Ανάμεσα στις ερωτήσεις παρατίθενται αποσπάσματα από το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Μελανίππη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη.
_______________
«Πονάω σταθερά. Μόνιμα. Ο πόνος διαχέεται παντού και αδελφώνει τις αντιθέσεις που τον προκαλούν, χωρίς όμως ποτέ να τις εξουδετερώνει. Σαν αέριο, είναι αόρατος και τίποτα ορατό δεν τον φανερώνει. Αλλά κόβει. Κανονικό πριόνι. Στην ερώτηση «ΠΩΣ ΛΥΝΕΤΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ;» απαντώ «ΜΕ ΚΑΘΑΡΗ ΣΚΕΨΗ ΑΣΦΑΛΩΣ». Λάθος.
[...]
Δάκρυα-παράσιτα, κοφτερά σαν γυάλινα μυγάκια. Εθνικό μου φρόνημα παραμένει ο πόνος».
_______________
— Πώς λύνεται ο πόνος; Δεν είναι πιο βολικό να πονάς;
Όχι, όχι, καθόλου βολικό. Ακόμα και σε μια στιγμή εκδίκησης, ο πόνος του αντιπάλου επιστρέφει λεπιδόπτερος και σε ρημάζει. Ίσως δεν είναι τυχαίο που το ρήμα «πονάω» παραμένει ίδιο στην ενεργητική και την παθητική του μορφή. Εντάξει, ξέρω, δεν υπάρχει γιορτή χωρίς βία, μου το είπε ο Νίτσε στο Πανεπιστήμιο. Άγγιξε την ηδονιστική πλευρά μου και κάθε τόσο υπονομεύει διακριτικά τον ειρηνισμό μου. Είναι αλήθεια εξάλλου. Εκτός από την ικανότητα για τέχνη, πνευματικό έρωτα, γαλλικό φιλί, ενοχή, θρησκεία, επινόηση αναγκών και υπερβολική έκθεση στην τηλεόραση, ο άνθρωπος διαφέρει από το ζώο σε ένα σημείο ακόμα: στο σημείο εκείνο όπου ο πόθος συναντά τον πόνο. Ο Δημήτρης Δημητριάδης στην «Ανθρωπωδία» του χώρεσε τη συνάντηση αυτή μέσα με μία λέξη: Πονοπόθος. Καθώς ακινητείς από πόνο ψυχικό ή σωματικό, η ζωή μέσα σου εξακολουθεί να βρίσκεται σε «φρικιαστική έξαρση». Τα ανθρωπόζωα παλεύουμε να λύσουμε τα συναισθήματα σαν μαθηματικές πράξεις, όμως ακόμα και η ύψιστη αρχή ταξινόμησης, ακόμη και ο πιο δεινός βιβλιοθηκάριος της Βαβέλ θα μπλεκόταν στις ανάκατες γλώσσες που μιλούν τα συναισθήματα καθώς πονοποθούν.
— Είναι σήμερα ο πόνος το εθνικό μας φρόνημα;
Ένα νέφος από τζάκια που καίνε νοθευμένη βιομάζα πλανάται πάνω από το εθνικό μας φρόνημα. Νομίζω είμαστε πιο κοντά στην ντροπή απ’ ότι στον πόνο. Θέλω να ελπίζω ότι μετανιώνουμε. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίσουμε και να υποτιμήσουμε τα εθνικά μας ελαττώματα, κανένας λαός δεν έχει ταυτότητα δίχως τα ελαττώματά του. Σήμερα, εθνικό μας φρόνημα μοιάζει να είναι το να έχουμε εθνικό φρόνημα. Όμως χρειάζεται γι’ αυτό και να «φρονείς» και να έχεις «έθνος». Τελευταία όλα μοιάζουν δύσκολα.
_______________
«Δεν είμαι αστοιχείωτη, στοιχειωμένη είμαι. Από τον εαυτό μου. Είμαι εκείνο που με τρομάζει σαν Κόλαση. Ο τρόμος μπροστά στον εαυτό μου είναι η ταυτότητά μου».
_______________
— Μπορείς να γράψεις αν δεν είσαι στοιχειωμένος;
Εξαρτάται από το στοιχειό. Κάποια στοιχειά είναι μοχθηρά και δεν σε αφήνουν ενώ εσύ προσπαθείς. Κάποια άλλα μπορεί να είναι θεσπέσια και γι’ αυτό δεν σε αφήνουν καν να προσπαθήσεις (έρωτας στο στάδιο της μανίας, φίλοι που χτυπάνε το κουδούνι με κέφια και κρασιά, τα παιδιά σου ίσως, αστικοί ή φυσιολατρικοί περίπατοι, χοροεσπερίδες). Υπάρχουν όμως κι εκείνα που σε στοιχειώνουν φιλικά. Χωρίς αυτά, δεν γράφεις. Χωρίς τη φαντασία, χωρίς ένα δικό σου όραμα (για την ομορφιά μάλλον). Σκέφτομαι τελευταία ότι ίσως αποφασίζει κανείς να γράψει όταν επιθυμεί ενδόμυχα, κάπως λοξά και χωρίς ακριβώς να το ξέρει, να προτείνει έναν καλύτερο κόσμο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι οι δημιουργοί δεν είναι ουτοπιστές; Καλό είναι ωστόσο να μην διαφημίζουμε τον (δυσ)ουτοπικό μας κόσμο ευθέως. Bαρετή και ηθικοπλαστική τάση που αφαιρεί από το χέρι μας το μολύβι και τοποθετεί τον χάρακα. Ή το πλακάτ.
— Πώς μπορείς να κρατήσεις ζωντανά τα φαντάσματα;
Το απόλυτο φάντασμα είναι η ίδια η Μνήμη. Αυτήν πρέπει να κρατήσεις ζωντανή. Πώς όμως να παρέμβεις εσύ; Η βούλησή σου είναι τόση δα μικρή, μοιάζει με παρανυχίδα σε δαχτυλάκι, το οποίο θρασύτατα υψώνεται μπροστά στην πελώρια κι απάτητη οροσειρά της Παρεγκεφαλίδας, των Βασικών Γαγγλίων και φυσικά της Αμυγδαλής. Πώς να φροντίσεις αυτά που σε φροντίζουν, τους ρυθμιστές σου; Προσπαθείς με τον δικό σου, καθημερινό, όχι φαντασμαγορικό τρόπο: για να κρατήσεις οτιδήποτε ζωντανό οφείλεις να στρέφεις πάνω του το βλέμμα σου, νοερό ή πραγματικό, και να το ξαναμετράς από την αρχή, να το ξαναγνωρίζεις. Ν’ αφήνεις το καλό να ξαναμπεί.
_______________
«Ως δυνατός λύτης του αδυνάτου, ξέρω πως έχω μονάχα μια δυνατή επιλογή˙ να μεταθέσω την ευθύνη στη λογική μου. Η λογική θα με κάνει να εναρμονιστώ με το σύμπαν που εκτείνεται πέρα από αυτό το δωμάτιο. Στέκομαι στα πόδια μου και υπομένω, γιατί μπορώ και σκέφτομαι, γιατί μπορώ και εφευρίσκω... τεχνάσματα όπως είναι η λήθη».
_______________
— Είναι υπερτιμημένος ο ορθολογισμός;
Ναι και είμαι μία από εκείνους που τον υπερτιμούν. Μα, θα ήταν τρελό να μας έχει δοθεί κάτι τόσο περιπετειώδες και υπέροχο όπως το μυαλό κι εμείς να αφήνουμε ξεκούρδιστο τον ορθό μας λόγο. Χωρίς αυτόν, είναι ζήτημα χρόνου η κατάρρευση μέσα στο χάος. Δείτε την πολιτική μας κατάσταση. Ο ορθολογισμός είναι εργαλείο και όπως κάθε εργαλείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς διάφορους στόχους. Στην υπηρεσία του βραχυπρόθεσμου κέρδους το ντοπάρισμα του μυαλού σε κάνει βέβαια πρωταθλητή στον στίβο της αγοράς, είτε ως μπίζνεσμαν είτε ως καταναλωτή. Το μακροπρόθεσμο κέρδος όμως είναι πάντοτε αλλού. Η αγαπημένη μου χρήση του ορθολογισμού είναι στην δημιουργία τέχνης, όπου υποτάσσεις ένα σκληρό εργαλείο σε μια αφελή δραστηριότητα. Ας μην παρεξηγηθώ. Στην λέξη «αφελής» αναγνωρίζω μια τρυφερότητα που εκλείπει.
— Πού πηγαίνει η λήθη όταν ξεχνιέται κι αυτή;
Υποθέτω εκεί όπου γίνεται Α-λήθεια.
_______________
«Είναι δελεαστική η ελευθερία, ορίστε, το παραδέχομαι. Ο απελεύθερος της δυστυχίας όμως δεν είναι ευτυχισμένος. Όπως κάποιος που χώρισε. Δεν είναι ελεύθερος. Είναι χωρισμένος, που σημαίνει διασπασμένος. Το ολόκληρο βρίσκεται στη χαρά, όχι στη μη λύπη».
______________
— Υπάρχει ποτέ κάτι ολόκληρο; Μη διασπασμένο;
Δεν κάνουμε άλλη δουλειά από το να ανασυσταίνουμε έναν διασπασμένο κόσμο. Πρώτα η κοινή αισθητηριακή μας αντίληψη τσακώνει τις ηλεκτρομαγνητικές δονήσεις απείρων μορίων που βρίσκονται σε ανάκατες τροχιές και όλες αυτές τις μεταφράζει σε ένα ωραιότατο μπλε βάζο. Κατόπιν η Φαντασία μας γεμίζει το βάζο με ό,τι τραβάει η όρεξή της. Αγριολούλουδα με παράλογες μυρωδιές, κρίνα με σαρκοβόρες ιδιότητες και ρόδα που αναβλύζουν έρωτα και μαγεύουν τις αισθήσεις. Πάνω στο μεθύσι μας έρχεται η Πραγματικότητα και μας αιφνιδιάζει, κάνει μια κίνηση με τον αγκώνα της και σπάει το βάζο. Μετά, αν έχουμε κουράγιο, διορθώνουμε τις ζημιές της.
_______________
«”Στην οθόνη του υπολογιστή μου συμβαίνει το αντίθετο. Οι λέξεις προβάλλονται σαν άνθρωποι. Δεν υπάρχει υπόσχεση σώματος ούτε διάθεση επωνυμίας. [...] Ο κόσμος της πληροφορίας είναι ένας ολοζώντανος, πολυκύτταρος και υπερπολύπλοκος οργανισμός, με τον οποίο ενώνομαι στ΄όνομα της ανωνυμίας και της δημοκρατικότερης συνανυπαρξίας που θα μπορούσα ποτέ στην κατάστασή μου να διανοηθώ”.
M: Έλα
V: Ela re c
Μ: Μπήκα λίγο, μήπως σε βρω.
V: Edw eimai koukla. Pos paei?
Μ:Καλά μωρέ, είχα πρόβα το πρωί. Λίγο κουρασμένη. Εσύ;
V: Treximo, imouna sti diadilosi gia ti simaia. Pes esy. Pws paei i provoula?
Μ:Για ποια σημαία λες; Αυτός ο ρόλος μ' έχει τρελάνει. Κάνω Δυσδαιμόνα.
V: A, gamw akougetai, Aisxylos einai?
Μ:Όχι βρε Φώντα, Σέξπιρ...
V: O,ti exei mesa sex kalo einai...».
_______________
— Συνανυπάρχουμε;
Στη συνύπαρξη και την συνανυπαρξία συμμετέχουν οι ίδιες υπάρξεις. Στην αναλογική κοινωνία είμαστε τα παλιά, γνωστά, στέρεα θηλαστικά, πληθωρικά και ανεξέλεγκτα. Στην ψηφιακή κοινωνία γινόμαστε αέρια πνεύματα και φυσικά έτσι πουλάμε πνεύμα ευκολότερα, μιας που στο ίντερνετ είμαστε μόνο λόγος, εγκεφαλικές συνάψεις ενός παγκόσμιου μυαλού. Στην περίπτωση του ηλεκτρονικού τσατ και εν γένει της επικοινωνίας στο διαδίκτυο, το σώμα εκλογικεύεται και παίρνει τις διαστάσεις που του δίνουμε. Είναι επίπεδο σαν την οθόνη μας. Ασφαλώς στις φωτογραφίες που επιλέγουμε να μοιραστούμε είναι πολύ ωραιότερο απ΄ ό,τι στην πραγματικότητα. Είναι ένα σώμα απολύτως ελεγχόμενο (εκτός από την έκτακτη περίπτωση που κάποιος αναρτά μια άθλια φωτογραφία όπου χασμουριέσαι ενώ κάτι πράσινο σού έχει κολλήσει στο δόντι) και ως εκ τούτου σχεδόν ανύπαρκτο. Στην συνανυπαρξία μας, η επιφάνεια της εικόνας αντικαθιστά το βάθος της ύπαρξης. Είναι όμως μια νέα επιφάνεια όπου συμβαίνουν τα νέα Επιφάνεια, ας πούμε τα ηλεκτρονικά Θεοφάνεια. Διότι εκεί δεν επιπλέουν μόνο οι σαμπρέλες, αλλά εμφανίζονται κατά καιρούς και πανέμορφα δελφίνια.
_______________
«Το αντίθετο του μυστικού είναι η αισχρότητα. [...] Εγώ που δεν ξέρω από επικοινωνία, δυστυχώς ξέρω τι σημαίνει επικοινωνία για εσάς. Έχω τηλεόραση και ξέρω. Επικοινωνία είναι να έχετε φιμέ τζάμια στο αυτοκίνητο και γυάλινους τοίχους στην τουαλέτα. Ταυτόχρονα, η αποκάλυψη του δαίμονα σας απαλλάσσει προσωρινά από την υποχρέωση για ευτυχία. [...] Μόλις αποκαλυφθεί το κρυφό ελάττωμα, η αμαρτία, η ανωμαλία, το λατρευτό σας αξιοπερίεργο, τότε -ως εκ θαύματος- έχετε κάνει το πρώτο βήμα προς την ευτυχία. Κι αναρωτιέμαι, μπορεί η αρχή της ομορφιάς να είναι η ασχήμια;».
_______________
—Μπορεί; Δεν είναι και το δόγμα της εποχής; Η ασχήμια που βλέπετε και βιώνετε τώρα είναι η αρχή για κάτι όμορφο...
Μπορεί, όταν κάτω από την ασχήμια προϋπάρχει μια βαθιά ομορφιά. Όταν το υπέδαφος είναι καλό, επιτρέπει να φυτρώσουν λουλούδια ακόμα και σε εχθρικό περιβάλλον (κηπουρική, η καλύτερη κοινωνιολογία). Επίσης, η λαϊκή ρήση λέει ότι αν χτυπήσεις πάτο, δεν μένει άλλο απ’ το να ξανανέβεις. Αυτό το γκελ είναι βέβαια ελπιδοφόρο. Ωστόσο, ομολογώ, έχω την τάση να πιστεύω ότι η αρχή της ομορφιάς είναι πρωτίστως η ομορφιά-περιττό ίσως να διευκρινίσω ότι δεν εννοώ την εξωτερική εμφάνιση. Ο αμίμητος Όσκαρ Ουάιλντ γράφει: «Όλοι λένε ότι πρέπει να ξεκινήσεις από χαμηλά για να φτάσεις ψηλά. Εγώ λέω ότι καλύτερα είναι να ξεκινήσεις από ψηλά και να μείνεις εκεί...» Από την άλλη, τι είναι η ομορφιά και τι η ασχήμια; Αισθάνομαι ότι την ασχήμια κυρίως την βρίσκεις, ενώ την ομορφιά την φτιάχνεις. Από τη βάση της υποκειμενικής, έξυπνης, έντεχνης ομορφιάς μπορεί ο καθένας να πάρει φόρα. Όπως και για τη Μελανίππη του ομώνυμου βιβλίου μου, το κουράγιο για την υπέρβαση προς την ιδέα της ευτυχίας, είναι μια εφικτή ανάληψη, μια ισχυρή βάση ομορφιάς προς την απελευθέρωση.
_______________
«Έπαψα να βλέπω τον εαυτό μου σαν απόγονο των θεών, αλλά και ως φρικαλέο τέρας. Δεν τους γοήτευσα, δεν τους τρόμαξα, δεν τους ξύπνησα. Εμφανίστηκα ολόρθη σαν τεντωμένο θαυμαστικό, για να ισοπεδωθώ, να γίνω κι εγώ μια παύλα σαν όλους τους άλλους. Είμαι εκτός θέματος σε τόσο ακραίο βαθμό, που με απορροφά μια άλλη, παράλληλη διάσταση. Γι' αυτό δεν βλέπουν τι είμαι».
_______________
— Αλήθεια, έχει σημασία τελικά να δουν τι είσαι;
Δεν έχετε δει στα διάφορα ριάλιτι τους έγκλειστους συμμετέχοντες να λένε συγκινημένοι καθώς αποχωρούν: «Χαίρομαι γιατί έδειξα στον κόσμο ποιος είμαι, ποιος είναι ο Βαγγέλης. Τώρα ο κόσμος ξέρει: προτιμώ τις τηγανίτες μου σκέτες. Κανείς δεν βάζει μέλι στις τηγανίτες του Βαγγέλη». Φαίνεται ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι αισθανόμαστε πως πρέπει να αποδείξουμε σε ένα αόρατο κοινό ότι δεν είμαστε αόρατοι. Χωρίς τα μάτια των άλλων το είδωλό μας δεν αποκτά ποτέ περίγραμμα.
_______________
«Φούξιξι φούξιξι αγάπη μου χωλή
Φούξιξι φούξιξι με πίκρανες πολύ
Τριλιλί αν είχα σύνεργα ψαρά
Τραλαλό θα 'στηνα πυροφάνι
Ταμ πραμ πραμ ν 'ανοίξω τα σαγόνια μου
Τιμ πριμ πριμ να πέσεις στη χοάνη».
_______________
— Τι θα 'λεγες αν συνεντευξιαστής και συνεντευξιαζόμενος υπονομεύαμε αυτήν την συνέντευξη;
Θα έλεγα ναι! Και τι δεν θά ΄δινα να κάναμε αυτή τη συζήτηση και να ανταλλάσσαμε ανέμελες ρίμες έχοντας βγάλει βόλτα η καθεμία τον κατοικίδιο αστακό της στους κήπους του PalaisRoyal, σαν τον ρομαντικό ποιητή Ζεράρ ντε Νερβάλ. Ή ακόμα καλύτερα στη Βασιλίσσης Σοφίας. Θα μας κορόιδευαν για αισθητισμό και τρέλα, θα μας έκραζαν και θα μας πέταγαν ντομάτες, αλλά δεν θα μας πείραζε. Πάνω στην μεταξωτή μπλε κορδέλα που θα μας ένωνε με τους αστακούς μας, ίσως να κατορθώναμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη γύρω δυστοπία και τη μέσα ουτοπία. Τι λες, πάμε; Δεν είναι ο τόπος μας, έτσι κι αλλιώς, τελείως σουρεάλ;
σχόλια