Τις τελευταίες μέρες, όποτε φτιάχνω καφέ φίλτρου, ακολουθώ ασυναίσθητα τη συμβουλή της Ρέας Γαλανάκη: «Όταν γεμίζεις με νερό την καφετιέρα, να κρατάς το καπάκι της κανάτας ανοιχτό. Αλλιώς, το νερό χύνεται απ' έξω και ο πάγκος έχει τα χάλια του...». Πρέπει να ξέρει κι άλλα τέτοια μυστικά, σκεφτόμουν φεύγοντας από το φωτεινό διαμέρισμά της, πίσω απ' το πάρκο του Γηροκομείου: ίχνος σκόνης στο παρκέ, ούτε δαχτυλιά στα τζάμια, και στην κουζίνα, όπου περνάει τις περισσότερες ώρες της και όπου πιάσαμε την κουβέντα, όλα –από τα σύνεργα μαγειρικής ως τα χαρτάκια για πρόχειρες σημειώσεις– τακτοποιημένα στη θέση τους. Αντίστοιχη νοικοκυροσύνη προϋποθέτουν και τα γραπτά της. Πώς αλλιώς θα τα έβγαζε πέρα, σκαλίζοντας τόσα και τόσα ιστορικά ντοκουμέντα για να ζωντανέψει μακρινές εποχές; «Εγώ είμαι του σπιτιού» θα μου πει κάποια στιγμή. «Σπανίως βγαίνω από τις συνήθειές μου». Μία από αυτές τις σπάνιες φορές συνέβη ανάμεσα στο τωρινό βιβλίο της, την Άκρα Ταπείνωση, με το οποίο συμπληρώνει σαράντα χρόνια στη λογοτεχνία, και στο προηγούμενο, το Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα, όταν, υπό τη σκέπη της ΔΗΜ.ΑΡ., εξελέγη δημοτική σύμβουλος με την παράταξη του Γιώργου Καμίνη. Ωστόσο, «τους είχα προειδοποιήσει: δεν θα κάνω προεκλογική εκστρατεία κι έτσι κι εκλεγώ, θα παραιτηθώ». Πράγματι, στα τέλη του 2011, έχοντας θητεύσει και πρόεδρος του 9.84 για λίγους μήνες, ξαναγύρισε σπίτι της. «Γόνιμη εμπειρία», δεν το αρνείται. Πάνω απ' όλα, όμως, να γράψει ήθελε.
«Το θέμα και ο συγγραφέας», λέει η Γαλανάκη, «είναι πολύ περίεργη συνάντηση! Ακόμα κι όταν στρέφεσαι στο παρελθόν, διαλέγεις ν' ασχοληθείς μόνο με ό,τι σχετίζεται με το παρόν σου, τίποτε άλλο. Διαφορετικά, κινδυνεύεις να βυθιστείς στο χάος. Εκείνη την περίοδο, αναστατωμένη από τις ανατροπές που έφερε η κρίση στη ζωή μας, ένιωθα επιτακτική την ανάγκη να γράψω για το τώρα, να θέσω τις ερωτήσεις μου για όσα μας συμβαίνουν –αυτό κάνουμε με τη μυθοπλασία, τις ερωτήσεις μας θέτουμε– κι ας ήταν σαν να προσπαθούσα να μπω σ' ένα σπίτι την ώρα του σεισμού... Η κρίση, το 'χω πει και παλιότερα, είναι μια πολυκέφαλη Λερναία Ύδρα. Δεν σκοτώνεται εύκολα. Της κόβεις ένα κεφάλι και ξεφυτρώνουν άλλα: οικονομική ασφυξία, βαθιά ανθρωπιστική κρίση, κρίση ηθικών αξιών, άνοδος της Χρυσής Αυγής, διάψευση των παγιωμένων πεποιθήσεων που τρέφαμε μετά τη μεταπολίτευση. Ήδη στην πολιτική σκηνή έχουν αλλάξει τα πάντα. Τα κόμματα είναι πιο πολυσυλλεκτικά, ενώ τα δύο μεγάλα –δικαίως!– έχουν σχεδόν εξαφανιστεί»
Δεν ανήκω στους πολύ ταλαιπωρημένους κι ας έχω δει να πετσοκόβεται απανωτά η σύνταξη του άντρα μου. Δεν έχω καμία σχέση με τον αντιεξουσιαστικό χώρο και από οικονομικά σκαμπάζω ελάχιστα. Έχω, όμως, κεραίες και αντιλαμβάνομαι...
Κόρη γιατρών, γεννημένη το '47 στο Ηράκλειο, η Γαλανάκη μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο, όπως έχει γράψει, της χάρισε γερά θεμέλια: την αγάπη της δημοκρατίας και των γραμμάτων, μια διαρκή απαίτηση δικαιοσύνης και έντιμης προσωπικής ζωής και μαζί τα ελληνικά του Ερωτόκριτου, την ομιλουμένη δημοτική της Κρήτης, τους κανόνες του άγραφου πολιτισμού του νησιού. «Προέρχομαι», εξηγεί, «από βενιζελική και ταυτόχρονα σφοδρά αντικομμουνιστική οικογένεια, όπως και πολλές άλλες στην ανατολική Κρήτη, όπου ο Εμφύλιος είχε μικρή διάρκεια. Αριστερή μ' έκανε ο πρώτος μου άντρας, ο Νίκος Γιανναδάκης, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου – πάει πια μισός αιώνας! Έκτοτε, η σχέση που διατηρώ μαζί της είναι σαν τη σχέση που έχουμε με τη μάνα μας. Μπορεί να τσακωνόμαστε, αλλά τη σεβόμαστε, από τη μήτρα της βγήκαμε και σ' αυτήν επιστρέφουμε όταν ζητάμε παρηγοριά».
Με τον Νίκο Γιανναδάκη –τον μετέπειτα διευθυντή της Βικελαίας Βιβλιοθήκης που έμελλε να χαθεί πρόωρα– η Γαλανάκη μοιράστηκε τα πιο ζοφερά χρόνια της χούντας, τα πρώτα, στη διάρκεια των οποίων εκείνος βασανίστηκε άγρια, πέρασε Στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη. Στον ίδιο οφειλόταν η τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού σε φυλασσόμενο περίπτερο της πλατείας Συντάγματος, στις αρχές του '68. Η αυτοσχέδια βόμβα είχε συναρμολογηθεί από την ομάδα του, στο διαμέρισμά τους, πάνω σ' έναν μεγάλο κύλινδρο αλλαντικών Ζwan και για τον μηχανισμό της η Γαλανάκη είχε προσφέρει ένα Ζenith ακριβείας, το ρολόι της. «Η μοναξιά μας ήταν τρομερή. Κανείς δεν μιλούσε, απόλυτη βουβαμάρα. Οι αντιστασιακοί, εκείνα τα πρώτα χρόνια, ήταν ελάχιστοι...». Η ίδια, πάντως, και τις δυο φορές που οδηγήθηκε στην Ασφάλεια, έπειτα από συλλήψεις ιδρυτικών στελεχών του Ρήγα Φεραίου, δεν ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα. «Στην ουσία με πιάσαν για να μπορέσουν να βρουν άλλους. Ο τελευταίος τροχός της αμάξης ήμουν. Θυμάμαι ακόμα το σοκ κάποιων γνωστών μου, λαϊκών ανθρώπων, όταν έμαθαν ότι η κόρη τους τα 'χε φτιάξει με αστυνομικό. Κι όμως, στο κελί της Μπουμπουλίνας, απ' αυτόν το συγκεκριμένο αστυνομικό άκουσα δυο κουβέντες ανθρώπινες...».
Η Λερναία Ύδρα της κρίσης, όσα χωράνε στη λέξη «αριστερά» αλλά και στη λέξη «δημοκρατία», η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου, το αίτημα της αμφισβήτησης, της εξέγερσης αλλά και της αξιοπρέπειας και της αλληλεγγύης: ιδού οι βασικοί πυλώνες της Άκρας Ταπείνωσης (εκδ. Καστανιώτη). Αυτήν τη φορά η Γαλανάκη δεν καταφεύγει σε ιστορικά πρόσωπα, όπως ο εξισλαμισμένος Ισμαήλ Φερίκ Πασάς, ο Πατρινός πολιτικός και ρομαντικός ποιητής Ανδρέας Ρηγόπουλος που «υπέγραφε Λουί», η ζωγράφος Ελένη Αλταμούρα που αναγκάστηκε να κρύψει το φύλο της, να γίνει ο «Κανένας», για να σπουδάσει. Δεν γράφει για ξεχασμένους αστούς σαν τον Μίνωα Καλοκαιρινό που άνοιξε δρόμους με τις ανασκαφές του στην Κνωσσό, ούτε για απαγωγές που ταρακούνησαν το πανελλήνιο, σαν εκείνη της Τασούλας. Δεν επιστρέφει καν στον έρωτα, ένα από τα πιο αγαπημένα της μοτίβα. Αυτήν τη φορά επικεντρώνεται στη μεγάλη αντιμνημονιακή διαδήλωση της 12ης Φεβρουαρίου του 2012, στη βραδιά που κάηκε το Αττικόν και λεηλατήθηκε το κέντρο της πρωτεύουσας, και το κάνει σαν να σκηνοθετεί μια τραγωδία. Μια υπαίθρια, λαϊκή, σύγχρονη τραγωδία, όπου οι κάτοικοι της Αθήνας αναπαριστούν το δικό του δράμα ο καθένας, μάρτυρες ταυτόχρονα όλοι του «βίαιου θανάτου ενός πολιτισμού». Είχε κατέβει κι η ίδια εκείνη την Κυριακή στους δρόμους; Η απάντησή της έρχεται κοφτή: «Το τι κάνει ο συγγραφέας πέραν αυτού που περιγράφει δεν έχει σημασία. Αλλού ήμουν κι αλλού δεν ήμουν. Δική μου υπόθεση».
Κεντρικές ηρωίδες στην Άκρα Ταπείνωση είναι δύο μεσήλικες αλαφροΐσκιωτες γυναίκες –η μία φιλόλογος και η άλλη ζωγράφος–, που με τις κουτσουρεμένες συντάξεις τους συγκατοικούν υπό ιατρική εποπτεία, εκτός ασύλου, σ' έναν ξενώνα απειλούμενο τώρα με λουκέτο, δέσμιες των αναμνήσεων και των φόβων τους. Στον αστερισμό όσων κινούνται γύρω και ανάμεσά τους –από τους συγγενείς, τον γιατρό, την κοινωνική λειτουργό, τη μαγείρισσα και την καθαρίστριά τους ως τον άστεγο με τον οποίο ανταλλάσσουν κλεφτές ματιές απ' το παράθυρο– η Γαλανάκη, προσέχοντας την παγίδα του μανιχαϊσμού, έχει φροντίσει να εκπροσωπούνται σχεδόν οι πάντες: εξεγερμένοι και συμβιβασμένοι, ιδεαλιστές και διεφθαρμένοι, νεόπτωχοι και βολεμένοι, πρόσφυγες, εσωτερικοί μετανάστες, ζητιάνοι, χρυσαυγίτες, αναρχικοί... Στην αφήγησή της, η μυθική διάσταση της Αθήνας αντιδιαστέλλεται από την εικόνα της ανάστατης, πυρπολημένης πόλης, ο Σωτήρης Πέτρουλας των Ιουλιανών «διασταυρώνεται» με τους νεκρούς της Μarfin, παλιά τραύματα από τον Eμφύλιο και τη δικτατορία αναβιώνουν και πάλι, ενώ η νέα γενιά, με την ορμή και τa αδιέξοδά της, βρίσκεται σε διάλογο με τις προηγούμενες.
Η σχέση που διατηρώ με την Αριστερά είναι σαν τη σχέση που έχουμε με τη μάνα μας. Μπορεί να τσακωνόμαστε, αλλά τη σεβόμαστε, από τη μήτρα της βγήκαμε και σ' αυτήν επιστρέφουμε όταν ζητάμε παρηγοριά.
Αυτό που δίνει φόρα στην πλοκή του βιβλίου είναι η απόφαση των δυό γυναικών νa αποδράσουν και να ενωθούν με το κύμα των διαδηλωτών. Το ακριβές νόημα των συνθημάτων τούς διαφεύγει και ίσως να μη συμφωνούσαν με ορισμένα, αν τα καταλάβαιναν. Ο συγχρωτισμός τους με το πλήθος είναι μεθυστικός και οι ίδιες είναι ανύποπτες για τον πανικό που θα τις κυριεύσει μόλις ξεκινήσουν τα επεισόδια. Δεν ξέρουν πώς να επιστρέψουν στη φωλιά τους, ούτε πόσοι επιτήδειοι καιροφυλαχτούν για να τις εκμεταλλευτούν. Ως την ημέρα που το έσκασαν, πάντως, συχνά-πυκνά τρώγονταν, ενώ μέσα από την περιπέτειά τους –που θα κρατήσει εβδομάδες!– δένονται πολύ περισσότερο. Πρόκειται για «μια δύσκολα κερδισμένη αγάπη», λέει η Γαλανάκη. Κι άλλο αντίδοτο στον φόβο από την αγάπη δεν υπάρχει, όπως τονίζει με την τελευταία φράση του βιβλίου της.
Μολονότι σύγχρονο, και γι' αυτό το μυθιστόρημα απαιτήθηκε έρευνα: «Δεν ανήκω στους πολύ ταλαιπωρημένους κι ας έχω δει να πετσοκόβεται απανωτά η σύνταξη του άντρα μου. Δεν έχω καμιά σχέση με τον αντιεξουσιαστικό χώρο και από οικονομικά σκαμπάζω ελάχιστα. Έχω, όμως, κεραίες και αντιλαμβάνομαι... Ως το 2012 είχα συγκεντρώσει σ' έναν φάκελο ό,τι αναλύσεις μπορούσα να βρω για την κρίση κι είχα διαβάσει ένα σωρό βιβλία για τα κοινωνικά ζητήματα που ανέκυψαν. Αν διάλεξα να μιλήσω από τη σκοπιά αυτών των ψυχικά διαταραγμένων, πλην άκακων, γυναικών δεν είναι μόνο επειδή έχω βιώματα τέτοιων περιστατικών. Ήθελα να σταθώ στην κάθετη πτώση της μορφωμένης, χωρίς πολλά χρήματα, μεσαίας τάξης, απ' την οποία προέρχονται και οι δύο, και μέσα από τη λοξή ματιά τους να δώσω μια πιο βαθιά, πιο τελετουργική ερμηνεία της κατάστασης. Και τη γυναίκα από την Κρήτη που κρατάει το νοικοκυριό τους (σ.σ. χήρα αστυνομικού, αποξενωμένη από τον χρυσαυγίτη γιο της) συνειδητά την έβαλα. Ήθελα μια τέτοια γυναίκα για να υπενθυμίσω το δράμα της καταστροφής των χωριών από τον Εμφύλιο, όσο και την υπέροχη αντίσταση ορισμένων Κρητικών απέναντι στους υποψηφίους της Χρυσής Αυγής, στις τελευταίες δημοτικές εκλογές. Δεν έχουμε γλιτώσει από τη Χρυσή Αυγή. Έχει εγκατασταθεί για τα καλά στη ζωή μας. Απόδειξη το ποσοστό που πήρε, ενώ η ηγεσία της ήταν στη φυλακή....».
Στην καρδιά της Άκρας Ταπείνωσης, όταν η μία από τις σαλεμένες ηρωίδες βλέπει τον γιο της, κουκουλοφόρο, να πρωταγωνιστεί στα επεισόδια, η Γαλανάκη βάζει στο στόμα του τελευταίου και τα εξής: «Το ξέρεις, μέχρι κι εσύ, η αναμάρτητη, το Πολυτεχνείο σας προδόθηκε... Για ποια δημοκρατία μιλάμε, μάνα; Εξαντλείται μόνο σε μια εκλογική διαδικασία η δημοκρατία;... Καταστράφηκαν οι πιο πολλοί, ανάμεσά τους οι πιο αθώοι και οι πιο αδύναμοι, ενώ τα λαμόγια δεν χάσανε ούτε μια δεκάρα... Γι' αυτήν εδώ τη δημοκρατία, των πλουσίων και των ολίγων, γι' αυτήν εδώ την παντοδυναμία του χρήματος που καταστρέφει τους λαούς της Ευρώπης – πες μου, γι' αυτά πνιγήκατε τότε στο αίμα;». Η ίδια, άραγε, τι σκέφτεται για τη σημερινή κυβέρνηση; «Οι μισοί από τη ΔΗΜ.ΑΡ. έχουν πάψει να μου μιλάνε, αλλά εγώ αυτό πιστεύω: όση κριτική και ν' ασκήσει κανείς, το ότι για πρώτη φορά στην ιστορία μας βρίσκεται η Αριστερά στην εξουσία, έστω και με τη θηλιά στο λαιμό, είναι πολύ ελπιδοφόρο. Δεν είναι δυνατόν εκείνοι που βαρύνονται για την κρίση να δώσουν λύση, όσο αρεστοί κι αν είναι στην Ευρώπη. Προφανώς και σοκαρίστηκα από τη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., είναι κάτι που θεωρώ επισφαλές και δεν το έχω χωνέψει ακόμα. Αλλά πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα: ο δικομματισμός στη διεκδίκηση της εξουσίας και ο μονοκομματισμός στην άσκησή της, πάει, τελείωσε».
Το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη «Άκρα Ταπείνωση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
σχόλια