλού φαγητού και του ντελικάτου χιούμορ – αλλά με ένα βαθύ αίσθημα ηθικής και δικαίου. Ξέρει να διακρίνει λεπτομέρειες που κανείς άλλος δεν βλέπει και αν είναι τόσο σχολαστικός, είναι γιατί ένα έγκλημα προϋποθέτει πολλούς αντιπάλους στην ίδια σκακιέρα. Επίσης, ο ήρωας της Αγκάθα Κρίστι διαθέτει φλεγματικό χιούμορ, όπως οι Βρετανοί, και αντίστοιχες, αγγλοσαξωνικού τύπου συνήθειες. Οι απανταχού λάτρεις, φετιχιστές και αμετανόητοι οπαδοί του Βέλγου ντετέκτιβ που δημιούργησε η δαιμόνια συγγραφέας πριν από σαράντα χρόνια μπορούν πλέον να χαρούν που ο αγαπημένος τους Πουαρό αποκτά ξανά λογοτεχνική σάρκα και οστά από τα χέρια της Σόφι Χάνα. Η πετυχημένη συγγραφέας αστυνομικών κατάφερε να ξαναζωντανέψει τον δαιμόνιο ντετέκτιβ, γράφοντας τη συνέχεια των θρυλικών ιστοριών της Αγκάθα Κρίστι σε ένα βιβλίο που έτυχε της έγκρισης του ιδρύματος που φέρει το όνομά της. Το εγχείρημα ακούγεται πρωτότυπο, αλλά συνάδει με τη νέα τάση της βρετανικής λογοτεχνίας να αναβιώνει βιβλία και ήρωες που στοίχειωσαν βαθιά το ασυνείδητο των βιβλιόφιλων, με τους ιδανικότερους πάντα όρους: πρόσφατα ο Γουίλιαμ Μπόιντ έγραψε ένα βιβλίο για τον Τζέιμς Μποντ με αντίστοιχα μεγάλη επιτυχία. Το εγχείρημα, πάντως, της Χάνα έχει ήδη προκαλέσει μεγάλο αντίκτυπο στο εξωτερικό και οι φαν της Αγκάθα Κρίστι μπορούν να μετρούν αντίστροφα και στην Ελλάδα, αφού η επόμενη περιπέτεια του Ηρακλή Πουαρό φέρει τον τίτλο Έγκλημα με υπογραφή και πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 8 Οκτώβρη από τις εκδόσεις Διόπτρα. Το περιεχόμενο του βιβλίου και σχετικά αποσπάσματα κατάφερε να εξασφαλίσει σε αποκλειστικότητα η LifΟ για τους φανατικούς αναγνώστες της Κρίστι.
Υπόθεση: Το ήσυχο δείπνο του Πουαρό σε ένα λονδρέζικο καφέ διακόπτεται, όταν μια νεαρή γυναίκα τού εκμυστηρεύεται ότι πρόκειται να τη δολοφονήσουν. Έντρομη ενημερώνει τον Βέλγο ντετέκτιβ για όσα πρόκειται να συμβούν, αλλά τον παρακαλεί να μην ανακαλύψει τον δολοφόνο της – ούτε να τον τιμωρήσει. Την ίδια βραδιά ο Πουαρό μαθαίνει ότι τρεις ένοικοι ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στο κέντρο του Λονδίνου βρίσκονται δολοφονημένοι. Κι ενώ όλοι επιμένουν να του δίνουν διαφορετικά στοιχεία για το έγκλημα, ο ίδιος επιμένει να αποκαλύπτει τη δική του εκδοχή: τα μανικετόκουμπα που βρίσκονται στο στόμα του καθενός από τα θύματα αποκαλύπτουν τελετουργική δεξιότητα, ενώ ο τρόπος παράθεσης των πτωμάτων αποκαλύπτει τα δικά του μυστικά. Στο βιβλίο ο Πουαρό δείχνει να μην έχει αλλάξει καθόλου από τον αγαπημένο ήρωα που γνωρίσαμε, ενώ η απόδοση στα ελληνικά από τον Αύγουστο Κορτώ είναι όσο πιο κοντά γίνεται στις θρυλικές μεταφράσεις των εκδόσεων Λυχνάρι. Οι λάτρεις του Πουαρό θα αναγνωρίσουν συγκεκριμένες περιγραφές και εκφράσεις, ενώ ακόμη και οι αναχρονισμοί έχουν να κάνουν με τον φετιχισμό και τη σκόπιμη ευλαβική προσήλωση στην παλιά μορφή του κειμένου.
Το αίνιγμα του τσέρι: «Μισή ώρα αργότερα, ο Πουαρό κι εγώ καθόμασταν και πίναμε καφέ πλάι στο αναμμένο τζάκι, στο "μυστικό μας σαλονάκι", όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Λατσάρι – ένα δωμάτιο πίσω από την τραπεζαρία, στο οποίο δεν είχες πρόσβαση μέσω των κοινόχρηστων διαδρόμων. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με πορτρέτα που προσπαθούσα να αγνοήσω. Εμένα δώσε μου ηλιόλουστα τοπία, ή ακόμη και συννεφιασμένα, και τίποτε άλλο δεν θέλω. Τα μάτια είναι αυτά που μ' ενοχλούν στις απεικονίσεις ανθρώπων: δεν έχει σημασία ποιος τους ζωγράφισε. Ακόμα δεν έχω δει πορτρέτο που να αναιρέσει την πεποίθησή μου ότι ο εικονιζόμενος με κοιτάζει με διαπεραστική περιφρόνηση.
Μετά την πληθωρική του εμφάνιση στην τραπεζαρία, όπου είχε τον ρόλο του τελετάρχη, ο Πουαρό είχε περιπέσει ξανά σε κατήφεια.
"Πάλι με την Τζένι τρώγεστε, έτσι δεν είναι;" τον ρώτησα.
Παραδέχτηκε πως είχα δίκιο. "Δεν θέλω να μάθω ότι βρέθηκε μ' ένα μανικετόκουμπο στο στόμα, με το μονόγραμμα Π.Α.Τ. Είναι το νέο που τρέμω μην ακούσω".
"Μια και δεν μπορείτε να κάνετε οτιδήποτε γι' αυτήν επί του παρόντος, θα σας πρότεινα να σκεφτείτε κάτι άλλο" τον συμβούλευσα.
"Τι πρακτικό πνεύμα που είστε, Κάτσμπουλ. Ωραία, λοιπόν. Ας σκεφτούμε τα φλιτζάνια".
"Τα φλιτζάνια;"
"Ναι. Σε τι συμπέρασμα σας οδηγούν;"
Αφού το συλλογίστηκα λίγο, κατέληξα: "Δεν έχω κάτι να πω σχετικά με τα φλιτζάνια".
Ο Πουαρό έβγαλε ένα μουρμουρητό ανυπομονησίας. "Τρία φλιτζάνια παραδόθηκαν στο δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι από τον σερβιτόρο Ράφαλ Μπόμπακ. Τρία φλιτζάνια για τρία άτομα, όπως θα περίμενε κανείς. Αλλά, όταν βρέθηκαν τα πτώματα, υπήρχαν μόνο δύο φλιτζάνια στο δωμάτιο".
"Το άλλο ήταν στο δωμάτιο της Χάριετ Σίπελ, μαζί με το πτώμα" είπα.
"Ακριβώς. Κι αυτό είναι πολύ περίεργο, έτσι δεν είναι; Μετέφερε η Σίπελ το φλιτζάνι με το πιατάκι στο δωμάτιό της πριν ή αφότου είχε προστεθεί το δηλητήριο στο τσάι; Όποια από τις δύο εκδοχές κι αν αποδεχθούμε, αναρωτιέμαι ποιος θα κουβαλούσε ένα φλιτζάνι τσάι κατά μήκος ενός ολόκληρου διαδρόμου και μέχρι το ασανσέρ ή θα κατέβαινε δύο ορόφους με τις σκάλες κρατώντας το. Είτε είναι γεμάτο, οπότε υπάρχει κίνδυνος να χυθεί, είτε είναι μισογεμάτο ή σχεδόν άδειο, οπότε δεν αξίζει να το κουβαλήσεις. Συνήθως, κανείς πίνει το τσάι στο δωμάτιο όπου σερβίρεται, n' est-ce pas;"
"Συνήθως, ναι. Ωστόσο, ο δολοφόνος αυτός μου δίνει την αίσθηση ότι απέχει παρασάγγας απ' το συνηθισμένο" είπα με κάποια εμπάθεια.
"Και τα θύματά του; Δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι; Και πώς συμπεριφέρονται; Μου ζητάτε να πιστέψω ότι η Χάριετ Σίπελ κατεβαίνει με το φλιτζάνι της δύο ορόφους, μέχρι το δωμάτιό της, κάθεται στην πολυθρόνα να το πιει και σχεδόν αμέσως μετά ο δολοφόνος τής χτυπά την πόρτα και δράττεται της ευκαιρίας να ρίξει υδροκυάνιο στο φλιτζάνι της; Και ο Ρίτσαρντ Νέγκους, σας θυμίζω, επίσης, φεύγει από το δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι για άγνωστο λόγο, αλλά φροντίζει να επιστρέψει στο δικό του δωμάτιο αμέσως μετά, μ' ένα ποτήρι τσέρι που κανένας από το ξενοδοχείο δεν του έδωσε".
"Υποθέτω, αν το θέλετε έτσι..." είπα.
Ο Πουαρό εξακολούθησε σαν να μην είχα μόλις συναινέσει. "Α, όταν τον επισκέπτεται ο δολοφόνος, ο Ρίτσαρντ Νέγκους κάθεται κι αυτός με το ποτό του και του λέει: "Μα, φυσικά και να μου ρίξετε δηλητήριο στο τσέρι". Μήπως η Άιντα Γκράνσμπερι όλη αυτή την ώρα περιμένει υπομονετικά στο δωμάτιο 317, ολομόναχη, την άφιξη του δολοφόνου; Πίνει το τσάι της, πολύ αργά. Βέβαια, θα ήταν αγένεια εκ μέρους της να το τελειώσει προτού την επισκεφθεί ο δολοφόνος – πώς θα μπορέσει να τη δηλητηριάσει μετά; Πού θα ρίξει το υδροκυάνιο του;"
"Δεν νομίζω ότι μια γυναίκα που φεύγει από ένα δωμάτιο θυμωμένη παίρνει μαζί της ένα μισογεμάτο φλιτζάνι τσάι" είπε ο Πουαρό. "Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα κρύωνε μέχρι να φτάσει στο δωμάτιο 121;"
"Εγώ πίνω συχνά κρύο τσάι" είπα. "Και μάλιστα μου αρέσει".
Ο Πουαρό ανασήκωσε τα φρύδια. "Αν δεν ήξερα ότι είστε ειλικρινής άνθρωπος, θα δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Κρύο τσάι! Αηδία"
(...)
"Σας πρόδωσα" είπε. "Όπως πρόδωσα και τον κύριο Λατσάρι, που μου είχε φερθεί τόσο καλά. Δεν... στην τραπεζαρία προηγουμένως δεν...». Σώπασε κι έτριψε πάλι τις παλάμες του.
"Δεν μας είπατε την αλήθεια;" ρώτησε ο Πουαρό.
"Κάθε μου λέξη ήταν αληθινή, κύριε!" είπε με αγανάκτηση ο Τόμας Μπρίγκνελ. "Θα ήμουν το ίδιο αχρείος με τον δολοφόνο, αν έλεγα ψέματα στην αστυνομία για κάτι τόσο σημαντικό".
"Δεν νομίζω ότι θα ήσασταν εξίσου ένοχος, μεσιέ".
"Δύο πράγματα παρέλειψα να αναφέρω και δεν φαντάζεστε, κύριε, πόσο λυπάμαι γι' αυτό. Βλέπετε, δεν είναι εύκολο για μένα να μιλώ μπροστά σε τόσο κόσμο. Έτσι ήμουν πάντα. Και ο λόγος που το έκανε ακόμη πιο δύσκολο προηγουμένως", έγνεψε προς την κατεύθυνση της τραπεζαρίας, "ήταν ότι δεν ήθελα να επαναλάβω κάτι που μου είπε ο Ρίτσαρντ Νέγκους, επειδή μου έκανε μια φιλοφρόνηση".
"Τι φιλοφρόνηση;"
"Δεν την άξιζα κύριε, ειλικρινά. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος είμαι. Δεν έχω τίποτε ιδιαίτερο. Κάνω τη δουλειά μου, πληρώνομαι γι' αυτήν και προσπαθώ να την κάνω όσο καλύτερα μπορώ, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να με ξεχωρίσει κανείς και να με επαινέσει".
"Και ο Νέγκους σας επαίνεσε;" ρώτησε ο Πουαρό. "Σας θεώρησε ξεχωριστό, άξιο του επαίνου;"
"Μάλιστα, κύριε. Όπως σας είπα, δεν τον επεδίωξα και σαφώς δεν έκανα τίποτα για να τον αξίζω, αλλά όταν τον είδα και με είδε κι αυτός, μου είπε: "Α, κύριε Μπρίγκνελ, φαίνεστε ένας καθ' όλα άξιος νέος. Ξέρω ότι μπορώ να σας εμπιστευτώ αυτή την εκκρεμότητα". Και έπειτα, κύριε, έθιξε το θέμα που ανέφερα πριν – τον λογαριασμό, που ήθελε να πληρώσει ο ίδιος".
"Και δεν θέλατε να επαναλάβετε το κομπλιμέντο μπροστά σε όλους τους άλλους, έτσι δεν είναι;" είπε.
"Φοβόσασταν ότι θα ακουγόταν σαν καυχησιά;"
"Μάλιστα, κύριε. Έτσι ακριβώς. Είναι, όμως, και κάτι άλλο. Όταν τακτοποιήθηκε το θέμα του λογαριασμού, ο Ρίτσαρντ Νέγκους μου ζήτησε να φέρω ένα τσέρι. Εγώ ήμουν αυτός που το σέρβιρε – προσφέρθηκα να του το πάω στο δωμάτιό του, μα αυτός είπε πως δεν τον πείραζε να περιμένει. Κι όταν του το έφερα, εκείνος το πήρε και ανέβηκε με το ασανσέρ"».
σχόλια