ΕΝΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟΣ ομοφυλόφιλος φωτογράφος, γιος Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία, ταξιδεύει στην Ευρώπη των αρχών του 21ου αιώνα, αναζητώντας με το φακό του το πραγματικό πρόσωπό της μακριά από τουριστικά αξιοθέατα και φημισμένους πολιτιστικούς ναούς. Και καθώς περιπλανιέται στα σοκάκια των μητροπόλεων, στον εγκληματικό κόσμο της νύχτας, σε εργοστάσια, οίκους ανοχής και συνοικίες μεταναστών, θ' ανακαλύψει έναν κόσμο βουτηγμένο «στο αίμα και τα σκατά της Ιστορίας», παραδομένο σε κάθε μορφής ρατσισμό: φυλετικό, θρησκευτικό, πολιτικό.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να συνοψιστεί το μυθιστόρημα «Νεκρή Ευρώπη» (μετ. Ν. Προδρομίδου, Printa) του ελληνοαυστραλού Χρήστου Τσιόλκα που πρωτογνωρίσαμε με το «Κατά μέτωπο» και ο οποίος έμελλε να γίνει παγκοσμίως γνωστός με το «Χαστούκι» αποσπώντας τα εύσημα των αγγλοσαξόνων κριτικών -δυστυχώς εκτός κυκλοφορίας και τα δυο. Η αλήθεια, όμως, είναι πως κάθε απόπειρα περίληψης αυτού του ανελέητα σκληρού βιβλίου που είναι η «Νεκρή Ευρώπη» μοιάζει μάταιη μπροστά στο εύρος των θεμάτων και των καταστάσεων που ξεδιπλώνονται στις σελίδες του.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Ισαάκ Ράφτης, με αφορμή μια έκθεση φωτογραφιών του οργανωμένη από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού, ξεκινά την περιπλάνησή του από μια αγνώριστη πια Αθήνα, αυτήν της μετα-Ολυμπιακής ευφορίας, ο νεοπλουτισμός της οποίας και η «ξινή» αδιαφορία της για τους μετανάστες και τους απόκληρους κάνει τα νεύρα του να τσιτώνονται. «Η Ελλάδα πεθαίνει, αυτό που βλέπεις είναι Ευρώπη», τον πληροφορεί μια νεαρή συγγενής του, δυσανασχετώντας με τη σειρά της με τον «κωλομετανάστη από το Νέο Κόσμο που έρχεται να μας πει πόσο τον θλίβουν οι αλλαγές. Τι κακό έχουν τα φίνα ρούχα και η καλή ζωή;».
«Η Ελλάδα πεθαίνει, αυτό που βλέπεις είναι Ευρώπη», τον πληροφορεί μια νεαρή συγγενής του, δυσανασχετώντας με τη σειρά της με τον «κωλομετανάστη από το Νέο Κόσμο που έρχεται να μας πει πόσο τον θλίβουν οι αλλαγές. Τι κακό έχουν τα φίνα ρούχα και η καλή ζωή;»
Το alter-ego του Τσιόλκα, όμως, αδιαφορεί για τα παραπάνω. Τα βήματά του τον οδηγούν στην Ομόνοια, όπου ακόμη και παιδάκια εκπορνεύονται, κι αφού επισκεφτεί τα ερημωμένα πια χωριά των αγροτών προγόνων του έξω από το Αγρίνιο και το Καρπενήσι, βάζει πλώρη για Βενετία, Πράγα, Βερολίνο, Αμστερνταμ, Παρίσι και Λονδίνο, σταθμούς επίσης αποκαλυπτικούς για την Ευρώπη της ανέχειας, της εκμετάλλευσης και της φοβίας απέναντι στον «άλλο», αυτής της «κόλασης» που ήρθε μετά το τέλος των ιδεολογιών.
Ο Ισαάκ θα δει το εξαθλιωμένο εβραϊκό γκέτο σε απόσταση αναπνοής από την πλατεία του Αγίου Μάρκου, θ' αφουγκραστεί τον καημό της πάλαι ποτέ γιουγκοσλαβικής και διασκορπισμένης τώρα νεολαίας για τη διάλυση της πατρίδας της, θα μυηθεί στα παρασκήνια της πορνογραφικής βιομηχανίας που εκκολάπτεται στη γενέτειρα του Κάφκα, την πλημμυρισμένη στα ΜακΝτόναλντς και τα ναρκωτικά, θα φωτογραφίσει προλετάριους εξοβελισμένους από την απαστράπτουσα γαλλική πρωτεύουσα και θα μοιραστεί τον πόνο, το μίσος και τη δίψα για εκδίκηση γνωστών του και αγνώστων για κρίματα που έγιναν στο όνομα της δικαιοσύνης ή του Θεού.
Υιοθετώντας, ωστόσο, το προσωπείο ενός «επαρχιώτη» την ώρα που στα μάτια του απομυθοποιείται η Ευρώπη της καλλιέργειας και της ευμάρειας, ο Τσιόλκας σκαλίζει παράλληλα αμαρτίες από την Ελλάδα της κατοχής και του εμφύλιου, δίνει εικόνες από τη ζωή των ξενιτεμένων συμπατριωτών μας στις εργατικές γειτονιές της Μελβούρνης, ζωντανεύει τη σχέση του ήρωά του με τον εραστή του που τον περιμένει να επιστρέψει στην Αυστραλία, και καταθέτει την αγωνία του φέρελπι καλλιτέχνη να μεταφέρει μέσω της τέχνης του την αλήθεια του.
Επιπλέον, εξερευνά τα όρια μεταξύ δεισιδαιμονίας και πίστης, καθώς και τις ρίζες του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού, υπονομεύει τις πεποιθήσεις μας περί προόδου κι επιτίθεται στην κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς. Και φέρνοντας στην επιφάνεια τα πιο ταπεινά ένστικτα του ανθρώπου, αντιπαραβάλλει τα φαντάσματα του οικογενειακού -και όχι μόνο- παρελθόντος του ήρωά του με τις ζοφερές του προφητείες για το μέλλον, προφητείες που λες κι έχουν ήδη αποκρυσταλλωθεί στα κλισέ του Ισαάκ. «Αυτό που πιστεύω», λέει ο τελευταίος, όταν το ταξίδι του έχει πια ολοκληρωθεί, είναι «ότι θα συνεχίσουμε να πολεμάμε και θα συνεχίσουμε να μισούμε και θα πιστεύουμε ότι είμαστε δίκαιοι κι ενάρετοι και πιστοί... Θα παράγουμε φτώχεια και αρρώστιες και θα παράγουμε χυδαία πλούτη και τις αχρειότητες που αυτά συνεπάγονται... Θα το κάνουμε αυτό επ' άπειρον...».