Η νέα λέσχη ανάγνωσης της LiFO εστιάζει σε ένα ποικιλόμορφο και συχνά υποτιμημένο είδος, που έχει όμως αναδείξει κατά καιρούς λογοτεχνικά αριστουργήματα.
Η λογοτεχνία τρόμου είναι ένα είδος που αποσκοπεί στην πρόκληση αισθημάτων φόβου, αγωνίας, πανικού, στη δημιουργία ανησυχίας, δέους και έντασης στον αναγνώστη. Συχνά συνδέεται με το μυστήριο και το υπερφυσικό, άλλοτε όμως η θεματολογία της είναι πολύ ρεαλιστική. Μπορεί να περιλαμβάνει από φαντάσματα, δαίμονες, τέρατα, βαμπίρ, λυκανθρώπους και άτομα με ψυχολογικές διαταραχές μέχρι την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης που είναι αποδεδειγμένα ικανή για τα πιο φρικτά εγκλήματα, μπορεί επίσης να πραγματεύεται περίπλοκες ψυχικές καταστάσεις και ερωτήματα υπαρξιακά που αφορούν το πένθος, τη θλίψη, την απόγνωση ή τον πιο κοινό, τον πιο αρχέγονο φόβο, αυτόν του θανάτου. Κάποιες φορές έχει συνδεθεί, κακώς, με την παραλογοτεχνία, ωστόσο έχει αναδείξει λογοτεχνικά αριστουργήματα σπουδαίων συγγραφέων όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Χ.Π. Λάβκραφτ, η Μέρη Σέλεϊ, ο Στίβεν Κινγκ, η Αν Ράντκλιφ, ο Μπραμ Στόκερ, ο Μπρεντ Ίστον Έλις, ο Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι και αρκετοί άλλοι.
«Ποτέ ξανά!» Με τη δυσοίωνη αυτή επωδό, είτε αυτούσια είτε ελαφρά παραλλαγμένη, καταλήγουν πολλές στροφές του ποιήματος Το Κοράκι, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν ενός από τους πιο γνωστούς και επιδραστικούς εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού, της λογοτεχνίας του φανταστικού και βέβαια των ιστοριών τρόμου, όπου διέπρεψε, δημιουργώντας ολόκληρη σχολή. Δεν ξέρουμε τι ώθησε τον Έντγκαρ Άλαν Πόε να εντρυφήσει στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, πιθανόν η ίδια η «σκοτεινή» του ψυχοσύνθεση –οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αποσπασματικές και συγκεχυμένες–, γεγονός είναι όμως ότι άφησε ανεξίτηλη την προσωπική του σφραγίδα σε αυτό, συνιστώντας διαρκή πηγή έμπνευσης. Το Κοράκι περιγράφει με έναν απόκοσμο, μεταφυσικό λυρισμό τη νυχτερινή επίσκεψη του εν λόγω πουλιού, το οποίο από πολύ παλιά έχει ταυτιστεί με το πένθος και τον θάνατο, σε έναν ερωτευμένο που θρηνεί τον χαμό της αγαπημένης του, στοιχειώνοντάς τον. Γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1845, προσέφερε μεγάλη αναγνώριση στον συγγραφέα του και ανατυπώθηκε σε δεκάδες έντυπα, ωστόσο ο ίδιος δεν αποκόμισε κανένα οικονομικό όφελος από αυτό, καθώς δεν υπήρχε ακόμα νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα τρόμου που γράφτηκαν ποτέ, που η φήμη του εκτοξεύτηκε σε δυσθεώρητα ύψη αφότου η κινηματογραφική του μεταφορά από τον Γουίλιαμ Φρίντκιν (1973), δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, «έσπασε ταμεία», με τον ίδιο τον συγγραφέα να είναι και παραγωγός και σεναριογράφος. Το σοκ και οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν απλώς απογείωσαν ακόμα περισσότερο τη φήμη του βιβλίου και της βασισμένης σε αυτό ταινίας, η οποία κέρδισε δύο Όσκαρ, ενώ προτάθηκε για οκτώ ακόμα. Ακολούθησαν κι άλλες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές με μικρότερη επιτυχία, ο Μπλάτι έκανε εντούτοις καριέρα ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ – δοκιμάστηκε μέχρι και στη σκηνοθεσία. Η υπόθεση του μυθιστορήματος, εμπνευσμένη από έναν πραγματικό εξορκισμό εφήβου που συνέβη στις ΗΠΑ το 1949, αφορά ένα νεαρό κορίτσι που καταλαμβάνεται από έναν μοχθηρό δαίμονα, ο οποίος δεν καταλαβαίνει… Χριστό από τους συνηθισμένους εξορκισμούς, επιστρατεύεται λοιπόν από τη μητέρα του ένας «βετεράνος» του είδους καθολικός ιερέας που καταφθάνει αποφασισμένος να σώσει την ψυχή της κοπέλας από τον Ασμοδαίο. Το βιβλίο, που χαρακτηρίστηκε ως μια ερεβώδης αλληγορία πάνω στο κραυγαλέο στις αρχές των ’70s χάσμα των γενεών, βρισκόταν για 57 ολόκληρες βδομάδες στη λίστα των μπεστ σέλερ των «New York Times», τις 17 πρώτες στην κορυφή. Τόσο το μυθιστόρημα όσο και η ταινία κατέκτησαν αυτοδικαίως περίοπτη θέση στο πάνθεο των cult έργων τρόμου.
Ένα θρίλερ που δεν έχει καθόλου φανταστικό ή μεταφυσικό χαρακτήρα αλλά είναι απόλυτα ρεαλιστικό και σύγχρονο καθώς αποτελεί μια σαρωτική όσο και σαρκαστική κριτική στην αλαζονεία, στη ματαιοδοξία, στον κυνισμό και στον υλιστικό ευδαιμονισμό που κυριάρχησαν στο επίσημο αφήγημα των ’80s, αντανακλά επίσης προσωπικά βιώματα του συγγραφέα του. Τα σουρεαλιστικά στοιχεία που υπάρχουν στο μυθιστόρημα απλώς επιτείνουν την αίσθηση μεταμοντέρνου τρόμου που το διέπει. Κατά τον ίδιο τον Μπρετ Ίστον Έλις, η Αμερικανική Ψύχωση (1991), το πιο αμφιλεγόμενο κατά πολλούς έργο του, «προέκυψε από μια φάση σοβαρής αποξένωσης, μοναξιάς και αυτοαπέχθειας». Ζούσε, έλεγε, μια «κυριλέ», καθωσπρέπει ζωή για τα δεδομένα της εποχής, «που ήξερα ότι ήταν μαλακία, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό». Η πλοκή ακολουθεί την καθοδική πορεία ενός νεαρού και πολλά υποσχόμενου γιάπη της Γουόλ Στριτ, λάτρη της καλής ζωής και θαυμαστή του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήταν τότε μεγαλοεπιχειρηματίας του real estate, από τον αστραφτερό κόσμο των χρηματιστηρίων και των εταιρικών ουρανοξυστών στην παραφροσύνη, στην επιτηδευμένη διαστροφή, στο έγκλημα και σε έναν βίαιο, ακραίο νιχιλισμό που παραπέμπει στο πρώτο μπεστ σέλερ του Έλις, το Λιγότερο από μηδέν (1985). Όπως και εκείνο το μυθιστόρημα, έτσι και η Αμερικανική Ψύχωση μεταφέρθηκε, αν και με αρκετά περιπετειώδη τρόπο, στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Μέρι Χάρον, με τον Κρίστιαν Μπέιλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το δεύτερο βιβλίο της σειράς των «Χρονικών των βαμπίρ» της Ann Rice είναι η συνέχεια της Συνέντευξης με έναν βρικόλακα και το μοναδικό που κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά. Η Rice δεν είχε σκοπό να συνεχίσει να γράφει για βαμπίρ μετά τη Συνέντευξη, το συγγραφικό της ντεμπούτο, κυρίως επειδή πήρε ανάμεικτες κριτικές – ξεκίνησε το βιβλίο για να καταπολεμήσει την κατάθλιψη που της προκάλεσε ο θάνατος της εξάχρονης κόρης της από λευχαιμία. Εννιά χρόνια μετά, όμως, αποφάσισε να επιστρέψει στους ίδιους ήρωες και αυτήν τη φορά το κοινό και η κριτική υποδέχθηκαν θερμά τον Λεστάτ. Βοήθησε πολύ η νέα αντίληψη που έφερε στον μύθο των αιμοδιψών απεθανόντων, παρουσιάζοντάς τους ως πανσεξουαλικά πλάσματα, δέσμια των επιθυμιών τους και της λαχτάρας τους για ζωή με έναν άμεσο, ανθρώπινο τρόπο. Οι χαρακτήρες της, σε δεύτερο επίπεδο, αποτελούν σύμβολα της μοναξιάς και της κοινωνικής αποξένωσης και απομόνωσης, και είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη ΛΟΑΤΚΙ+ εμπειρία. Το βιβλίο ξεκινάει εκεί όπου τελείωσε η Συνέντευξη, ακολουθούμε δηλαδή τον σαγηνευτικό και αινιγματικό ήρωα στα πρώτα του βήματα: το πώς έγινε βρικόλακας, πώς οδηγήθηκε στα γεγονότα του βιβλίου που τον θέλουν να γίνεται διάσημος ροκ σταρ(!) και πώς διαμορφώνεται η σχέση του με τον Λούι, Παράλληλα, η συγγραφέας χτίζει τη δική της μυθολογία των βαμπίρ.
Ένα από τα πιο στιβαρά, κλασικά βιβλία της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, η Αγαπημένη είναι ένα τρομακτικό και συνάμα σκληρό ανάγνωσμα. Τοποθετημένο χρονικά αμέσως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο που κατήργησε τη δουλεία στην Αμερική, πραγματεύεται τον απόηχο της μέσα από την ιστορία μιας δυσλειτουργικής αφροαμερικανικής οικογένειας πρώην σκλάβων. Για χρόνια, το βιβλίο δεν συγκαταλεγόταν στη λογοτεχνία τρόμου παρά το γεγονός ότι στην ουσία πρόκειται για μια ιστορία φαντασμάτων. Η Σιθ, που γεννήθηκε σκλάβα στον αμερικανικό Νότο, δραπετεύει στο Οχάιο, όπου, αν και ζει ελεύθερη για δεκαοκτώ χρόνια, δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από τη φρίκη του παρελθόντος, στοιχειωμένη από το φάντασμα της νεκρής της κόρης, την οποία προτίμησε να σκοτώσει για να τη σώσει από τη δουλεία. Το βιβλίο, που αντλεί έμπνευση από την πραγματική ζωή της Margaret Garner, μιας Αφροαμερικανής από το Κεντάκι, θεωρείται ένα αριστούργημα της σύγχρονης αφροαμερικανικής λογοτεχνίας και κέρδισε επάξια το βραβείο Πούλιτζερ το 1988, καθιερώνοντας τη Μόρισον ως μία από τις πιο σημαντικές λογοτεχνικές φωνές του 20ού αιώνα. Ανήκει στις ελάχιστες συγγραφείς που αποτυπώνουν τόσο γλαφυρά και αριστοτεχνικά τον πόνο και τις συνέπειες του ρατσισμού και του σεξισμού στη σύγχρονη κοινωνία μέσα από την αφροαμερικανική εμπειρία. Οι πρωταγωνίστριές της, παρά τις αντιξοότητες ή τα υπερφυσικά φαινόμενα που τις περιβάλλουν, καταφέρνουν να παραμένουν αληθινές ηρωίδες της ιστορίας τους, συμβολίζοντας την ελπίδα.
Παγκόσμιος Πόλεμος Ζ - Προφορικές μαρτυρίες του πολέμου με τα ζόμπι
Συγγραφέας: Max Brooks
Σελίδες: 448
Εκδόσεις: Anubis
Τιμή: 16.90
Το 2006 κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια πανδημία, προερχόμενη από την Κίνα, θα έφερνε παγκόσμιες αλλαγές στον πλανήτη, μετατρέποντας τις μητροπόλεις του κόσμου σε μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, σαν αυτό που περιγράφεται στον Παγκόσμιο Πόλεμο Ζ. Με τον υπότιτλο «Προφορικές μαρτυρίες του πολέμου με τα ζόμπι», ο συγγραφέας χωρίζει το βιβλίο σε οκτώ κεφάλαια και υποδύεται μια φανταστική βερσιόν του εαυτού του ως ανταποκριτή ενός διεθνούς οργανισμού που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και παίρνει συνεντεύξεις από άτομα που επέζησαν από τον πόλεμο με τα ζόμπι – δέκα χρόνια μετά αφηγούνται τις εμπειρίες τους αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές και περιβαλλοντικές αλλαγές που συνέβησαν στην πορεία. Βαθιά πολιτικό βιβλίο, αν αφαιρέσεις τα ζόμπι, αναφέρεται περισσότερο σε θέματα όπως η κυβερνητική ανικανότητα, η αμφιβολία για το μέλλον και την επιβίωση. Ο Brooks επηρεάστηκε από ιστορικά βιβλία για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από τις ζόμπι ταινίες του George A. Romero. Είχε προηγηθεί το βιβλίο-οδηγός The zombie survival guide, στον οποίο έθετε τους νόμους του φανταστικού κόσμου που δημιούργησε. Τα ζόμπι του είναι ζωντανοί νεκροί χωρίς εγκεφαλικές λειτουργίες, που λαχταρούν την ανθρώπινη σάρκα και εξουδετερώνονται μόνο αν καταστραφεί ο εγκέφαλός τους ή αν αποσυντεθούν.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1967, πούλησε γύρω στα 4 εκατομμύρια αντίτυπα και μέχρι σήμερα θεωρείται ως το πιο σημαντικό μυθιστόρημα τρόμου της δεκαετίας του ’60. Το δεύτερο μυθιστόρημα του Άιρα Λεβίν ήταν ένα απρόσμενο μπεστ σέλερ για την εποχή, δημιουργώντας σχολή στο είδος του τρόμου. Σε αυτό βοήθησε και η τόσο πετυχημένη μεταφορά του στον κινηματογράφο, έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του, από τον Ρομάν Πολάνσκι· μέχρι σήμερα θεωρείται ο πιο εμβληματικός ρόλος της Mία Φάρρου, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έπαιζε και ο νεαρός Τζον Κασσαβέτης. Πρόκειται για την ιστορία μιας ομάδας μοντέρνων σατανιστών και μυστών που δρουν στο Upper West Side στο Μανχάταν που είχε τεράστιο αντίκτυπο στις μεταφυσικές φοβίες του κοινού της εποχής. Ό κόσμος μάλιστα άρχισε να πλάθει θεωρίες συνωμοσίας, ότι και ο ίδιος ο Λεβίν πρέπει να ήταν κρυφο-σατανιστής για να γράφει τέτοια πράγματα. Η Ρόζμαρι άνοιξε τον δρόμο για μια σειρά από άλλα πετυχημένα μυθιστορήματα με θέμα τον σατανισμό, με πιο τρανταχτό παράδειγμα τον Εξορκιστή του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι. Είχε δηλώσει κάποια στιγμή ο Λεβίν ότι αισθανόταν άσχημα γι’ αυτό επειδή «μια ολόκληρη γενιά εκτέθηκε, κι έτσι έχει περισσότερη πίστη στον Σατανά. Προσωπικά, δεν πιστεύω στον Σατανά και αισθάνομαι ότι ο φονταμενταλισμός που υπάρχει σήμερα δεν θα ήταν τόσο ισχυρός αν δεν υπήρχαν τόσο πολλά βιβλία σαν κι αυτά. Φυσικά, δεν έστειλα πίσω τα λεφτά που έλαβα για τα δικαιώματα του βιβλίου». Αν και ήταν υπεύθυνος και για το καυστικό The Stepford Wives, δεν γνώρισε ποτέ ανάλογη επιτυχία.
Χάνιμπαλ Λέκτερ box
Κόκκινος Δράκος – Η Σιωπή των Αμνών – Χάνιμπαλ – Χάνιμπαλ: Το Ξύπνημα του Κακού
Συγγραφέας: Τόμας Χάρις
Σελίδες: 1712
Εκδόσεις: Bell
Τιμή: 46.60
Το απόλυτο κακό δεν έχει σουβλερούς κυνόδοντες, δεν είναι προϊόν κάποιας θανατηφόρας μετάλλαξης, δεν έρχεται από άλλο πλανήτη, ούτε ζει σε άθλιες συνθήκες που κινητοποιούν τα φονικά του ένστικτα. Το απόλυτο κακό που έπλασε ο Τόμας Χάρις είναι ευφυές, σπουδαγμένο, με ασυναγώνιστες επιστημονικές και εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, απαράμιλλη αισθητική και ακριβό γούστο, είναι μια σκοτεινή βερσιόν ενός απόλυτα χειριστικού Homo universalis. Ο Χάνιμπαλ Λέκτερ έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους λογοτεχνικούς αντι-ήρωες του 20ού αιώνα ακριβώς γιατί είναι ένα πρόσωπο γεμάτο αντιφάσεις, τρομερά γοητευτικό και αποκρουστικό την ίδια στιγμή. Ο κανίβαλος ψυχίατρος που έκανε την εμφάνισή του ως δευτερεύων χαρακτήρας στον Κόκκινο Δράκο (1981) για να αναδειχθεί στη συνέχεια στον απόλυτο πρωταγωνιστή της Σιωπής των Αμνών (1988) και του ομώνυμου Χάνιμπαλ (1999) μπορεί να οφείλει τεράστιο κομμάτι της φήμης του στις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων και βέβαια στον τρόπο που τον ενσάρκωσαν σπουδαίοι ηθοποιοί, πρωτίστως ο Άντονι Χόπκινς, αλλά και οι Μπράιαν Κοξ [στον Ανθρωποκυνηγό (1986) του Μάικλ Μαν] και Μαντς Μίκελσεν (στην τηλεοπτική σειρά «Χάνιμπαλ»), όμως χωρίς την πένα του δημιουργού του δεν θα μπορούσε να διαθέτει αυτήν ακριβώς την πολυπλοκότητα που τον έκανε μοναδικό. Ο «εξανθρωπισμός» που του επιφύλαξε ο Αμερικανός συγγραφέας με το πολύκροτο, απολύτως αμφιλεγόμενο φινάλε του Χάνιμπαλ (που βέβαια άλλαξε στην ταινία) αλλά και με το μέτριο πρίκουελ Hannibal Rising, που έριχνε φως στα νεανικά του χρόνια, επηρέασε ελαφρώς αρνητικά την υστεροφημία του, ενώ ο ίδιος ο Χάρις δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει λογοτεχνικά από τη μεγαλεπήβολη σκιά του ψυχιάτρου, και να υπογράψει ξανά κάτι αξιόλογο. Ωστόσο, η αρχική τριλογία του Χάνιμπαλ παραμένει στο πάνθεο των μεγάλων στιγμών της horror λογοτεχνίας με περιγραφές και καταστάσεις αδιανόητης αγριότητας που στοιχειώνουν ακόμα όσους τις έχουν «καταναλώσει».
Δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1898, το Στρίψιμο της βίδας του Αμερικανού, αλλά πολιτογραφημένου Βρετανού μυθιστοριογράφου Χένρι Τζέιμς αποτελεί τομή για το είδος, καταφέρνοντας να συνδυάσει την ψυχολογική εμβάθυνση ενός κλασικού αριστουργήματος με το αμείωτο σασπένς ενός αυθεντικού βιβλίου τρόμου. O Τζέιμς επιχειρεί μια βουτιά στα βάθη του ασυνειδήτου της ηρωίδας του, της νεαρής γκουβερνάντας που αναλαμβάνει τη φροντίδα των δύο ορφανών, της Φλόρας και του Μάιλς, σε μια επιβλητική έπαυλη στην αγγλική επαρχία. Στην κόψη του ξυραφιού και στο λεπτό σύνορο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ο Τζέιμς στήνει με υπαινικτικότητα και εξαιρετική προοικονομία την πλοκή του, ενώ καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται διαρκώς: η γκουβερνάντα βλέπει όντως νεκρούς ή πρόκειται για ένα διαταραγμένο άτομο που οδηγείται ολοταχώς προς την τρέλα; Πώς γίνεται τα δύο «αγγελούδια» να μετατρέπονται σταδιακά σε πονηρά και δόλια πλάσματα; Με μια αδιάκοπη διελκυστίνδα μεταξύ αθωότητας και ενοχής, τρόμου και σαγήνης, πίστης και αμφιβολίας, το Στρίψιμο της βίδας προσφέρεται για πολλές ερμηνείες και επηρέασε όσο λίγα βιβλία την τέχνη, τον κινηματογράφο και το θέατρο. Εκατόν είκοσι έξι χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του, εξακολουθεί να διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και να σκορπά αγωνία στην ψυχή του αναγνώστη, ενώ εδραιώνει στη συνείδησή του το ότι η αβεβαιότητα για τον ίδιο μας τον εαυτό συνιστά τον απόλυτο τρόμο.
Το υπέρτατο horror αριστούργημα, η κορωνίδα της φρίκης, το αρχέτυπο όλων των ιστοριών τρόμου είναι ο Δράκουλας του Ιρλανδού Μπραμ Στόκερ. Δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1897, ενέπνευσε πολυάριθμες κινηματογραφικές μεταφορές. Ακολουθώντας την παράδοση της γοτθικής λογοτεχνίας, ο Στόκερ χρησιμοποιεί τον θρύλο του Κόμη Δράκουλα της Τρανσυλβανίας για να ξεδιπλώσει την ανατριχιαστική ιστορία του Βρετανού δικηγόρου Τζόναθαν Χάρκερ, ο οποίος θα παγιδευτεί στον πύργο του Δράκουλα στα Καρπάθια Όρη, ενώ ο τελευταίος θα ταξιδέψει στην Αγγλία για να βρει τα θύματά του που θα τροφοδοτήσουν τον κόσμο των βαμπίρ. Τρεις άντρες, ο δρ. Χέλσινγκ, ο δρ. Σιούαρντ και ο Άρθουρ Χόλμγουντ, θα είναι οι μόνοι που θα επιχειρήσουν να σταματήσουν την επέλαση του κακού. Πέρα από την αφηγηματική μαεστρία του Στόκερ, ο οποίος οργανώνει την πλοκή του μέσω επιστολών και ημερολογιακών καταχωρίσεων, η καθιέρωση του βιβλίου ως εμβληματικού για το είδος, κατά κύριο λόγο, οφείλεται στο ότι στηρίχτηκε σε έναν παλιότερο, εξαιρετικής δυναμικής, λαϊκό θρύλο, αντλώντας από την πηγή του πιο αρχέγονου τρόμου και την αντίληψη πως το κακό τρέφεται από το αίμα. Τα μοτίβα του Δράκουλα που απηχούν ανησυχίες της βικτοριανής εποχής, κατά την οποία γράφτηκε, παραμένουν διαχρονικά: ο φόβος για τον ξένο, η κατάπνιξη των σεξουαλικών ενστίκτων και η σύγκρουση μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας.
Ο κορυφαίος συγγραφέας βιβλίων τρόμου της εποχής μας υπογράφει εδώ ίσως το καλύτερο βιβλίο του και ένα από τα πιο εμβληματικά για το είδος. Η Λάμψη, που εκδόθηκε το 1977, καθιέρωσε τον Στίβεν Κινγκ ως τον «βασιλιά του τρόμου» και ενέπνευσε τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ να γυρίσει την ομώνυμη ταινία. Με την υποβλητική του ατμόσφαιρα και τον αριστοτεχνικά κλιμακούμενο ρυθμό του, ο Κινγκ εγκλωβίζει σταδιακά τους ήρωές του, αλλά τελικά και τον αναγνώστη, στο δίχτυ τρόμου που εξυφαίνει γύρω τους. Το απομονωμένο και φαινομενικά ειδυλλιακό ξενοδοχείο «Η θέα» θα δώσει ιδανική θέα στα μύχια του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο πρώην αλκοολικός Τζακ Τόρανς που θα αναλάβει τη δουλειά του χειμερινού επιστάτη στο ξενοδοχείο, ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, η γυναίκα του, Γουέντι, που πιστεύει μάταια πως θα ανακτήσουν τη χαμένη οικογενειακή γαλήνη και ο μικρός Ντάνι που βλέπει αυτά που κανένα παιδί δεν θα ήθελε να αντικρίσει είναι χαρακτήρες που μένουν ανεξίτηλοι στη μνήμη. Ο Κινγκ εδώ καθιστά σαφές πως οι πιο κοντινοί άνθρωποι μπορεί να είναι ο οικείος τρόμος και η γνώριμη παράνοια πλάι μας, αυτό που φοβόμαστε περισσότερο από καθετί, εν τέλει η ίδια η ανθρώπινη φύση.
Η οικογένεια του βρικόλακα / Συνάντηση μετά από τριακόσια χρόνια
Συγγραφέας: Αλεξέι Τολστόι
Σελίδες: 160
Εκδόσεις: Ροές
Τιμή: 7.42
Παρόλο που ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ θεωρείται (δίκαια) ο ακρογωνιαίος λίθος του διεθνούς vampire fiction, δεν είναι λίγα τα προγενέστερα έργα που όχι μόνο είναι σημαντικά από λογοτεχνικής άποψης αλλά αποτελούν και πραγματικά κομψοτεχνήματα του είδους του τρόμου. O Αλεξέι Τολστόι (δεύτερος ξάδερφος του Λέοντος Τολστόι και σημαίνουσα προσωπικότητα των ρωσικών γραμμάτων) γράφει την Οικογένεια του Βρικόλακα το 1839 σε ηλικία μόλις 22 ετών. Παρόλο που το διήγημα θα εκδοθεί μόνο μετά τον θάνατό του, ο «βουρδούλακας» («vourdalak», η ρωσοποιημένη εκδοχή της λέξης «βρικόλακας») Γκόρσα παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις χαρακτηριστικότερες φιγούρες απέθαντων στη λογοτεχνία. Ο Τολστόι εντάσσει την ιστορία του σε βαλκανικό υπόβαθρο και αποδίδει στον βρικόλακά του πολλά χαρακτηριστικά που θα αναγνωρίσουν οι λάτρεις του είδους, όπως η αιμοποσία, η υπερφυσική δύναμη και η παρενόχληση των οικείων. Το παγωμένο βλέμμα του νεκροζώντανου πατριάρχη Γκόρσα προκαλεί τον τρόμο ακόμα και σήμερα, τόσο στις ανατριχιαστικές σκηνές του βιβλίου όσο και στην εμβληματική κινηματογραφική μεταφορά του διηγήματος από τον Μάριο Μπάβα ως κομμάτι του σπονδυλωτού Black Sabbath (1963), με τον Γκόρσα να ενσαρκώνεται από τον θρύλο του τρόμου Μπόρις Καρλόφ. Πρόκειται για μια ιστορία οικεία στη χώρα μας: οι καραγκιοζοπαίχτες του Μεσοπολέμου συνήθιζαν να παρουσιάζουν «horror» παραστάσεις Καραγκιόζη βασισμένες στο διήγημα του Τολστόι, κρατώντας μάλιστα το ίδιο όνομα για τον χαρακτήρα του βρικόλακα και μεταφέροντας την πλοκή στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το διήγημα Συνάντηση μετά από τριακόσια χρόνια, το άτυπο sequel της Οικογένειας, γραμμένο την ίδια περίοδο, δεν υπολείπεται σε ανατριχίλες, μέσω της εξαιρετικά επιτυχημένης χρήσης της γοτθικής εικονογραφίας.
Ο Ιρλανδός Σέρινταν Λε Φανού είναι ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς τρόμου της βικτοριανής εποχής, που με διηγήματα και νουβέλες όπως η Καρμίλα» συνέβαλε καταλυτικά στην εξέλιξη του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους. Ανάμεσα στις πολυάριθμες ιστορίες του που καταπιάνονται με το υπερφυσικό το Άγρυπνο μάτι ξεχωρίζει. Γράφεται το 1847, ενώ λίγο πριν από τον θάνατό του ο Λε Φανού θα εντάξει μια αναθεωρημένη εκδοχή του, με διαφορετικό τίτλο, στην εμβληματική του συλλογή In a glass darkly. Ο πολύς Μ.Ρ. Τζέιμς, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς ghost fiction, θα το χαρακτηρίσει, λίγο αργότερα, ως «την καλύτερη ιστορία φαντασμάτων που γράφτηκε ποτέ». Καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης παρακολουθούμε την πορεία ενός ανθρώπου από την επιτυχία ως την πλήρη εκμηδένιση εξαιτίας μιας υπερφυσικής(;) απειλής. Ο Λε Φανού αποφεύγει τις περιττές επεξηγήσεις, όχι μόνο εντείνοντας την αίσθηση του αλλόκοτου μα και δυσχεραίνοντας τη διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας· τα απειλητικά βήματα, ο δαιμονικός βραχύσωμος άντρας, η δυσοίωνη κουκουβάγια, είναι τάχα απειλές από το υπερπέραν ή τα αποκυήματα ενός διαλυμένου από τις τύψεις και την αμφιβολία μυαλού; Η αμφισημία που χαρακτηρίζει το Άγρυπνο Μάτι θα αποτελέσει ένα από τα χαρακτηριστικότερα αφηγηματικά τεχνάσματα τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο τρόμου· η χρήση της θα δώσει διαχρονικά αριστουργήματα, όπως το Στρίψιμο της βίδας (1898) του Χένρι Τζέιμς. Ακόμα και σήμερα το Άγρυπνο μάτι διατηρεί στο ακέραιο την ανατριχιαστική του αύρα: εδώ δεν υπάρχει κάθαρση, η αμφιβολία που τσακίζει τον Κάπτεν Μπάρτον τσακίζει τελικά και τον αναγνώστη.
Ο κόσμος είναι ανελέητος για τα μικρά κορίτσια. Αυτό το ξέρει καλά η Μέρικατ, αφού κάθε φορά που πάει για ψώνια στο χωριό πρέπει να υποστεί τα βλέμματα, τις κοροϊδίες και το απροκάλυπτο μίσος των κατοίκων για την οικογένειά της. Έτσι κι εκείνη τους βλέπει στη φαντασία της να πεθαίνουν με φριχτούς πόνους (όλους ανεξαιρέτως, γυναίκες, άντρες και παιδιά), καθώς γυρνάει φορτωμένη στο απομονωμένο αρχοντικό των Μπλάκγουντ, όπου ζει με τον γέρο θείο Τζούλιαν και την αδελφή της, την Κόνστανς, που κατηγορήθηκε (και αθωώθηκε) ότι ξεκλήρισε όλη την υπόλοιπη οικογένεια, δηλητηριάζοντάς τη με αρσενικό.
Μια αναξιόπιστη αφηγήτρια, φόβος που τρυπώνει ύπουλα ανάμεσα απ’ τις γραμμές, ατμόσφαιρα μυστηρίου, ένα σπίτι όχι ακριβώς στοιχειωμένο, αλλά που σε στοιχειώνει, μια αλλόκοτη εμπειρία για τον αναγνώστη, όπου τίποτα δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται. Η Αμερικανίδα συγγραφέας Σίρλεϊ Τζάκσον επηρέασε τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς του είδους του θρίλερ. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφόρησε πρόσφατα και η συλλογή διηγημάτων της με τίτλο Η λοταρία και άλλες ιστορίες.
Η κλασική λογοτεχνία τρόμου επαναπροσδιόρισε τις δυνατότητές της ύστερα από το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα που ακροβατεί μεταξύ του θρίλερ και του υπαρξιακού, φιλοσοφικών αξιώσεων έργου. Γραμμένο στα τέλη του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1886, σε ένα Λονδίνο που είχε χτυπηθεί από τις ασθένειες, όπως η φυματίωση, αλλά και τα ανεξιχνίαστα φονικά σαν αυτά του μυθικού Τζακ Αντεροβγάλτη που συνέβησαν δύο χρόνια αργότερα, είναι φυσικό να αποπνέει το σκοτεινό κλίμα της εποχής. Διάχυτη είναι η αίσθηση του τρόμου που καταλαμβάνει τον αναγνώστη αλλά και η διερώτηση για το τι τελικά συμβαίνει με την αντιφατική φύση του ανθρώπου, όπου συνυπάρχουν ταυτόχρονα το καλό και το κακό. Όσο για τη βαθιά θρησκευτικότητα του Σκοτζέζου Στίβενσον, αυτή είναι που δίνει στο βιβλίο μεταφυσικά χαρακτηριστικά και το κάνει να συνομιλεί μοναδικά με τον Φάουστ, θέτοντας το ερώτημα της εξερεύνησης της ανθρώπινης φύσης. Την ιστορία ο συγγραφέας την εμπνεύστηκε από έναν εφιάλτη· πρωταγωνιστής είναι ο δόκτωρ Τζέκιλ, ο οποίος στο βιβλίο εμφανίζεται ως ένοχος και για τον φόνο του μέλους του Κοινοβουλίου, σερ Ντάνβερς. Ποια ακριβώς είναι η σχέση του κυρίου Χάιντ με τον Τζεκιλ και γιατί ο δικηγόρος Άτερσον δεν τους βλέπει ποτέ μαζί; Μήπως, τελικά, πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο; Αυτό το μυστήριο καλείται να λύσει ο αναγνώστης, νιώθοντας να τον παρασέρνει η συναρπαστική ατμόσφαιρα και η εξαίσια ποιητική γλώσσα που το κατέστησε κλασικό μέσα στα χρόνια και ένα από τα πιο πολυμεταφρασμένα έργα όλων των εποχών. Εξακολουθεί να εμπνέει με πολλαπλούς τρόπους: από τις κλασικές μεταφορές του στην τηλεόραση είναι αυτή του Γκορ Βιντάλ, ενώ λέγεται πως η πρώτη περίοδος του Σταρ Τρεκ, όπου ο χαρακτήρας του Κάπτεν Κερκ εμφανίζεται διχασμένος, είναι άμεσα συνδεδεμένη με το έργο του Στίβενσον.΄
Είναι σχεδόν εντυπωσιακό το ότι το μυθιστόρημα που σκάρωσε εν είδει παιχνιδιού στο σαλόνι του Λόρδου Μπάιρον η νεαρή Μαίρη Σέλεϊ παραμένει τόσο δημοφιλές, μοντέρνο και επίκαιρο μέχρι σήμερα. Δεδομένου ότι η αίσθηση του τρομακτικού, της αποξένωσης και της βαθιάς αίσθησης μιας διάχυτης βίας είναι κυρίαρχη στις παράξενες μέρες μας, ο Φρανκενστάιν κρύβει νοήματα που εξακολουθούν να αγγίζουν τον αναγνώστη. Συγκλονίζουν, εν προκειμένω, η απόλυτη ανάδειξη της κυριαρχίας της φύσης μέσα από τις εντυπωσιακές περιγραφές αλλά και η διαρκής αίσθηση ότι κάτι άλλο που αδυνατούμε να ελέγξουμε πάει να αποκτήσει μυθικές διαστάσεις και να μας καταστρέψει (ίσως τελικά η ίδια η φύση, η οποία μας εκδικείται). Η παράδοξη αυτή ιστορία του τρομακτικού τέρατος που κατασκευάζεται σε ανθρώπινο εργαστήριο δεν αποτελεί απλώς δείγμα της δεινότητας της Σέλεϊ αλλά δείχνει και ότι και η ίδια, όπως το τέρας της, μπορεί να γίνει ένας θηλυκός Προμηθέας· έτσι η Σέλεϊ κατάφερε να κερδίσει για πάντα την αθανασία μόνο με αυτό το έργο. Στο μυαλό της είχε πάντα τις τρομακτικές, γοτθικού τύπου ιστορίες που ήταν πολύ δημοφιλείς εκείνη την εποχή, όπως και σπουδαίους συγγραφείς όπως ο Θερβάντες – ειδικά στις διαβόητες περιπλανήσεις του τέρατος η σκέψη πάει κατευθείαν στον Δον Κιχώτη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο καλοκάγαθος, αρχικά, Φρανκενστάιν περιπλανιέται σε μια αλλοτριωμένη ήπειρο και όσο απομακρύνεται από τη φύση μετατρέπεται σταδιακά σε τέρας, έτοιμο να επιστρέψει το κακό που του έγινε. Αλλά τα νοήματα του Φρανκενστάιν παραμένουν πολλαπλά και είμαστε τυχεροί που έχουμε το αριστούργημα αυτό της Μέρι Σέλεϊ σε ωραία, μοντέρνα και στα μέτρα της εποχής μετάφραση από την Κατερίνα Σχινά, με πρόλογο της ίδιας και επίμετρο της Τζόις Κάρολ Όουτς, μέρος της επίσης νέας σειράς των κλασικών από τις εκδόσεις
«Ο Λάβκραφτ πεθαίνει, το έργο του γεννιέται», έγραφε ο Μισέλ Ουελμπέκ για τον σπουδαίο θεμελιωτή των ιστοριών της φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου και μέγα ανατροπέα των αφηγηματικών τρόπων που έμελλε από την αυγή του 20ού αιώνα να φτάσει την αιωνιότητα. Ο πρωτοπόρος Αμερικανός συγγραφέας ήρθε στον κόσμο το 1890 στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ για να σφραγίσει όχι μόνο τις αφηγήσεις της εποχής του αλλά και όλους τους κατοπινούς συγγραφείς, από τον Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ έως τον Στίβεν Κινγκ και την Τζόις Κάρολ Όουτς, οι οποίοι δηλώνουν πιστοί και αμετανόητοι φαν. Ακραίος νεωτεριστής, από τους πρώτους που δοκίμασαν την τεχνική του μοντερνισμού στις ιστορίες τρόμου, συνδέοντας τη μυθοπλασία με τη ρεαλιστική αφήγηση, κατάφερε, ενσωματώνοντας διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές (επιστημονικές εκθέσεις, αλληλογραφία, δημοσιεύσεις στον Τύπο κ.λπ.), να εμπλουτίσει ακόμα περισσότερο την ιστορία και να την καταστήσει σχεδόν ντοκιμαντερίστικη. Η αστυνομική έρευνα συνδυάζεται εδώ με τη ναυτική περιπέτεια και την αναζήτηση αυτού του παράξενου θεού που σκορπάει την τρέλα και συνδέεται άμεσα με τη μυθολογία του Κθούλου, από την άβυσσο του ωκεανού έως το σύμπαν. Στον αμερικανικό Νότο ανθούσαν, εξάλλου, οι τρομακτικές ιστορίες για εξαφανίσεις, φόνους και παράξενη μαγεία πίσω από τους βάλτους και τα μυθικά δέντρα, όπως αυτά που στοιχειώνουν τις σελίδες του Λαβκραφτ. Ολόκληρες προτάσεις από το Κθούλου έγιναν μότο, ενώ μία από αυτές χαράχτηκε για πάντα στον τάφο του από τους πιστούς του φαν: «Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια κείται και ίσως σε παράξενες εποχές ακόμα και ο θάνατος μπορεί να πεθάνει». Το σημαντικό ότι εξακολουθούμε να έχουμε νέες, μοντέρνες μεταφράσεις του Κθούλου, όπως αυτή από τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου και τις εκδόσεις Δώμα.
Ένα από τα κλασικά έργα που επηρέασε πολλούς συγγραφείς. Όχι τυχαία ο Κόλεριτζ είχε επαινέσει την «πλούσια, δυνατή και διαπρύσια φαντασία του συγγραφέα του Καλόγερου», ενώ ο Έκο ίσως να μην έγραφε το Όνομα του ρόδου αν δεν είχε προηγηθεί ο Καλογερός του Λιούις. Φόνοι, ξόρκια, μοναστήρια, θανάσιμες αμαρτίες, απαγωγές ακόμα και βιασμοί παρελαύνουν από την καταιγιστική εξιστόρηση των σκοτεινών αμαρτημάτων του Κλήρου και των μυστικών που κρύβονται πίσω από τις εξοντωτικές λογικές της Ιεράς Εξέτασης και των κανονιστικών αρχών της Εκκλησίας. Πρόκειται για ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του γοτθικού μυθιστορήματος, γραμμένο λίγο πριν από τη λήξη του 18ου αιώνα, που συγχωνεύει όλες τις αρχές της αφήγησης με την ατμόσφαιρα και το μυστήριο να διαπνέουν τις πιο κεντρικές περιγραφές της ιστορίας. Βασικοί πρωταγωνιστές είναι ο Αμβρόσιος, κραταιός και επιφανής ηγούμενος σε μοναστήρι Καπουτσίνων της Μαδρίτης, και ο νεοφερμένος καλόγερος Ροζάριο. Ανάμεσά τους είναι η δαιμόνια Ματθίλδη που καταφέρνει να παρασύρει τον ηγούμενο, με το παιχνίδι των φύλων να εμφανίζεται για πρώτη φορά τόσο δυναμικά σε μυθιστόρημα. Τυφλωμένος από το πάθος του ο καλόγερος ξεσπά σε οποιαδήποτε ανυπεράσπιστη κορασίδα βρεθεί στο διάβα του, όπως η αθώα Αντωνία, η οποία, ωστόσο, προστατεύεται από τη μητέρα της Ελβίρα, φτάνοντας μέχρι τον φόνο. Μόνο που άθελά του μπλέκει σε μια άλλη ιστορία ανάμεσα στις αμέτρητες που συμπλέκονται σε ένα βιβλίο το οποίο έχει βάλει τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ιστορία της γοτθικής μυθιστορίας. Τη μετάφραση του κυρίως κειμένου υπογράφει ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, ενώ των παρεμβαλλόμενων ποιημάτων ο Κυριάκος Αθανασιάδης.
Αν θέλει κανείς να ανατρέξει στις ιστορίες τρόμου που επηρέασαν κλασικούς συγγραφείς και ποιητές, ο Μέλμοθ, ο Περιπλανώμενος βρίσκεται σίγουρα στην κορυφή. Το έργο που έγραψε ο θείος της μητέρας του Όσκαρ Ουάιλντ δεν ήταν μόνο από τις πιο αξεπέραστες αφηγήσεις τρόμου, αίματος και παθών αλλά και ένα από τα πιο κλασικά βιβλία τρόμου στην ιστορία της λογοτεχνίας και από τα πρώτα κείμενα του πρώιμου μοντερνισμού. Όσο για τον ίδιο τον συγγραφέα, τον Τσαρλς Ματσούριν, δεν υπήρξε τυχαία κεντρική επιρροή του Ουάιλντ: εκκεντρικός Ιρλανδός συγγραφέας, κυκλοφορούσε με περίεργες κομμώσεις, πήγαινε για ψάρεμα φορώντας γυναικείες κάλτσες, ενώ φρόντιζε να δείξει πόσο σνομπάρει τις βαρετές συζητήσεις κολλώντας τα χείλη του επιδεικτικά με αλευρόκολλα. Η ιστορία τρόμου του Μέλμοθ έπαιξε, επίσης, σημαντικό ρόλο στη γέννηση του ρομαντισμού και συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωσή του. Αφηγείται τις περιπέτειες του νεαρού Τζον Μέλμοθ, φοιτητή από το Δουβλίνο, που ξεκινάνε με τη διαθήκη την οποία αφήνει ο θείος του, και έχει δύο καίριες σημειώσεις: να καταστρέψει το πορτρέτο που κρέμεται στο γραφείο του με την υπογραφή Τζ. Μέλμοθ 1646 και να κάψει ένα χειρόγραφο. Έτσι ξεδιπλώνεται μια σειρά από παράλληλες, εγκιβωτισμένες αφηγήσεις με πρωταγωνιστή αυτόν τον εκπεσόντα άγγελο, τον Μέλμοθ, όπου διάφορες δαιμονικές πράξεις και το γοτθικό στοιχείο μετατρέπονται σε ένα εξαίσιο μοντερνιστικό παιχνίδι.
Μέχρι να εμφανιστεί ο διαβόητος Πίνχεντ, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, αυτό το αλλόκοτο πλάσμα με το γεμάτο καρφίτσες πρόσωπο που έμελλε να καταστεί καλτ σύμβολο, ο κόσμος των βιβλίων και των ταινιών τρόμου ήταν σχεδόν οριοθετημένος και σχετικά προβλέψιμος. Ο Κλάιβ Μπάρκερ, όμως, είχε την ιδέα να μεταφέρει τις προσωπικές του εμπειρίες από τον καιρό που δούλευε ως hustler σε γνωστά «μπουντρούμια», όπου εξασκούνταν πρακτικές S&M, στο απόλυτα οικείο του περιβάλλον τρόμου και να δημιουργήσει ένα από τα πιο πολυσυζητημένα έργα όλων των εποχών. Το βιβλίο γι’ αυτόν τον παράξενο κόσμο με τους κενοβιάτες, μια ομάδα από σαδομαζοχιστικά όντα με αρχηγό των Ντιουκ Μπράντλεϊ, τον μετέπειτα επονομαζόμενο Πίνχεντ, έγινε κλασικό, συνδέοντας, για πρώτη φορά, τον ακραίο ερωτισμό με μια μαζικής απεύθυνσης ταινία τρόμου. Όπως δήλωνε σχετικά ο Μπάρκερ σε ένα αφιέρωμα της «Guardian» για την τεράστια επιτυχία του Hellraiser και τη διαχρονική του αξία, ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε να βάλει το σεξ σε ένα τέτοιο έργο, καθώς «οι περισσότερες αγγλικές και αμερικανικές ταινίες τρόμου δεν ήταν ποτέ σεξουαλικές, ή έστω φιλάρεσκες – άντε να αναφερθούν σε ένα μάτσο εφήβους που κάνουν σεξ και μετά σκοτώνονται. Το Hellraiser, η ιστορία ενός ανθρώπου που οδηγείται στην αναζήτηση της απόλυτης αισθησιακής εμπειρίας, έχει μια πολύ πιο διεστραμμένη αίσθηση της σεξουαλικότητας» – έτσι εξηγούσε ο Μπάρκερ την περιπέτεια της μεταφοράς του Hellraiser στον κινηματογράφο. Έχοντας απελπιστεί από τις αποτυχημένες κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του, ο δημιουργός του πιο πετυχημένου έργου τρόμου των τελευταίων δεκαετιών αποφάσισε για πρώτη φορά, και χωρίς προηγούμενη εμπειρία, να το σκηνοθετήσει ο ίδιος στη μεγάλη οθόνη, έχοντας, όμως, στο πλάι του εξαιρετικούς συνεργάτες που συνέβαλαν στην αναγνώριση της ταινίας ως της σημαντικότερης του βρετανικού σινεμά τρόμου.
Η φόνισσα
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Σελίδες: 214
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Τιμή: 10.74
Το πρόβλημα του κακού που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, του μέσου ανθρώπου, το τρέχον, το πνιγηρά μίζερο. Στη Φόνισσα το κακό δεν είναι το συνηθισμένο, το κοινωνικό, είναι το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο, γι’ αυτό και τις φρικτές πράξεις της Χαδούλας δεν μπορεί να τις συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Η ηλικιωμένη Φραγκογιαννού, μια χήρα που είχε μια ζωή βασανισμένη, πιστεύει ότι η γέννηση ενός κοριτσιού φέρνει δυστυχία και στο ίδιο το παιδί αλλά και στην οικογένειά του, ιδίως όταν είναι φτωχή, έτσι σε μια κρίση παραλογισμού πνίγει την νεογέννητη εγγονή της. Στη συνέχεια, χωρίς καθόλου τύψεις, σκοτώνει άλλα τρία κοριτσάκια, θεωρώντας ότι τα γλιτώνει από την κακή τους μοίρα, που είναι η προδιαγεγραμμένη μοίρα της γυναίκας σε μια κοινωνία σκληρή, που της έχει φορτώσει όλα τα βάρη της καθημερινότητας. Στη μικρή κοινωνία της Σκιάθου είναι και η ίδια βάρος και πάντα ιδιοκτησία ενός άνδρα, οπότε, θολωμένη από τις σκέψεις της, γίνεται μια Μήδεια, πιστεύοντας ότι έτσι χτυπάει το κακό στη ρίζα του. Το ασφυκτικό περιβάλλον της νουβέλας θυμίζει το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι με σκηνές ψυχολογικού τρόμου και ιδιαίτερης αδρότητας, περιγραφές ανυπόφορες. Στο τέλος έρχεται η θεία δίκη, αλλά οι πράξεις της Φραγκογιαννούς παραμένουν ακατανόητες, αδικαιολόγητες. Ένα διαχρονικό αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας που στέκεται δίπλα στις αρχαίες τραγωδίες.
Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας
Συγγραφέας: Χρυσόστομος Τσαπραΐλης
Σελίδες: 160
Εκδόσεις: Αντίποδες
Τιμή: 10
Oι Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας ξεκίνησαν το 2014 ως μια σελίδα στο Facebook, η οποία έγινε από την αρχή πολύ δημοφιλής στους φίλους της λογοτεχνίας του φανταστικού. Οι σύντομες ιστορίες του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη με τον πολύ ιδιαίτερο τρόπο γραφής ήταν ένας συνδυασμός παράδοξου, φαντασίας και τρόμου, φιλτραρισμένος μέσα από το φάσμα της παράδοσης και σαφείς αναφορές στις επιρροές του: το black metal και τη λογοτεχνία τρόμου. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια λαογραφική καταγραφή ιστοριών της περιοχής της Θεσσαλίας αλλά για καθαρή λογοτεχνία, μυθοπλασία που χρησιμοποιεί την περιοχή γύρω από την Καρδίτσα ως κύριο χώρο, τοποθετώντας μέσα στα γεωγραφικά αυτά πλαίσια όλη τη δράση των ιστοριών που μπορούν άνετα να ανήκουν στο κύμα weird fiction και folk horror, το οποίο τα τελευταία χρόνια αναβιώνει στην αγγλική λογοτεχνία. Το πρώτο βιβλίο του Τσαπραΐλη περιέχει τις περισσότερες από αυτές τις ιστορίες ξαναδουλεμένες και ταξινομημένες ανά περιοχή, από το Πήλιο μέχρι τα Άγραφα και από το Δομοκό μέχρι τον Όλυμπο, χαράσσοντας τον χάρτη μιας άλλης, σκοτεινής Θεσσαλίας και έχοντας ως κύριο πεδίο δράσης ένα άχρονο, σχεδόν μυθολογικό παρελθόν με κάποια ψήγματα σύγχρονου κόσμου.
Στην πολυτελή ψυχιατρική κλινική το χιόνι πέφτει πυκνό. Γιατροί και ασθενείς είναι παγιδευμένοι στο εσωτερικό της μαζί με τον Ψυχοθραύστη. Θα καταφέρουν να βρουν διέξοδο; Το Πείραμα του Σεμπάστιαν Φίτζεκ, του συγγραφέα των μπέστ σέλερ με περισσότερες από 12.000.000 πωλήσεις, συγκλόνισε το αναγνωστικό κοινό. Τρεις γυναίκες εξαφανίζονται χωρίς κανένα ίχνος. Μία εβδομάδα είναι αρκετή για τον ψυχοπαθή, γνωστό και ως Ψυχοθραύστη, για να τις καταστρέψει. Κανένας δεν γνωρίζει τη μέθοδο που χρησιμοποιεί, όμως μέχρι την έβδομη ημέρα θα είναι πλέον ψυχολογικά νεκρές, θαμμένες ζωντανές στο ίδιο τους το σώμα. Ένα μόνο πράγμα είναι γνωστό: οι αλλόκοτοι γρίφοι που αφήνει σε κάθε θύμα του. Παγιδευμένα στο εσωτερικό της κλινικής, η μόνη τους διέξοδος είναι να ενωθούν για να προστατέψουν το ένα τον άλλο. Όμως, σε μια νύχτα ανείπωτου τρόμου όπως αυτή εκείνος θα τους αποδείξει πως δεν υπάρχει διαφυγή. Φόνος, βιασμός, βασανιστήριο; Ήταν κάτι πολύ χειρότερο.
Με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Λαρς Κέπλερ το ζευγάρι των Σουηδών συγγραφέων Αλεξάντρα Κοέλο Αντορίλ και Αλεξάντερ Αντορίλ δημιούργησε ένα βιβλίο-φαινόμενο που προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση με περισσότερα από 600.000 αντίτυπα στη Σουηδία, εκθρονίζοντας τον Στιγκ Λάρσον από την πρώτη θέση των ευπώλητων. Ένας άντρας βρίσκεται κτηνωδώς δολοφονημένος στα αποδυτήρια ενός αθλητικού κέντρου στην Τούµπα της Στοκχόλμης. Λίγο αργότερα ανακαλύπτονται τα πτώματα της γυναίκας και της κόρης του, μαχαιρωμένα, και τα δυο από κάποιον που είχε την πρόθεση να εξοντώσει όλη την οικογένεια. Ο γιος όμως έχει επιζήσει, αν και βαριά τραυματισμένος. Ο Γιούνα Λίνα, αστυνομικός επιθεωρητής της Δίωξης Εγκλήματος, μαθαίνει πως η οικογένεια έχει άλλο ένα εν ζωή µέλος, τη μεγάλη αδελφή του αγοριού, και αντιλαμβάνεται πως πρέπει να τη βρει προτού την ανακαλύψει ο δολοφόνος. Το αγόρι συνέρχεται κατά διαστήματα από τον λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Ο Λίνα, στην προσπάθειά του να επιταχύνει τη διαδικασία της ανάκρισης και ν’ αποκτήσει μια εικόνα του συμβάντος, έρχεται σε επαφή µε τον γιατρό Έρικ Μαρία Μπαρκ και τον πείθει να υπνωτίσει το αγόρι. Ο Έρικ Μαρία Μπαρκ αθετεί την υπόσχεση που είχε δώσει να µην υπνωτίσει ποτέ ξανά, αρχίζοντας έτσι μια αλυσίδα γεγονότων που κόβουν την ανάσα.
Τα πειράματα ενός πατέρα σχετικά με τη φύση των στοιχειωμένων κτιρίων· ένας μυστηριώδης άφαντος μα πανταχού παρών δήμαρχος με αύρα βιβλικού θεού-τιμωρού· μεταμεσονύχτιες συζητήσεις συγγραφέων περί της φύσης της πραγματικότητας και η περιπλάνηση σε κάποιες πολύ παράξενες βινιέτες. Ένας υπάλληλος που ζει και εργάζεται ως νομάς και καταδιώκεται από μια μαριονέτα· ένα έρημο μα όχι παροπλισμένο εργοστάσιο με την πιο αλλόκοτη παραγωγή. Ένας αποτρόπαιος εταιρικός οργανισμός από όπου δεν είναι δυνατόν να παραιτηθεί κανένας εργαζόμενος και μια βόρεια πόλη όπου δυο παντοδύναμες ιδιοκτήτριες πανσιόν είναι μπλεγμένες σε έναν εξωφρενικό ανταγωνισμό με πιόνια ταξιδιώτες. Ένας θίασος που ανταποκρίνεται στο ενδόμυχο κάλεσμα των καλλιτεχνών, με απρόβλεπτες όμως συνέπειες για τους ίδιους· μια υπνωτική παράσταση στο πιο αναπάντεχο μέρος, μια παράξενη γκαλερί με αλλόκοτες κασέτες γεμάτες ονειρικές ηχογραφήσεις. Επώδυνες ασθένειες που μεταδίδονται με αλαφροΐσκιωτους τρόπους, ένα νοσοκομείο όπου κρύβονται θαύματα και βδελυρές υπάρξεις. Ένα ταξίδι σε μια έρημη πόλη, μια ακριβοθώρητη ομιλία, ένα ανύπαρκτο βιβλίο και η κατάρρευση της όποιας καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Τα παραπάνω είναι κάποια από τα θέματα που απασχολούν την πλοκή των ιστοριών του «Teatro Grottesco», της τελευταίας μεγάλης συλλογής του Λιγκότι εδώ και δυο σχεδόν δεκαετίες. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου η πένα του βρίσκεται στο πιο ώριμο, ουσιώδες και μυστηριακό επίπεδό της, ένα αριστοτεχνικά δομημένο έργο-παράσταση χωρισμένο σε τρία μέρη-πράξεις, που είναι μεν αυτόνομες μα καταλήγουν να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Το ύφος είναι περίτεχνο, γεμάτο ελιγμούς και παραφυάδες, ενίοτε στρυφνό μα πάντα σε ελεγχόμενο βαθμό, άκρως γοητευτικό παρά την εξαντλητική επίδρασή του στον αναγνώστη· μια εξάντληση που προσομοιάζει τη συγγραφική εμπειρία του Λιγκότι, για τον οποίο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 κι έπειτα το γράψιμο είναι μια εμπειρία κυριολεκτικά οδυνηρή σε σωματικό επίπεδο – μιλάμε άλλωστε για έναν άνθρωπο βασανισμένο από ψυχοσωματικά προβλήματα για ολόκληρη την ενήλικη ζωή του.
Το επίκεντρο εδώ δεν είναι οι χαρακτήρες· ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να δημιουργήσει ρεαλιστικά και βαθιά ψυχογραφήματα – εστιάζει στο παράλογο, στις εμμονές, στους οριακούς εκείνους χώρους όπου οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν με το αλλόκοτο όπως αυτό διαμορφώνεται από την παράνοια του καπιταλιστικού τρόπου ζωής και των σκεπτομορφών που αυτός έχει δημιουργήσει, από τις νευρώσεις και τους μύχιους φόβους που διατυμπανίζουν την άλογη, παρανοϊκή φύση της πραγματικότητας, από οντότητες και καταστάσεις αποκομμένες από κάθε επίφαση ορθολογισμού.
Το «Teatro Grottesco» είναι ένα έργο με ενδιαφέρουσα γενεαλογία, μιας και όλα τα διηγήματά του είχαν εμφανιστεί προηγουμένως σε περιοδικά και συλλογές, με κάποια να αντικατοπτρίζουν τη χρονική συγκυρία που γράφτηκαν (η «Καθαρότητα», με την επίθεση που ασκεί στους τρεις πυλώνες του αμερικανικού τρόπου ζωής, εκφράζει την οργισμένη αντίδρασή του απέναντι στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001). Η ετερόκλητη φύση των συστατικών του στοιχείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια διαδικαστική συλλογή δίχως ιδιαίτερο ειρμό. Όμως ο Λιγκότι κατάφερε να σμιλέψει αριστοτεχνικά ένα δαιδαλώδες έργο για την άλογη σόου μπίζνες φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, για τη διαβρωτική και παντοδύναμη επίδραση των εργοδοτικών οντοτήτων και τη ματαιοδοξία της καλλιτεχνικής απόπειρας, έναν βλάσφημο ύμνο ενάντια σε έννοιες όπως η λογική, η σκέψη, η συνείδηση, η αναπαραγωγή, η ίδια η ζωή.