Τα τελευταία τρία χρόνια η ζωγράφος Εύα Μπέη, σύντροφος του Νίκου Καρούζου την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ξεδιαλέγει τις σημειώσεις της. Ένα πλήθος καταγραφών, που αποτελούν το υλικό του βιβλίου που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις Loggia με τίτλο «Με τον Νίκο Καρούζο», ημερολόγιο που προσεγγίζει τον άνθρωπο, τον ποιητή, την ιστορική προσωπικότητα μέσα από μια ουσιαστική μαρτυρία που δεν έχει σχέση με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ακόμα και μέσα από την καθημερινότητά του, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης των γεγονότων.
Τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατο του Νίκου Καρούζου, με τον εκδότη Νίκο Κουφάκη ξεδιάλεξαν, μέσα από έναν απίστευτου όγκου υλικό, ημερολογιακές καταγραφές που έχουν τη μορφή σημειωμάτων, άλλα «γραμμένα στο πόδι», άλλα με πολλή επιμέλεια, χωρίς χρονολογική σειρά, γραμμένα σε μονόφυλλα που υπήρχαν σε ένα φοριαμό στο σπίτι της κ. Mπέη και αφορούν το διάστημα της σχέσης της με τον ποιητή, αποσπάσματα των οποίων προδημοσιεύει αποκλειστικά το LIFO.gr., μια ολοκληρωμένη αφήγηση που η ίδια αποκαλεί «κατάλοιπα ζωής».
Δεν με ενδιέφερε να κάνω μια αγιογραφία, ήθελα να γράψω αυτά που συνέβαιναν, και τα καλά και τα άσχημα, δεν είμαι φιλόλογος να εξετάσω διαφορετικά τα πράγματα, ούτε θα ήταν ωραίο ένας σύντροφος να κάνει αποτίμηση του έργου, θα ήταν, ας πούμε, αστείο. Ούτε περιμένουν κάτι τέτοιο από εμένα.
Η συνάντησή μας έγινε στο πατάρι του εκδοτικού οίκου και η γυναίκα απέναντί μου μιλά με ευθύτητα και καθαρότητα όταν αρχίζω να τη ρωτώ για ποιον λόγο αποφάσισε να δημοσιεύσει αυτές τις πολύ προσωπικές σημειώσεις για τη σχέση της και τι περιλαμβάνει η έκδοση αυτή.
«Πάντα είχα στο μυαλό μου ότι ήθελα κάποια μέρα να κάνω κάτι για τον Καρούζο. Απλώς δεν ήξερα τι, είχα αντιμετωπίσει και πολλές βολές από εκατό πλευρές. Όσο ήμουν με τον Καρούζο είχα τους δικούς μου εχθρούς και όλους τους δικούς του και όταν χάθηκε, ξαφνικά βρέθηκα στο κενό. Αυτή η έκδοση περιλαμβάνει σημειώσεις από την περίοδο της σχέσης μας και μερικές δικές μου καταγραφές για την τέχνη. Τις είχα παραχώσει και μια μέρα πήγα να ανοίξω το συρτάρι και έπεσαν στο πάτωμα, οπότε, έπρεπε να πάρω μια απόφαση, ή να πάρω όλα αυτά τα χαρτιά και να τα πετάξω ή να τα διαβάσω και να δω τι ήταν όλο αυτό. Και κάπως έτσι έγινε αυτή η ιστορία».
— Εσείς πότε γνωρίσατε τον Καρούζο;
Πρώτη φορά τον γνώρισα το 1960, ήμουν μαθήτρια, δεκαεφτά ετών. Είχα δάσκαλο στου Μωραΐτη τον Τάσο Λιγνάδη ‒μέναμε κοντά και με την οικογένειά του κάναμε παρέα‒ και είχε χτυπήσει το πόδι του στο ποδόσφαιρο. Με παρακάλεσε, λοιπόν, να πάω να δώσω στον Κρίτωνα Αθανασούλη έναν φάκελο. Πήγα και ο Αθανασούλης μου είπε να με κεράσει έναν καφέ ‒ ήταν και η πρώτη φορά που μπήκα μέσα στον Λουμίδη.
Κάτσαμε και ενώ μιλούσαμε ‒με ρωτούσε τι ήθελα να κάνω‒, εγώ έλεγα «θα γίνω ζωγράφος» και κάποια στιγμή μου είπε «γύρνα με τρόπο το κεφάλι σου, πίσω σου κάθονται δύο που κάποια μέρα θα γίνουν οι μεγαλύτεροι ποιητές της Ελλάδας». Και γύρισα και είδα, ήταν ο Καρούζος με τον Σαχτούρη και μιλάγανε. Τότε ο Καρούζος ήταν περίπου τριάντα πέντε ετών.
— Τα επόμενα χρόνια συναντιόσασταν;
Μέχρι να συνδεθούμε είχαμε συναντηθεί άπειρες φορές.
— Και υπήρχε μια φλόγα, υπήρχε κάτι;
Τις φορές εκείνες θα έλεγα όχι, γιατί ήταν ερωτευμένος. Ήταν με άλλες γυναίκες, είχε κάνει ήδη δύο γάμους όταν συνδεθήκαμε. Παιδιά δεν είχε, γιατί, όπως μου έλεγε, «εγώ πάντα φοβόμουν ότι αν κάνω ένα παιδί, μπορεί να είναι τρελό».
— Τελικά πότε συνδεθήκατε με τον Καρούζο;
Το 1981.
— Ήσασταν ερωτευμένη νωρίτερα μαζί του;
Όχι, δεν ήμουν, βλεπόμασταν σε γκαλερί, σε παρουσιάσεις βιβλίων και κάποια στιγμή μου είπε «θα ’ρθω να δω τι φτιάχνεις». Και ήρθε στο εργαστήριό μου και έτσι συνδεθήκαμε.
— Εσείς θελήσατε ποτέ να παντρευτείτε τον Καρούζο;
Ποτέ δεν ήθελα να παντρευτώ, κανέναν, και ο Νίκος, αν και το πρότεινε, καταλάβαινα ότι το έκανε περισσότερο από ανασφάλεια, όχι γιατί ήθελε να κάνει έναν τρίτο γάμο. Μου το πρότεινε και προς το τέλος, αλλά το έβρισκα φριχτό να πηγαίνουμε το πρωί στο Αρεταίειο για χημειοθεραπείες και το απόγευμα να πάμε στο δημαρχείο. Ήταν κάτι που δεν με απασχολούσε, δεν μετάνιωσα ποτέ.
— Πόσα χρόνια ζήσατε μαζί του;
Εννιά.
— Και πώς ήταν αυτά τα χρόνια;
Από Κολάσεως μέχρι Παραδείσου, αυτό με εκφράζει ακριβώς.
— Στο βιβλίο τα αποκαλύπτετε αυτά;
Μα ναι, δεν με ενδιέφερε να κάνω μια αγιογραφία, ήθελα να γράψω αυτά που συνέβαιναν, και τα καλά και τα άσχημα, δεν είμαι φιλόλογος να εξετάσω διαφορετικά τα πράγματα, ούτε θα ήταν ωραίο ένας σύντροφος να κάνει αποτίμηση του έργου, θα ήταν, ας πούμε, αστείο. Ούτε περιμένουν κάτι τέτοιο από εμένα.
— Τι περιμένουν από εσάς;
Δεν ξέρω. Εγώ ήθελα να κάνω κάτι γι’ αυτόν τον άνθρωπο, έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια και είμαι αρκετά μεγάλη, είμαι εβδομήντα οκτώ ετών και κανένας δεν πρόκειται πια να μου πει ότι θέλω να το χρησιμοποιήσω για ίδιον όφελος, ούτε θα πλουτίσω, ούτε θα αλλάξω, ούτε θα γίνω καλύτερη ζωγράφος, ούτε θα αποκτήσω νέους φίλους στην ηλικία που είμαι.
Δεν περιμένω κάτι, αλλά αυτό που με απασχολούσε πάντα με τον Νίκο ήταν πώς γι’ αυτό το πλάσμα, το τόσο προικισμένο, που είχε φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς ‒γιατί έχει χτυπηθεί άπειρα, όπως θα ξέρετε, τρισάθλια‒ εμφανίζονται ακόμα και σήμερα άνθρωποι ως «πρώτοι φίλοι», ενώ πολλοί από αυτούς ήταν γνωριμίες που έβλεπε μία φορά στους τρεις ή στους έξι μήνες στο μπαρ.
— Ποιοι ήταν οι φίλοι του Καρούζου τα χρόνια που ήσασταν εσείς μαζί του;
Θα τολμούσα να πω ότι ο Καρούζος ήταν άφιλος. Δηλαδή, δεν ξέρω αν μπορούσε να έχει φίλους, γιατί ήταν τόση η μονομανία με αυτό που έκανε και ο ίδιος τόσο έντρομος, με τόση θανατοφοβία. Είχε κάποιους ανθρώπους κοντά του, βέβαια, και μιλώ για την τελευταία δεκαετία. Ήταν ο Σάββας Μιχαήλ, ο δημοσιογράφος Τέρπος Πηλείδης, ο Πάνος Παράσκευος, που έγραψε και ένα βιβλίο για τον Καρούζο, βλέπαμε τον Ανδρέα Μπελεζίνη. Ο Θάνος Κωνσταντινίδης, ο ψυχίατρος, ήταν ένας καλός του φίλος.
— Πώς ήταν αυτή η δεκαετία; Το είπατε και προηγουμένως, δεχτήκατε έναν πόλεμο και μετά τον θάνατό του. Αυτός τι πόλεμος τι ήταν, μη αποδοχής σας ως συντρόφου του;
Ναι, αλλά μη φανταστείτε από γυναίκες. Υπήρχε όλη αυτή η στρατιά των νέων ποιητών, που τότε ήταν εικοσιπεντάρηδες, τριαντάρηδες ‒εκεί ήταν και μια διαφωνία μας με τον Νίκο‒, που τότε έβλεπαν στον Καρούζο έναν ταραξία και έναν μπίτνικ. Ο Καρούζος δεν ήταν αυτό ή ήταν ένα πολύ μικρό μέρος του.
— Εσάς ποια ήταν η διαφωνία σας;
Καταρχάς, τον παρέσυραν πολύ, ο καθένας τους, σε ό,τι δεν τολμούσε να πει ο ίδιος. Ήταν πάρα πολύ εύκολο να παρασύρει κάποιος σε μια συζήτηση τον Καρούζο, γιατί ήταν ένας πολύ εμπνευσμένος συζητητής και σε δημόσια και σε ιδιωτική συζήτηση, και στα μπαρ και έξω ‒γιατί μετά τη Μεταπολίτευση γινόντουσαν πολύ ανοιχτά αυτές οι συζητήσεις‒ και εκείνοι ήθελαν μια επιβεβαίωση της «σκανταλιάς τους» κατά κάποιον τρόπο.
— Ο Καρούζος μπορούσε να «χειραγωγηθεί» με αυτόν τον τρόπο;
Γινόταν.
— Εξαιτίας του οινοπνεύματος;
Εν μέρει εξαιτίας του οινοπνεύματος. Βέβαια, ο Νίκος, κάποιες φορές, επειδή καταλάβαινε ότι είχε φτάσει σε ένα όριο που δεν τον έπαιρνε άλλο, έκανε πολλές προσπάθειες να το κόψει, έφτασε στους Ανώνυμους Αλκοολικούς για να απομακρυνθεί από αυτό το πράγμα και μόλις το κατάφερνε για τρεις μέρες, έρχονταν κάποιοι και τον έπαιρναν να πάνε σε ένα μπαράκι. Θυμάμαι ότι βρέθηκα κάποια φορά σε μια τέτοια σκηνή, στη Σούτσου, γιατί διατηρούσε και σε όλη τη διάρκεια της σχέσης μας αυτό το υπόγειο το περίφημο, ένα δωμάτιο άθλιο, που είχε γίνει θρύλος, είχε γίνει καλτ κατά κάποιον τρόπο.
— Εσείς μένατε μαζί;
Μέναμε στην αρχή στο εργαστήριό μου, στην πλατεία Βικτωρίας, και στη συνέχεια έμενε πέντε βράδια την εβδομάδα, ας πούμε, στο σπίτι μου και τα υπόλοιπα στη Σούτσου, εκεί ήταν το τηλέφωνό του, ήταν και αυτό «μέρος» του. Αυτό, που μέναμε μαζί, αισθανόμουν ότι δεν άρεσε σε όλους αυτούς τους νεαρούς.
— Ποιοι είναι αυτοί;
Δεν θέλω να αναφέρω ονόματα, δεν τους αναφέρω ούτε στο βιβλίο, είναι αυτή η γενιά των ας πούμε μπίτνικ πενηντάρηδων και εξηντάρηδων.
— Αυτοί τον διεκδικούν ως «δικό» τους, αυτό θέλετε να μου πείτε;
Ναι, ναι, βέβαια, και όχι μόνο αυτό.
— Αυτό σας ενοχλεί, σας ενοχλούσε;
Με ενοχλούσε γιατί στο τέλος, όταν ήταν άρρωστος, έφταναν στο σπίτι, ο καθένας με μια μπουκάλα. Ο γιατρός είχε πει ότι δεν έκανε να πίνει, αφού έκανε χημειοθεραπείες, και αυτοί να έρχονται στην κουζίνα και να μου λένε: «Γιατί δεν τον αφήνεις να πιει; «Άσ’ τον, θα πεθάνει που θα πεθάνει…». Δηλαδή, έφτασε κάποιος να μου πει «εσύ που είχες την τύχη να ζεις με αυτόν τον άνθρωπο πρέπει να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου ως Ινδή χήρα».
Έτσι το έβλεπαν. Φαντάζονταν αλλιώς τη σύντροφο του ποιητή. Ή δεν φαντάζονταν ότι μπορεί να έχει μια σχέση ο Καρούζος. Ο Καρούζος, από το σπίτι του και την οικογένειά του, ήταν πολύ αυστηρής αγωγής. Αυτοί δεν μπορούσαν να δουν αυτό το πράγμα, έβλεπαν το αποτέλεσμα της μέθης του.
— Σ’ εσάς φερόταν καλά;
Σ’ εμένα φερόταν λίγο σαν μικρό παιδί.
— Σας ενοχλούσαν οι σχέσεις του με άλλες γυναίκες;
Είχε μια ηθική ο Νίκος σε αυτή την ιστορία. Φέρ’ ειπείν, εκείνη τη δεκαετία χωρίσαμε τρεις φορές, την τελευταία, πριν αρρωστήσει, του είχαν πει ότι θα ζούσε δύο μήνες και έζησε είκοσι ‒ ήμασταν πολύ συνδεδεμένοι. Ήταν η φορά που συνδεθήκαμε περισσότερο απ’ όλες. Ήταν μια περίεργη κατάσταση, δηλαδή είτε μπορεί να ήταν αφημένος σαν πέντε χρονών παιδί, είτε να τον ενοχλούσαν όλα. Βέβαια, αυτά που έχω ακούσει για βιαιότητες, ξυλοδαρμούς και τέτοια δεν συνέβησαν ποτέ μαζί μου.
— Συνέβησαν σε άλλες γυναίκες, τις ξέρετε;
Εξ όψεως ναι, με κάποιες είχαμε συναντηθεί κοινωνικά. Εγώ δεν έχω υποστεί τέτοιο πράγμα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν το τέλος ασυζητητί. Δεν συνέβαινε, πάντως, την εποχή που ήμασταν μαζί. Αυτά, αν έγιναν, ήταν την εποχή που ήμασταν χώρια ή πριν από εμένα.
— Γιατί ο Καρούζος άρεσε τόσο πολύ στις γυναίκες; Βέβαια ρωτώ εσάς…
Από τη μια ήταν αντικειμενικά όμορφος, έξυπνος, με πολύ έντονο συναισθηματισμό και ψυχισμό και από την άλλη ίσως γιατί οι γυναίκες θέλουν να βρεθούν με κάποιον που θέλουν να τον αλλάξουν.
— Εσείς το θέλατε αυτό;
Εγώ δεν ήθελα να αλλάξω τίποτα στον Καρούζο. Ούτε τον ψυχισμό του, ούτε τον τρόπο που σκεφτόταν, ούτε τις ιδέες του. Με ενοχλούσε σαφώς το αλκοόλ όταν γινόταν ανεξέλεγκτο ‒και γινόταν ανεξέλεγκτο, ειδικά τα τελευταία χρόνια‒ και το απίστευτο ξενύχτι. Το κάθε μέρα στις επτά το πρωί…
— Σκεφτήκατε ποτέ ότι ήταν λάθος αυτή η σχέση, η κατασκευή της εννοώ.
Όταν συνδεθήκαμε ήμουν τριάντα έξι ετών και ο Καρούζος πενήντα πέντε. Βεβαίως, σε αυτή την ηλικία και τα δύο μέρη είχαν μια προϊστορία. Ήταν πολλά τα πράγματα που μου άρεσαν στον Καρούζο, όχι ότι ήταν όμορφος και έξυπνος και λαμπερός.
— Από την αφήγησή σας, πάντως, καταλαβαίνω ότι ήταν μια πολύ ταραχώδης ζωή, δεν υπήρχε μια στιγμή γαλήνης.
Ήταν έκρυθμη, σε διαρκή ένταση. Αλλά φαίνεται πως ήμουν κι εγώ σκληρό καρύδι. Από τη μια ζούσα από τη ζωγραφική μου, το πάλευα μόνη μου, και από την άλλη αισθανόμουν ότι η δική μου οικογένεια με έβλεπε ως μια γυναίκα που έπρεπε να παντρευτεί και από δίπλα να ζωγραφίζει σε ένα δωμάτιο λουλουδάκια. Εγώ δεν ήθελα να αντιμετωπίσω ούτε την τέχνη ούτε τη ζωή μου με τέτοιο τρόπο. Την πρώτη εβδομάδα που συνδέθηκα με τον Καρούζο αισθάνθηκα ότι ήταν η φορά που έπρεπε να απομακρυνθώ από αυτό που λέμε «αστική συνθήκη». Νομίζω, γι’ αυτό άντεχα.
— Μου λέτε ότι ο Καρούζος ήταν το διαβατήριό σας για να ζήσετε μια ζωή που θέλατε.
Ναι, να μη διαιωνίσω την ελληνική οικογένεια, αυτές τις συμβάσεις, να φύγω από τη νοοτροπία του περιβάλλοντός μου.
— Όταν πέθανε ο Καρούζος, τι ακολούθησε, πόσο άλλαξε η ζωή σας;
Άλλαξε για πάντα. Και τότε εμφανίστηκε ένας κύκλος που έλεγε ότι ήταν της «οικογένειας» και ήταν διαρκώς μαζί του, μέχρι το τέλος, στο νοσοκομείο.
— Σας πείραζε αυτό;
Με πείραζε γιατί δεν ήταν αλήθεια. Ο φίλος του ο αληθινός εκεί ήταν ο Θάνος Κωνσταντινίδης, που τον φρόντισε. Ήταν γιατρός του Μπουζιάνη, ένας άνθρωπος που φρόντισε άπειρους ανθρώπους χωρίς χρήματα και είχε νοσηλεύσει και όλους τους καλλιτέχνες: Σαχτούρη, Μπαχαριάν.
Όταν πια ήταν πολύ άρρωστος, ο Κωνσταντινίδης μας έστειλε και στο Λονδίνο, σε πολύ καλό νοσοκομείο, βρήκε πολύ καλούς γιατρούς και όλα αυτά γίνονταν με κάποιο τρόπο δωρεάν. Όταν επιστρέψαμε, πήγαινε καλύτερα για ένα διάστημα και μετά τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν πολύ. Ο Σάββας Μιχαήλ ήταν ο άνθρωπος που του άλλαζε τη διάθεση τότε, τον έβλεπε πολύ, είχαν σχέση πολύ στενή.
— Νιώθετε ότι σας έχουν σεβαστεί;
Στην αρχή καθόλου, μετά πολύ. Ας πούμε, τα παιδιά που έκαναν αυτό το ντοκιμαντέρ για τον Καρούζο φέρθηκαν εξαιρετικά. Δεν περιμένω κάτι, απλώς καταλαβαίνω πολλά και γνωρίζω και πράγματα που δεν αρέσουν σε κάποιους όσον αφορά την εικόνα της σχέσης με τον Καρούζο που θέλουν να εμφανίσουν.
Τέλος πάντων, το φινάλε είναι ότι από αυτή την ιστορία δεν αποκτάς πρεστίζ, ούτε χρήματα. Εννοώ ότι και με το βιβλίο απλώς ήθελα να μοιραστώ αυτήν τη ζωή, με κάποια θραύσματα που φωτίζουν μια άλλη όψη του Νίκου, ενός πλάσματος πολύ αντιφατικού, μοναδικού εκ των ένδον. Γι’ αυτό το έκανα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Εύας Μπέη
«Θες να σου δείξω το σπίτι μου;». Στους δυο μήνες που συνδεόμαστε, ήταν η πρώτη φορά που το πρότεινε. Ήταν σαφώς μεθυσμένος. Περπατήσαμε πίσω από το Ναυτικό Νοσοκομείο, προς την πλατεία Μαβίλη, κι ύστερα ανηφορίσαμε τη Δημητρίου Σούτσου. Κάπου σταμάτησε και μου έδειξε ένα μικρό παράθυρο που ακουμπούσε στο πεζοδρόμιο. «Εδώ είμαστε». Ξεκλείδωσε μια ξύλινη πόρτα πλάι στην κυρία είσοδο, και κατεβήκαμε πολλά σκαλιά, σ’ ένα διάδρομο στρωμένο με φτηνό μωσαϊκό και φωτισμένο από ένα μικρό σκονισμένο γλόμπο· υπήρχαν μια σειρά ξύλινες μισοφθαρμένες πόρτες, άνοιξε την πρώτη, άπλωσε το χέρι, κι άναψε ένα φως ανάλογο με της εισόδου. Κάτι που έμοιαζε με ακατάστατη, εγκαταλελειμμένη αποθήκη αποκαλύφθηκε: Όλο το πάτωμα στρωμένο με πατημένες βρώμικες εφημερίδες, οι τοίχοι γυμνοί, ξεφτισμένοι, με εμφανή μπαλώματα υγρασίας, κι ένα σιδερένιο γραφειάκι ταπεινού λογιστηρίου, το κυρίαρχο έπιπλο. Ήταν φορτωμένο με χαρτιά έτοιμα να κατρακυλήσουν, μια παμπάλαιη γραφομηχανή, το τηλέφωνο, ένα μικρό τρανζίστορ, ένα μεγάλο τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα που βρωμούσαν φρικτά, ένα φλιτζάνι με κατακάθια καφέ, ένα ποτήρι σημαδεμένο από ούζο, ένα καραφάκι ΟΥΖΟ 12. Εκεί κοντά, μια ψάθινη καρέκλα καφενείου, ένα σκαμνί, μια σπασμένη καλαμένια πολυθρόνα. Στο βάθος δύο στενά ντιβάνια, κολλημένα στους τοίχους αντικριστά· στο ένα ακαθορίστου χρώματος στρωσίδια κι ένα μαξιλάρι, στο άλλο, πάνω στο στρώμα, ριγμένα κάποια ρούχα, πουκάμισα, πουλόβερ, εσώρουχα, σε ακατάστατο σωρό.
Απέναντι στην άλλη άκρη, κάτι που έμοιαζε με κουζίνα: ένας νεροχύτης φορτωμένος στοίβες χαρτιά και παλιά βιβλία, άδεια μπουκάλια, τενεκεδάκια και δίπλα, με την πόρτα ανοιχτή, το μπάνιο, κι αυτό στρωμένο με εφημερίδες. Σ’ ένα γυάλινο ραφάκι συγκινητικά ίχνη προσπάθειας ευπρεπισμού: μια ξυριστική μηχανή, μια πλάκα σαπούνι, οδοντόβουρτσα και οδοντόπαστα, και κρεμασμένες από καρφιά, δυο μικρές πετσέτες, «προσώπου και σώματος» διευκρίνισε, όταν έπιασε το βλέμμα μου σταματημένο απάνω τους. Κι όλ’ αυτά πλέοντα σε στρώματα σκόνης, χνούδια γκριζωπά να σέρνονται παντού, παπούτσια και κάλτσες πεταμένα, νάιλον σακούλες κι άπειρα άδεια μπουκάλια Ούζο 12. Ατμόσφαιρα που μόνο σε εικόνες της προεπαναστατικής Ρωσίας βρίσκει κανείς αντιστοιχίες, στα βιβλία του Ντοστογιέφσκι, εκεί που περιγράφονται νοικοκυριά σε «κόγχες»: κάθε οικογένεια να μοιράζεται τη γωνιά ενός δωματίου, σ’ ένα κτίριο που καταρρέει ή στις εφιαλτικές πολυώροφες τούβλινες οικοδομές, με χαρτόνια αντί για τζάμια που είδα στο Χάρλεμ τη δεκαετία του ’60, δυο βήματα απ’ το Σέντραλ παρκ στο Μανχάταν. Θυμάμαι πως είχα ζητήσει να δω την περιοχή, και με πήγαν περαστική με τα αυτοκίνητο, γιατί μόνη δεν τόλμησα να την περπατήσω.
Κάθισε στην καρέκλα κι εγώ στο σκαμνί, κάνοντας οικονομία κινήσεων, προσέχοντας να μην ακουμπήσω πουθενά. Άναψε τσιγάρο. «Μάλιστα» επανέλαβε κάμποσες φορές. Κι αργότερα «πες κάτι…», «σαν θήκη» μουρμούρισα για να μην πω κάτι πιο άγριο, «μη λες κουβέντα, αφού έχεις τη δυνατότητα να στριφογυρίζεις και λιγάκι…». Γέλασε σαρκαστικά, «“…σαν θήκη”, ωραίο αυτό, κάποτε θα το χρησιμοποιήσω».
Καταλάβαινα πως ο Νίκος είχε τραγικά αυτοπαγιδευτεί με κάποιες ιδέες του, η ακτημοσύνη, η πλήρης αφιλοκέρδεια είναι μάλλον αδύνατον να εφαρμοστούν από μεμονωμένα άτομα, χωρίς να υπάρχει ένα κοινωνικό αίτημα, «ένα ουτοπικό πλεόνασμα», όπως θα έλεγε και ο Μπλοχ. Κι εκτός από τις δικές του αυτοπαγιδεύσεις, πόσες παγίδες του έστηναν οι γύρω του; Πόσο τεχνηέντως έβαζαν στο στόμα του λόγια και ιδέες που δεν τολμούσαν να εκφράσουν οι ίδιοι; Πόσο «έξυπνα» κάθε φορά τον έκαναν ν’ αγανακτήσει, να ξεσπάσει; Κάπως σαν όλοι να αναζητούσαν ένα άλλοθι, ένα εξιλαστήριο θύμα· και το δικό μου πρόσωπο που έβλεπα στον καθρέφτη, μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο στυφό. Αγαπούσα το Νίκο, τις λάμψεις του, το αστραφτερό μυαλό, την τρυφερή παιδικότητα, την ερωτική εγκατάλειψη, τις απέραντες γνώσεις, αλλά δεν άντεχα τις εκρήξεις οργής προς όλες τις κατευθύνσεις, που πλέον είχαν γίνει σχεδόν καθημερινές· δίκαιες οι περισσότερες αλλά που διεκδικούσε τόσο αδέξια ώστε σχεδόν πάντα στο τέλος βρισκόταν εν αδίκω.
Έπινε πολύ, ανεξέλεγκτα, πλάι του έμαθα καλά τον κύκλο της μέθης: πρώτα ευφορία, πνευματώδεις συζητήσεις, μετά για ένα τίποτα οργή, μετά ανεξέλεγκτη οργή, και τέλος κατά μόνας δάκρυα. Προσπαθούσε να το μετριάσει, κάποτε μίλησε και για τους «Ανώνυμους Αλκοολικούς». Στις προσπάθειες ανασυγκρότησης κάναμε μεγάλες βόλτες στην Πνύκα και γύρω απ’ την Ακρόπολη, και τότε ήταν πραγματική απόλαυση να είσαι μαζί του. Στα ταβερνάκια στα Πετράλωνα, αρκείτο σε λίγο κρασάκι. «Βλέπεις, είμαι πότης, δεν είμαι αλκοολικός, όποτε θέλω το σταματάω…» μου έλεγε, όμως αυτό δεν κρατούσε για πολύ. Όλο και προέκυπτε κάποια συνάντηση με νεαρούς ποιητές, κάποιο μπαρ. Ήμουν παρούσα στο σπίτι του, σε τηλεφώνημα μπάρμαν. Του πρότεινε ένα μπουκάλι ουίσκι τη βραδιά δωρεάν, αρκεί να πηγαίνει σε τακτές ώρες, να διαδοθεί στους κύκλους των μπίτνικς πως το μαγαζί του είναι στέκι του Καρούζου. Μερικές φορές ακολούθησα, στην προσπάθεια ν’ αποτρέψω ή τουλάχιστον να μετριάσω όσο μπορούσα. «Εσείς είστε του αντιαλκοολικού αγώνα;» μου έλεγαν ειρωνικά, και κάποιο βράδυ ο μπάρμαν άγρια μου είπε: «Εσύ να μην ξαναπατήσεις εδώ». Δε θα ξαναπατούσα ούτως ή άλλως. Την ώρα που φεύγαμε, γύρω στις 4, ένας απ’ τους νέους ποιητές που αποκαλούσε το Νίκο «πατέρα» του, ήρθε μαζί μας. Έβρεχε περιμένοντας στο πεζοδρόμιο μήπως περάσει κανένα ταξί, όταν επιτέλους φάνηκε ένα, το πήρε λέγοντας «είναι αργά, με περιμένει η γυναίκα μου» και μας άφησε στη βροχή.
«Δεν έχω κανένα λόγο να τα υφίσταμαι όλ’ αυτά, από δω και πέρα δε θα κάνω καμία προσπάθεια» έλεγα στον εαυτό μου. Ένα βράδυ, ξημερώματα, χτύπησε δυνατά το κουδούνι. Βγήκα στο μπαλκόνι να δω τι συμβαίνει, ήταν ο Νίκος που μου ζητούσε με φωνές ν’ ανοίξω. Άνοιξα, τι άλλο μπορούσα να κάνω; μπήκε και σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα. Στα χέρια του κρατούσε δύο άθλια σαφρίδια τυλιγμένα σ’ εφημερίδα. «Επειδή ξέρω πόσο σου αρέσουν τα ψάρια…» είπε. Κοιμήθηκε άπειρες ώρες. Όταν ξύπνησε ντύθηκε με επιμέλεια για έξω και ξανακάθισε στην καρέκλα του. Φόρεσε και γραβάτα, και την έδεσε σφιχτά στο λαιμό. «Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, αυτός ο κόμπος δε σε αφήνει να είσαι χύμα. Κάπου σε δένει, σε συγκρατεί» μου εξήγησε. Για τέσσερεις μέρες, πρώτη δουλειά μόλις σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι, ήταν να δέσει τη γραβάτα του, για τέσσερεις μέρες…
Είχε ξυπνήσει από ώρα, αλλά δε με είχε φωνάξει όπως συνήθως. Πλησίασα στην ανοιχτή πόρτα να δω τι συμβαίνει. Είχε αναποδογυρίσει στο κρεβάτι το συρτάρι όπου φύλαγε τις σημειώσεις του, τα αποκόμματα απ’ τα περιθώρια των εφημερίδων, τα χαρτιά απ’ τα τσιγάρα του, τις χαρτοπετσέτες. Διάβαζε κι έσκιζε. «Τι κάνεις;» τον ρώτησα.
«Δρεπανίζω, το corpus του έργου μου έχει συμπληρωθεί, δε θέλω να πέσω στα χέρια σαρκοβόρων φιλολόγων».
Αρχή του καλοκαιριού, πηγαίνουμε σχεδόν καθημερινά τα απογεύματα στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη, να πιούμε ένα καφέ και ν’ απολαύσουμε την κίνηση της γειτονιάς. Χαζεύουμε τα παιδάκια, χαιρόμαστε τα ξεφωνητά τους στη μπάλα, το πέρα δώθε με τα ποδηλατάκια, τα εύκολα γέλια και τα δάκρυα. Λίγο πιο πέρα στα παγκάκια, τρόφιμοι του γειτονικού οίκου ευγηρίας απολαμβάνουν κι αυτοί το δωρεάν θέαμα: καταστηματάρχες στις πόρτες των μαγαζιών τους, πολυάσχολες νοικοκυρές, νεαρούς «με ανεύθυνα μηχανάκια ». Κυρίως όμως είναι οι θαμώνες των «αθλητικών σωματείων » που πλεονάζουν στην περιοχή, άνθρωποι του τζόγου δηλαδή, που αυτή την ώρα τρέχουν να συναντήσουν την τύχη τους πυρετικά. Σωστό πανδαιμόνιο, περίσσευμα ζωής που πρέπει ως την ώρα του ύπνου να καταναλωθεί, κι ανάμεσά τους εμείς, που το παρόν μας είναι κυριολεκτικά για σκότωμα, και ταυτόχρονα πρέπει να βιαστούμε, να προλάβουμε… ρουφάμε γύρω μας τα πάντα, με μάτι αχόρταγο λες κι όλα απόκτησαν κάτι σπάνια πολύτιμο.
Αυτή την εποχή ο ουρανός παίρνει τα πιο λαμπερά χρώματα μέχρι να νυχτώσει, στα περιγράμματα των κτιρίων παίζεται ένα παράξενο παιχνίδι, ανάμεσα στα ντουβάρια και στον αιθέρα, ανάμεσα στη συμπάγεια και στο άπειρο (άυλο). Δε θα ’ξερα να πω τι είναι αυτό που δίνει στη μικρή ασήμαντη πλατεία, μια αίσθηση τόσο ξεχωριστή. «Οι φωνές έβγαιναν απ’ τον αέρα κι όχι απ’ τους λαιμούς» γράφει κάπου ο Φερνάντο Πεσόα. Κάθε μέρα με κρυφή αγωνία περιμένουμε την ώρα της μικρής αυτής βόλτας, είναι κάτι σαν «δυναμόμετρο», άραγε θα είναι κι αύριο εφικτή; Κουλουριασμένη στην πολυθρόνα, παρούσα-απούσα, ένιωσα κάποια στιγμή το χέρι του ν’ αγγίζει τον αγκώνα μου. «Τι ωραία που είναι» μουρμούρισα, έτσι για να πω κάτι. «Ναι, τι ωραία που είναι. Νόμιζα πως μόνο σ’ εμένα φαίνονται όλα τόσο ωραία, ίσως επειδή αποχαιρετώ τα πράγματα». Στο περιθώριο της εφημερίδας έγραψε: «Πλησιέστερα βρίσκομαι στην απεκθάμβωση».
Θα συναντιόμαστε όπως συνήθως με τον Νίκο μπροστά στην πόρτα του Εθνικού Κήπου, όπως τα περισσότερα Σαββατιάτικα απογεύματα. Εγώ θ’ ανηφόριζα με το τρόλεϊ Νο 3 από την Ακαδημίας κι εκείνος θα κατηφόριζε από την πλατεία Μαβίλη. Φθάσαμε σχεδόν ταυτόχρονα, είδαμε ο ένας τον άλλο και κουνήσαμε τα χέρια περιμένοντας ν’ ανάψει το πράσινο. Ξαφνικά είδα το Νίκο ν’ αναπηδάει, ένα πολύ μικρό γκρίζο γατάκι πέρασε ξυστά δίπλα στο πόδι του, και τρέχοντας βγήκε στην άσφαλτο. Τα αυτοκίνητα προχωρούσαν κανονικά, το γατάκι σαν από θαύμα τρέχοντας μπρος πίσω πλάι στις ρόδες διέσχιζε το δρόμο και τη γλύτωνε, ένα δυο οδηγοί προσπαθώντας να φρενάρουν παρά λίγο να προκαλέσουν ατύχημα, ώσπου επιτέλους άναψε το πράσινο και το γατάκι σα βολίδα πρόλαβε και χώθηκε στον Κήπο.
Αναπνεύσαμε αλλά μας πήρε ώρα να συνέλθουμε. Ο Νίκος γνώριζε πολύ καλά τον κήπο. Για χρόνια ήταν μέρος της καθημερινότητάς του. Σα φοιτητής, εκεί διάβαζε για ώρες. «Είναι ξέρεις ένα πλεμονάκι» μου είπε, όταν στην αρχή της γνωριμίας μας πρότεινε μια βόλτα. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ποιητές «της πόλης» ο Νίκος ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τη φύση. Ήξερε τα περισσότερα δέντρα και τα λουλούδια με τα όνομά τους, ξεχώριζε τα δηλητηριώδη από τα βρώσιμα χόρτα κι εκτιμούσε πολύ αυτούς που τα μάζευαν· τα πικρά ραδίκια, οι «αχνιστές πικρούνες», ήταν από τα αγαπημένα του φαγητά. Εκείνη την ημέρα ακολουθήσαμε τη συνηθισμένη μας διαδρομή: στάση στη λιμνούλα με τα ψάρια κι ύστερα το ρυάκι προς τις πάπιες. Κάποια στιγμή, έσκυψε στο έδαφος, στηρίχτηκε στις παλάμες και παρακολουθούσε τη στύση μιας πάπιας· το κοπάδι έτρεχε προς το νερό, μία μόνο κοντοστεκόταν και κάτι τσιμπολογούσε. Ο άλλος δεν έχασε την ευκαιρία, εκείνη συνέχισε να τρώει. «Την αναίσθητη», σχολίασε ο Νίκος, «ούτε γυρίζει να τον κοιτάξει». «Γιατί μήπως κι εκείνος τη διάλεξε, οι άλλες έτρεχαν, αυτή μόνο στεκόταν» του απάντησα. «Ναι, αλλά της άρεσε, αλλιώς θα έφευγε».
Συνεχίσαμε τη διαφωνία μας μέχρι το παγκάκι μπρος στη λίμνη και καθίσαμε κοιτώντας το νερό σιωπηλοί. Ύστερα από λίγο ένα θηλυκό παγώνι εμφανίστηκε μέσ’ απ’ τους θάμνους ακολουθούμενο από το ταίρι του. Στο ανοιγοκλείσιμο της υπέροχης γαλαζοπράσινης βεντάλιας ο Νίκος καμάρωνε λες κι η μεγαλόπρεπη ουρά ήταν κολλημένη στο δικό του σώμα. «Δεν είναι κρίμα να χαραμίζεται μια τέτοια ομορφιά γι’ αυτό το μίζερο πτηνό;» αναρωτιόταν κοιτάζοντας το όντως αδικημένο θηλυκό. Συνήθως σιωπηλοί ακούγαμε τους ήχους και τα θροΐσματα, κι όταν είχε άπνοια περιμέναμε το πρώτο φύλλο να σαλέψει. Όμως σήμερα ήταν αλλιώς, καταστράφηκε το λυρικό απόγευμα… Καθισμένοι στις δυο άκρες του πάγκου, ρίχναμε ο ένας στον άλλο βλέμματα μομφής… έως τη στιγμή που το αρσενικό παγώνι άρχισε να τραγουδάει. Τι τραγούδι, ένα γελοίο, παράφωνο κρώξιμο ήταν. Ο Νίκος υπερευαίσθητος στους ήχους δαγκώθηκε. «Ε, είμαστε φανφαρόνοι, τι θες να κάνω, φέρομαι κι εγώ κατά το γένος μου» είπε ύστερα από λίγο κι επιτέλους γελάσαμε.