1. Διάβασμα: Πέρα από ηδονή και απόλαυση και πάει λέγοντας, το διάβασμα είναι διαρκής προϋπόθεση της προσωπικής συγκρότησης, της γνώσης τού ποιος είσαι και ποιος είναι ο κόσμος γύρω σου, άρα της στάσης που κρατάς απέναντι και μέσα σε μια οργάνωση του υπάρχειν, σε έναν κόσμο που δεν είναι φυσικά παραδεισένιος, ίσως ούτε καν στοιχειωδώς επιθυμητός, πάντως αυτός είναι. Το διάβασμα δεν είναι παίξε-γέλασε, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Όποιος δεν διαβάζει (στα σχεδόν μισά της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα) είναι προάνθρωπος.
2. Γράψιμο: Κι ας λέγαν οι ντανταϊστές, κι ας έλεγε κι ο Joseph Beuys – δεν μπορεί ο καθένας να γράφει, δεν γίνεται ο καθένας να παράγει κοσμοεικόνες, δεν μπορεί όλος ο κόσμος να αξιώνει το αμφίβολο status του συγγραφέα. «L' écriture doit rester rare / Το γράψιμο πρέπει να μένει σπάνιο», έγραψε ο Guy Debord. Επίσης, έγραψε: «Pour savoir écrire il faut avoir lu, et pour savoir lire il faut savoir vivre / Για να ξέρεις να γράψεις πρέπει να έχεις διαβάσει, και για να ξέρεις να διαβάσεις πρέπει να ξέρεις να ζήσεις».
3. Ξεχώρισα τον Ζουμπουλάκη: Πασχαλιάτικα κλειδώθηκα και διάβασα περί τα δέκα βιβλία για τον ναζισμό και τη Χρυσή Αυγή. Θα τα παρουσιάσω εδώ, βαθμιαία. Αρχίζω από σήμερα. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο πιο μεστός δοκιμιογράφος των τελευταίων ετών, συγκεντρώνει οχτώ κείμενα για το θέμα στον τόμο Χρυσή Αυγή και Εκκλησία (εκδ. Πόλις). Πρόκειται για την ουσιαστικότερη και ακραιφνώς πρακτική ανάλυση του ζητήματος και συνάμα πρόταση υπέρβασής του. Με λόγο ακριβείας, είτε πρόκειται για συνέντευξη είτε για δοκίμιο είτε για διάλεξη, ο Ζουμπουλάκης παρουσιάζει τις πραγματικές διαστάσεις και όψεις του πράγματος: «Η Χρυσή Αυγή είναι από της ιδρύσεώς της μια καθαρά ναζιστική οργάνωση [...] αντιχριστιανική και παγανιστική» (σ. 39), και: «Η Χρυσή Αυγή δεν είναι ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα~ είναι ναζιστικό κόμμα που δρα ως εγκληματική συμμορία» (σ. 47). Σε αντίθεση με άλλους αναλυτές που καταπιάστηκαν με το ζήτημα, δεν ονειροπολεί, δεν αερολογεί, δεν καταφεύγει σε επαναστατικά ή/και ουτοπικά ευχολόγια. Μένει στο πρακτέο. Και, κάτι πολύ σημαντικό στην εποχή της καλπάζουσας υβριστικής, υστερικής αμετροέπειας, είναι συγκεκριμένος, δεν προχωρεί με ευσεβείς πόθους ή με προκατασκευασμένες από ιδεολογίες θέσεις, αλλά με ανοιχτά μάτια. Γράφει ο Ζουμπουλάκης, ο οποίος αντιτίθεται σθεναρά στη λεγόμενη θεωρία των δύο άκρων: «Απαιτείται μια πανστρατιά, δεν πρέπει η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής να γίνει μια μονομαχία αναρχοαυτόνομων και ναζιστών» (σ. 48). Και: «Αυτοί που μπορούν περισσότερο να απονομιμοποιήσουν τη Χρυσή Αυγή ιδεολογικά και ηθικά είναι οι άνθρωποι και οι θεσμοί του συντηρητικού κόσμου. Αν η υπόθεση της Χρυσής Αυγής γίνει μια μονομαχία ανάμεσα σε αυτήν και τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον αντιεξουσιαστικό χώρο, νομίζω ότι τότε είναι χαμένο το παιχνίδι. Αντίθετα, αν η Εκκλησία εξέδιδε μια βαρυσήμαντη και ρητή, επίσημη ανακοίνωση καταδίκης της Χρυσής Αυγής ή αν έκανε κάτι παρόμοιο η Ακαδημία Αθηνών, πιστεύω ότι αυτό θα αποτελούσε σοβαρή απονομιμοποίησή της» (σ. 84).
4. Αμηχανία: Οι δύο δυναμικές τάσεις της ελληνικής πεζογραφίας τον τελευταίο καιρό, ήτοι η ενασχόληση με τα δεκεμβριανά (του 2008) και την κρίση, αφενός, και μια περιδιάβαση/καταβύθιση στο παρελθόν, μια ερωτοτροπία με το (εμπορικό/πιασάρικο) ιστορικό μυθιστόρημα, αφετέρου, προκαλούν αμηχανία. Οι συγγραφείς, θαρρείς, θέλουν να κάνουν κατεπειγόντως κάποιο μίνι σουξέ ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν σε ένα περιβάλλον μάλλον σαραβαλιασμένο, όλο αντιξοότητες, κυρίαρχο άρωμα του οποίου είναι η σπασμωδικότητα. Συνέπεια είναι τα τραβηγμένα απ' το μαλλί ευρήματα, μια φάλτσα επινοητικότητα, τα χνάρια της εσπευσμένης, της με-το-ζόρι έρευνας και, το χειρότερο, η γλωσσική ατσαλιά, το στυλιστικό βατερλώ. Οι συγγραφείς φτάνουν σ' εκείνο το ολέθριο (για τους ίδιους) στάδιο του «γλειψίματος του αναγνώστη» για το οποίο προειδοποιούσε ο Ρολάν Μπαρτ. Το να επιχειρείς να κολακέψεις το κοινό είναι η ασφαλέστερη ατραπός προς τον αφανισμό – τον αφανισμό σου ως δημιουργού.
5. Πώς ξεχωρίζουμε τα βιβλία που (ήδη, αλλά και θα) ξεχωρίζουν: Δες το Αυτόματο του Θάνου Σταθόπουλου (εκδ. Γαβριηλίδης), δες το Βυζάντιο έχει ρεπό του Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη (εκδ. Αρμός), δες τη Λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής του Κάρολου Τσίζεκ (εκδ. Κίχλη): καμία παραχώρηση στο όποιο ιδεατό ή κατά φαντασίαν αναγνωστικό κοινό, καμία προσχώρηση στην τάχατες ασφάλεια κάποιου γνώριμου είδους ή ύφους, παρά πεισματική προσήλωση στον πλούτο της γλώσσας, αγωνία να ειπωθεί κάτι με νόημα μεστό, απόπειρα διάνοιξης νέων δρόμων στη γραπτή έκφραση, μέγιστη μέριμνα για τις δυνατότητες και τη χρήση της ομιλίας, όπως θα έλεγε ο αρχιμάστορας Αγιονικοκαρούζος.
σχόλια