Ήμουνα μαθές λυκειόπαιδο σαν πρωτοαντίκρισα τα μυστήρια παιδιά με τα χρωματιστά λοφία, τα σκισμένα δερμάτινα, τα καρφιά και τις παραμάνες να περιφέρονται στην Πλάκα ανάμεσα Mad και Remember, νιώθοντας δέος, περιέργεια και θαυμασμό μαζί. Ήταν τα τελευταία τους σουλάτσα εκεί - την επόμενη χρονιά η Μελίνα «σφράγιζε» την Πλάκα και τα πανκιά της Αθήνας μετακόμιζαν στα Εξάρχεια όπου, επίδοξο οργισμένο νιάτο κι ελόγου μου άρχισα να τα συναναστρέφομαι, υιοθετώντας τα χάρντκορ ακούσματα κι όλους εκείνους τους κώδικες εμφάνισης και συμπεριφοράς που φρίκαραν όχι μόνο τους καθώς πρέπει νοικοκυραίους αλλά ακόμα και τους πιο συμβατικούς (παλαιο)ροκάδες.
Μια συνυφασμένη με το πανκ «φτιάξ΄το μόνος σου» κουλτούρα άνθισε – σε ντύσιμο, φαγητό, διαμονή, στο «στήσιμο» μιας συναυλίας, μιας εκδήλωσης, μιας ανεξάρτητης δισκογραφικής - και μια νέα, φιλόδοξη «σκηνή» προέκυψε με «ομφαλό» τη θρυλική αναρχοπάνκ κατάληψη της villa Amalias. Η οποία έμελλε, στην πορεία, να δοκιμαστεί από το «σχίσμα» μεταξύ όσων θέλησαν να πάνε το πράγμα κάπως παραπέρα κι όσων επέμεναν στον αυστηρά αντιεμπορευματικό, εξωσυστημικό χαρακτήρα της φάσης
Λίγο αργότερα, οι δαιμονοποιημένοι ως έκφυλοι, βίαιοι, λέτσοι, βλάσφημοι, «χαπάκηδες» κ.λπ. από τα λαϊκά ΜΜΕ της εποχής πάνκηδες, έγιναν πρόφαση των πρώτων «επιχειρήσεων αρετής» στην πλατεία Εξαρχείων («διά χειρός» σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ), πολιτικοποιώντας έτσι μια νεολαιίστικη υποκουλτούρα που ως τότε είχε πιο «δρομίσια» χαρακτηριστικά: «Είμαι 21 ετών. Γεννήθηκα στην Αμερική. Δεν δουλεύω, δεν κάνω τίποτα. Το μόνο που θέλω είναι να πίνω από το πρωί ως το βράδυ... Στο φέρετρο θα φορέσω άσπρα, να με δει η μάνα μου που στεναχωριέται με τα μαύρα. Αλλά το μαλλί όρθιο... εκεί!», εξομολογούνταν μια Μαρία στην Οδό Πανός το '87. Σταδιακά όμως οι πάνκηδες αποκτούν πολιτική συνείδηση, όπως συμβαίνει αντίστοιχα στο εξωτερικό την ίδια περίπου εποχή. Στηρίζουν τον πυρηνικό αφοπλισμό, τις καταλήψεις, τα δικαιώματα όχι μόνο τα ανθρώπινα αλλά και των ζώων, αρκετοί εντάσσονται κυρίως στον Α/Α χώρο αλλά και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Η «σπίθα» εξάλλου είχε ανάψει από νωρίς: «Δικαιώματα που ξέρατε, τώρα δεν υπάρχουν/υπάρχει μια σκατοζωή και μια τυφλή υπακοή/με την εκμετάλλευση και τον ηλίθιο φόβο οι μαλάκες αρχηγοί, σου γαμάνε την ψυχή/δεν είν' δημοκρατία/δεν είν' ελευθερία/είναι μόνο μία/μπασταρδοκρατία!» (Γενιά του Χάους, «Μπασταρδοκρατία» 1982).
Ταυτόχρονα, το πανκ φαινόμενο διαχεόταν: Σκάσανε οι πρώτες εγχώριες μπάντες (Ex Ηumans, Panx Romana, Sharp Ties, Αδιέξοδο, Γενιά του Χάους, Χαοτική Απειλή κλ.π.), τα πρώτα "punk friendly" κλαμπ (Πήγασος-Φαέθων, Vitovski, Αλιγάτορας, Αν), τα πρώτα ξένα live (Infa Riot, Disorder, οι Chaos UK που... δεν έφτασαν ποτέ λόγω προβλημάτων του μπασίστα με τις βρετανικές αρχές), τα πρώτα φανζίν (Το Κτήνος, Β-23, Risky Business κ.ά.), Bauhaus και Birthday Party στον Σπόρτινγκ (1983), Clash και Stranglers live στο αλησμόνητο Rock in Athens του Καλλιμάρμαρου (1985). Μια συνυφασμένη με το πανκ «φτιάξ΄το μόνος σου» κουλτούρα άνθισε – σε ντύσιμο, φαγητό, διαμονή, στο «στήσιμο» μιας συναυλίας, μιας εκδήλωσης, μιας ανεξάρτητης δισκογραφικής - και μια νέα, φιλόδοξη «σκηνή» προέκυψε με «ομφαλό» τη θρυλική αναρχοπάνκ κατάληψη της villa Amalias. Η οποία έμελλε, στην πορεία, να δοκιμαστεί από το «σχίσμα» μεταξύ όσων θέλησαν να πάνε το πράγμα κάπως παραπέρα κι όσων επέμεναν στον αυστηρά αντιεμπορευματικό, εξωσυστημικό χαρακτήρα της φάσης – γεγονός είναι πως στην Ελλάδα ειδικά, κανείς πανκ καλλιτέχνης δεν έκανε (ή «δεν αφέθηκε» να κάνει) "mainstream" εμπορική καριέρα. Σημεία αναφοράς των πανκ υπήρξαν ακόμα κατά καιρούς η Γκράβα, πανεπιστημιακά κτίρια όπου πραγματοποιούνταν συναυλίες (Φοιτητική Εστία Πατησίων κι αργότερα Ζωγράφου, Πολυτεχνείο, ΑΣΟΕΕ), το καφενείο Ελλάς στο Παγκράτι, τα Προπύλαια, ο λόφος του Στρέφη που φιλοξένησε πολλά punk events, η πλατεία Μαβίλη κ.λπ.
Αυτά και πολλά άλλα (από τις αρβύλες-φετίχ που φοριούνταν μέχρι και στην παραλία κατακαλόκαιρο, το απορρυπαντικό αντί ζελέ στο μαλλί, τη «θεσμοθετημένη» αυθάδεια και τους τσαμπουκάδες με Κνίτες, λαϊκούς και σκινάδες μέχρι την αυστηρή, για πολλούς, χορτοφαγία, την πολιτική «στράτευση» και το γενικότερο αντικομφορμιστικό πρόταγμα ήταν το ελληνικό πανκ που εξακολουθεί να έχει κοινό εμφανίζοντας, μάλιστα, σημεία επανάκαμψης. Αυτό το στόρι επιχείρησε να αποτυπώσει ο Γιάννης Κολοβός στο βιβλίο του «Κοινωνικά Απόβλητα; – Η ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα 1979-2015» (εκδόσεις Απρόβλεπτες). Ένα εγχείρημα αξιέπαινο αφού συνδυάζει μεθοδικά το εγκυκλοπαιδικό (με εκτεταμένες αναφορές στην εγχώρια αλλά και τη διεθνή πανκ σκηνή και το κοινωνικό-πολιτισμικό της υπόβαθρο) με το βιωματικό στοιχείο, εφόσον ο ίδιος ο συγγραφέας-ερευνητής υπήρξε δραστήριο μέλος της πανκ σκηνής: Εξέδιδε το φανζίν B-23 (1986-1995, από τα πιο αξιόλογα του είδους), έπαιζε ντραμς στην μπάντα Κοινωνικά Απόβλητα που «ονομάτισε» και το βιβλίο, υπήρξε μέχρι ανταποκριτής του Maximum Rock 'n' Roll. Παράλληλα, τον λόγο παίρνουν όσοι – παλιοί ή εν ενεργεία – πρωταγωνιστές ή απλά «αυτόπτες μάρτυρες» συνέδραμαν στην έρευνα, κάποιοι κιόλα γνωστοί απ' τα παλιά – συγκινείσαι διαβάζοντας ώριμος πια μια αφήγηση που ζούσες καθώς φτιαχνόταν!
Μέσα σε 600 σελίδες «ζωντανεύουν» το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο που «γέννησε» το πανκ, η σημειολογία, η αντικουλτούρα και ο πολιτικός ακτιβισμός που συνδέθηκαν μαζί του, οι πανκ παρέες, μπάντες και συλλογικότητες της πρωτεύουσας, διάφορες εμβληματικές φυσιογνωμίες, συναυλίες, στέκια, δράσεις, καταστάσεις και σκηνικά συνοδευόμενα με πλούσιο γραφιστικό και φωτογραφικό υλικό (μεγάλο μέρος του τελευταίου παραχώρησε ο Γιώργος Τουρκοβασίλης), βιβλιογραφία, δισκογραφία, πίνακες και γλωσσάρι. Ο Γιάννης Κολοβός «το'χει», το δούλευε κοντά δεκαετία έχοντας «αρωγούς» τη δημοσιογραφική του εμπειρία (Οζ, Οξύ, Βήμα, Δίφωνο, Echo & Artists, Ποντίκι, "K") και τις ιστορικές σπουδές του στο Καποδιστριακό. Εύχεται δε να εκδοθούν περισσότερα βιβλία για τη νεολαιίστικη υποκουλτούρα και τα κινήματα αμφισβήτησης – μουσικά και μη – στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ένα γνωστικό πεδίο ιδιαίτερα πλούσιο αλλά που ελάχιστα έχει μέχρι στιγμής προσεγγιστεί.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν τα κεφάλαια για τους έμφυλους ρόλους και τη θέση της γυναίκας στο πανκ, που υπήρξε μάλλον περιθωριακή. Παρότι εξαρχής αμφισβητούσε πρότυπα και ταυτότητες, το κίνημα βασικά ανδροκρατούνταν όχι μόνο αριθμητικά (τα αγόρια ήταν αισθητά περισσότερα) αλλά και σε προσλαμβάνουσες. Προοδευτικά ωστόσο τα κορίτσια κατέκτησαν σεβασμό και «ζωτικό χώρο», όπως και τα queer άτομα. Για την προσωπική κι επαγγελματική πορεία των πρώτων πανκ: Άλλοι εντάχθηκαν λίγο-πολύ στην παραγωγή αλλάζοντας συχνά τελείως τρόπο ζωής (φαντάζεσαι το αφεντικό σου αγριεμένο πιτσιρικά με μαλλί «ανατίναξη», μπλουζάκι Exploited και μπότες Dc Martins;), κάποιοι παρέμειναν "underground" και συνέχισαν να ζουν «λαθραία» ή αξιοποίησαν επαγγελματικά τις εμπειρίες που απέκτησαν δραστηριοποιούμενοι στη «σκηνή». Η κρίση όμως έφερε τα πάνω κάτω και αρκετοί ανέτρεξαν, λέει, στα χρόνια εκείνα για να αντλήσουν αντοχές κι ιδέες. Για τις οικογένειες που δημιούργησαν, τα όνειρα, τις διαψεύσεις, το πώς την παλεύουν τώρα, το τι σημαίνει πια το πανκ γι' αυτούς – «μια φορά πανκ, πάντα πανκ» ή μήπως όχι; -, στοιχεία βασισμένα κύρια σε προσωπικές μαρτυρίες αλλά και βιώματα: «Έχω περάσει τα 40, είμαι πια κι εγώ οικογενειάρχης, έχω μια "καθώς πρέπει" δουλειά (διδάσκει σε λύκειο), ήταν οπότε και για μένα πρόκληση να καταπιαστώ με μια εποχή που με καθόρισε, να εξετάσω πώς με επηρέασε, τι μου έδωσε, πού με πήγε, εμένα κι όσο κόσμο πορευτήκαμε τρόπον τινά μαζί τότε», μου λέει, συμπληρώνοντας ότι ναι, συζητά για πανκ και με τους μαθητές του! Αλλά και για τη σταδιακή «ένταξη» του πανκ στιλ στο κυρίαρχο θέαμα – ένας «Μοϊκανός» σε σίριαλ υψηλής τηλεθέασης (ο Άρης Σερβετάλης στο «Είσαι το Ταίρι μου») κάποτε θα σόκαρε, τώρα είναι "cool". Από την άλλη, ένας πανκ γονιός, όσο αντιαυταρχικά κι αν μεγαλώνει το παιδί του, είναι προετοιμασμένος για το... χειρότερο: «Το περιμένω ότι όταν φτάσει στην εφηβεία της θα επαναστατήσει , περιμένω να ακούσω και "κωλόγερε" και "άντε γαμήσου" και "άσε με ήσυχη, εγώ θα κάνω αυτό που θέλω!"», λέει για την κόρη του πρώην μέλος της «σκηνής».
Εκείνο, ωστόσο, που έμεινε περισσότερο σε όλον αυτόν τον κόσμο που ανακατεύτηκε στη φάση είναι μια «ενστικτώδης» αλλεργία απέναντι σε εξουσίες και κανόνες, μια «χύμα» πλην ειλικρινής αμεσότητα και το υπέροχο συναίσθημα τού πόσα θαυμαστά πράγματα μπορούν να καταφέρουν ο αυθορμητισμός, η αυτοοργάνωση, το μεράκι και η συλλογική δράση. Γι' αυτό άλλωστε punk's not dead, motherf***ers!
Υ.Γ. Λίγο αφότου έλαβα το βιβλίο, που το κουβαλούσα μαζί να το ξεφυλλίζω όταν μπορώ, έπεσα σε μπουρίνι και παρότι σε σάκο αδιάβροχο έγινε μούσκεμα, ξέφτισε, γδάρθηκε... Αρχικά στενοχωρήθηκα, ύστερα όμως χαμογέλασα – καινούργιο, «κυριλέ» κι ατσάκιστο, τι σόι πανκ θα 'τανε;
Info: «Κοινωνικά Απόβλητα; - Η ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα 1979-2015», εκδόσεις Απρόβλεπτες
σχόλια