Οι μουσικοί σκοποί Χουάγκ Τσογκ και Τα Λυ δε γίνεται να συνοδεύουν το χορό στα πανηγύρια. Κι αυτό για ποιο λόγο; Γιατί οι ήχοι τους είναι ασυνήθιστοι.
ΛΙΕ ΤΣΙ
Ας μας κρίνει η στέπα
κι ας μας επιστρέψει η νύχτα.
ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ
Στον λογοτεχνικό κύκλο του Εκηβόλου, που έμοιαζε με αίρεση, διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας μου και οριοθετήθηκε της τέχνης μου η περιοχή. Στις πνευματικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές εμμονές αυτού του κύκλου (από τη μουσική και την πιο εκλεπτυσμένη ερμηνευτική έφθαναν ως το λαϊκό έπιπλο και την ξυλογλυπτική) άθροισα την προσωπική μου έρημο, ποιος ξέρει τι πιστεύοντας και τι περιμένοντας. Ένα περιστέρι; Τον κατακλυσμό;
Το έργο εν προόδω Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια, που το γέννησε (κυριότατα) η αίσθηση ενός τέλους, ξεκίνησε να γράφεται προχωρημένο φθινόπωρο του 1985 στο τότε αγορασμένο σπίτι μου — το πάνω πάτωμα ενός μικρού και παλαιού δίπατου νεοκλασικής τυπολογίας, που το βρήκα χτισμένο (αν και κομμάτι ερειπωμένο) πάνω στους πετρώδεις μποτσαρέικους αγρούς της οδού Τσάμη Καρατάσου στου Φιλοπάππου· όσο μικρό ήταν το σπίτι, τόσο σπουδαίοι ήταν οι αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν με την επισκευή του: Κυριάκος Κρόκος, Γιώργος Μακρής, Τάσης Παπαϊωάννου. Στη γειτονιά με πρωτόφερε και με σεργιάνισε ο ανεπανάληπτος ζωγράφος Πέρης Ιερεμιάδης ο φιλακόλουθος —«είναι η γειτονιά της Κερένιας Κούκλας του Χρηστομάνου», μου έλεγε, «μπορεί και να ’χουν γυροφέρει ο Ίων Δραγούμης με τη Μαρίκα Κοτοπούλη»— εδώ θα έστηνε τον πάγκο του με της τέχνης τα φαρμάκια και της τέχνης τη σκυτάλη μέσα στο μυθικό ατελιέ του· και θα γινόμασταν γείτονες και φίλοι αχώριστοι· ο θάνατός του ήταν από τα μείζονα πένθη της ζωής μου· πολύ τον πένθησε και ο οίκος του Εκηβόλου· από τον αδόκητο θάνατο του Γιώργου Ιωάννου είχε να θρηνήσει έτσι. Είχαμε τρέξει με τον Μανώλη Βελιτζανίδη της Ινδίκτου στο προσκεφάλι του· σημειωτέον, στην κατοικία του Μανώλη βρίσκεται πανέμορφα βαλμένη του Πέρη η εκκλησία της Αγίας Κυριακής από την Παλαιοχώρα της Αίγινας, μια από τις ωραιότερες ζωγραφιές της νεότερης ελληνικής τέχνης, φτιαγμένη με κοκκινόχωμα και αιγινήτισσα άργιλο, υπόλευκη πασπάρα· μια πρωιμότερη και μικρότερη εκδοχή αυτής της ζωγραφιάς, με διαφορετική χρωματική και πνευματική αντίληψη της θύρας του ναού, έχω στο σπίτι μου κι εγώ.
Με αυτό τον τρόπο ήρθαν τα πράγματα και εγκαταστάθηκα στου Φιλοπάππου (γεννημένος στα Εξάρχεια το 1945, σε ένα λαϊκό σπίτι της οδού Πλαπούτα με εσωτερική αυλή — μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη, στα πέριξ της Αγίας Φωτεινής, σε μια μονοκατοικία με κήπο στην οδό Αγχιάλου, πλάι στο σπίτι ενός τυφλού μουσικού που δίδασκε βιολί, μαντολίνο και ακορντεόν· η μητέρα μου και όλο το γένος της ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη). Εδωνά λοιπόν, στον λιλιπούτειο οίκο του Φιλοπάππου ήταν που προσηλώθηκα στη μακρά συγγραφή — στου έργου το μυστικό το επτασφράγιστο.
Από αναβολή σε αναβολή και ανεβαίνοντας όλη την κλίμακα των δισταγμών, ήμουν πια σαράντα χρονών όταν αποφάσισα, μανικά και εμμονικά, να ακολουθήσω το νήμα της μελάνης —σέπια, μαύρο, κυανό, τεφρό, βαθυπράσινο— και παίρνοντας καταπόδι τις αποχρώσεις μιας λεπτής κλωστής, που εύκολα κόβεται και ξεβάφει, να πάω στα έσχατα. Οι φωνές μέσα μου, «μην ασχοληθείς με το γράψιμο, τα γράμματα είναι μαγεμένα», είχαν ανεξήγητα σωπάσει. Έτσι διάλεξα τη Συντεχνία της Κόκκινης Κλωστής. Στο μεταξύ ο Εκηβόλος θα μετακόμιζε από την Κυδαθηναίων στην Ησιόδου κι από εκεί στην οδό Απόλλωνος στις παρυφές της Μητρόπολης και της Πλάκας —στις παρυφές του floruit ενός στενού κύκλου γραμματισμένων στο τέλος των καιρών— στη μικρογειτονιά του Ροδακιού (όπου μια ρόδα γύριζε κι αντλούσε τα νερά του Ηριδανού) και εκεί η Τζούλια Τσιακίρη θα ίδρυε τις εκδόσεις Το Ροδακιό ως προέκταση του λογοτεχνικού περιοδικού Εκηβόλος. Όσο για μένα, εργαζόμενος σε μια σύνθεση του ερμητικού με το απερίφραστο, θα προετοίμαζα μέσω του Έλληνος λόγου μια σκηνοθεσία των εσχάτων ημερών σε μια γωνίτσα.
Και πέρασαν τα χρόνια. (Έφυγε από τη ζωή κι ο καταρκτικός πλοηγός μου στα γράμματα και τις τέχνες, ο ιδρυτής του περιοδικού Εκηβόλος, ο Βασίλης Διοσκουρίδης, ο θησαυροφύλαξ λόγιος· ο ίδιος δε θέλησε να γράψει αλλά ήξερε σταυρωτά τα φίλτρα της γραφής, φαιός σαν τους Φαίακες, κατεχάρης και αιρεσιάρχης.) Και πέρασαν κι άλλα χρόνια· κι απ’ όσα συνέβησαν μπρος στα μάτια μας, ορισμένα παραμένουν και ορισμένα σαν να ’χουν ξεχαστεί. Και το ’δωσε ο καιρός, γιατί ο καιρός το δίδει. Και το έργο πήρε να ολοκληρώνεται απροσχεδίαστα, ανάμεσα στα δυο αυγουστιάτικα ολοφέγγαρα του έτους 2021, ένα μυστηριώδες έτος για το βίο μου, στο εμπνευστικό και γαληνό κτήμα «Μανταλένα», ιδιοκτησία Στέλιου Βαφέα και Όλιας Λαζαρίδου, στην Κυψέλη της Αίγινας, όταν μια πασχαλίτσα που περιδιάβαζε στο μπράτσο μου πέταξε ανεπαίσθητα και κάθισε ξάφνου σε μια ανοιχτή σελίδα του τετραδίου μου προς το τέλος του κεφαλαίου ΜΒ΄. Νομίζω ότι αυτό το κεφάλαιο, το σαράντα δύο, είναι μια μάνταλα όπως την περιγράφει ο Καρλ Γιουνγκ· και ίσως ένα από τα πιο αινιγματικά της αφήγησης. Εκεί που έλεγα λοιπόν πως ο κύκλος του έργου έκλεισε και πως το Σύσσημον περατώθηκε με το Παρεκκλήσιο, ξεγελάστηκα και είναι με το αιγινήτικο Πατητήρι (ο πλήρης τίτλος του είναι: Πατητήρι. Στενό με αγγελοδαίμονα. Σχέδιο νεραϊδάρη) που μπήκε η τελευταία πινελιά σε αυτή την αφήγηση της άγονης γραμμής σε δύο βιβλία, που εγγράφονται πάνω σε όλα τα ονόματα της Ρίτας-Φωτεινής-Ρηγοπούλας Λυτού από την Κάρπαθο. Το Παρεκκλήσιο και το Πατητήρι θα δουν το φως στη συγκεντρωτική έκδοση του «Βιβλίου δεύτερου» το 2023.
Μέγαλα κομμάτια του opus incertum Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια (από το δεύτερο βιβλίο) γράφτηκαν στο σπιτικό των Λυτών στα Πηγάδια στην Κάρπαθο· θυμάμαι, και τις έχω κλείσει στην καρδιά μου, ώρες ατελείωτες στο τραπέζι με το όμορφο παλιακό αμπαζούρ. Ένα μεγάλο κι ένα μικρότερο κομμάτι (από το πρώτο βιβλίο) έγιναν στο σπίτι του Βίκου Ναχμία στην Πουλάτη της Σίφνου. Άλλα πάλι ξεκίνησαν στα Παναγιωτοπουλέικα στο Αχαϊκό Αχαΐας, πριν κοπεί η γιγάντια λεύκα του περιβολιού και ρίξω μαύρη πέτρα· και ένα στο αλλοτινό σπίτι του Δημήτρη Καράμπελα, στον Πλατανιά, στο Πήλιο, κοντά στον βαθύσκιωτο Λαύκο.
Κάποια ανεμοδαρμένα, και ίσως γι’ αυτό με ερμητικά σφαλιχτά όχι μόνο τα παράθυρά τους αλλά και τα σκούρα, ξεκίνησαν στην Καρδιανή της Τήνου, στο κτήμα των Παπαγεωργίου, του Κωνσταντίνου και της Νίλουφερ. Κάποια στην Κύπρο, οικία Κατερίνας Ατταλίδου, Λευκωσία — η άλλη μας οικοδέσποινα, η Παπαχριστοφόρου η Μυρτώ, πριγκιπικά μας ξενάγησε από τις εκκλησίες του Τροόδους ως της Καρπασίας την άκρη, στα κλειδιά της κυπριακής κιθάρας. Και οι δυο μαζί μάς δίδαξαν το δύσκολο νησί. Τέλος, ένα μεγάλο κομμάτι ξεκίνησε στη θεμωνιά της Αμαλίας Μουτούση και του Μάκη Μηλάτου στη Φολέγανδρο, μεταξύ Χώρας και Άνω Μεράς.
Όμως το πλείστον, τα εννέα δέκατα του έργου, τα εργάστηκα και τα επεξεργάστηκα στην κατοικία μου στου Φιλοπάππου (ως Σπίτι-Αργαστήρι το έχω καταχωρημένο πια στο κινητό μου)· τι κι αν το αγόρασα ως κιβωτό, τίποτε δε με εμπόδισε από το να χτίσω μέσα σ’ αυτό ένα έργο-ναυάγιο — όταν αποχώρησα από την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακαποθηκάριου (υπήρξε η επιλογή μου για να βιοποριστώ) μετά από είκοσι χρόνια μόχθου και αισθημάτων ανάμεικτων, και άφησα για πάντα τη συνεταιριστική «Φαρμακεμπορική», τη βαφτισμένη και ιδρυμένη από τον πατέρα μου, που καταρχάς στεγάστηκε σ’ ένα ευρύχωρο ισόγειο μαγαζί στην Ξούθου, το διάσημο στενορύμι υψηλής βιοπάλης της Ομόνοιας, και έπειτα σ’ έναν απέραντο πρώτο όροφο στην οδό Καποδιστρίου στην πλατεία Βάθης. Να όμως που μετά από μια εικοσαετία τα βρόντησα και μάλιστα με απονήρευτο μίσος τόσο για το συμφέρον μου όσο και για το «προπατορικό αμάρτημα της περιουσίας», αφήνοντας άναυδους φίλους, συνεταίρους, συγγενείς κι εμένα τον ίδιο. Και είδα το όχι ευκαταφρόνητο εισόδημά μου να χάνεται και τις οικονομίες μου να εξανεμίζονται στην αγορά σπιτιού, σκευής, βιβλίων, βινυλίων, χειροτεχνημάτων. Και ο παράς μου συρρικνώθηκε λίγο-λίγο σε μια μικρή αναμνηστική σύνταξη, μια σύνταξη καρτ ποστάλ. Και ο βίος έγινε κρεμαστή γέφυρα. Η διπλά πονηρή καταγωγή μου, όντας Μωραΐτης και Σμυρνιός, δε με βοήθησε να παραμείνω διά βίου ένας έμπορος που χωνεύει στη σκιά, όπως λογάριαζα και φανταζόμουν, ή κάποιας λογής αναγνωστικό δαιμόνιο. Σε τι άλλο θα μπορούσα να ελπίσω εκτός από τη μεταμόρφωση των Ερινύων σε Ευμενίδες; Και συνέχισα να πορεύομαι παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι πάνω σε κρεμαστή γέφυρα. «Ένα βιβλίο είναι αναβολή μιας αυτοκτονίας» — έχει να το λέει ο Εμίλ Σιοράν.
Στόλισα με τόπους το χρονικό της συγγραφής καθώς για μένα οι τόποι είναι ιερά πρόσωπα όπως οι φίλοι και έχουν numen (κάτι απολύτως διαφορετικό από το genius loci). Κάποιες λέξεις είναι κρησφύγετα, και αμετάφραστες ομιλούν περισσότερο. Το numen όλων των πραγμάτων ανήκει στη Μνηστή του Θανάτου — ό,τι έχει ιερό και όσιο δικό της είναι, της ανήκει. Την αλληγορική ονομασία Μνηστή του Θανάτου την άκουσα και την πρωτάκουσα από το στόμα του Νίκου Γκάτσου, του βλοσυρού και ενάρετου. Κάτι σχεδίαζε να γράψει για κείνη. Συντρώγαμε με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, οι τρεις μας — ένα αμνημόνευτο άπαξ· ήταν ένα αχρονολόγητο καταχείμωνο, νωρίς το απόγευμα στου «Φλόκα» Πανεπιστημίου, δύσκολο να ήταν αλλού λόγω Γκάτσου· καθώς με χώριζαν τριάντα και περισσότερα χρόνια από τις ηλικίες τους, έκανα υπακοή και δεν πολυμιλούσα, μόνον άκουγα. Όμως υπήρχε διάθεση για κουβέντα. Η συνάντηση καλά κρατούσε. Σιγά-σιγά σκοτείνιαζε. Και το χιονόνερο γυάλιζε την πισσάσφαλτο. (Διευκρινίζω κάπως λορεντζατικά: η σιωπή μου δεν ήταν σιωπή υπηκόου αλλά μαθητεία. Μέσα στο μυαλό μου στριφογύριζαν και στα φρένα μου χόρευαν τα λόγια του Κέλτη βάρδου: θάνατος είναι να καταφρονήσεις ποιητή, θάνατος είναι ν’ αγαπήσεις ποιητή, θάνατος είναι να είσαι ποιητής — πλεγμένα με τα περίσκεπτα λόγια του Ιωσήφ Μπρόντσκι: «η σύνθεση στίχων ίσως είναι μια μελέτη θανάτου» και «η γλώσσα υπαγορεύει το ποίημα».) Από εκείνο το τραπέζι αποκόμισα, εκτός από τη Μνηστή του Θανάτου που ελέγχει το numen όλων των πραγμάτων, πως η κρίση είναι ο σπουδαιότερος συντελεστής της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Perfectio artis consistit in judicando. Ήταν ένα δώρο του Ζήσιμου.
Το 1985 η σχέση μου με τη Μνηστή του Θανάτου αφυπνίστηκε. Ωστόσο απομένει ένα μέγιστο ζήτημα ανοιχτό: το πόσο στιβαρά κατάφερα να κρατήσω το τιμόνι της κρίσης μου. Η ασάλευτη ζωή αυτής της συγγραφής κράτησε τριάντα έξι χρόνια.
Δεν ξέρω γιατί έκανα ό,τι έκανα, που θα πει ήταν το ριζικό μου.
Συνοπτικόν όσο και προσωπικό.Φιλοπάππου, Γενάρης 2022
ΝΙΚΟΣ Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ